Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Γράφει η φιλόλογος Ντίνα Σαμουρκασίδου
1941-1944 Η Βουλγαροκρατία στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, κατά το 1941-1944. Αναφορές ιδιαίτερες στην Κομοτηνή και στο Νομό Ροδόπης. Οι εκτός Ελλάδος αγώνες των Ελλήνων (Ελ Αλαμέιν, Ρίμινι) στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η παρουσίαση των γεγονότων με τη βοήθεια της Ιστορίας, των διαφόρων μορφών της τέχνης, αλλά και με μαρτυρίες, όσων έζησαν τα γεγονότα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο - Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΜΟΤΗΝΗ,
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΟΧΥΡΟΥ ΤΗΣ ΝΥΜΦΑΙΑΣ
"Γιατί ήρθαν δίσεκτοι καιροί / σ' ανατολή και δύση / και όπου πλαγιάσει αποβραδύς, / δεν ξέρει αν θα ξυπνήσει, γράφει ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849 - 1896), Θρακιώτης ποιητής.
Στην Κομοτηνή δεν υπήρχε, λόγω της αποστολής των πιο πολλών στρατιωτικών μονάδων στο Μέτωπο, μάχιμος στρατός, εκτός από μια ή δύο υπηρεσίες και τη δύναμη του Οχυρού της Νυμφαίας, που κατελήφθη ύστερα από πολύνεκρες μάχες που διήρκεσαν τρία 24ωρα και στις οποίες οι Γερμανοί είχαν σοβαρές και πολλές απώλειες, ενώ από τους Έλληνες υπήρξαν 7 νεκροί (6-8 Απριλίου 1941). Κατέλαβαν το Οχυρό οι Γερμανοί, αφού διοχέτευσαν μέσα σ' αυτό τοξικά αέρια, αναγκάζοντας τους υπερασπιστές του να βγουν έξω και να παραδοθούν και να δεχθούν τα συγχαρητήρια εκ μέρους των Γερμανών, τόσο ο γενναίος διοικητής τους Αναγνωστός, όσο και οι εναπομείναντες θαρραλέοι στρατιώτες, για την μέχρις εσχάτων γενναιότητά τους. Ακολούθησε η κατάρρευση του Μετώπου. Αρκετοί από τους κατοίκους της πόλης, οι παλιότεροι που είχαν γνωρίσει την βουλγαρική θηριωδία και την προσφυγιά, στα χρόνια του 1913 - 1919, έσπερναν τον φόβο στους νεότερους που ήρθαν πρόσφυγες το 1922 από την Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία, την Καππαδοκία, τον Πόντο και που είχε εγκαταλείψει τότε ο ελληνισμός. Κάποιες οικογένειες άρχισαν να φεύγουν προς τη Θεσσαλονίκη, στην Κεντρική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, κυρίως οικογένειες που δεν είχαν επαγγελματικές δεσμεύσεις και είχαν συγγενείς στην άλλη Ελλάδα, όπως διαβάζουμε "στην ιστορία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Κομοτηνής", βιβλίο που έγραψε η Κομοτηναία Φωτεινή Ζησιάδου - Κουτλογεωργίου.
Στην αποβάθρα του Σιδηροδρομικού Σταθμού της Κομοτηνής έβλεπε κανείς πολλούς από τους κατοίκους της πόλης, με μια βαλίτσα στο χέρι, να εγκαταλείπουν τα πάντα εδώ στην αιματοβαμμένη Θράκη, όταν το κύμα βίας, ο φόβος και η ανασφάλεια αυξήθηκαν. Οι Κομοτηναίοι που είχαν απομείνει, έβγαιναν στους δρόμους για να μάθουν νέα για τους δικούς τους, από τους επιζήσαντες που επέστρεψαν. Οι πρώτοι που καταφθάνουν είναι τραυματίες που νοσηλεύονταν με κρυοπαγήματα σε Νοσοκομεία, πριν από την κατάρρευση του Μετώπου και τους έδωσαν εξιτήριο, για να δεχθούν και να νοσηλεύσουν τους βαριά τραυματίες που έρχονται από το Μέτωπο, αναφέρει η συγγραφέας Φωτεινή Ζησιάδου - Κουτλογεωργίου. Οι ελληνικές αρχές εγκατέλειψαν την πόλη. Κλειστή η Γενική Διοίκηση Θράκης. Έκλεισε όμως και ο δρόμος προς τη Θεσσαλονίκη, καθώς και η αντίστοιχη σιδηροδρομική γραμμή των τότε Σιδηροδρόμων του Ελληνικού Κράτους (Σ.Ε.Κ). Οι τελευταίοι δημόσιοι υπάλληλοι έφυγαν με αμαξοστοιχία στον Έβρο και από κει στην Τουρκία, με προορισμό την Αίγυπτο.
Συστάθηκε Επιτροπή Διαχείρισης της πόλης μας από έγκριτους πολίτες. Την Εθνοφυλακή την μετέτρεψαν σε Πολιτοφυλακή, για να επιβάλλουν την τάξη, διότι ήδη λεηλατούνταν οι αφύλακτες αποθήκες του Στρατού, τα δημόσια κτίρια και οι εγκαταλελειμμένες αποσκευές στην αποθήκη και στην αποβάθρα του Σιδηροδρομικού Σταθμού. Δημιουργήθηκαν συσσίτια για τους επιστρέφοντες στρατιώτες από το διαλυθέν πλέον Μέτωπο της Αλβανίας. Τους πεινασμένους και τους εξαντλημένους από τις ταλαιπωρίες στρατιώτες τους περιθάλπουν και τους ανακουφίζουν μερικές εθελόντριες νοσοκόμες, που παρέμειναν στο Νοσοκομείο Κομοτηνής μέχρι την Κυριακή του Θωμά του 1941, οπότε ανέλαβαν οι Κατοχικές Δυνάμεις των Βουλγάρων. Εδώ πλέον τελείωσαν όλα και άρχισε η βουλγαρική κατοχή και η Οδύσσεια των Ελλήνων στρατιωτών που επέστρεφαν από το Μέτωπο της Αλβανίας. Οι βουλγαρικές αρχές τους συγκέντρωναν σε άδεια κτίρια. Τους αφαιρούσαν τα πάντα και τους άφηναν μόνον με τα εσώρουχά τους. Τους επέτρεπαν να συνεχίσουν το δρόμο τους προς τον Έβρο, όσων από αυτούς ήταν εκεί τα σπίτια τους. Κρυφά η Επιτροπή Διαχείρισης συγκροτούσε ομάδες, που τις έστελλε πριν από τα σημεία που γίνονταν οι συλλήψεις των στρατιωτών από τους Βουλγάρους. Εφοδίαζαν τους Έλληνες στρατιώτες με ψωμί και νερό και τους υποδείκνυαν μονοπάτια έξω από την Κομοτηνή, για να συνεχίσουν την πορεία τους προς τις οικογένειές τους.
Είναι αλήθεια αυτό, που Τούρκοι και Βούλγαροι υποστηρίζουν: "Αν από το 1913 έως το 1940 οχυρωνόταν η Θράκη στην γραμμή: ΕΧΙΝΟΣ - ΝΥΜΦΑΙΑ - ΟΡΜΕΝΙΟ, η Θράκη δεν θα είχε υποστεί ήττα", αναφέρει η δρ. Μαρίνα Π. Ζωγράφου στο πόνημά της για την Κομοτηνή και τη Ροδόπη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο - Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ, ΚΑΤΑ ΤΟΝ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
"Χωρίς τη Γνώση του παρελθόντος, δεν είναι δυνατόν να μετρήσουμε τις Δυνάμεις του Παρόντος, ούτε να ατενίσουμε προς το μέλλον", γράφει ο Διονύσιος Α. Κόκκινος (1884 - 1967), που υπήρξε ιστορικός, λογοτέχνης και Ακαδημαϊκός.
Ο βουλγαρικός στρατός εισήλθε στην Ελλάδα, στις 20 Απριλίου 1941, ακολουθώντας τις Γερμανικές Δυνάμεις που εισέβαλαν τις 9 Απριλίου 1941, μετά την μάχη των Οχυρών, από 6-9 Απριλίου 1941, στα βόρεια σύνορα της Ελλάδος. Η εισβολή αυτή υπήρξε αποτέλεσμα συμφώνου μεταξύ του Γερμανού υπουργού των Εξωτερικών του γερμανικού Ράιχ: Γιοάχιμ Φον Ρίμπεντροπ (1893 - 1946) και του πρωθυπουργού της Βουλγαρίας: Μπογκντάν Φίλοφ (1883 - 1945), που ήταν Βούλγαρος αρχαιολόγος, με πολύ καλές σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια της Γερμανίας. Ήταν συνάμα φιλοναζιστής και αντισημίτης. Στην νεκρολογία του, ο πρώην καθηγητής και πρωθυπουργός σε όλη τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, περιγράφθηκε σαν άνθρωπος που από λάθος "προτίμησε να κάνει ιστορία, παρά να διδάσκει ιστορία".
Μετά από αυτή την συμφωνία, μεταξύ Γερμανών και Βουλγάρων, όλη η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη, παραχωρήθηκε προσωρινά στους Βουλγάρους λόγω των εξυπηρετήσεων που πρόσφεραν στους Γερμανούς. Αν και η Βουλγαρία με την Ελλάδα δεν βρίσκονταν σε πόλεμο, οι Βούλγαροι άρχισαν να εισβάλλουν στην Ελλάδα στις 20 Απριλίου του 1941 και μέχρι τις 15 Μαΐου του 1941, είχαν καταλάβει όλη την περιοχή που τους παραχωρήθηκε. Στις 23 Απριλίου 1941 διακόπηκαν οι Ελληνο-βουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις και στις 11 Ιουνίου του 1941 η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού από το Κάιρο (όπου είχε καταφύγει μετά την εισβολή των Γερμανών στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1941), εκήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας. Η Ζώνη Κατοχής των Βουλγάρων είχε έκταση 14.168 τετραγωνικά χιλιόμετρα και αρχικό όριο τον ποταμό Στρυμόνα στα Δυτικά, όπου έφτανε, στα αρχαία χρόνια, η Θράκη, σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη. Και στην γραμμή Αλεξανδρούπολης - Σβίλενγκραντ, ήταν το όριο στα Ανατολικά. Το καλοκαίρι του 1943 η Γερμανία επέτρεψε την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής στην περιοχή μεταξύ του Στρυμόνα και της Χαλκιδικής, όχι όμως και στη Θεσσαλονίκη και σε έκταση 30 χιλιομέτρων περίπου γύρω από αυτήν. Αυτή η νέα έκταση χαρακτηρίσθηκε ως βουλγαρική ζώνη κατοχής στη γερμανική διοίκηση της επαρχίας της Μακεδονίας και εκτεινόταν από την Ειδομένη ως το ακρωτήρι της Επανομής και ως το Δέλτα του Στρυμόνα ποταμού. Οι Γερμανοί έδωσαν την νέα εντολή στις 10 Ιουλίου του 1943. Μέχρι τις 25 Ιουλίου 1943 μια βουλγαρική Μεραρχία εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Λαγκαδά.
Οι περιοχές που καταλήφθηκαν από τους Βουλγάρους ήταν η Ανατολική Μακεδονία και η ελληνική Θράκη, εκτός από μιαν έκταση στα ελληνικά σύνορα με την Τουρκία, στο νομό Έβρου, που παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Γερμανών. Οι Έλληνες της Θράκης που έμεναν στο παραπάνω τμήμα της περιοχής, κατά μήκος του ποταμού Έβρου προσέφεραν μιαν υπηρεσία υψίστης εθνικής σημασίας. Διευκόλυναν με κίνδυνο της ζωής τους, πολλούς Έλληνες πατριώτες να διεκπεραιωθούν από την περιοχή αυτή του Έβρου μέσω Τουρκίας, στη Μέση Ανατολή. Εκεί οι γνωστοί αυτοί ήρωες της Ελλάδος κατατάσσονταν στα αναδιοργανούμενα τμήματα του ελληνικού στρατού, τα οποία μαζί με τους συμμάχους της χώρας μας, συνέχιζαν τον πόλεμο εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών στην Αφρική, όπως διαβάζουμε σε σχετικό άρθρο του Μητροπολίτη Ανθίμου της Αλεξανδρούπολης με τον τίτλο: Η Θράκη από το 1920 έως σήμερα. Την πατριωτική αυτή κίνηση των Ελλήνων μας θυμίζει το τραγούδι: Άγια Κυριακή, με τραγουδίστρια την Ρένα Κουμιώτη και στιχουργό τον Κώστα Βίρβο. Κυκλοφόρησε το 1973. Συνθέτης του τραγουδιού είναι ο προσφάτως θανών Μίμης Πλέσσας και βρίσκεται σε άλμπουμ, που έχει τον τίτλο: Θάλασσα πικροθάλασσα. Τα λόγια του τραγουδιού έχουν ως εξής: Το λέγαν Άγια Κυριακή / εκείνο το καΐκι, / που στην σκλαβιά, στην κατοχή / δούλευε στην διαφυγή, / πάλευε για τη νίκη!
Αλεξάνδρεια Ραφήνα / πήγαινε τα χρόνια εκείνα. / Και για μπάρκο μες στα αμπάρια / είχε όλο παλικάρια.
Τώρα η Άγια Κυριακή / στην αμμουδιά σαπίζει. / Και όταν την βλέπω στο γιαλό / τρέχει το δάκρυ μου θολό / και η καρδιά ραγίζει.
Αλεξάνδρεια Ραφήνα / πήγαινε τα χρόνια εκείνα / και για μπάρκο μες στ' αμπάρια / είχε όλο παλικάρια!
[Συνεχίζεται αύριο με το Μέρος Γ’]
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News