Από την δύσκολη σχέση στο προβληματικό διαζύγιο: Ηνωμένο Βασίλειο και Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευτυχώς δεν υπάρχουν ανήλικα τέκνα | xronos.gr
ΑΡΘΡΟ ΓΝΩΜΗΣ ΓΙΑ ΤΟ BREXIT

Από την δύσκολη σχέση στο προβληματικό διαζύγιο: Ηνωμένο Βασίλειο και Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευτυχώς δεν υπάρχουν ανήλικα τέκνα

17/10/19 - 10:00
23423234-24.jpg

Μοιραστείτε το

Γράφει ο Κώστας Δικαίος, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΔΠΘ

Μερικά εισαγωγικά
Την στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές έχουν απομείνει περίπου τρεις εβδομάδες ως την οριστική αποχώρηση τού Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τού λεγόμενου Μπρέξιτ ή επί το ευρωπαϊκότερον Brexit, και ουδείς είναι εις θέσιν να προβλέψει αν αυτό θα συμβεί, αν θα ζητηθεί μια παράταση μετά την 31η Οκτωβρίου ώστε να παραμείνουμε στην αμφιβολία, ασάφεια  και αγωνία, αν θα υπάρξει ήπιο (‘soft’) ή σκληρό (‘hard’) Brexit, με συμφωνία ή χωρίς, μεταβατική περίοδος σύντομη ή βραχεία, ή ακόμη-ακόμη και η πλέον ακραία περίπτωση ανατροπή της νυν κυβερνήσεως Johnson και παραμονή στην ΕΕ. 

Η κατάσταση που ξεκίνησε με το για πολλούς (και πρωτίστως για τον τότε πρωθυπουργό Κάμερον) αιφνιδιαστικό αποτέλεσμα στις 23 Ιουνίου 2016 οπότε και το 51,89% ψήφισε υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ, και πήγε ένα βήμα παραπέρα με την έγκριση Νόμου (μετά τις τυπικές διαδικασίες στις δύο Βρετανικές Βουλές, διαδικασίες που διήρκεσαν περίπου ενάμισυ μήνα) στις 16 Μαρτίου 2017, απέληξε στην  επίσημη κατάθεση αιτήματος  αποδέσμευσης με βάση το Αθρο 50 (που ορίζει την διαδικασία αποδέσμευσης) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 29 Μαρίου 2017, που όριζε ως τελική ημερομηνία αποχώρησης την 29η Μαρτίου 2019. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν τρεις μήνες μετά και λίγο πριν την προθεσμία ζητήθηκε παράταση ως την 31 Οκτωβρίου 2019, η οποία και δόθηκε. Παρά το γεγονός ότι οι εκκρεμότητες είναι αρκετές, το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στις σχέσεις Βρετανίας και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (στην καθομιλουμένη ‘Νότιας Ιρλανδίας’) και ειδικότερα στα σύνορα μεταξύ τους καθότι είναι τα μόνα χερσαία σύνορα του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ, τα οποία όμως ρυθμίζονται και από μία ακόμη συμφωνία που έχει μεγάλη σημασία για τις αρμονικές σχέσεις προτεσταντών και καθολικών στην Β. Ιρλανδία.

Πρόσφατα κατατέθηκαν από πλευράς του Ηνωμένου Βασιλείου ορισμένες προτάσεις οι οποίες (κατά το ΗνΒασ) απαντούν στο πρόβλημα και θεωρούνται οριστικές, ενώ κατά την ΕΕ είναι μια σχετικά καλή αλλά ανεπαρκής βάση για συζήτηση. 

Αν τα πράγματα δεν ήσαν τόσο σοβαρά θα μπορούσε οιοσδήποτε να παραπέμψει στο γνωστό λαϊκό άσμα ‘άμα θες να φύγεις φύγε, άμα θες να μείνεις μείνε, να γκρινιάζεις μόνο πάψε’.

Σύντομη ιστορική αναδρομή:
Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπήρξε ιδρυτικό κράτος-μέλος τής τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (1957), οι πρώτες προσπάθειες ένταξης (1963-67) αντιμετωπίστηκαν από επιφυλακτικά έως εχθρικά κυρίως από την Γαλλία, ενώ και εντός Ηνωμένου Βασιλείου το κλίμα δεν ήταν ενθουσιώδες (για να χρησιμοποίσουμε μια πολύ ήπια έκφραση), με την ένταξη να επιτυγχάνεται το 1973 και να επισφραγίζεται με δημοψήφισμα το 1975 με ευρεία επικράτηση της τάξης του 67%. 

Πρέπει εδώ να σημειωθεί πως το Ηνωμένο Βασίλειο παρά το γεγονός ότι είναι τυπικά-νομικά πλήρες μέλος τής (τότε) ΕΟΚ και της νυν Ευρωπαϊκής Ένωσης, πολιτικά και ουσιαστικά ήταν πάντα λίγο ως πολύ ‘απ' έξω’, διατηρώντας μια δική του πορεία και στάση, γεμάτη επιφυλάξεις και αποστάσεις αρνούμενο να συμπλεύσει με τα υπόλοιπα κράτη μέλη. Έτσι το Ηνωμένο Βασίλειο απέφυγε να ενταχθεί στον χώρο και το σύστημα Σένγκεν, στην νομισματική ένωση /ευρώ, (αρχικά) στον ευρωπαϊκό κοινωνικό χάρτη κλπ, προσπαθώντας μάλιστα να διατηρήσει μία ξεχωριστή σχέση με τις ΗΠΑ.  Επιπροσθέτως, και σε επίπεδο πολιτικής κοινωνίας και δημοσκοπήσεων τα μη-φιλοευρωπαϊκά ποσοστά ήσαν (σχεδόν) πάντα αρκετά ψηλά, καθώς και κόμματα (μεταξύ των οποίων και ορισμένα που τώρα πλέον είναι φιλο-ευρωπαϊκά) ήσαν αναφανδόν αντιευρωπαϊκά ή είχαν μέσα τους (περισσότερο ή λιγότερο) ισχυρές και πολυπληθείς ομάδες μελών αλλά και κοινοβουλευτικών. 

Τα πράγματα γίνονται σαφέστερα από πλευράς τάσεων και ποσοστών, αλλά περισσότερο περίπλοκα μετά το 2004 με την επιτυχή εμφάνιση του σαφώς ευρωσκεπτικιστικού κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου UKIP στις Ευρω-εκλογές όπου συγκέντρωσε το 16,1%, αποσπώντας κυρίως από τους Συντηρητικούς αλλά και από τους Εργατικούς. Η πενταετία υπήρξε ταραγμένη για το UKIP με τα ποσοστά του να ανεβοκατεβαίνουν (στις εθνικές εκλογές 2005 μόλις 2,2%), αλλά στις ευρω-εκλογές 2009 ‘επέστρεψε’ στο 16,5% ενώ ξανα-υπεχώρησε στις εθνικές εκλογές 2010. Αυτό όμως δεν σήμανε την μείωση ανησυχιών των Συντηρητικών για πιθανές απώλειες ψήφων καθότι στην περίοδο που ακολούθησε το UKIP είχε σημαντικά αποτελέσματα σε τοπικές εκλογές όπως και σε δύο επαναληπτικές εκλογές για το Κοινοβούλιο. Έτσι προ των εκλογών του 2015 και με τα προγνωστικά και τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ποσοστά για το UKIP αντίστοιχα με ευρω-εκλογών, και σε μεγάλο βαθμό (αλλά όχι αποκλειστικά) άντληση ψήφων από τους Συντηρητικούς, αρχηγός των δεύτερων και απερχόμενος πρωθυπουργός Κάμερον υποσχέθηκε στο μανιφέστο του κόμματος δημοψήφισμα για την παραμονή ή αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). 

Το δημοψήφισμα:
Για την διενέργεια του δημοψηφίσματος χρειάστηκε Νόμος, πρόταση για τον οποίο έγινε στην Βουλή τον Μάιο του 2015, και μετά τις προβλεπόμενες διαδικασίες (συζήτηση και ψήφιση και στις δύο Βουλές, υπογραφή από την Βασίλισσα) απέκτησε πλήρη ισχύ την 1η Φεβρουαρίου του 2016, ορίζοντας ως επίσημη και τυπική περίοδο προ-δημοψηφισματικής εκστρατείας (κατά την οποία ισχύουν αυστηροί κανόνες και τα δύο επιχειρήματα πρέπει να έχουν την πλεον ίση δυνατή πρόσβαση σε μέσα ενημέρωσης κλπ) τις 10 εβδομάδες από τις 15 Απριλίου ως τις 23 Ιουνίου. Περιττεύει βέβαια να σημειωθεί πως  τα εκατέροθεν επιχειρήματα και συζητήσεις είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. 

Και οι δύο πλευρές προχώρησαν σε δυναμικές εκστρατείες με συνδυασμό υποσχέσεων και κινδυνολογίας (πχ για τους οπαδούς της αποχώρησης ότι τεράστια ποσά που δίνονταν για την ΕΕ θα πήγαιναν στην εθνική υπηρεσία υγείας, ή ότι η Τουρκία θα γινόταν μέλος της ΕΕ και εκατομμύρια Τούρκοι θα πήγαιναν στην  Βρετανία), ή από την άλλη πλευρά ότι τα ταξίδια στο εξωτερικό (σχεδόν) θα σταματούσαν (για την υποστήριξη της παραμονής στην ΕΕ). Οι δημοσκοπήσεις ως επί το πλείστον έδειχναν παραμονή αν και με μικρή διαφορά και με αυξανόμενη συσπείρωση της αποχώρησης όσο πλησίαζε το δημοψήφισμα, με τα μικρά και μεσαία κόμματα να είναι μοιρασμένα υπέρ  και κατά, ενώ τα δύο μεγάλα εσωτερικά διχασμένα (με τους κυβερνώντες Συντηρητικούς να τηρούν –επισήμως- ουδετερότητα και τους αντιπολιτευόμενους Εργατικούς να είναι –επισήμως- υπέρ της παραμονής). 

Η προσέλευση υπήρξε αρκετά υψηλή 72,21% και η επικράτηση της αποχώρησης οριακή μεν (51,89%) σαφής δε, με τα υψηλότερα ποσοστά υπέρ της αποχωρήσης στην Αγγλία και κυρίως μεταξύ λευκών ανειδίκευτων εργατών μεγάλης ηλικίας.

Το αποτέλεσμα οδήγησε στην άμεση παραίτηση του πρωθυπουργού Κάμερον (που είχε εκφραστεί και κινηθεί υπέρ της παραμονής) και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από την κυρία Μέη (ως τότε υπουργό Εσωτερικών) η οποία είχε ταχθεί υπέρ της παραμονής αλλά με ηπιότερους τόνους. 

Η νέα πρωθυπουργός ξεκίνησε την προετοιμασία και στις 29 Μαρτίου 2017 κατατέθηκε δήλωση από πλευράς του Ηνωμένου Βασιλείου προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για ενεργοποίηση του Άρθρου 50 της Σύμβασης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις και η αποχώρηση να ολοκληρωθεί στις 29 Μαρτίου 2019. Οι διαπραγματεύσεις δεν ήσαν εύκολες και αυτό όχι μόνον για τεχνικούς λόγους (τα θέματα που καλύπτει και ρυθμίζει πλέον η ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι ευρύτατα και περίπλοκα), αλλά και για ευρωπαϊκούς – πολιτικούς λόγους. Διαφαίνεται όχι απλώς μία επιθυμία (από πλευράς ΕΕ) τιμωρίας των ‘κακών παιδιών’ που πάντα μάς στεναχωρούσαν και τώρα μάς καταψήφισαν και φεύγουν, αλλά συνάμα και ένας ‘εκφοβισμός’ τών υπόλοιπων λιγότερο ή περισσότερο αντι-ευρωπαϊκών κρατών-μελών ή τάσεων εντός Ευρώπης (Σαλβίνι, ΛεΠεν, Ορμπαν, Πολωνία, ενίοτε Βαλτικές χώρες , ομάδα Βιζεγκραντ, μέρος αυστριακού πολιτικού συστήματος κλπ). 

Για τους παραπάνω λόγους η λύση δεν επετεύχθη και ζητήθηκε και δόθηκε παράταση ως τις 31 Οκτωβρίου 2019. Όμως και στο επτάμηνο αυτό δεν βρέθηκε νέα λύση καθώς οι πλευρές δεν κατέληξαν σε συμφωνία, ή έστω ορθότερα οι πλευρές δεν κατέληξαν σε συμφωνία που να γίνει τελικά δεκτή από το βρετανικό κοινοβούλιο το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις κατεψήφισε τις κυβερνητικές προτάσεις (ενίοτε για διαφορετικούς λόγους ανά ομάδα βουλευτών –όχι πάντα άμεσα κομματικά-, με ορισμένους να καταψηφίζουν διότι θεωρούσαν τις προτάσεις εξαιρετικά αντιευρωπαϊκές , και άλλους διότι τις θεωρούσαν ως πολύ φιλοευρωπαϊκές ‘προδοσία’ τού Brexit). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση τής κυρίας Μεη και την ανάληψη καθηκόντων πρωθυπουργού από τον εκπεφρασμένο ως αντι-ευρωπαϊστή κο Τζόνσον, ο οποίος άρχισε να τηρεί μία σαφώς σκληρότερη και επιθετικότερη τάση και στάση έναντι τόσο τής Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και της αντιπολίτευσης αλλά και των φιλο-ευρωπαϊκών τάσεων και επιχειρημάτων μέσα στο κόμμα του (Συντηρητικό) και στην Βρετανία γενικότερα. Η γραμμή αυτή μπορεί να εξηγηθεί τόσο ως μια προσπάθεια τήρησης εσωτερικών ισορροπιών (και επιβολής μίας τάσης έναντι της άλλης στο Συντηρητικό Κόμμα), όσο και ως μια λίγο διαφορετική προσπάθεια συγκράτησης διαρροής ψήφων προς το νέο κόμμα αποχώρησης Brexit Party που ίδρυσε ο πρώην αρχηγός τού UKIP (κος Φάρατζ) και το οποίο έχει ουσιαστικά διαδεχθεί το UKIP και παρουσιάζει σχετικά υψηλά ποσοστά αποσπώντας στήριξη από τους Συντηρητικούς..

Δυστυχώς για τον κύριο Τζόνσον αλλά και για όσους παρακολουθούν και προσπαθούν να αναλύσουν την κατάσταση και τις εξελίξεις, τα πράγματα είναι λίγο περισσότερο περίπλοκα. Με δεδομένο ότι ο κος Τζόνσον (όπως και οι δύο παραιτηθέντες προκάτοχοι του) ηγείται κυβερνήσεως μειοψηφίας, η οποία στηρίζεται σε σκληροπυρηνικό κόμμα της Βορείου Ιρλανδίας (με ένα από τα κύρια προβλήματα όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή να είναι οι σχέσεις και τα χερσαία σύνορα Ην. Βασιλείου και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας στην Β. Ιρλανδία, και ο κίνδυνος ελέγχων μεταξύ Β. Ιρλανδίας και κυρίως Βρετανίας αν το χερσαίο σύνορο μείνει ‘ανοικτό’). Η σκληρή γραμμή προξένησε και την σαφή διαφοροποίηση σημαντικού αριθμού (φιλο-ευρωπαϊκών) μελών (περί τα είκοσι 20) τής ήδη μειοψηφιούσας κοινοβουλευτικής ομάδας των Συντηρητικών μερικά εκ των οποίων είναι ιστορικά και έμπειρα στελέχη ‘βαρέων βαρών’. Τα προβλήματα συνεχίζονται καθώς η αντιπολίτευση (κυρίως το Εθνικό Κόμμα Σκωτίας) ετοιμάζει πρόταση δυσπιστίας με την κυβέρνηση πλέον να έχει οριακή πλειοωηφία 1-2 εδρών (περιλαμβανομένων των αποχωρησάντων - διαγραφέντων φιλο-ευρωπαϊκών μελών που πάντως δεν έχουν αποσαφηνίσει τι θα πράξουν σε μία τέτοια περίπτωση). 

Άρα ακόμη και η ανατροπή της κυβέρνησης Τζόνσον δεν είναι απίθανη, ενώ πολλά αν όχι όλα πρέπει να διευθετηθούν ως το Σαββατοκύριακο 19-20 Οκτωβρίου, μετά την τελική Σύνοδο Κορυφής ΕΕ στις 17-18. Μια ανατροπή κυβέρνησης είναι σχεδόν βέβαιο πως θα οδηγήσει σε νέες εκλογές, αν και ο βρετανικός Νόμος προβλέπει πενταετή θητεία Κοινοβουλίου (οπότε αναγκαστικά τουλάχιστον μεταβατική υπηρεσιακή κυβέρνηση, και ως έπος ειπείν ανάγκη αναβολής Brexit την 31/10 και νέα παράταση, λύση που η ΕΕ έως πρόσφατα δήλωνε ότι δεν ήθελε να συζητήσει.

Το μόνο που είναι σίγουρο και προφανές από όλα τα παραπάνω μία εντυπωσιακή ασάφεια. 
Κάθε πρόβλεψη είναι επισφαλέστερη από κάθε άλλη, ή και από την αποφυγή πρόβλεψης. Το μόνο ‘σίγουρο’ είναι ότι η ΕΕ ως τώρα μάς  έχει (είχε;) συνηθίσει να βρίσκει λύσεις διξόδους και συναινέσεις στις 23:59:59, ένα δευτερόλεπτο πριν την κατάρρευση και καταστροφή. Είναι άγνωστο αν θα συμβεί και τώρα και τι θα πράξει το βρετανικό Κοινοβούλιο. Είναι επίσης άγνωστο αν κάτι τέτοιο ‘προϋποθέτει’ την παραίτηση Τζόνσον ή θα οδηγήσει σε αυτήν (τρίτη παραίτηση πρωθυπουργού λόγω Brexit, σε τρια έτη και λίγους μήνες) ή και σε νέο δημοψήφισμα. Το μόνο ‘γνωστό’ είναι πως η σχέση Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπήρξε ποτέ ανέφελη, και τώρα έχει φθάσει στα απόλυτα όρια ενός διαζυγίου που ίσως είναι ‘βελούδινο’, ίσως ‘ακανθώδες’ και με άλλες προεκτάσεις. 

Τίποτε δεν είναι σίγουρο και οι ημέρες περνούν.
Το μόνον από πλευράς μας που είναι σίγουρο, είναι πως κάποιο άλλο κράτος μέλος (όχι στο βορειοδυτικό, αλλά στο νοτιοανατολικό άκρο τής Ευρωπαϊκής Ένωσης) απέφυγε την τελευταία στιγμή παρόμοια ή ίσως και χειρότερη περιπέτεια, πριν τεσσεράμισυ περίπου χρόνια.

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr