Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος
Η διαδρομή της μέσα στο χρόνο
Η συνοικία Βαρώσι ήταν ο κεντρικός χριστιανικός πυρήνας της Κομοτηνής που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Από αυτήν άρχιζε η ομώνυμη εμπορική οδός που το 1920 μετονομάστηκε σε οδό Ε. Βενιζέλου.
Το όνομα Βαρώσι προέρχεται από τη λέξη «varos» που σημαίνει «προάστιο». Τη λέξη αυτή τη δανείστηκαν οι Οθωμανοί από τη σερβοκροατική γλώσσα που σημαίνει «το κέντρο της πόλης» αλλά και το «προάστιο». Ενώ στα ουγγρικά σημαίνει «Δήμος».
Με το όνομα Βαρώσι υπάρχουν ορισμένες συνοικίες πόλεων της Ελλάδας που κατά την οθωμανική αυτοκρατορία κατοικούνταν αποκλειστικά από χριστιανούς. Εκτός από την Κομοτηνή έχουμε ακόμα δύο συνοικίες με το όνομα Βαρώσι, στην Έδεσσα και στη σκλαβωμένη Αμμόχωστο.
Στην ιστορική συνοικία της Κομοτηνής διαδραματίστηκαν πολλά γεγονότα, όπως μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Οθωμανοί κάτοικοι της πόλης λόγω αυτού του πολέμου ξεσηκώθηκαν με σκοπό να κάνουν κακό στους χριστιανούς της Κομοτηνής.
Ένας ανεξέλεγκτος φανατισμένος όχλος Τούρκων από τις βόρειες συνοικίες της πόλης με τσεκούρια, μαχαίρια, δρεπάνια και ότι άλλο φονικό όργανο έβρισκαν συγκεντρώθηκαν στην απέναντι πλευρά της πέτρινης γέφυρας που συνδέει το σημερινό κέντρο με τη συνοικία των χριστιανών Βαρώσι, εκεί που την χωρίζει ο χείμαρρος Μπουκλουτζάς. Τότε ήταν που το Βαρώσι το έσωσε ο Αλί Ούστογλου με τους 70 έμπιστους ιππείς του από τη φωτιά, τη λεηλασία και τις σφαγές των χριστιανών κατοίκων της.
Στο απομνημονεύματα του ο Ροδοπαίος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθος Φιλιππίδης μας ενημερώνει και αυτός για το περιστατικό ότι: «Ο πατέρας του Ζήσης Φιλιππίδης από τη Γρατινή μαζί με τον Μητροπολίτη Μαρωνείας Ιερώνυμο είχαν ενημερώσει τον μεγαλοτσιφλικά της Μολυβωτής, πρόκριτο και βουλευτή Ροδόπης στην Οθωμανική Βουλή Αλί Ούστογλου για τις κινήσεις των άτακτων Τούρκων και έτσι γλύτωσε το Βαρώσι». Ο Δήμος Κομοτηνής τον τίμησε τον Αλί Ούστογλου με την ονοματοθεσία μιας ανώνυμης οδού προς τιμή του, αναλυτικά έχουμε αναφερθεί για το περιστατικό σε προηγούμενο γραπτό στον «Χρόνο».
Παλιά διέμενα απέναντι από την οικοδομή του Νικόλαου Σχοινά, έτσι πολλές φορές περνούσα από το μικρό πρατήριο ποτών που διατηρούσε και επειδή με αρέσει η ιστορία του τόπου, του άνοιγα συζητήσεις για την παλιά Κομοτηνή.
Αυτός προερχόταν από τις παλιές ντόπιες οικογένειες της Κομοτηνής και γνώριζε πάρα πολλά από την πόλη και την περιφέρειά της, μάλιστα είχε συγγενείς στη Γρατινή με βυζαντινές ρίζες, της δε μητέρας του η καταγωγή είναι από το Κόσμιο με επώνυμο Αγγελίδου που είχε συγγένεια και με τους Κοκόληδες.
Έτσι λοιπόν επειδή κάθε παλιό κτίριο στην τότε χριστιανική γειτονιά του Βαρωσίου είχε τη δική του ιστορία που δεν πρέπει να χαθεί γι' αυτό και εγώ καταγράφω τη συζήτηση που είχα με αυτόν τον εξαίρετο άνθρωπο για την ιστορία του Βαρωσίου και του πατρικού του σπιτιού που βρισκόταν και βρίσκεται ακόμη εκεί.
Το αρχοντικό αυτό βρίσκεται στην οδό Ε. Βενιζέλου γωνία Γ. Σεφέρη και το έκτισε ο πατέρας του Γεώργιος Σχοινάς. Οι συγγενείς του είχαν εμπορικό οίκο στην Οδησσό. Η δραστηριότητά τους έφτανε μέχρι το Καμπαρόφσκ και στο Βαλαδιβοστόκ απέναντι από την Ιαπωνία. Εμπορευόταν τα πάντα, δέρματα, πετροκάρβουνο, σιτηρά και πολλά άλλα. Τα ονόματά τους είναι καταγεγραμμένα στο βιβλίο «Οι Έλληνες της Οδησσού», το κτίριο με τα γραφεία τους διατηρείται μέχρι και σήμερα.
Στο αρχοντικό αυτό σήμερα στο ισόγειο διατηρούν κατάστημα χαλιών οι φιλοπρόοδοι αδελφοί Τσεκμέζογλου. Το κτίριο αυτό κτίστηκε το 1901 με άδεια ανέγερσης που δόθηκε επί Τουρκοκρατίας με σουλτανικό φιρμάνι. Κτίστηκε με συμπαγές τούβλα από Έλληνες κτίστες από τη Φιλιππούπολη. Εκείνη την εποχή πολλοί επιφανείς Κομοτηναίοι έφερναν κτίστες από τη Φιλιππούπολη και έκτιζαν τα σπίτια τους, ορισμένοι πάλι που είχαν Ηπειρωτική καταγωγή έφερναν κτίστες από την Ήπειρο. Το σπίτι αυτό είναι διώροφο 9x15 μέτρα περίπου μαζί με την αυλή του πίσω από την σημερινό οδό Κούλογλου και υψηλό μαντρότοιχο. Ένα μέρος του ισογείου κτιρίου σήμερα είναι κατάστημα. Για να εισέλθεις στο ισόγειο αρχοντικό από τον οδό Γ. Σεφέρη χρησιμοποιείς επτά σκαλοπάτια εκεί μπροστά συναντάς μια μικρή όμορφη σιδηροκατασκευή. Οι πανέμορφες δύο πόρτες, της κεντρικής εισόδου έχουν ύψος 3,50 μέτρα και συγκρατούνται με ειδικούς μεντεσέδες, γύρω - γύρω έχει 6 παράθυρα με τις πλούσιες σε σχέδιο σιδηροκαστασκευές τους καθώς επίσης ως 2-3 δωμάτια. Ο επάνω όροφος δεν στηρίζεται σε κολώνες, έχει ένα πολύ ισχυρό τοιχίο περιμετρικά που επάνω του πατούν σιδερένιες τραβέρσες σε σχήμα «Η» που έχουν μια καλή ελαστικότητα για τους σεισμούς και τους κραδασμούς. Επάνω στις σιδερένιες τραβέρσες είναι στρωμένα δυνατά χονδρά σανίδια που τα συνδέουν μεταξύ τους με καρφιά που στην κεφαλή τους γράφουν "France". Έχει ειδικά μεγάλα παράθυρα πιθανόν για ελάττωση του βάρους και για να είναι ευάερο και ευήλιο, ένα μικρό μπαλκόνι υπάρχει από την πίσω πλευρά καθώς επίσης και ένα ημικυκλικό μπαλκόνι με πανέμορφη σιδηροκατασκευή στη γωνία της οδού Βενιζέλου και Σεφέρη. Το αρχοντικό αυτό είχε εκτός των άλλων στάβλο, πλυσταριό, καρβουναριό και υπόγειο. Στο δωμάτιο που βρίσκεται δίπλα στην πέτρινη σκάλα απεβίωσε ο Δούκας Κούλογλου που ήταν συγγενείς τους και διέμενε εκεί στο τέλος της ζωής του, μαζί δε με τον αδελφό του Κλεάνθη ήταν μεγαλέμποροι που δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά στην Οδησσό της Ρωσίας. Αυτή ήταν ευεργέτες της Κομοτηνής. Το 1898 δώρισαν μια καμπάνα 650 κιλών περίπου στον μητροπολιτικό ναό της Κομοτηνής που σώζεται μέχρι και σήμερα και βρίσκεται επάνω στο καμπαναριό της οδού Βενιζέλου, αυτήν την έφεραν με καράβι μέχρι το Πόρτο Λάγος και από εκεί με βοϊδάμαξα στην Κομοτηνή. Μάλιστα όταν εγκατέλειψε τη Μητρόπολή μας ο Μητροπολίτης Τιμόθεος το 1974 ήθελε να την πάρει και αυτήν μαζί του στην Αθήνα, όμως οι Σχοινάδες αντέδρασαν έντονα και έτσι παρέμεινε εδώ η καμπάνα. Δώρισαν επίσης στο ναό όμορφους και πανάκριβους για εκείνη την εποχή πολυελαίους τους οποίους μετά από χρόνια αντικατέστησε η επιτροπή του ναού επί μητροπολίτη Τιμόθεου, άγνωστο έκτοτε τι απέγιναν. Οι αδελφοί Κούλογλου χρηματοδότησαν επίσης την ανέγερση του Γυμνασίου που βρίσκεται απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο, δωρίζοντας μάλιστα και 10.000 χρυσές λίρες για τις ανάγκες του Γυμνασίου στο διηνεκές.
Με την έλευση των εποίκων Βουλγάρων το 1913 στην Κομοτηνή έβγαλαν τους ιδιοκτήτες Σχοινάδες από το αρχοντικό τους απαγορεύοντας τους να πάρουν μαζί τους οτιδήποτε αξίας αναγκάζοντας τους να φύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα και να εγκατασταθούν στο Κιλκίς μόνο με τα ρούχα που φορούσαν. Μέσα στο σπίτι τους άφησαν όλο το νοικοκυριό τους το οποίο το ιδιοποιήθηκαν οι πλιατσικολόγοι έποικοι Βούλγαροι.
Το 1920 με την απελευθέρωση επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν πάλι στο αρχοντικό τους. Το 1941 - 1944 που ήλθαν πάλι οι έποικοι Βούλγαροι στην Κομοτηνή τους πέταξαν έξω και το οίκημα αυτό το έκαναν Κομαντατούρ (Διοικητήριο, Φρουραρχείο). Αυτή είναι εν συντομία η ιστορία του αρχοντικού αυτού των Σχοινάδων που μου διηγήθηκε ο αείμνηστος Νικόλαος Σχοινάς και αποτελεί μια σταγόνα από την ιστορία της Κομοτηνής. Σήμερα το αρχοντικό αυτό έχει κριθεί διατηρητέο και το συντηρούν με ευλάβεια οι ιδιοκτήτες του.
Ακριβώς απέναντι από αυτό το αρχοντικό βρισκόταν το σπίτι του Φρειδερίκου Αστρείδη που είχε και γερμανική υπηκοότητα. Σε αυτό το κτίριο καθ' όλη τη διάρκεια της Διασυμμαχικής Θράκης από το 1919 μέχρι το 1920 διέμενε ο Γάλλος στρατηγός Σαρπύ. Αυτός ήταν λάτρης του μπιλιάρδου το οποίο παρήγγειλε από τη Γαλλία και το έφερε με το τρένο τοποθετώντας το μέσα στη Λέσχη Κομοτηναίων, φεύγοντας δεν το πήρε μαζί του και υπήρχε μέχρι το 1960 εκεί, ήταν πανέμορφο με σκαλιστά πόδια, έκτοτε εξαφανίσθηκε. Κάποιοι όμως γνωρίζουν που βρίσκεται και πρέπει να επιστραφεί στη Λέσχη Κομοτηναίων.
Λίγο πιο κάτω από το σπίτι των Σχοινάδων ήταν το όμορφο σπίτι της Κλειώς που είχε μια υπέροχη δίφυλλη πόρτα με καμάρα που αργότερα εγκαταστάθηκε ο Σκακιστικός Όμιλος. Παραδίπλα υπήρχε το ζαχαροπλαστείο του Κατσαρού, πιο εκεί το σπίτι της Χαρίκλειας με καταγωγή από τη Μαρώνεια και ήταν συγγενής των Σχοινάδων. Εκεί που βρίσκεται σήμερα η καφετέρια Cotton Club, ήταν το σπίτι και ιατρείο του αξιόλογου δερματολόγου που είχα την τιμή να τον γνωρίσω του Αλμπέρτο Φαΐς, ήταν από τους λίγους Εβραίους της Κομοτηνής που γλύτωσε τον θάνατο, γιατί είχε ενταχθεί στην Εθνική Αντίσταση και βρισκόταν εκτός Κομοτηνής στα βουνά.
Στην αρχή της οδού Βενιζέλου εκεί στο κατάστημα του Πέτσα βρισκόταν το κατάστημα του ευτραφή Ελληνοαιγύπτιου Μίλτου, αυτός πουλούσε ένα είδος τοστ κάτι πρωτόγνωρο για την Κομοτηνή εκείνης της εποχής. Το ζέσταινε σε τοστιέρα, επίσης έψηνε ένα είδος πολύ λεπτού νόστιμου λουκάνικου. Δίπλα ακριβώς βρισκόταν το στιλβωτήριο υποδημάτων του Μιλτιάδη Κτενά, που είχε 4 ψηλές καρέκλες που από κάτω έβαφαν τα υποδήματα των πελατών. Εκεί απέναντι ήταν και το πρακτορείο εφημερίδων του Σαλαπάτα. Από εκεί ξεκινούσε και η τσιμεντένια γέφυρα ή γέφυρα του Τζώνυ (ήταν αυτός που είχε ένα περίπτερο εκεί μπροστά στο πρακτορείο εφημερίδων του Τσαϊλά). Η τσιμεντένια γέφυρα ήταν στην αρχή στρωμένη με κιβωτιολίθους. Όταν κάποτε πέρασε η βασίλισσα Φρειδερίκη μπήκε το τακούνι της ενδιάμεσα σε δύο κιβωτιολίθους και έσπασε, αμέσως έστρωσαν από επάνω τσιμέντο και έκτοτε η γέφυρα αυτή ονομάστηκε τσιμεντένια γέφυρα.
Στη σημερινή οδό Κούλογλου περιήλθε στην κυριότητα του Δήμου μετά από δωρεά της Βασιλικής Δίντσογλου - Σκουτέρη μαζί με την παραδοσιακή επίπλωσή του το αρχοντικό Σκουτέρη Λύσανδρου από την Ήπειρο. Αυτό αναπαλαιώθηκε από τον Δήμο μας όπου σήμερα στεγάζεται το Εθνολογικό και Πολιτιστικό Μουσείο. Το αρχοντικό αυτό αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας αστικής οικογένειας της Κομοτηνής του 19ου και 20ου αιώνα. Παραδίπλα βρίσκεται το αρχοντικό τη Ηπειρώτη Μουζιόπουλου όπου στεγαζόταν μέχρι πριν λίγο καιρό που καταργήθηκε η Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Πολιτισμού και Αθλητισμού Κομοτηνής. Επίσης στο σημείο που βρισκόταν μέχρι πρότινος το κατάστημα ηλεκτρικών του Γανίτη στεγαζόταν στο διώροφο που υπήρχε το Α' Αστυνομικό Τμήμα Κομοτηνής, μέχρι τις αρχές της επταετίες, μάλιστα στην σκοπιά που υπήρχε εκεί μπροστά βρήκαν μια κρύα νύχτα του χειμώνα τον σκοπό χωροφύλακα ημιθανή γιατί είχε εισπνεύσει μονοξείδιο του Άνθρακα από το αναμμένο μαγκάλι που έβαλε μέσα στην σκοπιά για να ζεσταθεί.
Σε έντυπό του ο Λυμπέρης Τσαϊλάς που στις 12-11-1919 διορίσθηκε ως υπεύθυνος του Πρακτορείου Ελληνικών Εφημερίδων στην Κομοτηνή μας ενημερώνει. Όταν κατέβηκα από το τρένο στο σιδηροδρομικό σταθμό και έφτασα στην ελληνική συνοικία Βαρώσι συνέστησα από δεξιά στην σημερινή οδό Τσανακλή τα σπίτια του Μουσούρη, του Μαλιόπουλου, του Ξανθόπουλου, του δικηγόρου Φωτιάδη, Χατζηκοσμά, του Αδαμάντιου Διαμαντή. Από αριστερά της οδού το πρώτο σπίτι του Βασιλείου Τσουρίδη, δεύτερο του Ιωάννη Καραγιάννη, μετά η κατοικία του Μητροπολίτη (σ.σ. τώρα Σύλλογος Φίλων Βυζαντινής Μουσικής). Μέσα από τον δρόμο το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα της Τσανάκλειου Σχολής. Στη συνέχεια του δρόμου συναντώ το ξενοδοχείο "Ακρόπολις" που το διεύθυνε ο γνωστός μπάρμπα Σπύρος Μολλάς, και μετά το σπίτι του καπνέμπορου Ιωαννίδη. Φθάνοντας ακριβώς εκεί, αντικρίζω μια γέφυρα με δύο μέτρα πλάτος και 7-8 μέτρα μήκος, την τότε γέφυρα των Γάλλων, η οποία επικοινωνούσε με τη σημερινή οδό Βενιζέλου.
σ.σ.: Γύρω στο 1950 γκρέμισαν τη γέφυρα των Γάλλων και στη θέση της έκτισαν μια τσιμεντένια με μεγαλύτερο πλάτος, εκεί επάνω υπήρχε και το περίπτερο του Μισέντζη, ο οποίος είχε εκδώσει και ταξιδιωτικό οδηγό για την Κομοτηνή. Στη γέφυρα αυτήν κάθε 1 Ιανουαρίου καθόταν έφιπποι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού με την επίσημη στολή τους και τα ξίφη τους, μπροστά δε από τη Λέσχη Κομοτηναίων γινόταν η παρέλαση των στρατιωτικών τμημάτων από την Αθανασίου Διάκου προς την οδό Βενιζέλου. Επί της Λέσχης Κομοτηναίων που ήταν τότε ημιτελές μητροπολιτικό μέγαρο, υπήρχε το γραφείο του Ο.Η.Ε. της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων μετά το 1922 με Ύπατο Αρμοστή των προσφύγων τον Αυστραλό Ταγματάρχη Τζόρτζ Ντιβάϊν Τριλόρ από τον οποίο πήρε και το όνομα του ο οικισμός του Θρυλορίου, γιατί είχε κάνει τα σχέδια του χωριού. Πριν μερικά χρόνια οι κάτοικοι του χωριού τίμησαν τους συγγενείς του που ήλθαν από την Αυστραλία.
Στο δεξιό μέρος της γέφυρας των Γάλλων ήταν το ξενοδοχείο και εστιατόριο «Η Ροδόπη» που το διεύθυνε ο Ι. Αθανασιάδης (σε αυτό το ξενοδοχείο διέμενε με τον θίασό της όταν ερχόταν στην Κομοτηνή η ηθοποιός Κοτοπούλη). Στην αρχή της οδού Βενιζέλου από αριστερά το καφενείο και ζαχαροπλαστείο "Ο Βενιζέλος" που το διεύθυναν οι εκ Μαρωνείας αδελφοί Λεονταρίδη. Μέσα στο καφενείο αυτό σύχναζαν όλοι οι μεγαλέμποροι της εποχής εκείνης. Εκεί συνάντησα μεταξύ των άλλων και τον Θεόδωρο Σακελλάριο γαμπρό του έμπορού Τελωνίδη απόφοιτο της Μεγάλης του Γένους Σχολής και Γαλλομαθή. Συνεχίζω την οδό Βαρώσι σημερινή οδό Βενιζέλου, όπου εκεί βρισκόταν οι οικίες του Χρήστου Μπογιώτα, απέναντι η οικία της Πηνελόπης Γιαννούλη. Επίσης οι οικίες των Γαρυφάλλου (σ.σ. ο οποίος ήταν συνταξιούχος αξιωματικός της Λεγεώνας των Ξένων), Χατζηραξή, Χατζηπαρασκευά, Αθανασίου, Καστάνη, Χατζηδάφτσιου, Σταύρου Μαργαριτόπουλου, Γεωργίου Σχοινά, Εμμ. Γούναρη και το Ποτοποιείο του Παν. Μποζατζόγλου. Πιο κάτω ήταν το καφενείο "Η Μαρώνεια" του Βασιλείου Σκόδρα, μέσα βρήκα τον Αθαν. Ίλτσο αρτοποιό, Αριστοφάνη Πονίδη βιβλιοδέτη, Σπύρο Σπυρόπουλο μηχανικό στο αλευρόμυλο του Στάλιου, Δημήτρη Τσακιρόπουλο του ξενοδοχείου "Μαρώνεια" πατέρα του δικηγόρου Πολυχρόνη Τσακιρόπουλου.
Έκτοτε η συνοικία Βαρώσι σιγά - σιγά άρχισε να παραδίνεται στον "εκσυγχρονισμό" και αυτή «η εξέλιξη» καταβροχθίζει την ιστορία της Κομοτηνής, έτσι στη θέση των παλιών αρχοντικών βλέπουμε να αναγείρονται νέες κακόγουστες οικοδομές. Σήμερα περί τα 15 μόνο αρχοντικά σπίτια έχουν παραμείνει, ορισμένα περιήλθαν στην κυριότητα του Δήμου Κομοτηνής τα οποία αναπαλαίωσε καθώς επίσης και ορισμένα που τελούν υπό την κυριότητα των ίδιων των ιδιοκτητών τους. Αυτά τα λίγα κτίρια που έχουν παραμείνει είναι σταγόνες της ιστορίας της πόλης μας και είναι το σήμα κατατεθέν της παλιάς χριστιανικής συνοικίας του Βαρώσι γι' αυτό ας το διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού.
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News