Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Γράφει ο Πουλπούλογλου Νίκος
Ο Αλέξης του χρόνου θα πάει στη Στ’ Δημοτικού, ωστόσο οι δάσκαλοί του τον χαρακτήριζαν πάντοτε ως ένα ανώριμο και άτακτο παιδί. Αδυνατεί να συγκεντρωθεί σε οποιαδήποτε δραστηριότητα περισσότερο από λίγα λεπτά και συχνά εναλλάσσει δραστηριότητες χωρίς να τις ολοκληρώνει (π.χ. ενώ διαβάζει μαθηματικά, ξεκινά να διαβάζει ένα άλλο μάθημα). Όταν η μητέρα του τού ζητά να τακτοποιήσει τα ρούχα, κατόπιν τον βρίσκει να παίζει και τα ρούχα να βρίσκονται στο πάτωμα. Η δε εικόνα του γραφείου ή της τσάντας του είναι πλήρως ακατάστατη. Στο μάθημα είναι αφηρημένος και ξεχνάει να κάνει τις εργασίες του ή δεν φέρνει βιβλία και συχνά σηκώνεται από τη θέση του, ενοχλώντας του υπόλοιπους. Τέλος, σχεδόν ποτέ δεν μπορεί να περιμένει τη σειρά του και τον χαρακτηρίζει η φλυαρία.
Ο μαθητής αυτός μολονότι δεν έχει ακόμη διάγνωση από τα ΚΕΔΔΥ, παρουσιάζει αρκετά σημάδια της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠ/Υ). Χωρίς να επιμείνουμε σε λεπτομέρειες, τα χαρακτηριστικά της διαταραχής μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: 1) Υπερβολική δραστηριότητα, 2) ακούσια απροσεξία και 3) πηγαίος αυθορμητισμός. Σημειωτέον ότι η ΔΕΠ/Υ έχει επιπτώσεις τόσο στη σχολική ζωή όσο και στο σπίτι. Τα χαρακτηριστικά αυτά, μολονότι γίνονται περισσότερο εμφανή στην εφηβεία, δεν εξαφανίζονται στην ενήλικη ζωή.
Γιατί, όμως, είναι τόσο σημαντικό οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς να αναγνωρίζουν τις ενδείξεις της ΔΕΠ/Υ; Διότι, θα χάσουμε την ευκαιρία της έγκαιρης εκπαιδευτικής παρέμβασης και, επιπλέον, εύκολα θα πέσουμε στην παγίδα να χαρακτηρίσουμε τα παιδιά αυτά ως ανεύθυνα, ατίθασα, επιπόλαια ή αγενή. Με άλλα λόγια, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της φυσιολογικής ζωηρότητας και ΔΕΠ/Υ είναι στοιχείο που χρειάζεται να ληφθεί κάθε φορά σοβαρά υπόψη. Επίσης, ίσως δεν είναι τόσο τυχαίο που πολλοί γονείς παιδιών με ΔΕΠ/Υ ανέφεραν πως τα παιδιά ως μωρά ήταν «δύσκολα και ευερέθιστα».
Η διάκριση φυσιολογικής ζωηρότητας και ΔΕΠ/Υ επαφίεται στους εκπαιδευτικούς για το εάν θα παραπέμψουν τον μαθητή για περαιτέρω αξιολόγηση. Ένα κριτήριο που μπορεί να βοηθήσει στη διάκριση αυτή είναι η ηλικία και το φύλο του παιδιού. Τα παιδιά, δηλαδή, με ΔΕΠ/Υ παρουσιάζουν σε σχέση με τους συνομηλίκους τους τα παραπάνω τρία χαρακτηριστικά σε υπερβολικό βαθμό. Το πιο βασικό,όμως, κριτήριο είναι το ότι ένα ζωηρό παιδί μπορεί να ελέγξει ή να περιορίσει την κινητικότητά του ανάλογα με τις περιστάσεις. Αντίθετα, ο μαθητής με ΔΕΠ/Υ αδυνατεί να περιορίσει την υπερδραστηριότητά του, ακόμη και σε περιπτώσεις που γνωρίζει ότι αυτή δεν επιτρέπεται, ακόμη και αν τίθεται θέμα τιμωρίας.
Τις πιο πολλές φορές, όταν ένας μαθητής με ΔΕΠ/Υ περιορίσει την κινητικότητά του αυτό θα συμβεί μόνο για λίγο. Ακόμη και στην περίπτωση που το παιδί με ΔΕΠ/Υ μείνει καθιστό, μπορεί να κουνά χέρια και πόδια ή να στριφογυρίζει από τη θέση του. Επιπρόσθετα, κάτι που δεν συμβαίνει με τα περισσότερα ζωηρά παιδιά, οι μαθητές με ΔΕΠ/Υ εκτός της μειωμένης συγκέντρωσης έχουν προβλήματα και στη λεπτή κινητικότητα: Τραυματίζονται εύκολα, δυσκολεύονται στο ποδήλατο, στο κούμπωμα των κουμπιών, στο δέσιμο των κορδονιών και στην αντιγραφή σχημάτων. Τέλος, στα παιδιά με ΔΕΠ/Υ έχει παρατηρηθεί καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και δυσκολία κοινωνικοποίησης.
Στις ΗΠΑ σε μια τάξη 25 παιδιών ένα ή δύο παιδιά έχουν σίγουρα ΔΕΠ/Υ και πάνω από 90% αυτών παρουσιάζει χαμηλές σχολικές επιδόσεις. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αντίστοιχη μελέτη για να μιλήσουμε με νούμερα. Αυτό, ωστόσο, που προκαλεί ανησυχία είναι ότι, λόγω της αφανούς φύσης κάποιων συμπτωμάτων, πολλά παιδιά ακόμη και στο Γυμνάσιο παραμένουν δίχως διάγνωση. Το αισιόδοξο είναι ότι, σύμφωνα και με ελληνική έρευνα, ο εντοπισμός των μαθητών με ΔΕΠ/Υ είναι εφικτός ήδη από το νηπιαγωγείο. Προϋπόθεση βέβαια αποτελεί η συνεργασία εκπαιδευτικών και γονέων, για να μη στερήσουμε από τα παιδιά τις ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες που αξίζουν.
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News