Τι θα δούμε το αθλητικό Σαββατοκύριακο στη Ροδόπη
Οι μικροί λογοτέχνες και τα εισαγωγικά σημειώματα από την επιτροπή
Ο πρώτος διαγωνισμός παιδικής ιστορίας «Μικροί συγγραφείς - μεγάλες ιστορίες» με θέμα «Ανοικτά παράθυρα, ταξιδιάρικα μυαλά» που πραγματοποίησε ο «Χ» με την υποστήριξη του βιβλιοχαρτοπωλείου «Δημοκρίτειο» ξεκίνησε στις 15 Απριλίου εν μέσω καραντίνας και έληξε στις 30 Απριλίου. Αφορούσε παιδιά από 7 έως 12 ετών. Η ανταπόκριση ήταν ανέλπιστα πολύ μεγάλη σε αυτό το δημιουργικό κάλεσμα κι οι ιστορίες κατέφθασαν από παντού, γεγονός που μας χαροποίησε πολύ. Στη σημερινή έκδοση της εφημερίδας διαβάζετε τις ιστορίες που διακρίθηκαν και μερικά λόγια από την επιτροπή.
--------------------------------------------------------------------------------------
Όλα έγιναν γρήγορα. Σχεδόν απίστευτα. Κλειστήκαμε σπίτι κι εμείς και τα παιδιά μας. Σιωπή παντού. Απορίες και έγνοιες πολλές. Η διαδικασία επανασύνδεσης με τα παιδιά δεν άρχισε να ΄ρθεί. Αρχικά με κάποιες ασκήσεις δημιουργικής γραφής και μετά ένας μεγάλος διαγωνισμός παιδικής ιστορίας. Συζήτηση, ανυπομονησία κι έπειτα άρχισαν να καταφθάνουν στο [email protected] οι πρώτες ιστορίες. Η χαρά μου τεράστια, τόσο για την μεγάλη ανταπόκριση, όσο και για τα θετικά σχόλια που λαμβάναμε καθημερινά από γονείς που έβλεπαν τα παιδιά τους να ασχολούνται με ενθουσιασμό με τις λέξεις και τις εικόνες που γεννούσε η φαντασία τους.
Λήξη διαγωνισμού στις 30/4. Όλες οι ιστορίες μοναδικές γιατί ήταν γραμμένες με κέφι, με χαρά κι όρεξη για να ένα κόσμο διαφορετικό, πέρα από όσα βλέπουμε κι αισθανόμαστε. Οι καλές ιστορίες πολλές. Η απόφαση μας δύσκολη. Αυτό που μένει όμως είναι τα χαμόγελα ικανοποίησης, επιτυχίας, προσπάθειας! Κάποιοι ξεχώρισαν, διακρίθηκαν! Κερδισμένοι όμως είστε όλοι. Επιστρατεύοντας όλο σας το ταλέντο, το χιούμορ, τη φαντασία και τη δημιουργικότητα πετύχατε να μας συνεπάρετε σε ταξίδια ανεκτίμητης αξίας για αυτό και σας ευχαριστούμε πολύ.
Συνεχίστε να ονειρεύεστε, να δοκιμάζετε και να αισθάνεστε τον κόσμο γύρω σας κι εμείς από το δικό μας βήμα θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε κάθε μέρα καλύτερα.
Μαρία Τσαγγάρη
Για να καταλάβεις τα παιδιά πρέπει να κατεβείς στο ύψος τους. Μαζί τους ανακαλύπτεις όσα ξέχασες, γίνεσαι και πάλι το παιδί που κάποτε ήσουν. Αγαπώ την ανεμελιά και τον αυθορμητισμό τους, την αγνή καρδιά και την αστείρευτη φαντασία. Τα κείμενα ξεχωριστά, γεμάτα χρώματα και φαντασία. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην εφημερίδα Χρόνος, ένα μεγάλο ευχαριστώ στους μικρούς μεγάλους ήρωες, που μου δώσανε την ευκαιρία να ταξιδέψω μαζί τους. ... Να κυνηγάτε τα όνειρα σας.
Άση Κιούρα
Αν με ρωτούσε κανείς ποιο θεωρώ το σημαντικότερο προσόν ενός παιδιού, θα έλεγα η φαντασία. Γιατί η φαντασία τα εμπεριέχει όλα. Πάθος για τη ζωή, ελπίδα, επαναστατικότητα, μια μεγάλη βεντάλια συναισθημάτων και κυρίως, ευφυΐα.
Η αρχική σκέψη ήταν να τραβήξουμε τα παιδιά από αυτό που βιώναμε και να τα παρασύρουμε στο χώρο της λογοτεχνίας. Με ποιον άλλον τρόπο, αν όχι «παίζοντας» με αυτήν. Τα καλέσαμε να μας διηγηθούν τις δικές τους ιστορίες. Σε μια διαδικασία που έγινε γρήγορα. Ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Αν αυτή η κατάσταση επηρέασε τα παιδιά; Σαφώς. Το βλέπαμε παντού. Μα αυτό που κέρδιζε στο τέλος, ήταν η πεποίθηση πως όλα θα τελειώσουν, όλα θα ξεπεραστούν. Έχει ενδιαφέρον πως μας στέλνουν μηνύματα μέχρι και σήμερα και μας ρωτούν πότε θα ανεβούν οι ιστορίες. Να δουν από ποιους «έχασαν». Κανείς δεν έχασε. Ήταν δύσκολο να επιλέγεις ανάμεσα σε κείμενα που γράφηκαν με τόση χαρά, με τόσες προσδοκίες. Αυτά έχουν όμως τα παιχνίδια, αυτά έχουν οι διαγωνισμοί και έπειτα από σύντομες κουβέντες καταλήγουν, εντάξει, μου άρεσε πολύ η διαδικασία, θα προσπαθήσω και του χρόνου.
Όσο για μένα, προέρχομαι από τον χώρο της ενήλικης λογοτεχνίας και είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ανακατευτώ εκ των έσω με τον κόσμο των παιδιών. Ευχαριστούμε θερμά την εφημερίδα Χρόνος αλλά και όλα τα παιδιά που συμμετείχαν. Κάθε κείμενο έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας. Ευχαριστούμε πολύ και συνεχίστε να ονειρεύεστε, να γράφετε και να διαβάζετε. Έτσι η ζωή, θα είναι πάντα γεμάτη από ζωή!
Φωτεινή Ναούμ
------------------------------------------------------
Κείμενο 1
Ασπρόμαυρη Περιπέτεια
Συγγραφέας: Δωροθέα Μάστορα
Ήταν Σάββατο απόγευμα, η οικογένειά μου έβλεπε μια ελληνική ταινία. Δεν θυμάμαι καθόλου πως την έλεγαν, δεν έδωσα καν σημασία, έτσι και αλλιώς δεν μου αρέσουν. Έτσι, πήγα στο δωμάτιο μου γιατί βαρέθηκα, αλλά ούτε εκεί ήξερα τι να κάνω.
Κοιτούσα έξω από την μπαλκονόπορτα μου καθώς σκεφτόμουν με τι να ασχοληθώ, και τότε η σκέψη μου διακόπηκε ξαφνικά από μια λάμψη που με τύφλωσε. Βγήκα στο μπαλκόνι τρίβοντας τα μάτια μου, και είδα κάτι που σίγουρα δεν περίμενα να δω εκεί.
Ήταν ένα αστραφτερό κόκκινο παπούτσι με έναν πανέμορφο μεγάλο φιόγκο στη μύτη του. Σκέφτηκα «τι μπορεί να κάνει ένα όμορφο παπούτσι μόνο του εδώ χωρίς το ζευγάρι του;». Κοίταξα αριστερά, κοίταξα δεξιά και ξαφνικά αντίκρισα και το δεύτερο.
Έτρεξα και το μάζεψα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να τα ξεφορτωθώ, αλλά όσο πιο πολύ τα κοιτούσα, τόσο περισσότερο μου αρέσαν. Πήρα την απόφαση να τα δοκιμάσω . Ήταν σαν να φτιάχτηκαν για μένα! Μόλις έδεσα και τον δεύτερο φιόγκο, τυφλώθηκα ξανά από μια λάμψη! Άνοιξα τα ματιά μου, τα έβλεπα όλα ασπρόμαυρα! Μα δεν ήταν το μόνο παράξενο! Τα σπίτια που βρισκόταν εκεί, ήταν όλα φτιαγμένα από ανθρώπινα αντικείμενα.
Οι στέγες ήταν φτιαγμένες από βιβλία, οι τοίχοι και τα παντζούρια από μπισκότα, τα κάγκελα στις αυλές φτιαγμένα από κεράκια γενέθλιων, τα δέντρα ήταν μεγάλα γλειφιτζούρια και αντί για λουλούδια είχαν ζελεδάκια!
Εκείνη την στιγμή με πλησίασε ένα παράξενο κοράκι! Ήταν φτιαγμένο από ύφασμα και κουμπιά! Πίσω από το κοράκι έτρεξε και μια κοπέλα. Ήταν ακόμη πιο παράξενη από το κοράκι. Είχε κουμπιά αντί για ματιά και το σώμα της έμοιαζε με σκιάχτρο!
Δεν ξέρω να σας πω ποιος ήταν πιο τρομαγμένος… εγώ ή αυτή. Με ρώτησε σαστισμένη: «πώς γίνεται να είσαι χρωματιστή;» «Εσείς γιατί είστε ασπρόμαυροι;» απόρησα εγώ. «Αχ είναι πολλά που πρέπει να σου πω, πρώτα όμως πρέπει να έρθεις σπίτι μου πριν σε δει κανένας άλλος.
Πήγαμε βιαστικά στο σπίτι της, έκλεισε βιαστικά τις πόρτες και τις κουρτίνες. Καθίσαμε στο τραπέζι και αρχίσαμε να συζητάμε:
-Αυτή η πόλη ήταν η πιο χαρωπή και πολύχρωμη στον κόσμο, ώσπου το φαντασμένο βασιλικό ζευγάρι, η Αλίσια Βουγιουκλάκη Δ΄και ο Δημήτριος Παπαμηχαήλ Ε΄, που ήταν κάποτε διάσημοι τηλεοπτικοί αστέρες, πάτησαν το πόδι τους εδώ και η πόλη έγινε ασπρόμαυρη.».
- Ναι, αλλά ξέχασες να μου πεις το όνομα σου…
-Αχ με όλα αυτά το ξέχασα !Με λένε Ειρήνη!
- Και εμένα Δωροθέα! Απορώ! Δεν αντιστάθηκε κανένας στη βασίλισσα και στον βασιλιά;
- Όχι κανένας, γιατί έχουν μεγάλη δύναμη.
- Τότε πρέπει να δράσουμε παρέα!
- Νομίζω θα είναι αδύνατον! Αυτοί απέκτησαν μεγάλη δύναμη από την τηλεόραση. Όταν ανέβηκαν στο θρόνο έβγαλαν νόμο, να καταστραφούν όλες οι τηλεοράσεις.
-Γιατί έχουν απαγορέψει τις τηλεοράσεις;
-Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι κάποτε η βασίλισσά και ο βασιλιάς έπαιζαν στην τηλεόραση και μάγεψαν τον κόσμο! μετά για τον κρατάνε μαγεμένο τις κατέστρεψαν!
-Έχω ιδέα! να βρούμε μια τηλεόραση και ίσως τότε χάσουν τη δύναμή τους!
-Πού θα την βρούμε; έχουν καταστραφεί!
-Τότε ή θα φτιάξουμε εμείς μία ή θα πάμε στο βασίλειο και ίσως υπάρχει εκεί κάποια κρυμμένη! Πρέπει κάπως να βρεθούμε στο παλάτι!
-Άκουσα ότι θα την εγκαινιάσουν το απόγευμα την νέα αίθουσα χορού! άκου τι θα κάνουμε! εγώ θα πάω στο βασίλειο σαν μάστορας για τα τελευταία μερεμέτια της αίθουσας και θα σε περιμένω εκεί !θα σου δώσω τον υπολογιστή μου, που γίνεται και τηλεόραση. Εσύ θα το κρύψεις σε ένα κουτί από γλυκά και θα το φέρεις για δώρο στα εγκαίνια! Θα το ανοίξεις την ώρα του χορού και αυτόματα θα γυρίσουν πίσω στην χώρα τους και επιτέλους θα είμαστε ελεύθεροι και χρωματιστοί ξανά! Έτσι κι έγινε! Όταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα επέστρεψαν στον κόσμο τους, το κάστρο έμεινε άδειο και κανείς στην πόλη δεν είχε τηλεόραση! Οπότε με την Ειρήνη σκεφτήκαμε να μετατρέψουμε το παλάτι σε ένα τεράστιο σινεμά!
Τότε ξύπνησα και κατάλαβα πως το βασιλικό ζευγάρι ήταν οι ηθοποιοί που παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση και χάρηκα που επέστρεψα στον δικό μου όμορφο, χαρούμενο και χρωματιστό μου κόσμο!!!!!!!!!
ΤΕΛΟΣ!!!!
Κείμενο 2
Ένα διαφορετικό σύννεφο
Συγγραφέας: Κατερίνα Βογιατζή
Μια μέρα καθόμουν στο δωμάτιο μου και ξαφνικά είδα τα τζάμια να θολώνουν. Άνοιξα τότε την κουρτίνα και είδα ένα σύννεφο, ένα αφράτο, άσπρο σύννεφο επάνω στο μπαλκόνι μας. Βγήκα έξω να το δω από κοντά, το σύννεφο με πλησίασε και τότε κατάλαβα ότι ήθελε να ανέβω επάνω του. Ανεβήκαμε μαζί πολύ ψηλά και τότε μου είπε:
-Έχω ένα πρόβλημα! Θα με βοηθήσεις;
Εγώ τα έχασα και το ρώτησα γεμάτη έκπληξη:
-Μπορείς και μιλάς;
-Ναι, όλα τα σύννεφα μιλάνε!
-Ωραία, και ποιο είναι αυτό το πρόβλημα που έχεις;
-Να , είμαι ένα διαφορετικό σύννεφο.
-Τι εννοείς, το ρώτησα γεμάτη περιέργεια.
-Κάνω όλα τα τζάμια να θολώνουν όταν τα πλησιάζω. Παλιότερα, οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν ήταν στα σπίτια τους ή και αν ακόμη ήταν δεν είχαν χρόνο να κοιτάξουν έξω από το παράθυρο. Όλοι έτρεχαν σαν κάτι να προσπαθούσαν να προλάβουν, ακόμη και τα παιδιά.
-Και αυτό εσένα τι σε ενοχλεί;
-Άκου είναι απλό, οι άνθρωποι τότε σπάνια κοιτούσαν από το παράθυρο και έτσι κι εγώ μπορούσα να πλησιάζω κοντά και να βλέπω πως περνάνε μέσα στα σπίτια τους. Ένιωθα έτσι ότι είχα παρέα, είχα κάθε μέρα και ένα καινούργιο σκοπό, ένα νέο σπίτι. Τώρα όλα έχουν αλλάξει, οι οικογένειες είναι μαζί, έτσι μόλις πλησιάζω τα παράθυρα αυτά θολώνουν και με καταλαβαίνουν αμέσως. Κι εγώ αναγκάζομαι να φύγω, και νιώθω μοναξιά πολλή μοναξιά. Αυτό λοιπόν είναι το πρόβλημά μου.
-Καλά και για αυτό είσαι στεναχωρημένο, γιατί νιώθεις μόνο; Ε! από εδώ και πέρα θα έχεις εμένα για παρέα σου. Θα περνάς κάθε μέρα να με παίρνεις και θα κάνουμε μαζί φανταστικά ταξίδια. Θα σου μάθω όλα όσα ξέρω για τον κόσμο και τους ανθρώπους και εσύ θα με ξεναγήσεις στον ουρανό και θα μου συστήσεις όλα τα σύννεφα. Θα σου εξηγήσω τι ήταν αυτό που μας έκανε όλους να «Μένουμε Σπίτι» και έχει αλλάξει τον τρόπο ζωής τον δικό μου αλλά και τον δικό σου.
Θα σου πω όμως και ένα μεγάλο μυστικό: όλα αυτά αρχίζουν σιγά σιγά να αλλάζουν. Οι άνθρωποι κατάφεραν να τηρήσουν τους κανόνες υγιεινής και έτσι να φροντίσουν για την υγεία τους και την υγεία των διπλανών τους. Κατάφεραν να ξεπεράσουν αυτό το δύσκολο πρόβλημα, να μείνουν όλοι μαζί ενωμένοι και να βγουν νικητές.
-Σ΄ευχαριστώ, σ΄ευχαριστώ που με καταλαβαίνεις. Είχα ανάγκη να βρω μια φίλη, μια πραγματική φίλη. Και σου υπόσχομαι ότι θα σε επισκέπτομαι κάθε μέρα.
-Και εγώ χαίρομαι πολύ που σε γνώρισα. Θα σε περιμένω κάθε μέρα να κάνουμε μαζί το φανταστικό μας ταξίδι και σου υπόσχομαι ότι δεν θα αρχίσω ποτέ από εδώ και πέρα να τρέχω να προλάβω να κάνω πράγματα, ξεχνώντας να κάνω το πιο απλό και το πιο σημαντικό. Να κοιτώ κάθε μέρα από το παράθυρο και να βλέπω το αγαπημένο μου συννεφάκι να μου χαμογελά.
Κείμενο: 3
Το ιπτάμενο χαλί
Συγγραφέας: Τάκος Κωνσταντίνος
Ήταν ακόμα μία βαρετή μέρα που ήμουν σε καραντίνα. Πήρα την πορτοκαλάδα μου και πήγα στο παράθυρο. Κοίταξα έξω και δεν είδα τίποτα ιδιαίτερο. Ξαφνικά, κάτι παράξενο με κόκκινα και πράσινα τετράγωνα και μπλε ρίγες που πετούσε πέρασε από μπροστά μου. Ήταν ένα ιπτάμενο χαλί! Βγήκα στο μπαλκόνι και προσπάθησα να το πιάσω. Τα κατάφερα και μόλις το έπιασα πήδηξα πάνω του. Όμως το χαλί τρόμαξε και κατά λάθος με έριξε κάτω, αλλά τελευταία στιγμή με έσωσε. Εκεί πάνω είδα κάτι χρυσό.
- Ένα λυχνάρι, φώναξα.
Και τότε άκουσα μια φωνή.
- Σωστά!
Δεν κατάλαβα από πού ακούστηκε και τότε είπα:
- Ποιος μίλησε;
- Εγώ, το χαλί.
- Μα πώς μιλάς;
- Αφού είμαι μαγικό.
Τα έχασα. Για μια στιγμή νόμιζα ότι έβλεπα όνειρο, αλλά τελικά ήμουν ξύπνιος. Ρώτησα το χαλί:
- Το λυχνάρι είναι κι αυτό μαγικό;
- Φυσικά. Για να το έχω στην πλάτη μου.
- Οπότε, αν το τρίψω, θα βγει ένα τζίνι;
- Ναι, και θα έχεις τρεις ευχές.
Ήθελα οπωσδήποτε να τρίψω το λυχνάρι οπότε και αυτό έκανα.
- Ωραία, χαλί. Τρίβω το λυχνάρι. Με το ένα, με το δύο, με το τρία.
Τότε ακούστηκε μια φωνή. Ήταν το τζίνι του λυχναριού.
- Ποιος έτριψε το λυχνάρι; ρώτησε.
- Εγώ! απάντησα.
- Πού είσαι;
- Εδώ! Πάνω στο χαλί.
- Ουάου! Είσαι το πρώτο παιδί που τρίβει το λυχνάρι μου. Μπράβο, μικρέ! Ποια είναι η πρώτη σου ευχή;
Εκείνη την ώρα σκέφτηκα να μην κάνω τις ευχές που κάνουν όλοι, δηλαδή για λεφτά και δύναμη. Ήθελα να πάω ταξίδια, οπότε είπα στο τζίνι:
- Τζίνι, εύχομαι να πάω στον Αμαζόνιο. Αλλά δεν θέλω να χτυπήσεις παλαμάκια και να πάω κατευθείαν εκεί. Θέλω να κάνουμε με το χαλί αυτό το μεγάλο ταξίδι. Ελπίζω να είπα την ευχή σωστά.
- Ωραία, είπε το τζίνι. Χαλί, ξεκίνα!
Ήμουν ενθουσιασμένος. Το χαλί πήγαινε μια χαρά για να απολαύσω το τεράστιο αυτό ταξίδι. Περάσαμε πάνω από πολλές χώρες, από τον Ατλαντικό Ωκεανό και φτάσαμε στη Νότια Αμερική.
Κοίταξα κάτω και είδα το μεγάλο ποτάμι και γύρω του πολλά ζώα. Είδα μυρμηγκοφάγους, ιγκουάνα, μαϊμούδες, βραδύποδες, βατράχια, πολύχρωμα πουλιά και το ροζ δελφίνι του Αμαζονίου. Είδα και άλλα παράξενα ζώα που δεν ήξερα πώς τα λένε. Τότε σκέφτηκα τη δεύτερη ευχή μου:
- Τζίνι, για δεύτερη ευχή μου εύχομαι να μπορώ να μιλήσω με τα ζώα.
Το τζίνι τότε είπε:
- Η ευχή σου πραγματοποιήθηκε!
Τότε άρχισα να ακούω τα πουλάκια που μιλούσαν! Ήταν πολύ ωραία μέχρι που άκουσα ένα σμήνος πουλιών να κλαίει. Το χαλί πλησίασε και ρώτησα τα πουλάκια:
- Γιατί κλαίτε;
- Επειδή οι φωλιές μας είναι σε αυτά τα δέντρα και αύριο θα τα κόψουν οι άνθρωποι και δεν θα προλάβουμε να σώσουμε τα αυγά μας.
Εκείνη τη στιγμή το πήρα απόφαση. Θα χρησιμοποιούσα την τελευταία ευχή μου για να σώσω τα πουλιά. Πήγα να τρίψω το λυχνάρι, αλλά τότε κατάλαβα ότι δεν ήταν εκεί. Μου είχε πέσει κάτω. Το έψαχνα μέχρι το βράδυ, αλλά δεν το βρήκα. Κάθισα σ' ένα βράχο και σκέφτηκα ότι δεν θα τα κατάφερνα να σώσω τα αυγά των πουλιών. Τότε ήρθαν τα πουλιά με το λυχνάρι και είπαν ότι το βρήκαν μέσα σε μια φωλιά τους. Αμέσως το έτριψα και είπα:
- Τζίνι, εύχομαι να πάνε οι άνθρωποι πίσω στην πόλη τους.
- Αμέσως, είπε το τζίνι και οι άνθρωποι εξαφανίστηκαν.
Τα πουλιά με ευχαρίστησαν κι εγώ ανέβηκα στο χαλί. Έπρεπε να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου. Όταν φτάσαμε, το τζίνι με αποχαιρέτισε και μου είπε ότι θα έρχεται με το χαλί να με παίρνει να πηγαίνουμε ταξίδια. Έτσι τελείωσε η καλύτερη μέρα της ζωής μου.
Κείμενο 4
ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ
Συγγραφέας: Βαλαβανάκη Αναστασία
Μια φόρα κι έναν καιρό ήμουν σπίτι και βαριόμουν. Μου λέει η αδελφή μου:
- Με βοηθάς στη χημεία;
- Εγώ δεν ξέρω την τύφλα μου από χημεία.
Ξαφνικά, βλέπω έξω από το παράθυρο μου ένα ιπτάμενο ferryboat.
- Κοιτά Κατερίνα ένα ferryboat!
- Άσε με το ferryboat! Πρέπει να λύσω την χημεία.
- Καλά, της απαντάω, πηδάω τα κάγκελα και YOLO μπαίνω στο ferryboat. Σηκώνω την άγκυρα, γυρνάω το κλειδί και βάζω μπρος.
- Περίμενε! Περίμενε!, φωνάζει η αδελφή μου, παίρνει φορά, πηδάει και σκάει με το κεφάλι στο κατάστρωμα.
- Είσαι καλά;
- Ναι, μην ανησυχείς.
Απογειωνόμαστε… και πετάμε στα σύννεφα.
- Κατερίνα ακούς κάτι;
- Κάτι σαν ψιθύρους;
- Ναι, για άκου…
(Δυο σύννεφα συζητούν )
- Άσε ρε Βρασίδα! Κάηκα από τον ήλιο.
- Αντηλιακό δεν πηρές;
- Τελείωσε. Και δεν μπόρεσα να βρω άλλο. Το ουράνιο τόξο εξαφανίστηκε.
- Αλήθεια;! Δεν το πιστεύω! Που το είδες τελευταία φορά;
- Στο σύννεφο-μάρκετ του Παντελή.
Κοιταχτήκαμε με την Κατερίνα και αποφασίσαμε να βοηθήσουμε τα σύννεφα.
Βάλαμε μπρος για το σύννεφο-μάρκετ. Όταν φτάσαμε αντικρίσαμε ένα γκρι σύννεφο με κόκκινη τέντα, μωβ βούλες και μπλε μάτια. Σταματήσαμε μπροστά του και κατεβήκαμε.
- κ. Παντελή, μήπως είδατε το ουράνιο τόξο;
- Ήρθε πριν μια βδομάδα και μου ζητούσε τηγανιτές πατάτες. Αλλά δεν είχα και του είπα να ρωτήσει στο σύννεφο-ρεστοράν.
- Ευχαριστούμε!
Βάλαμε πλώρη για το σύννεφο-ρεστοράν. Όταν φτάσαμε είχε πολύ κόσμο: σύννεφα, κεραυνούς, αστέρια, πλανήτες… Πήγαμε στον ιδιοκτήτη και μας ενημέρωσε ότι είχε έρθει πριν 3 μέρες και ζήτησε τηγανιτές σύννεφο-πατάτες με κέτσαπ και σύννεφο-μακαρονάδα. Μας είπε ότι του έδωσε πατάτες, αλλά για την μακαρονάδα το έστειλε στην πιτσαρία. Το ευχαριστήσαμε και φύγαμε.
Συνεχίζοντας την έρευνά μας, φτάσαμε στην πιτσαρία. Ήταν ένα μεγάλο μπλε σύννεφο με κίτρινες ρίγες. Όταν μπήκαμε μέσα βρήκαμε το ουράνιο τόξο να παραγγέλνει την σύννεφο-μακαρονάδα του. Ζητήσαμε να μας δώσει λίγη χειροποίητη αντηλιακή κρέμα για το σύννεφο που κάηκε.
- Ευχαρίστως, είπε και πήρε ένα κομμάτι από το σώμα του, συγκεκριμένα από το μπλε και έφτιαξε λίγη. Την πήραμε και φύγαμε.
- Επιστροφή στο καμένο σύννεφο, φώναξα στην Κατερίνα.
Διασχίσαμε σύννεφα και σύννεφα, περάσαμε μέσα από βροχή, χιόνι, χαλάζι, και επιτέλους φτάσαμε στον ήλιο και στο καμένο σύννεφο. Του έβαλα κρέμα στην πλάτη και στην μυτούλα. Για να με ευχαριστήσει μου έδωσε μία ειδική φόρμουλα για να ξανάρθουμε. Επιστρέψαμε στο σπίτι πάνω στην ώρα που φώναζε η μαμά:
- Κορίτσια κατεβείτε να φάτε πατάτες τηγανιτές.
Εκείνη την ώρα άνοιξα τα μάτια μου…
Κείμενο 5
Χώρα της Φαντασίας
Συγγραφέας: Ηλέκτρα Λυμπινάκη
Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό. Στεκόμουν πίσω από το παράθυρο του σπιτιού μου και
παρατηρούσα τους ανθρώπους να απολαμβάνουν τον πρωινό τους περίπατο, τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν και τα λιγοστά παιδιά που έπαιζαν ανέμελα στην παιδική χαρά. Τότε είδα ένα μεγάλο ροζ αυτοκίνητο να πλησιάζει. Όταν έφτασε μπροστά στο σπίτι μου σταμάτησε. Αμέσως μετά άκουσα ένα άλλο αμάξι να πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα. Θα τράκαραν! Κάλυψα το πρόσωπο μου με το χέρι μου, δεν ήθελα να βλέπω.
Δεν άκουσα τίποτα. Τράβηξα σιγά σιγά το χέρι μου προς τα κάτω. Δεν είχε συμβεί τίποτα.
Κι άλλο αμάξι ερχόταν. Δεν κάλυψα αυτή τη φορά το πρόσωπο μου. Ήθελα να δω και αυτό που είδα ήταν απίστευτο. Το αυτοκίνητο πέρασε μέσα από το άλλο λες και ήταν ολόγραμμα! Άπλωσα το χέρι μου ακουμπήσω το μεγάλο σε σχήμα ροζ όχημα. Το χέρι μου πέρασε το αμάξωμα. Πώς γινόταν αυτό; Γύρισα προς τη μαμά μου μέσα στο σπίτι.
-Το είδες αυτό; της φώναξα εντυπωσιασμένη. Δεν έλαβα καμία απάντηση.
-Μαμά! της ξαναφώναξα χωρίς να μου απαντήσει. Όσο και αν φώναζα δεν με άκουγε. Σαν να μην υπήρχα. Κοίταξα γύρω μου. Κανείς δεν φαινόταν παραξενευμένος με το νέο επισκέπτη της πόλης μας. Δεν έδιναν καν σημασία. Τα αυτοκίνητα περνούσαν από μέσα του χωρίς πρόβλημα. Ήταν λες και δεν έβλεπαν τίποτα, ούτε εμένα. Μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι ονειρευόμουν.
Αυτοτσιμπήθηκα. Το ένιωσα και λίγο πόνεσε. Πήγα να σκουντήξω τη μαμά. Το χέρι μου τη διαπέρασε.
Σκέφτηκα να πάω στη μέση του δρόμου να δω τι θα γινόταν, αν θα με έβλεπαν θα σταματούσαν; Ήταν ριψοκίνδυνο. Πήγα όμως στο δρόμο. Δεν έπαθα τίποτα. Τα αυτοκίνητα πέρασαν από μέσα μου. Μα τι στο καλό γινόταν;
Τότε πίστεψα ότι έφταιγε το αυτοκίνητο που είχε εμφανιστεί από το πουθενά. Το πλησίασα. Όταν έφτασα σε απόσταση αναπνοής άρχισα να του μιλάω λες και θα μου απαντούσε.
Ήμουν θυμωμένη. Ξάφνου κάτι με έσπρωξε και έπεσα πάνω στο αυτοκίνητο ή μάλλον μέσα σε αυτό. Αυτό που πλέον έβλεπα ήταν απλά μαγικό.
Μπροστά μου είδα μία αγορά. Οι άνθρωποι έκαναν τα ψώνια τους. Μύριζε ψάρι. Άκουγα τις φωνές των πωλητών «Πάρε κόσμε. Μόνο 1€ το κιλό». Βέβαια δεν ήταν αυτό το ασυνήθιστο. Οι άνθρωποι ήταν ασυνήθιστοι. Ή μάλλον ανύπαρκτοι. Ο Πινόκιο, ο Αστερίξ με τον Οβελίξ, η Έλσα και η Άννα ακόμα και οι εφτά νάνοι με τη Χιονάτη ήταν εκεί. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Έκανα πίσω και βρέθηκα πάλι στην πόλη μου. Έκανα ξανά μπροστά. Είδα την αγορά. Και όλο περνούσα μέσα από το αυτοκίνητο, μια μαγική πόρτα για έναν άλλο κόσμο. Έμεινα στην αγορά και κοίταξα καλύτερα γύρω μου. Ο Σούπερμαν με τον Μπάτμαν πετούσαν από πάνω μου.
- Κοιτάξτε ένας άνθρωπος! Λέτε να είναι η εκλεκτή; άκουσα μία φωνή από πίσω μου και όλοι γύρισαν προς εμένα.
-Λέτε; Κι αν είναι όντως η εκλεκτή; ψιθύριζαν.
Μαζεύτηκε κόσμος γύρω μου. Ανάμεσα τους ο Παπουτσωμένος γάτος, ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης και η Πεντάμορφη με τον Πρίγκιπα της.
-Όλοι στην άκρη! Διέταξε μία φωνή και μέσα από το πλήθος ξεπρόβαλε ο Βασιλιάς Τζούλιαν. Δίνει τον ρυθμό να ξεκινήσει η μουσική.
- Ξύπνα παιδί μου. Ακούω στο βάθος τη φωνή της μαμάς. Κοιμήθηκες με τα μάτια ανοικτά; Πάμε, είναι ώρα για το σχολείο!
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News