Νέος αντιδήμαρχος Έργων ο Λαζαρίδης - Αντικαθιστά τον Καρασταύρου
Γράφει ο Νικόλαος Κουρούδης Αντισυνταγματάρχης ε.α., επίτιμος πρόεδρος του Παραρτήματος ΕΑΑΣ Ν. Ροδόπης
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ είχε πει το ιστορικό «Οι ήρωες πολεμάνε σαν Έλληνες», όπως φάνηκε βέβαια εκ των υστέρων δεν ήταν μόνο αναγνώριση του αγώνα των Ελλήνων ενάντια στις δυνάμεις του άξονα, αλλά και εκδήλωση της ανησυχίας του γι’ αυτό το λαό που στα πολύ δύσκολα με κάποιο μαγικό τρόπο αφυπνίζεται, ενώνεται, πολεμά μέχρι θανάτου για την εθνική του αξιοπρέπεια. Γι’ αυτό και αμέσως μετά τα καλά και θερμά του λόγια, ο Τσόρτσιλ, έπαιξε σημαντικό ρόλο στον εθνικό διχασμό που ακολούθησε το τέλος της κατοχής. Δεν γνωρίζουμε αν ο Βρετανός πρωθυπουργός είχε στο μυαλό του κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που τον έκανε να εκφράσει το θαυμασμό του για την μαχητικότητα των Ελλήνων. Δεν γνωρίζουμε αν είχε ακούσει ποτέ την ιστορία ενός Έλληνα λοχία που έχοντας απέναντί του την πιο σύγχρονη πολεμική μηχανή της εποχής, έμεινε μόνος του μέσα σε ένα πολυβολείο και «έριξε» 38.000 σφαίρες εναντίον των Γερμανών εισβολέων! Σταμάτησε όταν του τελείωσαν οι σφαίρες και αφού είχε προξενήσει απίστευτες απώλειες στους Γερμανούς. Η ιστορία του λοχία Δημήτρη Ίτσιο και το τραγικό του τέλος είναι ίσως το καλύτερο μήνυμα αυτή την ημέρα μνήμης και είναι ένα μήνυμα ότι κανείς δεν μπορεί να σε αναγκάσει να σκύψεις αν δεν το επιτρέψεις εσύ ο ίδιος.
6 Απριλίου 1941
Ο Δημήτρης Ίτσιος γεννήθηκε το 1906 στην ακόμα σκλαβωμένη τότε Μακεδονία από Βλάχους γονείς, παντρεύτηκε την Άννα Κ. Νακοπούλου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά. Την Μαρία και τον Αναστάση. Με την κήρυξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου επιστρατεύθηκε ως έφεδρος λοχίας και υπηρετούσε στο Μπέλες, πάνω από το χωριό του, τα Άνω Πορόια Σερρών.
Εκεί επάνω, στην κορυφογραμμή του Μπέλες, ήταν στημένα τα πρώτα πρόχειρα Φυλάκια της προκάλυψης της «γραμμής Μεταξά». Λίγο πιο κάτω, σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων στη οροθετική γραμμή, βρίσκονταν τα εννέα σκυροδέματα ελληνικά πυροβολεία, στημένα κατά μήκος της δεύτερης αμυντικής γραμμής. Οι υπερασπιστές των πυροβολείων είχαν εντολή να αμυνθούν ώσπου ο Στρατός του υποτομέα Ροδοπόλεως να συμπτυχθεί χωρίς απώλειες προς τα Κορούσια κι αμέσως μετά να εγκαταλείψουν κι αυτοί τις θέσεις τους με κανονική υποχώρηση, έχοντας ως πλεονέκτημα την άριστη γνώση της περιοχής.
Ο Ίτσιος κατά την εισβολή των Γερμανών στο Μπέλες στις 6 Απριλίου 1941 βρέθηκε να είναι επικεφαλής του Πολυβολείου π 8. Η ώρα είναι 5.15 όταν ψηλά στην «ομορφολογιά» του Μπέλες η πιο τέλεια πολεμική μηχανή της εποχής αρχίζει το καταστροφικό της έργο. Το πρώιμο γλυκοχάραμα έρχεται, αρχίζουν ομοβροντίες γερμανικών πυροβόλων, όλμων και πολυβόλων. Αρχίζει η επίθεση. Ανταπαντούν οι υπερασπιστές της προκάλυψης. Τα μάτια του λοχία Ίτσιου και των συντρόφων του κατακόκκινα απ’ την ολονύχτια αγρυπνία ερευνούν παντού το έδαφος μπροστά τους. Με το δάχτυλο στην σκανδάλη είναι έτοιμοι να αντιτάξουν σκληρή αντίσταση στην ιταμή επίθεση στέκεται ηρωικά.
Ο ήλιος, στις πλαγιές του Μπέλες αρχίζει σιγά - σιγά το καθημερινό του ανηφόρισμα. Κάποια στιγμή ακούγεται βόμβος αεροπλάνων. Τρία ή τέσσερα «στούκας» πλησιάζουν την περιοχή και βομβαρδίζουν. Στη σφοδρότητα των επίγειων επιθέσεων δεν αντέχει άλλο η προκάλυψη. Αναδιπλώνονται οι υπερασπιστές της πρώτης γραμμής.
Έρχεται η σειρά των πολυβολείων. Θερίζουν τα πολυβόλα τους, οι υπερασπιστές τους καθηλώνουν τους Γερμανούς. Τα αεροπλάνα βομβαρδίζουν συνεχώς στα οχυρά τα οποία αντιστέκονται. Οι υπερασπιστές των πολυβολείων ποτίζουν με αίμα τους τα ιερά χώματα της γενέθλιας γης μας. Σταδιακά τα ελληνικά πυροβολεία Π3, Π4, Π5 και Π9 σιγούν. Ακολουθεί το Π6 που περικυκλωμένο από τον εχθρό έπειτα από σθεναρή αντίσταση, καταλαμβάνεται το μεσημέρι. Τα πυροβολεία Π7 και Π8, όμως, μάχονται με τα ιδεώδη της ελευθερίας, με τα ιδανικά της αυτοθυσίας. Έλληνες που δεν διαπραγματεύονται ούτε μια σπιθαμή ελληνικής γης. Γνωρίζουν πως δεν υπάρχει ελπίδα γι’ αυτούς.
Αλλά δεν τους νοιάζει. Το πυροβολείο Π8 έχει στη διάθεσή του 38.000 φυσίγγια που υπερασπιστές του είναι διατεθειμένοι να τα εξαντλήσουν και με τσιγκουνιά κάποια στιγμή ο λοχίας Δημήτρης Ίτσιος βλέποντας το μάταιο της θυσίας διατάζει τους στρατιώτες του να εγκαταλείψουν το Π8. Ο ίδιος θα μείνει και θα προσπαθήσει να καλύψει μόνος του την σωτηρία τους. Μερικοί υπακούουν, οι Ανωπορογιώτες όμως μένουν. Οι οποίοι ήταν φίλοι και σύντροφοι στις δουλειές και στα γλέντια στο χωριό, πιστοί συμμαχητές του τώρα στο Π8 στην απόφασή του για αντίσταση μέχρι εσχάτων στη θυσία. Μεθυσμένος ο Ίτσιος από τους καπνούς και τη βαριά μυρωδιά της μπαρούτης, αλλά και σε κατάσταση, αποκρούει με το πολυβόλο του τις λυσσασμένες απόπειρες των Γερμανών για κατάληψη του οχυρού του.
Γυαλίζουν τα κράνη των σκοτωμένων Γερμανών στρατιωτών της Βέρμαχτ στον απριλιάτικο ήλιο. Οι επιθέσεις συνεχίζονταν, πληθαίνουν, σκληραίνουν. Μα ο Ίτσιος δε σταματά με το πολυβόλο του να σκορπά τον όλεθρο και το θάνατο στο Γερμανό εισβολέα. Όσο πιο πολύ κρατήσει στο μετερίζι του, τόσο ποιο ασφαλής θα γίνει η υποχώρηση των άλλων προς τα Κρούσια. Ούτε σκέψη για τη δική του σωτηρία με φυγή.
Η χαρά της θυσίας για την πατρίδα δίνει φτερά στην ψυχή στα χέρια, στο πολυβόλο του λοχία. Το τηλέφωνο με τη Διοίκηση έχει σιγήσει. Κάποια στιγμή τελειώνουν τα πυρομαχικά. Αμέσως μετά ακολουθεί μια αλλόκοτη σιωπή. Οι Γερμανοί λουφάζουν. Αυτό φαίνεται περίμεναν. Το τελείωμα των φυσιγγίων. Ο λοχίας με τους συντρόφους του γνωρίζουν πως έπραξαν το καθήκον τους, πολέμησαν για την πατρίδα, για τις οικογένειές τους. Ξέρουν πως μάλλον δεν θα ξαναδούν ποτέ τους δικούς τους ανθρώπους για τους οποίους υπεραμύνθηκαν. Με δυσκολία ανοίγουν τη βαριά σιδερόπορτα του φρουρίου τους. Τα άδεια φυσίγγια την έχουν φρακάρει. Σε λίγο βρίσκονται έξω στο γεμάτο από καπνούς μυρωδιά μπαρούτης. Μέχρι το απόγευμα κράτησαν την άμυνά τους. Ούτε κατάλαβαν την περικύκλωσή τους -άοπλοι αυτοί- από ομάδα Γερμανών.
Συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι οι μαχητές του πολυβολείου μαζί και ο λοχίας Δημήτριος Ίτσιος ο αρχηγός τους, του Π8. Το πυροβολείο αυτό δια του φοβερού πυρός του επέφερε στους Γερμανούς μεγάλες απώλειες. Ο αξιωματικός των Γερμανών ζήτησε να μάθει τον αρχηγό, του φρουρίου Π8. Η σκηνή που ακολουθεί πάνω στο μακεδονικό βουνό Μπέλες. Ευθυτενής με αγέρωχη αξιοπρέπεια, με ηρωισμό και ίχνος πρόκληση. Κάνει ο Ίτσιος δύο - τρία βήματα μπροστά, χαιρετά στρατιωτικά το Γερμανό αξιωματικό και με σταθερή φωνή αναφέρει: Ίτσιος Δημήτριος, λοχίας Πεζικού.
Ξαφνιάζεται ο Γερμανός. Στα μάτια του εύκολα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς το θαυμασμό του για το παλικάρι. Συγχαρητήρια λοχία. Με τη γενναιότητά σου ζωντάνεψες εδώ πάνω σε τούτο το βουνό, την πανάρχαια ιστορία των προγόνων σου. Αμέσως μετά του κάνει νεύμα για να τον ακολουθήσει, τον οδηγεί στο ξέφωτο μπροστά από το πολυβολείο και δείχνοντάς του τις δεκάδες των πτωμάτων των στρατιωτών Γερμανών ίσως πάνω από 200 κατά έγκυρη εκτίμηση. Του λέει: Αυτό που βλέπεις λοχία είναι έργο δικό σου. Ο Ίτσιος γαλήνιος σαν όλους τους πραγματικούς ήρωες απαντά λακωνικά. Έπραξα το καθήκον μου. Εσύ έπραξες το καθήκον σου, τώρα η σειρά μου να «εκτελέσω» κι εγώ το καθήκον. Μπροστά στα μάτια των Ελλήνων και Γερμανών στρατιωτών βγάζει το πιστόλι του και στυλώνοντας στον κρόταφο του παλικαριού τον εκτελεί εν ψυχρώ.
Πέφτει άψυχο το παλικάρι στα πόδια του εκτελεστή του. Μια αυλακιά άλικο αίμα πνίγει τα πρώτα αγριολούλουδα σημαδεύοντας τα όρια της γενναιότητας της πατριδολατρίας και της θυσίας από τη μια και της βαρβαρότητας του φασισμού και της απανθρωπιάς από την άλλη. Ψυχρή εγκληματική δολοφονία. Ο Γερμανός ήξερε καλά πως τη στιγμή εκείνη, διέπραττε ένα έγκλημα πολέμου, μια στυγνή κι αποτρόπαια δολοφονία μπροστά στα βλέμματα των δικών του στρατιωτών και στα γεμάτα πίκρα αγανάκτηση βλέμματα των συμπολεμιστών του Ίτσιου. Γιατί, ο λοχίας τους δεν έπεσε. Δολοφονήθηκε εν ψυχρώ. Έφυγε από τη ζωή άδικα, μια όμορφη Απριλιάτικη ημέρα στην καρδιά της άνοιξης.
Η θυσία του έχει καταγραφεί σε σχετική πολεμική έκθεση του 111/70 Τάγματος Πεζικού, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρονται: «...ο γενναίος Ίτσιος Δημήτριος με το σκληρό θάνατό του θα εισέλθει στο πάνθεον των ηρώων και η ιστορία θα αναγράφει το όνομά του προς παραδειγματισμό των επερχομένων γενεών». Το πτώμα του, μαζί με αυτά των άλλων συμπολεμιστών του, ετάφη στην όμορφη πλαγιά. Το 1946 η σύζυγός του Άννα, μαζί με άλλους συγχωριανούς, ξέθαψαν και μετέφεραν τα οστά του και των άλλων πεσόντων στο ηρώο του χωριού Άνω Πορόια. Είναι η χρονιά που απονέμεται μεταθανάτια στο λοχία ο βαθμός του επιλοχία και το αργυρό Αριστείο Ανδρείας για τη γενναιότητα και το θάρρος του. Πολλά χρόνια μετά στήνεται στην «ομορφοπλαγιά» και κοντά στο θρυλικό πλέον Π8 ονομαστική στήλη, το δε στρατόπεδο που υπάρχει στο χωριό της θυσίας του ονομάζεται «Στρατόπεδο Ίτσιου». Τέλος στις 10 Αυγούστου 1980, σε επίσημη τελετή γίνονται τα αποκαλυπτήρια της γλυπτικής σύνθεσης της κεντρικής πλατείας του χωριού Άνω Πορόια.
Σήμερα, επίκαιρα όσο ποτέ, ο ήρωας Δημήτριος Ίτσιος βροντοφωνάζει με τη χάλκινη σιωπή της προτομής του από την κεντρική πλατεία του μακεδονικού κεφαλοχωριού, σε απόσταση αναπνοής από τα συμβατικά σύνορα του ασύνορου Ελληνισμού, ότι τα κόκκαλα των παλαιών Μακεδόνων ηρώων τσακίζουν αλύπητα τα βέβηλα χέρια φίλων και εχθρών, για όποια απόπειρα καπήλευσης ελληνικής ιστορίας.
Ίτσιος Δημήτριος του Ευσταθίου φωνάζει παρών.
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News