Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Γράφει ο Αλέξανδρος Κολαΐτης, Προπτυχιακός Φοιτητής Τμήμα Ιστορίας & Εθνολογίας Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Ο μήνας Μάιος αδιαμφισβήτητα μπορεί να ιδωθεί ως εκείνος της Γηραιάς Ηπείρου εφόσον στις ημέρες του ενυπάρχει, η επέτειος της 5ης , τιμής ένεκεν της ιδρυτικής -για το Συμβούλιο της Ευρώπης- Συνθήκης του Λονδίνου (1949), αλλά και της 9ης, επετείου της Διακήρυξης του Γάλλου Υπουργού Εξωτερικών Ρομπέρτ Σουμάν (Robert Schuman) για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (1950), το προθάλαμο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που γνωρίζουμε σήμερα.
Στα 70 χρόνια που συμπληρώθηκαν από εκείνο το εγχείρημα και υπό το πρίσμα του περιρρέοντος κλίματος της πανδημίας του Κορωνοϊού (Covid19), εύλογα αναπηδά το ερώτημα σε σχέση με την αντίδραση της Ευρώπης στη δεύτερη, αλλά και την προετοιμασία της όσον αφορά την επόμενη μέρα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι εξωγενείς συνθήκες διαδραματίζουν το ρόλο κριτή ως προς τη συνοχή και τη δυναμικότητα ενός ολόκληρου οικονομικού και πολιτικού συστήματος, τέκνου εκείνης της πρώτης διακήρυξης στο Quai d’Orsay (κεντρικό κτίριο του γαλλικού ΥΠΕΞ και στην ουσία μετωνυμία του).
Οι διαδοχικές Συνθήκες που υπεγράφησαν από το μακρινό 1950, ο μετασχηματισμός της Κοινότητας σε Ένωση, αλλά και η προσχώρηση όλο και περισσότερων κρατών-μελών σε αυτήν, οδηγούσαν στην προοπτική μιας ολοκλήρωσης. Ενδεχομένως πραγματολογικά αέναης, αλλά κατά αναλογία, όλο και βαθύτερης.
Η κρίση της Ευρωζώνης και ειδικότερα των χωρών του νότου ωστόσο, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και η προσφυγική-μεταναστευτική κρίση, έθεσαν προ των ευθυνών τους, όχι μονάχα τα θεσμικά όργανα, αλλά και το ίδιο το όραμα αυτής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η αδυναμία άμεσης απόκρισης σε αυτά τα φλέγοντα ζητήματα, μοιραία έδωσαν την αίσθηση μιας παρωχημένης τεχνοκρατικά τάσης. Και η δεύτερη συνακόλουθα, μαζί με την έκρηξη των φαινομένων κοινωνικής παθογένειας σε πολλές χώρες ένεκα της κρίσης, γέννησαν το φάσμα του ευρω-σκεπτικισμού, ενός κινήματος σκέψης που εν πολλοίς απετέλεσε και το βασικό θέμα συζήτησης στις προηγούμενες ευρωεκλογές.
Με εφαλτήριο αυτή τη συζήτηση, έχει ξεκινήσει μεταγνωστικά μια ενδοσκόπηση από όλες τις φωνές του δημοσίου διαλόγου, σχετικά με το τι υπήρξε η Ευρώπη, ποια είναι σήμερα και κυριότερα, ποια θέλουμε σαν πολίτες της αύριο. Πηγή ανατροφοδότησης της διαδικασίας αυτής μπορεί να θεωρηθεί η εκάστοτε πρόκληση και φυσικά τα μέτρα αντιμετώπισης που ελήφθησαν.
Στην οικονομική κρίση της Ευρωζώνης, ως απόρροια της αντίστοιχης παγκόσμιας κατά τα έτη 2007-2008, τα πολλαπλά επίπεδα διαβούλευσης εντός των μηχανισμών της Ένωσης και απουσία προηγούμενης ανάλογης συνθήκης, πράγματι δεν επέτρεψαν άμεση απόκριση. Εντούτοις σήμερα, έχουν θεσπιστεί μηχανισμοί σταθερότητας και θεσμικά πλαίσια που προσφέρουν ένα δημοσιονομικά ασφαλές περιβάλλον.
Στο ζήτημα της αποχώρησης -για πρώτη φορά- κράτους μέλους, η Ε.Ε. εισήλθε σε έναν μακρύ δρόμο διαπραγμάτευσης με έναν μέχρι πρότινος εταίρο της και κλήθηκε να προασπίσει τα δικαιώματα, αλλά και τα έννομα συμφέροντα, των υπολοίπων 27 μελών της. Αυτή τη στιγμή παρότι το Η.Β. από την 31η Ιανουαρίου απεχώρησε, παραμένει εν εξελίξει το αυριανό καθεστώς των διμερών τους σχέσεων. Η στενή οικονομική συνεργασία ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη.
Η προσφυγική-μεταναστευτική κρίση εντός της νέας χιλιετίας πάντοτε απασχολούσε την Ευρώπη και δη της χώρες του νότου, που μέσω της Μεσογείου, ερχόντουσαν συχνά αντιμέτωπες με ροές. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία όμως (2011-σήμερα), έθεσε το ζήτημα σε νέες βάσεις. Πρώτη η Ελλάδα κλήθηκε να διαχειριστεί τον πολλαπλασιασμό του συνολικού αριθμού των ημερήσιων ροών μέσα σε διάστημα ελαχίστων μηνών. Η συνοχή της Ένωσης δοκιμάστηκε, καθώς δεν ήταν λίγες οι χώρες που προτίμησαν σε πρώτο χρόνο την αποστασιοποίηση.
Η αναθέρμανση του φαινομένου ωστόσο, λίγες εβδομάδες πριν στα ελληνοτουρκικά σύνορα του Έβρου, βρήκε μια Ευρώπη περισσότερο προετοιμασμένη και η απάντηση ήταν σχεδόν άμεση. Φυσικά το μεγαλύτερο βάρος κλήθηκε να αναλάβει η Ελλάδα σε εθνικό επίπεδο, υπήρξε όμως ευρωπαϊκή αρωγή τόσο σε πόρους, όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό μέσω του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλάκης (Frontières extérieures).Στο εν λόγω περίπλοκο ζήτημα, η λύση δεν θα μπορούσε να είναι ολιστική, εφόσον αλληλοεπιδρούν ετερόκλητοι παράγοντες, όπως η επιτακτικά μακρόχρονη διαδικασία χορήγησης ασύλου, η πεπερασμένη δυνατότητα περίθαλψης και φιλοξενίας προσφύγων, αλλά και η ανάγκη για άμεση ανακούφισης αυτής της ανθρωπιστικής κρίσης. Οι πρωτοβουλίες που ελήφθησαν όμως δίνουν αθροιστικά την αίσθηση μιας αντιμετώπισης.
Ενώ λοιπόν τα ανωτέρω θέματα παρέμεναν επί της ουσίας ανοιχτά, το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους η Ευρώπη ήρθε αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή παγκόσμια υγειονομική κρίση. Η απόκριση εν προκειμένω θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επαρκής κυρίως σε επίπεδο διμερών συνεργασιών (βλέπε πτήσεις επαναπατρισμού), ενώ θεσμικά δόθηκε περισσότερο προτεραιότητα στην χρηματοδότηση των κλινικών μελετών για την ιατρική αντιμετώπιση της.
Η διαφέρουσα ανά χώρα διαχείριση και η γενικότερη αποκλιμάκωση των νέων κρουσμάτων, έφερε στο προσκήνιο και το ζήτημα της αντίστοιχης οικονομικής διαχείρισης των επιπτώσεων του ιού. Εδώ, η επίλυση αυτής της -όπως θα φανεί- εξίσωσης, μέλει να αναδείξει πλέον εμφατικά το ερώτημα για το μέλλον και τη πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ενόσω το μεγαλύτερο επίτευγμα της Ένωσης από την ίδρυσή της, η ζώνη ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών και ατόμων βάσει της Συμφωνίας Σένγκεν (Schengen), έχει πρακτικά τεθεί εν υπνώσει, τόσο οι Βρυξέλλες, όσο και η Φρανκφούρτη (έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), ανέλαβαν ποικίλα μέτρα για τη διαχείριση της επόμενης μέρας.
Συγκεκριμένα, το Eurogroup της 23ης Μαρτίου επέτρεψε την προσωρινή ανάσχεση των όρων που διέπουν το δημοσιονομικό έλλειμμα των μελών και την απουσία από τις δημοσιονομικές τους αναλογίες, όλων των έκτακτων λόγω της πανδημίας εθνικών δαπανών. Ταυτόχρονα έγινε γνωστό ότι θα αξιοποιηθεί ότι τόσο ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. όσο και το Ταμείο αλληλεγγύης για τη συνδρομή προς τα πληγέντα από τον ιό κράτη.
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, δια του νεοσυσταθέντος: Πανευρωπαϊκού Ταμείου Εγγυήσεων, μαζί με το πρόγραμμα: SURE, προβλέπεται να ενισχύσουν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στο φλέγοντα παράγοντα, απασχόληση.
Η σημαντικότερη απόφαση ωστόσο σε σχέση με την ευρωπαϊκή διαχείριση των επιπτώσεων του Κορωνοϊού, ελήφθη στο Eurogroup της 8ης Μαΐου, όταν προβλέφθηκε η δυνατότητα χαμηλότοκου δανεισμού (0,1%) των μελών μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (European Stability Mechanism), συνολικού ύψους μέχρι και του 2% του ΑΕΠ των, για την κάλυψη συγκεκριμένων δαπανών. Κρίσιμη λεπτομέρεια αποτελεί η απλότητα της διαδικασίας, μιας και προβλέπεται εποπτεία της Επιτροπής σε ό,τι αφορά την διαχείριση των κεφαλαίων και όχι μνημόνιο, ως είχαν λοιπά δάνεια του ίδιου μηχανισμού.
Μένει ο προσδιορισμός των δαπανών που θα μπορούν τα κράτη να χρηματοδοτήσουν μέσω των γραμμών του νέου αυτού προγράμματος, αλλά και η πρόταση που ανέλαβε να καταρτίσει η επιτροπή για το νέο: Ταμείο Ανάκαμψης, επιτετραμμένου για τη συνέχιση του επενδυτικού έργου μέσα στην Ένωση, που τέθηκε σε τέλμα, λόγω της πανδημίας.
Η εξίσωση ωστόσο για την οποία γίνεται λόγος αφορά ένα άλλο μέτρο, αυτή τη φορά, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε συνδυασμό μάλιστα με την πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας με έδρα της Καρλσρούη.
Η Ε.Κ.Τ. θέσπισε το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme), ύψους 750 δισεκατομμυρίων Ευρώ, δια του οποίου θα αγοράζει ομολογίες όλων των κρατών-μελών άνευ ορίου (προηγουμένως υπήρχε το όριο του 33% όσον αφορά τις ανάλογες αγορές) ακόμη και εκείνων που δεν πληρούν την ελάχιστη απαίτηση πιστοληπτικής διαβάθμισης, όπως η Ελλάδα, επιτρέποντας έμμεσα πλην σαφώς, την είσοδο τους στο κατεξοχήν πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (Quantitative Easing), με τίτλο: Πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (Public Sector Purchase Programme).
Το πρόγραμμα αυτό (PSPP) σχεδιάστηκε για να λειτουργεί υπό φυσιολογικές συνθήκες, διευκολύνοντας τη νομισματική πολιτική και συνακόλουθα τη σταδιακή επάνοδο του ποσοστού του πληθωρισμού σε συμβατά με τους στόχους της Ε.Κ.Τ. μεγέθη. Αξίζει να επισημανθεί ότι ο δείκτης του πληθωρισμού εντός της Ευρωζώνης απέχει τα τελευταία χρόνια από τον επίσημο στόχο του 2%, παρά την έναρξη του προαναφερθέντος -επιθετικού χαρακτήρα- προγράμματος αγοράς τίτλων.
Με αφορμή τη προσφυγή μιας ομάδας συντηρητικών βιομηχάνων, καθηγητών και πολιτικών σε αυτό, το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, τη περασμένη Τρίτη (05.05), σε ένα κείμενο συνολικά 110 σελίδων, ξεδιπλώνει μια απόφαση που για πρώτη φορά έρχεται σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο Στρασβούργο.
Το ζήτημα αφορά ακριβώς το ανωτέρω πρόγραμμα PSPP και ως ένα βαθμό εξωθεί στη συντονισμένη δράση διάφορων φορέων όπως είναι η γερμανική Κυβέρνηση, η ευρωπαϊκή και η γερμανική κεντρική τράπεζα, προκειμένου στην πραγματικότητα εκείνο να συνεχίσει να λειτουργεί.
Και ενώ απορρίφθηκε μια βασική κατηγορία των εναγόντων, ότι δηλαδή το PSPP, από το 2015 που ξεκίνησε, παραβιάζει τον κανονισμό απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης και συνιστά χορήγηση πίστωσης σε κράτη-μέλη της ευρωζώνης, που φέρουν οικονομικές δυσκολίες (όπως είναι η Ιταλία), εντούτοις απεφάνθη ότι ο τρόπος με τον οποίο ελήφθη η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να το θεσπίσει προκειμένου να αποφευχθεί ο αποπληθωρισμός, δεν έγινε βάσει του δικαίου της Ε.Ε.
Σύμφωνα με την διακαστική κρίση, μετά από μια μεταβατική περίοδο τριών μηνών, θα απαγορεύεται στην Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank) δηλαδή το μεγαλύτερος μέτοχο της Ε.Κ.Τ. πλέον να συμμετέχει στην εφαρμογή και εκτέλεση των κρίσιμων αποφάσεων της, καθώς να συμμετέχει στο πρόγραμμα αυτό αγοράς ομολόγων, αν προηγουμένως το Διοικητικό Συμβούλιο της σε απόφαση του δεν επεξηγεί ότι τηρεί την αρχή της αναλογικότητας(δηλαδή ότι εξετάζεται αν όντως κρίνεται απαραίτητο ένα «βαρύ» μέτρο, όπως οι αγορές ομολόγων, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο στόχος της νομισματικής πολιτικής: πληθωρισμός κοντά στο 2%, ή αν μπορεί να εξυπηρετηθεί με άλλα, «ελαφρύτερα») και ότι «αυτές οι αγορές είναι απαραίτητες» (sic), θέτοντας τη γερμανική κυβέρνηση, καθώς και την Ομοσπονδιακή Δίαιτα-δηλαδή το κάτω Σώμα του γερμανικού Κοινοβουλίου(Bundestag)- να παρακολουθήσουν τη προσπάθεια αυτή.
Ταυτόχρονα στις ίδιες σελίδες προστέθηκε, ότι θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψιν πρόταση των κυβερνήσεων και εθνικών κοινοβουλίων, ενώ συγκεκριμένα ότι η γερμανική κεντρική τράπεζα οφείλει να πουλήσει τα ομόλογα που έχει ήδη στη κατοχή της, μολονότι βασίζεται σε μια πιθανώς μακροπρόθεσμα εφαρμόσιμη στρατηγική, συντονισμένη με την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ.
Η πρώτη αρνητικού πρόσημου αντίδραση στην απόφαση αυτή ερίζεται στην κατανόηση του άτυπου ρόλου που βάσει πολιτικών κυρίως κριτηρίων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανέλαβε, με απώτερο στόχο τη διάσωση της οικονομίας και συνοχής της Ευρωζώνης.
Υπενθυμίζεται, ότι στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP η ΕΚΤ αγόρασε από το Μάρτιο 2015 ως και το τέλος του 2018 κρατικά (και άλλα) ομόλογα, αξίας άνω των 2,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ για να στηρίξει τις εθνικές οικονομίες που βρίσκονταν σε κρίση, ενώ προχώρησε στη δημιουργία και νέων προγραμμάτων μετά την έκρηξη της πανδημίας του Κορωνοϊού, όπως προαναφέρθηκε.
Σε αντιδιαστολή με την απόφαση του Δικαστηρίου στη Καρλσρούη, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενόψει του ίδιου διλήμματος σε σχέση με την έγκριση ή μη της διαδικασία που ακολουθήθηκε στην περίπτωση του PSPP, επικύρωσε το πρόγραμμα κατά τη λήξη του.
Ωστόσο, το «σκεπτικό» αυτής της απόφασης γεννά κάποιους άλλους προβληματισμούς. Εάν η Ε.Κ.Τ., όργανο μη αιρετό, αλλά παρ’ όλα αυτά ανεξάρτητο (μετά από επιμονή της Γερμανίας, κατά τις προηγούμενες δύο δεκαετίες), αποφασίσει να αναλάβει από την αγορά τεράστιες ποσότητες αμφίβολης αξιοπιστίας ομολόγων, τότε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες που αποτελούν τους μετόχους της ΕΚΤ καλούνται να εκτελέσουν τις σχετικές συναλλαγές.
Έτσι επαγωγικά, η Bundesbank, την οποία με την απόφαση αυτή θεωρεί πως θωρακίζει το εν λόγω Δικαστήριο, θα συνεχίζει να συσσωρεύει επικίνδυνα περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι τα ομόλογα, στον ισολογισμό της. Κι εάν τα τελευταία χάσουν την αξία τους, τότε η γερμανική και κάθε κατά αντιστοιχία εθνική Κυβέρνηση θα πρέπει να δαπανήσει χρήματα από τον εθνικό της προϋπολογισμό για να καλύψει αυτές τις απώλειες.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ωστόσο, η Bundestag (βλέπε κάθε εθνικό κοινοβούλιο), η οποία συνταγματικά χρίεται στο να εγκρίνει αυτόν τον προϋπολογισμό, δεν έλαβε ποτέ μέρος στη λήψη της σχετικής απόφασης. Και αν κάτι κείται πέραν του ελέγχου του Κοινοβουλίου, κείται φυσικά πέραν και της δημοκρατικής νομιμοποίησης τουεκ μέρους των πολιτών.
Τοιουτοτρόπως, η πολιτική της Ε.Κ.Τ. αντίκειται στην ανεξαρτησία του εθνικού προϋπολογισμού όλων των κρατών-μελώντης και συνεπώς στο συγκεκριμένο σημείο κινείται εξωθεσμικά, πέραν των καθηκόντων που περιγράφονται στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές συνθήκες.
Πραγματολογικά βέβαια, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να περιορίσει τη γερμανική συμμετοχή στο πρόγραμμα της Ε.Κ.Τ., εφόσον αρκεί απλώς μια σχετική απόφαση του Κοινοβουλίου, ενώ ακόμη και υπό τις γραμμές του, εκτιμάται ότι η Ε.Κ.Τ. θα προβεί στην αντίστοιχη αξιολόγηση εντός της προθεσμίας.
Ακόμη, επισημαίνεται πως ο όποιος περιορισμός δεν αφορά το έκτακτο πρόγραμμα αυτής, ενόψει των συνεπειών της κρίσης του κορωνοϊού (PEPP), μιας και δεν υπήρξε επίδικο αντικείμενο.
Οι πολλαπλοί αντίκτυποι -πέραν εκείνων της πυροδότησης του δημοσίου διαλόγου- ωστόσο δεν εκλείπουν. Μέσω της απόφασης αυτής εμμένει να πλανάται η απειλή επί του τελευταίου προγράμματος, παρά την επισήμανση του Δικαστηρίου, εφόσον δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να υπάρξουν περεταίρω προσφυγές από Γερμανούς πολίτες και για το συγκεκριμένο.
Η κρίση αυτή επίσης, είναι αρνητική για το αξιόχρεο (credit negative) των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Μοιραία, θα μπορούσε να εξασθενίσει την ικανότητα της Ε.Κ.Τ. να διατηρεί χαμηλό το κόστος δανεισμού των, αφού αναδεικνύει τους περιορισμούς στις αγορές ομολόγων που έχει επιβάλει η ίδια για να μη θεωρηθούν ως νομισματική χρηματοδότηση των χωρών, χρηματοδότηση η οποία είναι κατά τις ευρωπαϊκές Συνθήκες παράνομη.
Οι περιορισμοί αυτοί συγκεκριμένα περιλαμβάνουν τη δέσμευση για αγορές κρατικών ομολόγων αυστηρά με βάση το ποσοστό συμμετοχής της κάθε χώρας στο κεφάλαιο της Ε.Κ.Τ., καθώς και τη μη αγορά περισσότερων από το ένα τρίτο,εκ των συνολικά επιλέξιμων ομολόγων της. Όταν όμως, ανακοινώθηκε η εκκίνηση του προγράμματος PEPP, δηλώθηκε η ταυτόχρονη άρση του περιορισμού για τα ομόλογα που αγοράζονται από μία χώρα και ότι θα υπάρξει ευελιξία όσον αφορά τον κανόνα για τη συμμετοχή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ.
Η ευελιξία αυτή θα μπορούσε να καταστεί δύσκολη στη διατήρηση της, επηρεάζοντας δυσμενώς την ικανότητα της Ε.Κ.Τ., ως προς την υποστήριξη ενός χαμηλού κόστους χρηματοδότησης σε όλες τα κράτη – μέλη της.
Αξίζει δε να επισημανθεί ότι η δημοσιοποίηση της απόφασης οδήγησε σε περιορισμό των κερδών στις ευρωπαϊκές αγορές, ενώ προκάλεσε ανάλογη άνοδο στις αποδόσεις των περισσότερων 10ετών κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης, με «φωτεινές» εξαιρέσεις αυτά της Ελλάδος και της Ιρλανδίας, που συνεχίζουν εν γένει το δρόμο της αποκλιμάκωσης. Οι αγορές πάντως κατόρθωσαν ταχύτατα να υπερπηδήσουν το πρωτογενή αυτή κάμψη.
Η θεσμική απόκριση των Βρυξελλών υπήρξε άμεση. Επαναδιατυπώνοντας την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου και το γεγονός ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένουν δεσμευτικές έναντι όλων των εθνικών δικαστικών αρχών. Ενώ παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμη και προσφυγής δικαστικώς εναντίον της Γερμανίας, με «διαδικασία επί παραβάσει», από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η όλη έναρξη αυτής μακρυγορούσης συζήτησης όμως, στη πραγματικότητα δεν θα είχε λάβει χώρα αν εξέλιπε το γεγονός, ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις -με πρώτη όλων εκείνη της Γερμανίας-παρέβλεψαν το καθήκον της αρωγήςδημοσιονομικάτης τόνωση της οικονομίας.
Οι εθνικοί ηγέτες, και κυρίως η Γερμανίδα καγκελάριος, δεν προχώρησαν ποτέ σε δύσκολες επιλογές όσον αφορά την νομισματική τους ένωση, ούτε κατά τη διάρκεια της κρίσης του Ευρώ, ούτε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Χαρακτηριστική είναι εδώ η ετυμηγορία του δικαστηρίου: «(επειδή)η ΕΕ δεν έχει εξελιχθεί σε ομοσπονδιακό κράτος [...] ορισμένες εντάσεις είναι οργανικά ενταγμένες και προβλεπόμενες στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και) πρέπει να επιλύονται με τη μέθοδο της συνεργασίας» (sic).
Μπορεί να μην αποτυπώνεται, αλλά εννοείται ευκρινώς, ότι αυτή -η σύμφωνα με τους ενάγοντες-υπέρβαση εντολής (η οποία πράγματι συνιστά ατύπως και ως προς έναν πολύ λεπτό βαθμό τροποποίηση των Συνθηκών) δεν αποτελεί σφάλμα, αλλά εγγενής πολιτική ανάγκη της σημερινής Ένωσης.
Μια ανάγκη διάσωσης ενός πολυμορφικού μηχανισμού που κινείται μεταξύ των ορίων ενός πολιτικού φεντεραλισμού (ομοσπονδοποίησης) και μιας οικονομικής κοινοπραξίας (consortium) κρατών υπό το πρίσμα των διεθνών εξελίξεων.
Ομολογουμένως, στα 70 έτη που ολοκληρώθηκαν το τρέχον έτος, η μακρά αυτή πορεία, χάρισε αρκετές κατακτήσεις στους ευρωπαίους πολίτες. Η ελεύθερη ζώνη Σένγκεν, η πανευρωπαϊκή διασφάλιση των προσωπικών δεδομένων σε ψηφιακό επίπεδο και το σημαντικότερο: η διατήρηση της ειρήνης, είναι μερικές μόνο από αυτές.
Οικονομικά ωστόσο μιλώντας, η σημερινή γενιά των Ευρωπαίων καλείται να επιλέξει. Θα μπορούσε η Ευρώπη και δη η Ευρωζώνη να αποκτήσει κοινό προϋπολογισμό, κατ’ επέκταση κοινά φορολογικά έσοδα, κοινό χρέος και επαγωγικά κοινή διακυβέρνηση ;
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επαναπροσδιόριζε τη συζήτηση για την αμοιβαιοποίηση του χρέους, την εμμονική άρνηση των χωρών του βορρά σε ευρώ-(κορωνο-)ομόλογα ή την αντίστοιχη επιμονή και ρήξη τους με τις χώρες του νότου ως προς την εφαρμογή μνημονίων σε κάθε νέο πακέτο στήριξης. Θα απαιτούσε όμως και την εγγραφή νέων κανόνων εντός των ευρωπαϊκών συνθηκών και επικύρωσής των μέσω της δημοκρατικής οδού σε εθνικό επίπεδο.
Αν από την άλλη το ενδεχόμενο μιας ουσιαστικής νομισματικής ένωσης φαντάζει απρόσιτο, τότε πρέπει να ξεκινήσει μια ανοιχτή διαβούλευση σχετικά με την ανασχηματισμό της ευρωζώνης όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.
Η παρενθετική τρίτη οδός της συναίνεσης ακριβώς σε ενισχυμένη εν κινδύνω ανάληψη κοινής ευθύνης των κρατών διαμέσου των θεσμικών οργάνων (βλ. ΕΚΤ) και η εκτόνωση των λογικά ανακυπτουσών εθνικών διαφορών, μέσω της οριοθέτησης των λεπτών γραμμών της δραστηριότητάς τους δεν δύναται να ακολουθείται επ’ άπειρον.
Δεδομένων των συνολικών αποκρίσεων της Ένωσης σε επιτακτικά ζητήματα, αλλά και της παραδοχής της έννοιας της κρατικής κυριαρχίας, ήδη από το μακρινό 1648 (βλέπε Συνθήκη Βεστφαλίας), μάλλον θα κριθούμε να επαναπροσδιορίσουμε -ενδεχομένως πιο λειτουργικά και σίγουρα σεβόμενοι τη λαϊκή ετυμηγορία- το μέλλον της Ευρώπης, προκειμένου να υπάρξει ένας νέος «Τάλος» (στη μυθολογία, υιός της Ευρώπης) που αντί μυθικά να προστατεύει την Κρήτη, να περιφρουρήσει τις κοινές αξίες του Πολιτισμού μας.
Το βέβαιο είναι ότι θα χρειαστεί να δανειστούμε και την ετυμηγορία του ονόματός της. Μιας και για οιονδήποτε επαναπροσδιορισμό, πόσο μάλλον σήμερα, απαιτείται μια «μεγαλύτερη ματιά»…
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News