Χρ. Τοψίδης: Με σταθερά βήματα και πνεύμα συνεργασίας η Περιφέρεια ΑΜΘ αλλάζει
Γράφει ο Γεώργιος Κ. Καράντζιος φοιτητής Νομικής ΔΠΘ
Πρόσφατα ενημερωθήκαμε από τα μέσα ενημέρωσης πως βρέθηκαν σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας ανηρτημένες αφίσες με την προσωπογραφία του καθηγητή Διεθνούς Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου Άγγελου Συρίγου και ένα ευσύνοπτο κείμενο ψόγου, το οποίο επιγραφόταν με το σύνθημα «αυτός είναι ο φασίστας». Είναι, βέβαια, γνωστή η περιπέτεια που έλαβε χώρα στο πρόσφατο παρελθόν, όταν ο ίδιος ακαδημαϊκός επισήμανε στους πανεπιστημιακούς «συνδικαλιστές» ή κατ’ ακριβολογία «αγωνιστές» πως παρανομούν, ρυπαίνοντας τους τοίχους του ελληνικού δημοσίου πανεπιστημίου με συνθήματα.
Η παραίνεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την σωματική επίθεση σε βάρος του. Το περιστατικό προκάλεσε αποτροπιασμό στην κοινή γνώμη, με τους κυβερνώντες και τα πολιτικά κόμματα να καταδικάζουν το γεγονός. Βέβαια, η συρροή συγκίνησης των κρατούντων του πολιτεύματος μας ήταν, όπως κάθε αντίστοιχη, ευκαιριακή και πρόσφορη για κατανάλωση στον πολιτικό στίβο. Το συμβάν ξεχάστηκε και το ενδιαφέρον επέστρεψε στα καθημερινά.
Όμως, οι μνήμες ανασύρθηκαν με την κυκλοφορία της εν λόγω αφίσας. Στο περιεχόμενο της σε αδρές γραμμές περιέχονταν κατηγορίες προσωπικού και επαγγελματικού χαρακτήρα, «βαπτίζοντας» τον πανεπιστημιακό «φασίστα» και «επικηρύσσοντας» τον ως επικίνδυνο και βλαπτικό για την κοινωνία. Κριτήρια, βεβαίως, για την εξαγωγή του μεγαλοφυούς αυτού πορίσματος αποτέλεσαν η «εθνικιστική» δράση του καθηγητή, η συνεργασία του με το «καθεστώς των Αθηνών», η «δικομανία» του (σ.σ. αυτή που αφορά τον ξυλοδαρμό του!) και άλλα πολλά «κακά».
Εξ όσων παραθέσαμε, ο μέσος νους αντιλαμβάνεται πως οι συντάκτες του εντύπου έκριναν ασύμβατο με την «ιδανική» κατ’ αυτούς πολιτεία τον κ. Συρίγο, και παρεπομένως, τον εκάστοτε τέτοιου τύπου πολίτη. Και αυτό γιατί, αποτόλμησε να απευθύνει το λόγο στο παρακράτος του πανεπιστημίου. Είναι γεγονός πως πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν αναφορικά με την στοχοποίηση του εν λόγω καθηγητή. Όμως, λίγη αξία και σημασία έχει η επένδυση στο περιστατικό αυτό καθ’ εαυτό, αφ’ ης στιγμής αποτελεί εκδήλωση μιας γενικότερης προβληματικής κατάστασης. Άλλωστε, η αρμοδιότητα εξέτασης του ήθους ή της βιωτής ενός κοινωνού σε επίπεδο μομφών, αν κάποιον βαρύνει σοβαρά, - εκτός του πεδίου της κοινωνικής κριτικής - βρίσκεται στην ελληνική δικαιοσύνη.
Έτσι, η προβληματική του παρόντος άρθρου μετατίθεται νομοτελειακά στα συμβαίνοντα εντός του ελληνικού πανεπιστημίου. Το δημόσιο πανεπιστήμιο δε διαφωνεί κανείς ότι είναι διεφθαρμένο, όπως και η κρατική δομή εν συνόλω. Στον εκμαυλισμό του, όμως, συνέδραμαν εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι αμφότεροι, συστήνοντας μια ακατάσχετη διαπλοκή συμφερόντων, εγκαθιστώντας την αναξιοκρατία και τον κομματισμό επί παντός ακαδημαϊκού επιστητού. Ο πορισμός πολλαπλής ωφέλειας για την κομματική δημοκρατία (στρατολόγηση φοιτητών στις κομματικές νεολαίες κ.ά.) έπεισε από νωρίς τις μεταπολιτευτικές δυνάμεις να σιωπήσουν επιμελώς, επικεντρώνοντας τις νομοθετικές τους πρωτοβουλίες στην οικοδόμηση ενός ευεπίφορου στα κυβερνητικά κελεύσματα πανεπιστημίου.
Οι πανεπιστημιακές ελευθερίες που κατοχύρωσε σωρεία νόμων δεν αποτέλεσαν αληθινές εγγυήσεις ενός πραγματικά αυτοδιοικούμενου και προστατευόμενου έναντι του κρατικού υπερπαρεμβατισμού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος. Αντιθέτως, συνέστησαν έναν ευγενή μηχανισμό στρέβλωσης του πανεπιστημίου ως θεσμού. Όποιος πιστεύει ότι υπήρξαν κυβερνήσεις που επένδυσαν με αγαθά και ειλικρινή κίνητρα στην προαγωγή του εγχώριου ακαδημαϊκού γίγνεσθαι μάλλον εθελοτυφλεί ή αγνοεί την σκληρή πραγματικότητα. Κατ’ αυτή τη λογική, η πανεπιστημιακή ανάπτυξη συνδέθηκε άρρηκτα με την κομματική εδραίωση και τανάπαλιν.
Το ίδιο το μεταπολιτευτικό κράτος ήταν αυτό που γέννησε και εξέθρεψε το παρακράτος εντός των πανεπιστημιακών σχολών. Κι αυτό γιατί το αόρατο σιγοντάρισμα του κοινωνικού διχασμού μπορούσε να λειτουργήσει ως πρόδρομος για τους μελλοντικούς κομματικούς οπαδούς. «Τραπεζούχοι» και «αφισορυπαντές», λοιπόν, οι δύο όψεις του αυτού νομίσματος ή άλλως τα ποδηγετούμενα πιόνια του πολιτικού σκάκι, με την ελευθερία της πανθομολογούμενης «ασυλίας» σε ένα πεδίο κατ’ εξοχήν συλημένο (!) Από την άλλη πλευρά όμως, δεν μπορούν να θεωρηθούν άμοιροι ευθυνών κι οι κατ’ εξοχήν εγγυητές της πανεπιστημιακής ελευθερίας. Ομιλούμε, λοιπόν, για ένα διδακτικό προσωπικό που επιμελώς αποδέχθηκε αυτές τις ψευδεπίγραφες ελευθερίες, εστιάζοντας στον υποκρυπτόμενο πορισμό προσωπικής ωφέλειας και δόξης που αυτές ενείχαν. Δεν είναι, συνεπώς, υπερβολικό να ειπωθεί πως οι ακαδημαϊκοί ταγοί δεν υπερασπίστηκαν στο ελάχιστο τον πανεπιστημιακό θεσμό, συμβάλλοντας στον επί τα χείρω μετασχηματισμό του.
Τις παραπάνω σκέψεις αποδεικνύει περίτρανα το περιστατικό Συρίγου. Κι αυτό γιατί σε μια βαθύτερη ανάλυση του απεκάλυψε το αληθινό πρόσωπο του σημερινού ελληνικού πανεπιστημίου. Μια κοινότητα ακαδημαϊκών που αδιαφορεί για την προάσπιση των δομών, όντας αφοσιωμένη σε θεωρητικές αναζητήσεις, στην προαγωγή των προσωπικών τους φιλοδοξιών. Μια κοινότητα που διακριτικά αυτοπεριορίζεται, «πετώντας την μπάλα στην έδρα» με την προσφυγή σε επιχειρήματα αναρμοδιότητας κι αποποίησης ευθυνών. Και το θεμελιώδες ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: Αν ο πανεπιστημιακός διδάσκαλος «νίπτει τας χείρας του», τότε ποιος είναι ο αρμόδιος να παιδαγωγήσει; Αν ο πανεπιστημιακός διδάσκαλος, που εμφορείται σε ένα βαθμό αυξημένο την υπηρέτηση του Συντάγματος και των νόμων απέχει από το ιερό του αυτό έργο, ποιος είναι αρμόδιος να διαφυλάξει την τιμή του πανεπιστημίου και την αυθεντική ακαδημαϊκή ελευθερία;
Το παράδειγμα Συρίγου, συνεπώς, συνιστά μια φωτεινή εξαίρεση προάσπισης της ακεραιότητας του πανεπιστημιακού θεσμού. Όμως, δεν παύει να αποτελεί μια μεμονωμένη περίπτωση, μαζί με αντίστοιχες άλλων αφανών που αντιστέκονται σθεναρά στην πλήρη άλωση. Εντούτοις, ο κανόνας παραμένει και περιγράφεται σε όσα αναλύθηκαν πρότερα.
Ο τροχός δεν γυρίζει με ευφάνταστες επικηρύξεις και μομφές. Αυτός δεν μπορεί να είναι αγώνας για ένα καλύτερο πανεπιστήμιο. Αλλά τι μπορούμε να προσδοκούμε από μια πανεπιστημιακή νεολαία εθελοτυφλούσα κι απαιδαγώγητη, πλημμυρισμένη με ιδεοληψίες και φανατισμούς; Το πιο θλιβερό στην όλη ιστορία είναι πως η νέα γενιά δεν μπορεί αντιληφθεί με καθαρότητα στο νου το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει, κι αυτό γιατί οι παιδαγωγοί της δηλώνουν απόντες. «Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία» λέγει ο ποιητής. Αμφότερες, όμως, προβάλλουν αποδυναμωμένες και μαζί μ’ αυτές κι η ελπίδα για ένα πανεπιστήμιο υγιές, πραγματικά δημοκρατικό και αυτοδύναμο.
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News