Χρ. Τοψίδης: Με σταθερά βήματα και πνεύμα συνεργασίας η Περιφέρεια ΑΜΘ αλλάζει
Σαρακατσάνοι, με καταγωγή από την Σερβία, την Βουλγαρία και τα Τσελιγκάτα της Δράμας Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος
Η Αμβροσία είναι ένα μικτό χωριό που αποτελείται από χριστιανούς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και Σαρακατσάνους από τα Τσελιγκάτα των βουνών της Δράμας, την Σερβία και την Βουλγαρία. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της είναι Ρομά, Κιπτοί, Τσερκέζοι και Τουρκοφανείς. Βρίσκεται σε μικρό υψόμετρο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Δίπλα στην Αμβροσία στην θέση "Παναγία" σημερινή Μονή Βαθυρρύακος, το 1331 μ.Χ. ο σατράπης της Ιωνίας Ουμούρ μπέης με 75 πλοία φορτωμένα με στρατό αποβιβάστηκαν στο Πόρτο Λάγος και εισέβαλαν στην πεδιάδα της σημερινής Κομοτηνής για λεηλασίες, αρπαγές λαφύρων και αιχμαλωσίες κυρίως γυναικόπαιδων. Ο Ανδρόνικος ο Γ' αφού συγκέντρωσε στρατό από τους εντόπιους Θράκες μέσω της Γρατιανούπολης (Γρατινή) έφθασε με λίγους ιππείς στα Κουμουτζηνά (Κομοτηνή), όπου και διανυκτέρευσε.
Την επομένη η συνάντηση των δύο αντιπάλων έγινε σε ένα μέρος που τότε το έλεγαν "Της Παναγίας" είναι η θέση της σημερινής μονής Βαθυρρύακος όπου το έδαφος ήταν πεδινό και ιδανικό για ιπποπεζομαχίες. Επειδή οι Οθωμανοί ήταν δέκα φορές περισσότεροι ο αυτοκράτορας περίμενε στην θέση του, ελπίζοντας να έλθουν και άλλες ενισχύσεις στρατού. Οι Οθωμανοί πάλι επειδή ήταν πεζοί φοβόταν να ξεκινήσουν την μάχη γιατί λόγω του εδάφους οι Έλληνες ιππείς θα τους πετσόκοβαν. Έτσι τα δύο στρατεύματα ήταν παρατεταγμένα το ένα απέναντι στο άλλο και περίμεναν. Όταν άρχισε να βραδιάζει οι Οθωμανοί είπαν στους Έλληνες ότι εμείς ήλθαμε εδώ για κέρδος πιστεύοντας ότι δεν θα βρούμε αντίσταση από στρατό, γι' αυτό δεν θέλουμε τώρα να συγκρουστούμε μαζί σας και έτσι κάνοντας μεταβολή επέστρεψαν στην Ιωνία με τα καράβια τους.
Ο ιατρός από την Μαρώνεια Μελίρρυτος στην περιγραφή της ιστορικής και γεωγραφικής άποψης της Μητρόπολης Μαρωνείας το 1871 μας ενημερώνει ότι στην τοποθεσία της σημερινής Αμβροσίας υπάρχει το Τσιφλίκι "Ορτατζί" που κατοικείται από γεωργούς χριστιανούς που συνεκκλησιάζονται στις εκκλησίες του Σώστη ή των Ασωμάτων όπου υπάρχει και εφημέριος.
Στις 3-1-1906 ο επιθεωρητής των ελληνικών σχολείων Μακεδονίας σε αναφορά του στην ελληνική κυβέρνηση μας ενημερώνει: Το Όρτατζη (Αμβροσία) έχει 30 οικογένειες Σλαβόφωνοι μεν αλλά Γκρεκομάνοι Ελληνόφρονες, δεν έχει σχολείο ούτε εκκλησία. Δίπλα στο Όρτατζη (Αμβροσία) υπάρχει ο οικισμός του Φατηρύακα (Βαθυρρύαξ), έχει 10 οικογένειες, οι κάτοικοι του είναι σλαβόφωνοι μεν αλλά ελληνοφρονούντες Γκρεκομάνοι, δεν έχουν ούτε σχολείο ούτε εκκλησία. Ο Βαθυρρύαξ είναι κατά τα δύο τρίτα κτήμα ομογενών Ηπειρωτών, έχει ένα αγίασμα, όπου κάθε χρόνο γίνεται μεγάλη πανήγυρις των γύρω κατοίκων και συλλέγονται περί τις 40 λίρες με σκοπό το κτίσιμο μιας εκκλησίας εκεί. Μέχρι τώρα έχουν 200 χρυσές λίρες οι χωρικοί, πρέπει όσο το δυνατόν γρηγορότερα να επιταχυνθεί το κτίσιμο της εκκλησίας για να εκκλησιάζονται και τα γύρω χωριά που δεν έχουν εκκλησία.
Στις 11-5-1907 ο διδάσκαλος Νικόλαος Γ. Ξυλάnης σε γραπτή ενημέρωση του προς το ελληνικό προξενείο της Αδριανούπολης τους ενημερώνει, διδασκάλισσα του Όρτατζη είναι η Πολυξένη Παπαδοπούλου από το Ουζούν-Κιοπρού, προσελήφθη με ετήσιο μισθό 15 χρυσές λίρες συν 5 λίρες της δίνει και η τοπική αδελφότητα μαζί με τα έξοδα επανόδου στην πατρίδα της.
Στην περιοχή που βρίσκονται σήμερα το Ίδρυμα Ανιάτων, η μονή Βαθυρρύακος και στο δάσος γύρω από την Αμβροσία προς την λίμνη Βιστωνίδα που πριν το 1920 ήταν σε πολλά σημεία μια αδιαπέραστη ζούγκλα με πάρα πολλά καράτσαγα (παλιούργια) εκεί μέσα ζούσε εκείνη την εποχή ένας από τους τελευταίους Κομιτατζήδες της Ροδόπης, ο Τσαρνόπεφ, αυτός λήστευε και πούλαγε προστασία στους πλούσιους εμπόρους που την εποχή εκείνη κάνανε εμπόριο και περνούσανε από την περιοχή αυτή με τα καραβάνια τους, πηγαινοερχόμενοι από την Κομοτηνή προς το Πόρτο Λάγος. Ήταν γιγαντόσωμος και άγριος με αχτένιστα κόκκινα γένια και μαλλιά, αλίμονο σ' αυτούς που πέφτανε πάνω σ' αυτόν και την ομάδα του. Το 1920 όμως γαλλικό απόσπασμα του έστησε παγίδα και τον περίμενε να βγει από την κρυψώνα του, βγαίνοντας αυτός και η ομάδα του τους πυροβόλησαν και τους σκότωσαν όλους. Έτσι γλύτωσε η περιοχή μας από τον τελευταίο ληστή Κομιτατζή.
Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν το 1922 στην Αμβροσία προέρχονταν 50 οικογένειες από την Πέτρα 40 Εκκλησιών Αν. Θράκης, 5 οικογένειες από την Μεσσήνη Ραιδεστού Αν. Θράκης και μια οικογένεια από το Γιατζικλάρ Βρύσης 40 Εκκλησιών Αν. Θράκης. Το Γιατζικλάρ, είχε πριν την ανταλλαγή 1.500 Έλληνες κατοίκους, ένα σχολείο και μια εκκλησία. Οι κάτοικοι του ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία.
Η Μεσσήνη ήταν αρχαία αποικία, σύμφωνα με την παράδοση των Μεσσηνίων της Πελοποννήσου. Ήταν πάνω στη θέση της καταστραφείσης από τον Αττίλα Δρουσιπάρας το 443 π.Χ. Ήταν αξιόλογη πόλη και έδρα Μητροπολίτη. Σώζονται αρκετά μνημεία, όπως ένα φρούριο που αποδεικνύουν την εξέχουσα θέση που κατείχε. Η κωμόπολη αυτή υπέστη μεγάλη φθορά από τους Σκύθες. Στην περιοχή αυτή το 1348 έλαβε χώρα μάχη μεταξύ του Ιωάννη Καντακουζηνού και των Οθωμανών που περνούσαν από την Ασία στην Ευρώπη, κατά την οποία ηττήθηκαν οι Οθωμανοί. Στους νεότερους χρόνους ήταν ένα μικρό και άσημο χωριό που είχε 750 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνταν με την γεωργία. Την περίοδο αυτή διέθετε ένα ιερό ναό και ένα δημοτικό σχολείο με 35 μαθητές. Στην περιοχή βρέθηκαν πολλές αρχαιότητες.
Η Πέτρα 40 Εκκλησιών το 1922 είχε 800 οικογένειες με 4.000 άτομα ήταν όλοι ελληνικής καταγωγής. Οι ρίζες τους φθάνουν στην Αρχαία Θρακική Φυλή των Οδρυσών. Το όνομά της το πήρε εξαιτίας του πετρώδους εδάφους στο οποίο ήταν χτισμένη. Κοντά στην Κωμόπολη σώζονται αρχαία φρούρια, όπως το καστρόπλο και το αποκαλούμενο "Παλιά Πέτρα" και στη θέση "Μπογάδα" βρέθηκαν αρχαία νομίσματα, πλίνθοι, κέραμοι κλπ. Το χωριό διατηρούσε Δημοτικό Σχολείο και Νηπιαγωγείο, καθώς και μια εκκλησία προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στις 15 Αυγούστου, κάθε χρόνο, γινόταν στο χωριό μεγάλο πανηγύρι. Στην Εκκλησία φυλάσσονταν η παμπάλαια και στρατιωτική θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που σήμερα βρίσκεται στη Νέα Πέτρα Σερρών, όπως και ένας μεγάλος ασημένιος σταυρός του 1640. Ο ναός τους ήταν όπως ο ναός της Τήνου, εδώ έφταναν όλο το χρόνο πάρα πολλοί άρρωστοι απ' όλα τα χωριά της γύρω περιοχής.
Τον Δεκαπενταύγουστο ήταν γεμάτο από προσκυνητές που έφερναν πολλά τάματα. Το πανηγύρι ήταν μεγαλοπρεπές. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών καθώς και των 40 Εκκλησιών πήγαιναν με τα κάρα τους κατά χιλιάδες. Στην γιορτή της τα μέλη των Γυμναστικών Συλλόγων έκαναν αγωνίσματα όπως δίσκο, πήδημα, πάλη και άλλα. Από την παραμονή μέχρι την άλλη μέρα γλεντούσαν με νταούλια, γκάιντες, ζουρνάδες και χορούς, σταματούσαν μόνο το πρωί κατά την θεία λειτουργία.
Στην Πέτρα υπήρχε επίσης και το Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής που όποιοι έπλεναν τα μάτια τους που είχαν πρόβλημα με το Αγίασμα θεραπεύονταν. Επίσης έπιναν Αγίασμα και οι ψυχασθενείς που τους βοηθούσε πάρα πολύ.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, την γεωργία και την Αμπελουργία. Είχαν δύο ειδών σταφύλια το επιτραπέζιο και το κρασοστάφυλο το "παπασκαραλήκι".
Το 1914 και το 1915 οι Οθωμανοί λεηλάτησαν το χωριό από τροφές και από ζώα καθώς και τις εκκλησίες με όλα τα αφιερώματα. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922 ενημέρωσε τους χωρικούς ο ελληνικός στρατός ότι η Αν. Θράκη δόθηκε αμαχητί στους Τούρκους από τον Ε. Βενιζέλο οπότε πρέπει άμεσα να φορτώσουν στα κάρα ότι κινητό μπορούν και να ξεκινήσουν για την ελεύθερη Ελλάδα.
Έτσι παίρνοντας ότι μπορούσαν ξεκίνησαν για την προσφυγιά μέσα στο κρύο, την βροχή, τα λασπόνερα και τους κινδύνους από τους άτακτους Τσέτες. Εννέα μέρες έκαναν να περάσουν τον Έβρο ποταμό. Μόλις τον πέρασαν 2-3 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στον Πύργο Ορεστιάδας, μία οικογένεια στον Άβαντα Αλεξανδρούπολης και 2-3 οικογένειες στον Απαλό Αλεξανδρούπολης. Σε λίγες μέρες αφού πέρασαν τα βουνά της Αλεξανδρούπολης σταμάτησαν στην Μέστη όπου και εκεί εγκαταστάθηκαν 2-3 οικογένειες.
Από εκεί μια ομάδα οικογενειών εγκαταστάθηκε στο Χαμηλό Σαπών, άλλη ομάδα στη Νέα Πέτρα Ροδόπης, άλλη ομάδα στους Υφαντές Κομοτηνής, περί τις 200 οικογένειες κατέφυγαν στην Νέα Πέτρα, στην Μονοκκλησιά, Άνω Καμήλα και Ίβηρα Σερρών, επίσης στην περιφέρεια Ξάνθης και τέλος 50 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην Αμβροσία.
Το 1920 από την Επιτροπή Ονοματοθεσίας οικισμών το Όρτατζη μετονομάσθηκε σε Αμβροσία. Αμβροσία ονομαζόταν η Νύμφη που σύμφωνα με την μυθολογία την επιτέθηκε ο βασιλιάς της Θράκης Λυκούργος με πέλεκυ, αρνούμενη αυτή όμως τις ερωτικές του προτάσεις η Γη την μεταμόρφωσε σε κλήμα που στραγγάλισε τον επίδοξο βιαστή της. Έτσι και η Επιτροπή πιθανόν λόγω του Αμπελουργικού Σταθμού που υπήρχε εκεί δίπλα με τα πολλά κλήματα μετονόμασε τον οικισμό από Όρτατζη σε Αμβροσία.
Κατά την εγκατάστασή τους οι πρόσφυγες βρήκαν να κατοικούν στο χωριό Κιπτοί και Οθωμανοί μουσουλμάνοι. Όλοι αυτοί ήταν εργάτες γης των γύρω τσιφλικιών. Στο χωριό επίσης υπήρχαν τα άδεια σπίτια των βουλγαρόφωνων που είχαν φύγει. Έτσι όλοι οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν μέσα σε αυτά τα σπίτια.
Όπως μας ενημερώνει ο επί πολλά χρόνια αγροτοσυνδικαλιστής 89χρονος Παναγιώτης Τσελεπίδης μοιράσανε στους πρόσφυγες σύμφωνα με τα μέλη της οικογένειάς τους τα ανάλογα στρέμματα γης. Η περιοχή γύρω από το χωριό ήταν σαν ζούγκλα, μεγάλα δέντρα, θάμνοι, έλη, αγριογούρουνα, λύκοι, αλεπούδες, αγριόκοτες, αγριοφασιανοί, λαγοί κι άλλα. Τα πρώτα χρόνια λόγω της ελονοσίας πέθαναν πολλοί πρόσφυγες. Σιγά - σιγά με τα ζώα και με προσωπική εργασία τα ξεχέρσωσαν και έσπειραν τα σιτηρά τους.
Στο χωριό τα νερά ήταν αρτεσιανά έτρεχαν σε πολλά σημεία σε ύψος 2 μέτρων περίπου από σωλήνες μπηγμένους μέσα στο έδαφος. Από το 1975 όμως και μετά που άρχισε η υπεράντληση του νερού για το πότισμα των χωραφιών σιγά - σιγά αυτά τα νερά χάθηκαν.
Εδώ έχουμε να αναφέρουμε και ότι οι περιουσίες των προσφύγων είχαν εκτιμηθεί σε χρυσές οθωμανικές λίρες κατά την ανταλλαγή τους. Είναι καταγεγραμμένες και στο αρμόδιο υπουργείο. Όταν όμως εγκαταστάθηκαν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος οι αρμόδιοι τους έδωσαν ψίχουλα που παράδειγμα ή περιουσία ενός ενώ είχε εκτιμηθεί 5.000 χρυσές λίρες του έδιναν περιουσία αξίας 200-500 χρυσών λιρών. Το ελληνικό κράτος ακόμα χρωστάει στους πρόσφυγες το υπόλοιπο της αξίας της περιουσίας τους.
Όταν εγκαταστάθηκαν οι Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες δουλέψανε σκληρά και είχανε τρεις παραγωγές από τις οποίες η μια ήταν τα οικόσιτα ζώα, η δεύτερη τα ζώα της βοσκής και η τρίτη η παραγωγή των φασολιών τα οποία ήταν περιζήτητα και των καρπουζιών από τα οποία κέρδισαν πολλά χρήματα. Τα καρπούζια τα φόρτωναν πάνω σε μεγάλα κάρα που τα έσερναν βουβάλια και τα μετέφεραν άλλα στο Πόρτο Λάγος και από εκεί με τα καράβια μεταφερόντουσαν στον Πειραιά, Πάτρα, Θεσσαλονίκη και άλλα και άλλα στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Πολυάνθου που τα φόρτωναν σε τρένα και τα μετέφεραν σε όλα τα μέρη της Ελλάδος. Η παραγωγή ειδικά του καρπουζιού την εποχή του 1935 μέχρι το 1940 ήταν κερδοφόρα, όπως και η κτηνοτροφία τους. Μάλιστα ένας κτηνοτρόφος ο Πασχαλάκης Δημήτριος (Τσομπάν Δημητρός) σε μια χρονιά έβγαλε 800-850.000 δραχμές από την κτηνοτροφία και την γεωργία, την εποχή εκείνη το συζητούσε όλο το χωριό, τότε που η λίρα είχε 15-20 δραχμές.
Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, δύο παλικάρια από το χωριό έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα ήταν ο Παπαδόπουλος Δημήτριος του Δημητρίου και ο Μπαϊράμ ογλού Ελμασήμ του Μπαϊράμ. Το 1941 όταν ήλθαν οι Βούλγαροι έποικοι στο χωριό έβαλαν τους Έλληνες χριστιανούς να διαμένουν μαζί 2-3 οικογένειες και εγκαταστάθηκαν αυτοί στα σπίτια τους. Το ξύλο και οι βασανισμοί από τους Βουλγάρους ήταν επί καθημερινής βάσης. Μια μέρα ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο με Βούλγαρους στρατιώτες ενώ περνούσε μπροστά από τον Αμπελουργικό Σταθμό τους φάνηκε ότι ένας Ρομά κάτοικος Αμβροσίας ο Γκάγκας Θύμιος του Λάμπρου τους στραβοκοίταξε, οπότε τον τσαλαπάτησαν με το αυτοκίνητο λιώνοντάς του το κεφάλι χωρίς βέβαια ακόμα να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν. Ντουρντουβάκια από το χωριό πήραν 5-6 άτομα στην Βουλγαρία ευτυχώς επέστρεψαν όλοι σώοι μεν αλλά καταταλαιπωρημένοι. Για άλλους λόγους επίσης αφού βασάνισαν φρικτά των Κωνσταντίνο Τσελεπίδη τον εξόρισαν στην Βόρεια Βουλγαρία στο Σεβρίεβο από το 1942 μέχρι το 1944.
Επί βουλγαρικής κατοχής λόγω της πείνας απεβίωσε και ο ιερέας του χωριού ο παπά Χαρίτος Δημήτριος. Τον βρήκαν στο σπίτι που διέμενε δίπλα στην εκκλησία, ο γιατρός που τον εξέτασε διέγνωσε ότι απεβίωσε λόγω της πείνας.
Το 1922 όταν ήλθαν οι Πετρινοί πρόσφυγες έφεραν και εγκατέστησαν στην εκκλησία την εικόνα της Παναγίας που κρατάει στην αγκαλιά της τον Χριστό. Είναι μια θαυματουργή εικόνα 80x60 εκατοστά, σημαντικότατης αξίας 700 ετών περίπου. Την μεταφορά της από την Πέτρα μέχρι την Αμβροσία την είχε αναλάβει και την έφερε με την καράμαξά της η οικογένεια του Παπατζή.
Την δεκαετία του 1950 προσπάθησαν να την πάρουν από το χωριό και να την εγκαταστήσουν είτε στην Μητρόπολη είτε στους Υφαντές όπου και εκεί υπάρχουν Πετρινοί, υπήρξε όμως μεγάλη αντίδραση από τους Πετρινούς της Αμβροσίας οπότε η πανέμορφη αυτή εικόνα παρέμεινε στην θέση της.
Κεντρική εκκλησία του χωριού είναι ο Άγιος Γεώργιος με εφημέριο τον αρχιμανδρίτη Συμεών Γαβρά ο οποίος ανέλαβε πριν λίγα χρόνια λόγω συνταξιοδότησης του επί 35 χρόνια περίπου άξιου εφημέριου του χωριού τους Χρήστου Αντωνακάκη. Στην Αμβροσία στην αυλή του σχολείου πριν χρόνια ο σύλλογος "Οι Ακρίτες" Αμβροσίας έκτισαν ένα μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που εορτάζει στις 23 Ιουνίου.
Πηγές
Παναγιώτης Τσελεπίδης
Δήμητρα Γιάτσου
Ανέστης Σχοινάς
Πέτρος Γεωργατζής -
Προξενικά Αρχεία Θράκης
Διονύσης Μαυρογιάννης -
Οι Σαρακατσάνοι της Θράκης
Γιώργος Τσαούσης - Σαρακατσάνικα Τσελιγκάτα στα βουνά της Δράμας
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News