Νέος αντιδήμαρχος Έργων ο Λαζαρίδης - Αντικαθιστά τον Καρασταύρου
Γράφει ο Θανάσης Μουσόπουλος
Κατά το 2024, τιμώντας τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Οικουμενικού Θρακιώτη Κώστα Βάρναλη (1884-1974), δημοσίευσα κείμενα που αναφέρονται σε πολλές πλευρές του βαρναλικού έργου.
Το δίμηνο Νοεμβρίου - Δεκεμβρίου 2024 ο εκλεκτός συνάδελφος και φίλος Γιώργος Φραντζολάς οργάνωσε στο Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης & Παράδοσης Λογοτεχνικό Εργαστήρι με στόχο να αναδείξει «ορισμένες πολύ σημαντικές πτυχές του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη». Μετά το τέλος του σεμιναρίου πρότεινα στον Γιώργο να παρουσιάσω και σχολιάσω κείμενα του Βάρναλη που αναφέρονται στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ο Κ. Βάρναλης στα βιβλία του «Αισθητικά - Κριτικά», «Πεζός Λόγος», «Άνθρωποι Ζωντανοί» και στον πρόσφατο τόμο «Φιλολογικά» με χρονογραφήματά του μιλά πολύ κολακευτικά για τον Αλ. Παπαδιαμάντη. Αξιοσημείωτα είναι τα άρθρα «Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη», καθώς και κείμενά του «Εις ύφος Παπαδιαμάντη».
Έτσι, στις 18 Δεκεμβρίου 2024, υλοποιώντας αυτή την εισήγηση, ολοκλήρωσα τον κύκλο τιμής για τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Κώστα Βάρναλη, ταυτόχρονα όμως τίμησα και τον αγαπημένο μου Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Το κείμενό μου το αφιερώνω στον αγαπητό Γιώργο Φραντζολά, που είχε οργανώσει το Σεμινάριο.
*
Στο πρώτο μέρος της συνάντησης παρουσίασα σύντομη εργοβιογραφία του Κ. Βάρναλη, καθώς και απόψεις του για την Αισθητική και Λογοτεχνία (παραπέμπω σε σχετικά δημοσιεύματά μου). Στη συνέχεια ασχοληθήκαμε αποκλειστικά με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, κυρίως μέσα από τα κείμενα του Βάρναλη.
*
Ο Κώστας Βάρναλης χαρακτήρισε τον Παπαδιαμάντη ως τον «μεγαλύτερο νεοέλληνα συγγραφέα» και τον μόνο «που μπορεί κανείς να τον διαβάζει και πάντα να τόνε βρίσκει νέον κι αναπάντεχο», και τον υπερασπίστηκε απέναντι σε επικρίσεις για τη γλώσσα του: «Οι ήρωές του, άνθρωποι του λαού μιλούνε σ’ όλα του τα διηγήματα τη γλώσσα του λαού».
Ο Νίκος Σαραντάκος, που τόσα πρόσφερε στις σύγχρονες βαρναλικές σπουδές, αναφερόμενος στον τόμο «Φιλολογικά», προσθέτει: «Μια ολιγομελής αλλά ξεχωριστά σημαντική υποκατηγορία είναι τα «παπαδιαμαντικά» χρονογραφήματα, είτε με θέμα τον Παπαδιαμάντη είτε, και εδώ είναι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, «εις ύφος Παπαδιαμάντη», δηλαδή λογοτεχνικά κείμενα που συνειδητά μιμούνται τη γλώσσα και τη θεματολογία του μεγάλου Σκιαθίτη. Και άλλοι λογοτέχνες έχουν αποτίσει αυτόν τον ιδιότυπο φόρο τιμής στον Παπαδιαμάντη, αλλά ο Βάρναλης έχει δώσει τα περισσότερα και, κατά τη γνώμη μου, τα καλύτερα δείγματα».
*
Γράφει ο Βάρναλης για τον Αλέξανδρο στα «Αισθητικά – Κριτικά» του:
«Έζησε φτωχός και καρτερικός, αγάπησε τους φτωχούς και κατατρεγμένους κι ανάστησε μέσα στον κόσμο της Τέχνης τους πιο γνήσιους κι ευγενικούς τύπους λαϊκών ανθρώπων, που ίσαμε σήμερα σταθήκαν οι πιο ζωντανοί στην πνευματικοί μας ζωή. (…) Όλους αυτούς τους ανθρώπους τους εξιλεών’ η δυστυχία, η άγνοια, η αδυναμία ν’ αντιδράσουνε στη Μοίρα και να νικήσουνε με τη βοήθεια του λογικού και της θέλησης την ανθρώπινή τους φύση. Γι’ αυτό όλοι τους είναι δικαιωμένοι μέσα σ’ έναν ανώτερον κόσμο Συγνώμης κ’ Ελέου».
Ο Κώστας Βάρναλης επίσης σημειώνει: «Αυτός ο “πτωχαλαζών, ο τρέφων αλλοκότους ιδέας” είχε και την… αλλόκοτην ιδέα να ξέρει τη δημοτική περίφημα και να τη γράφει θαυμάσια (στα διαλογικά μέρη των διηγημάτων του κυρίως) κι όμως να προτιμά την καθαρεύουσα, ανάκατη με δημοτικά στοιχεία. Αλλ' ήτανε τόσο μαέστρος σα συγγραφέας, που κατόρθωνε να ζωντανεύει ό,τι νεκρό άγγιζε με την πέννα του (…) Ο Παπαδιαμάντης όμως δε γίνεται δημοτικιστής χωρίς να είναι. ΄Ητανε με τον τρόπο το δικό του. Οι ήρωές του, άνθρωποι του λαού μιλούνε σ' όλα του τα διηγήματα τη γλώσσα του λαού (…)».
Ασκώντας κριτική στους «υβριστές» του Παπαδιαμάντη και ειδικά στον Πέτρο Βλαστό, ο Βάρναλης σημειώνει, μεταξύ άλλων: « Έστω, ο Παπαδιαμάντης δεν ήξερε τι θα πει γλώσσα και δεμένο ύφος […] Αλλ’ αυτό δεν μας ενδιαφέρει. Ό,τι μας ενδιαφέρει είναι, πως ένας λογοτέχνης σαν τον Βλαστό αποκαλεί τον Παπαδιαμάντη "ελεεινό" και το μυαλό του "χωριάτικο". Γιατί απλούστατα ο Βλαστός έκαμνε Τέχνη του γραφείου κι ο Παπαδιαμάντης Τέχνη του ανοιχτού ορίζοντα. Ο ένας έκαμνε Τέχνη ψεύτικη κι ο άλλος Τέχνη αληθινή. Ο ένας έπλαθε την Τέχνη του με τα πιο εξεζητημένα στοιχεία κι ο άλλος με τα πιο απλά. Ο ένας αγαπούσε το λαό κι ο άλλος τόνε μισούσε». Και αλλού: «Ο Παπαδιαμάντης είναι ο κατ’ εξοχήν αντιρρητορικός συγγραφέας. Ο φωνακλαδισμός, η πόζα, η επιτήδεψη κ’ η ανειλικρίνεια, που αποτελούνε τα κυριότερα γνωρίσματα της κακής Τέχνης […] λείπουν ολότελα από τον Παπαδιαμάντη […]. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο μεγαλύτερος νεοέλληνας συγγραφέας κι ο μόνος, που μπορεί κανείς να τον διαβάζει και πάντα να τόνε βρίσκει νέον κι αναπάντεχο […]».
Εκτός από τη γλώσσα, ένα θέμα που συζητήθηκε ήταν η «θρησκευτικότητα» του σκιαθίτη. Αξίζει τον κόπο να το προσεγγίσουμε, ώστε να καταλάβουμε τον τρόπο που προσεγγίζει ο Βάρναλης τον Παπαδιαμάντη.
[…]
*
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχετικά με τη γνωριμία του Κώστα Βάρναλη με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Ο ιστορικός και κριτικός Τάσος Βουρνάς (1913 - 1990) με αφορμή την επέτειο θανάτου του Παπαδιαμάντη συνάντησε για λογαριασμό της «Επιθεώρησης Τέχνης» τον Μάρκο Αυγέρη, ο οποίος του μίλησε για τη γνωριμία του με τον σπουδαίο λογοτέχνη και για τη φιλική σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσά τους. Μεταξύ άλλων ο Αυγέρης διηγείται με τρόπο γλαφυρό και πώς ο Βάρναλης με την «ασεβή» συμπεριφορά του εξόργισε τον Παπαδιαμάντη.
«Πώς τον γνώρισα; Το θυμούμαι σαν και τώρα. Ήταν στα 1905. Νεαρός τότε φοιτητής, είχα έρθει τον προηγούμενο χρόνο στην Αθήνα και η μεγαλύτερη επιθυμία μου ήταν να γνωρίσω τον Παπαδιαμάντη που τον ήξερα από το έργο του και από τη φωτογραφία του Νιρβάνα, δημοσιευμένη στα «Παναθήναια». Ανέβηκα πολλές φορές στη Δεξαμενή, αλλά δεν στάθηκα τυχερός. Ώσπου ένα σούρουπο βροχερό, με δυνατό άνεμο που ξεμάλλιαζε τις πελώριες λεύκες της Δεξαμενής, τον πέτυχα. Μπαίνοντας στο καφενείο του κυρ Γιάννη τον είδα να κάθεται στο μισοσκόταδο τυλιγμένος στο παλτό του, με το μπαστούνι ανάμεσα στα γόνατά του και το πηγούνι στηριγμένο στη λαβή του μπαστουνιού που έμοιαζε με πατερίτσα ιερατική.
-Αυτός είναι ο Παπαδιαμάντης, μου ψιθύρισαν. Ένιωσα ένα ιερό δέος σα να έβλεπα κάτι το υπερφυσικό. Μέσα στη βροχή και τον άνεμο μου φάνηκε σαν μαύρο πουλί, διωγμένο από την καταιγίδα, που ήρθε ν’ απαγκιάσει στο φτωχό καφενεδάκι.
Αυτή ήταν η πρώτη μου εντύπωση […]
Εκείνες τις μέρες έτυχε να γράψει στο «Άστυ» ο Μαλακάσης κάτι εντυπώσεις του ποιητικές από μια εκδρομή του στο παλάτι της δούκισσας της Πλακεντίας στην Πεντέλη. Ο Παπαδιαμάντης, που τον αγαπούσε πολύ και ήθελε πάντα να τον προβάλλει, με ρώτησε το πρωί, καθώς πήγα να τον καλημερίσω στο καφενείο.
-Διάβασες το χρονογράφημα του Μίλτου στο «Άστυ»;
Δεν το είχα διαβάσει. Μού ‘δωσε την εφημερίδα κι εγώ άρχισα να το διαβάζω. Όταν τελείωσα με ρώτησε:
-Ε, δεν είναι έκτακτο;
Δεν μου είχε πολυαρέσει. Ιδίως γιατί άρχιζε με κάτι αφόρητες γενικές. Από σεβασμό συμφώνησα μαζί του.
-Ωραίο είναι!
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο Βάρναλης. Με τον Παπαδιαμάντη δεν είχε προσωπική γνωριμία, ούτε ταίριαζαν τα χνώτα τους.
-Τι διαβάζεις; με ρώτησε.
Του ‘δωσα το «Άστυ» τρέμοντας ότι θα πει οπωσδήποτε κάτι πειραχτικό. Και πραγματικά, αφού διάβασε στις πρώτες γραμμές τις απανωτές γενικές, αγανάχτησε!
-[Η ίδια δυσανάγνωστη λέξη επαναλαμβάνεται τρεις φορές!] έκανε κοροϊδευτικά, μου πέταξε την εφημερίδα και απομακρύνθηκε. Έπρεπε να ‘βλεπες εκείνη τη στιγμή τον Παπαδιαμάντη! Πρώτη και τελευταία φορά τον είδα έτσι οργισμένο.
-Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε τρέμοντας.
-Γνωστός μου… ψέλλισα… ποιητής!…
Ο Παπαδιαμάντης σηκώθηκε όρθιος και φώναξε:
-Ορίστε φίλε μου νέοι!… Τι ασέβεια!… και απομακρύνθηκε αγαναχτισμένος.
Αργότερα, βέβαια, γνωρίστηκε με το Βάρναλη και τον είχε δεχτεί κοντά του καθώς και τους άλλους «οργισμένους νέους», που όμως μπροστά στον Παπαδιαμάντη γίνονταν αμίλητα πρόβατα. Τόσο σεβασμό ενέπνεε η παρουσία του, ώστε κι αυτή η αδίστακτη μποεμαρία της Δεξαμενής, που δε λογάριαζε τίποτε και θορυβούσε ως τα ξημερώματα, λούφαζε και τον άκουγε με θρησκευτική προσήλωση, τόσο αυτόν, όσο και τους φίλους του και συμπότες του ανθρώπους του λαού, που κάθονταν στο τραπέζι του - ένα σοβατζή και μερικούς πηγαδάδες, καταπληκτικούς λαϊκούς τύπους με μεγάλη καρδιά και αφηγηματικό ταλέντο ανυπέρβλητο.
*
Θα παραθέσουμε στη συνέχεια και άλλα στοιχεία από το έργο «Άνθρωποι – Ζωντανοί, Αληθινοί» (Εκδόσεις: Κέδρος):
«Καλότυχη γενιά του 1905 – 10! Η Αθήνα είτανε τότες μια ειδυλλιακή μικροπολιτεία. Οι δρόμοι άστρωτοι, γεμάτοι σκόνη, νερά και λάσπη – κατά την εποχή. Δεν υπήρχαν ηλεχτρικά φώτα, αυτοκίνητα χιλιάδες και πολυκατοικίες, που κρύβουνε τον ουρανό. Υπήρχαν όμως λάμπες του πετρελαίου, ιπποσιδηρόδρομος στην οδό Σταδίου και στην οδό Πατησίων και δωμάτια «άνευ επίπλων» στη Νεάπολη και στο Λυκαβηττό. Δεν υπήρχεν εύκολος έρωτας, υπήρχε όμως ακατάλυτος ερωτικός καημός, που απειλούσε τ’ άστρα κάθε νύχτα με τις καντάδες του στα σοκάκια των συνοικιών […].
Ο λόφος της Δεξαμενής είχε όλη του τη φυσική άπλα και γραφικότητα […] Τέσσερα χρόνια ζήσαμε δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα διηγηματογράφο και κατά τη δίκαιη παραδοξολογία του Μαλακάση, δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα Ποιητή, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Φτωχοντυμένος και συμμαζεμένος, με τα γένια του και την ανθρωποφοβία του, σύχναζε στο καφενείο του Μπαρμπαγιάννη, που είτανε καφετζής στην Αθήνα και δήμαρχος στ’ Αγκίστρι. Εκεί ο καφές είχε μια δεκάρα∙ υπήρχε και τεμπεσίρι∙ ενώ στ’ αντικρυνό καφενείο του Σωτήρη ο καφές είχε δεκαπέντε λεφτά και χωρίς τεμπεσίρι.
Ο Παπαδιαμάντης συνήθιζε να κάθεται έξω απ’ το καφενείο, στο πίσω μέρος, δίπλα στο μικρό παραθυράκι του τζακιού. Από το παραθυράκι έπαιρνε τον καφέ του ή ζητούσε φωτιά ν’ ανάψει το τσιγάρο του ή ζητούσε εφημερίδα.
Μακριά απ’ όλους τους πελάτες, απομονωμένος σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα: στην πραγματική του ζωή. Απόφευγε και να κοιτάει τον κόσμο. Τον φοβότανε; Ίσως. Περισσότερο όμως τον περιφρονούσε αυτός ο «πτωχαλαζών… ο τρέφων αλλοκότους ιδέας… και ασχολούμενος εις έργα μη παραδεδεγμένης χρησιμότητος» (Χαλασοχώρηδες).
Σ’ αυτήν τη στάση τον φωτογράφισε μια μέρα ο Νιρβάνας. Μεγάλη φασαρία έγινε τότε στο καφενείο. Γιατί όλοι τρέξανε να δούνε το παράξενο θέαμα. Ο Παπαδιαμάντης, που είχε για βιωτικό του αξίωμα το «λάθε βιώσας», τρόμαξε. Κ’ είπε γαλλικά στο Νιρβάνα:
– Κάνε γρήγορα. Προκαλούμε την προσοχή του κοινού! Αυτή η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παναθήναια» κ’ έκανε μεγάλη εντύπωση. Γιατ’ είταν η μοναδική του μεγάλου πεζογράφου.
*
[…] Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτάδες ο Παπαδιαμάντης πήγαινε πρωί – πρωί στον Άγιο Ελισσαίο, κοντά στον Παλαιό Στρατώνα και έψελνε ανάμεσα στους απλοϊκούς πιστούς της συνοικίας. Εκεί πήγαινε και ο Μωραϊτίδης για τον ίδιο σκοπό. Έτσι ξαλαφρώνανε κι οι δυο την ψυχή τους από τις πίκρες της ζωής και ‘παίρναν ένα λουτρό καρτερίας, που τους δυνάμωνε τη δημιουργική τους ορμή. Τη Μεγάλη Βδομάδα τον χάναμε. Εχτελούσε στην εντέλεια όλα τα χριστιανικά του χρέη σαν πειθαρχημένος καλόγερος. Μα την Κυριακή του Πάσχα, κατά το μεσημέρι, ο κυρ Στέφανος ερχότανε στο καφενείο και τον έπαιρνε στο σπίτι του να φάνε το πασχαλινό αρνί. Κατηφορίζανε κ’ οι δυο το λόφο ο ένας με σκυμένο το κεφάλι κι ο άλλος με την αλύγιστη περπατησιά του, γιατί τα γόνατά του είτανε ξυλιασμένα από τους ρεματισμούς.
Στο τραπέζι μοσκοβολούσε κι άχνιζε το αρνί μέσα στο ταψί∙ μοσκοβολούσε το τυρί του Παρνασσού, η μαρουλοσαλάτα με τον άνηθο και το κρεμυδάκι∙ μοσκοβολούσανε τα πορτοκάλια και λαμποκοπούσανε μέσα στη σουπιέρα τα κόκκινα τ’ αυγά. Πόσοι πειρασμοί! Μα ο θρήσκος ο Παπαδιαμάντης πρώτα έκανε το σταυρό του, έλεγε το: «Φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται…» οι άλλοι όρθιοι γύρω σταυροκοπιόντανε κι αυτοί. Κ’ ύστερα, άμα καθόντανε στο τραπέζι, ο κυρ Στέφανος, που ήξερε τα συνήθεια του φίλου του, του γέμιζε μια κούπα ρετσίνα. Ο κυρ Αλέξανδρος την έπιανε με τις δυο του φούχτες (γιατί τα χέρια του τρέμανε) και την άδειαζε ολάκερη «αμυστί» με μια συγκινητική λαχτάρα. Τότες το αίμα του ξυπνούσε και κύλαε ζεστό στις φλέβες του, τα μάτια του καθαρίζανε, η ψυχή του άνοιγε τα διπλωμένα φτερά της και – τότε μονάχα – αρχίζανε το φαί. «Ήτο ωραίον ρετσινάτον» (λέγει σ’ ένα του διήγημα) «όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Τι λυρικός καημός, τι μυστικόπαθος έρωτας για το κρασί!
Κάποτε του κάνανε του Παπαδιαμάντη μια φιλολογική γιορτή στον «Παρνασσό». Περιττό να ειπούμε, πως ο ίδιος δεν πήγε σ’ αυτήν την γιορτή. Από τα εισιτήρια μαζεύτηκε ένα κάπως σεβαστό ποσό και μ’ αυτό ο μεγαλύτερος συγγραφέας κι ο αγνότερος Έλληνας της εποχής του έφυγε για το νησί του τη Σκιάθο, να ζήσει εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπως αργότερα ο Κοντυλάκης έφυγε για την πατρίδα του τη Βιάννο για να «ζήσει» κι αυτός με τον ίδιο τρόπο – δηλ. να πεθάνουνε μέσα σε λίγο καιρό κ’ οι δυο τους.
Όταν έφτασε στη Δεξαμενή η είδηση, πως πέθανε ο Παπαδιαμάντης, ο Πρόεδρος δεν έδειξε καμιά ταραχή. Δεν υπήρχε πιο φυσικό πράμα από το να πεθάνει κανείς. Είπε μονάχα με το συνηθισμένο φιλοσοφικό του φλέγμα:
-Εγλίτωσε από την… κακοχυμίαν του κόσμου τούτου!»
[…]
*
Μετά από όσα παραθέσαμε, μια επιστημονική προσέγγιση. Ο καθηγητής του ΑΠΘ Δημήτρης Κόκορης στο άρθρο του «Ο Παπαδιαμάντης του Βάρναλη», ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα, σημειώνει: «Από τα τρία αφηγήματα υποβάλλονται η εκτίμηση και η αγάπη του επιφανούς εκπροσώπου της ελληνικής αριστερής διανόησης προς τη μορφή και το έργο του Παπαδιαμάντη […].
Ο Βάρναλης, μάλιστα, πέραν της αναγνωστικά απολαυστικής και συγγραφικά δεξιοτεχνικής μίμησης της παπαδιαμάντειας γλώσσας, προσπάθησε με καθένα από τα αφηγήματα να αποδώσει τόσο τις δύο βασικές τάσεις της ηθογραφίας ως πεζογραφικής πρακτικής, όσο και μία ψυχογράφηση του μείζονος πεζογράφου και πνευματικού ανθρώπου: «Ο μαστρο-Κυριάκος» συγκροτεί μία ειδυλλιακή και δυνάμει ωραιοποιητική εικόνα της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο, «Ο αναγνώστης Κοκοβιός ή Χαλούπης»,όμως, εκτείνεται έως και τις σκοτεινές και σκληρές πλευρές της καθημερινότητας. Τέλος, «Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη» ανασυσταίνουν τη στερημένη ζωή του συγγραφέα, ο οποίος όμως δικαιώθηκε δημιουργώντας καλλιτεχνικά δραστικούς λογοτεχνικούς ήρωες […]. Από τα τρία αφηγήματα εκπηγάζει η αίσθηση ότι ο Βάρναλης αξιοποίησε διακειμενικά τα παπαδιαμάντεια λογοτεχνικά πρόσωπα, πολύ πριν η διακειμενικότητα καταστεί συγγραφική και θεωρητική μόδα».
Μια «πολιτική» προσέγγιση, τέλος, παρουσιάζει ενδιαφέρον:
Ο Βάρναλης ως προς το θέμα «Παπαδιαμάντης» αποκλίνει, επίσης, και από τις κομματικά εγκεκριμένες θέσεις της αριστερής λογοτεχνικής κριτικής. Σε πρόσφατο, μάλιστα, δημοσίευμα του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη σκιαγράφηση της πρόσληψης του Παπαδιαμάντη από τις συνιστώσες της ελληνικής Αριστεράς (βλ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Πιασμένος στο δόκανο της ιδεολογίας», Το Δέντρο, τχ. 181-182, 2011, σ. 126-128)».
*
Αναφέραμε ότι ο Βάρναλης έχει γράψει τρία διηγήματα «εις ύφος Παπαδιαμάντη», αλλά αυτό που παραθέτουμε έχει το ξέχωρο γνώρισμα ότι παρουσιάζει ως ήρωα τον ίδιο τον κυρ Αλέξανδρο, τον οποίο προσεγγίζει με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία μοναδική.
[…]
Κλείνουμε αναφερόμενοι σε δύο χρονογραφήματα από τον τόμο «Φιλολογικά». Το πρώτο είναι του 1951 με τίτλο «Παπαδιαμάντης» (σελ. 404-5) και το δεύτερο είναι του 1953 «Η ανθρωπιά του Παπαδιαμάντη» (σελ. 532-3).
Στο πρώτο (27 Μαρτίου 1951) ο Βάρναλης τονίζει ότι πολλοί ξεχνούν τον Παπαδιαμάντη ή τον κατηγορούν ως άγλωσσο, κακότεχνο και λαογράφο. Και κάποιος τον είπε «Πλανόδιο φωτογράφο. Σα να λέμε ένα μεγάλο Μηδενικό». Απαντά έντονα ο Βάρναλης: «Από τότες που δημιουργήθηκε η νεοελληνική Λογοτεχνία ίσαμε τούτην τη στιγμή κανένας συγγραφέας δεν έβαλε στο έργο του τόσην ψυχή όσην ο Παπαδιαμάντης, όπως και κανένας ποιητής δεν έβαλε στους στίχους του τόσο νου, όσον ο Παλαμάς».
Στην επιφυλλίδα του 1953 (17 Ιουνίου) αναφέρεται σε ποιητές διαφόρων τάσεων. Σημειώνει ότι τους λείπει η ανθρωπιά. «Κι η ανθρωπιά είναι το πρώτο στοιχείο της Τέχνης. Και τι λέμε ανθρωπιά; Τη συμπάθεια του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Ο Παπαδιαμάντης αυτήν την ανθρωπιά την έχει στον υπέρτατο βαθμό».
Ο Παπαδιαμάντης στην Αθήνα της φαυλοκρατίας ζει απομονωμένος με το Θεό και τους απλούς ανθρώπους. «Είναι ένας συγγραφέας της φυγής. Της φυγής όμως όχι από τους ομοίους του παρά από τους ανομοίους του· της φυγής όχι από τους ανθρώπους παρά από τους ψευτανθρώπους».
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News