Η Τριπλή Κατοχή στην Ελλάδα (1941 - 1944) [Μέρος Δ’] | xronos.gr
ΑΡΘΡΟ

Η Τριπλή Κατοχή στην Ελλάδα (1941 - 1944) [Μέρος Δ’]

31/10/23 - 8:00
Η Τριπλή Κατοχή στην Ελλάδα  (1941 - 1944) [Μέρος Δ’]

Γράφει η φιλόλογος  Ντίνα Σαμουρκασίδου   

Μετά την γερμανική εισβολή στη χώρα, στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, με την πείνα - λιμό της Κατοχής, την αντίδραση και την αντίσταση της πλειονότητας του ελληνικού λαού. Η επίδραση της Κατοχής και των αγώνων των Ελλήνων, στη Λογοτεχνία και στις καλές τέχνες

  1. ΓΙΑΤΙ ΥΠΗΡΞΑΝ ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΑΓΑΘΩΝ ΠΡΩΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ
    Ένα βασικό πρόβλημα για την επιβίωση των Ελλήνων, στην περίοδο της Κατοχής, ζωτικής σημασίας, υπήρξαν οι ελλείψεις αγαθών πρώτης ανάγκης.
    Η δυσκολία ανεφοδιασμού των πόλεων σε τρόφιμα, ιδίως στην τραγική περίοδο του χειμώνα 1941-1942, δεν οφείλεται μόνον: α) στην έλλειψη μεταφορικών μέσων και καυσίμων λόγω της επίταξής τους από τους κατακτητές, β) ούτε μόνον στην κακή κατάσταση του συγκοινωνιακού δικτύου, γ) ούτε μόνον στην ανεπάρκεια της εγχώριας παραγωγής. δ) Το ότι μέχρι την Άνοιξη του 1942 ολόκληρη η χώρα βρίσκεται σε αποκλεισμό από το αγγλικό ναυτικό, με σοβαρές συνέπειες, στην επάρκεια των τροφίμων ήταν μια σημαντική αιτία έλλειψης αγαθών. Δεν επέτρεπαν οι Άγγλοι να σταλεί βοήθεια στη δοκιμαζόμενη πατρίδα μας, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα εξανάγκαζαν τους Γερμανούς να παραιτηθούν από την Ελλάδα και την Κατοχή της. ε) Επίσης, ένα μεγάλο μέρος των δυσκολιών στον ανεφοδιασμό των πόλεων και κυρίως της Αθήνας με τρόφιμα, οφείλεται στους μηχανισμούς που πολύ γρήγορα αναπτύχθηκαν στην κατοχική περίοδο. στ) Αρκετά σημαντικό ρόλο στην έλλειψη των τροφίμων, φαίνεται ότι έπαΙξε η γενικευμένη και δικαιολογημένη άρνηση των αγροτών να παραδώσουν υποχρεωτικά τα βασικά αγροτικά προϊόντα στους οργανισμούς συγκέντρωσης. Μπροστά στην αποτυχία του συστήματος της υποχρεωτικής συγκέντρωσης σιτηρών από τις κατοχικές αρχές, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα διατροφής των κατοίκων των πόλεων, τον Ιούλιο του 1941, προτάθηκε η ανταλλαγή δηλαδή η πληρωμή των αγροτών, να γίνεται όχι μόνο σε χρήμα, αλλά και σε είδη του ελληνικού μονοπωλίου, όπως είναι το σαπούνι, το λάδι, το αλάτι και τα σπίρτα. Δυστυχώς, όμως ούτε αυτή η προσπάθεια πέτυχε, διότι, όσο περνούσε ο καιρός, οργανωνόταν η μαύρη αγορά (marche noire), σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής.
  2. Η ΜΑΥΡΗ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ
    "Μικροί μεγάλοι γίνανε / μαυραγορίτες όλοι / και αφήσαν όλον τον ντουνιά / με δίχως πορτοφόλι", τραγουδά ο Γιώργος Νταλάρας σ' ένα από τα τραγούδια τα Ρεμπέτικα της Κατοχής από το άλμπουμ, με τον τίτλο "ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ". Στο τραγούδι του αυτό περιγράφει τον καταστροφικό ρόλο των μαυραγοριτών στα χρόνια της Κατοχής.
    Ο Ναπολέων Μαραβέγιας, πανεπιστημιακός και πρώην υπουργός Ανάπτυξης και Τροφίμων στην Ελλάδα, αναφέρεται σε σχετικό του άρθρο στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες επιβίωσης των Ελλήνων, στα χρόνια: 1940 1944, στην άνθιση της μαύρης αγοράς (marche noire) και στις ανατροπές που έγιναν λόγω "των επιτήδειων νεόπλουτων επιχειρηματιών", στην οικονομική και κοινωνική κυριαρχία. Η γερμανοϊταλική κατοχή ήταν εξαιρετικά καταπιεστική και αρπακτική. Βεβαίως και η Βουλγαροκρατία στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ήταν το ίδιο και χειρότερη.
    Η πανελλήνια εφημερίδα "Πρωία" στις 10-9-1941 αναφέρει: μια οκά φασόλια επίσημα είχε την τιμή των 35 δραχμών, αντί των 300 δραχμών που τα πουλούσαν στην "μαύρη αγορά". Και το ελαιόλαδο, επίσημα είχε την τιμή των 40-50 δραχμών στην οκά, ενώ στην "μαύρη αγορά" το πουλούσαν 400 δραχμές. Αξίζει να θυμηθούμε πως η οκά σαν μονάδα βάρους είχε καθιερωθεί στην Ελλάδα το 1876 και αντιστοιχούσε με 1280 γραμμάρια. Καταργήθηκε το 1959, οπότε επικράτησε το κιλό ή χιλιόγραμμο που έχουμε και σήμερα.
    Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Δήμου, ο οποίος ήταν παιδί στην περίοδο της Κατοχής, αναφέρει: "Έχουμε πεινάσει πολύ στην Κατοχή. Έχουμε πουλήσει παλιά προγονικά κειμήλια γονέων. Έχουμε ανταλλάξει το πιάνο της μάνας μου με έναν τενεκέ λάδι".
    α. Πληθωρισμός
    "Βέβαια οι συναλλαγές της μαύρης αγοράς σε χρήμα αφορούσαν μεγάλες ποσότητες και έτσι ήταν δυνατό το χρήμα να μετατραπεί άμεσα σε χρυσό, ενώ στις καθημερινές μικρές συναλλαγές, το σιτάρι, βασικό αγαθό επιβίωσης, αποτελούσε το σταθερό μέτρο συναλλαγών και το χρήμα είχε συμβολική σημασία στον αγροτικό χώρο λόγω του πληθωρισμού", διαβάζουμε στην πανελλήνια εφημερίδα "Το Βήμα", στις 28 Νοεμβρίου 2008, σε σχετικό άρθρο του Ναπολέοντα Μαραβέγια, που ήταν καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και πρόεδρος του Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας.
    Είναι πρέπον να αναφέρουμε πως ο στρατιωτικός Γεώργιος Τσολάκογλου, που υπέγραψε την 21η Απριλίου 1941 στη Λάρισα την άνευ όρων παράδοση του ελληνικού στρατού στους Γερμανούς και στις 23 Απριλίου 1941 στη Θεσσαλονίκη αναγκάσθηκε στη συνέχεια να υπογράψει με Γερμανό στρατηγό και 3ο πρωτόκολλο παράδοσης, για να ικανοποιηθεί και το γόητρο των Ιταλών, παρακάμπτοντας και καταργώντας στην πράξη τον ιεραρχικά ανώτερό του Διοικητή Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας και προβαίνοντας σε ταπεινωτικές ενέργειες για την πατρίδα.
    Στις 30 Απριλίου 1941 ο Τσολάκογλου ορκίσθηκε ο 1ος κατοχικός πρωθυπουργός με τις ευλογίες μόνον ενός απλού ιερέα, στα παλαιά ανάκτορα, μετά βέβαια από την έγκριση των Γερμανών και με την παρουσία ανωτάτων Διοικητών των Αρχών της Κατοχής. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να τον ορκίσει. Η ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς Γεώργιος είχαν μετακινηθεί με υδροπλάνο στην ελεύθερη ακόμη Κρήτη και μετά στη Μέση Ανατολή. Προσπάθησε ο Τσολάκογλου να διατηρήσει την δραχμή σαν κατοχικό νόμισμα, αλλά από τις αρχές Κατοχής υποτιμήθηκε πολλές φορές, γεγονός που οδήγησε σε ραγδαίες αυξήσεις τιμών των ειδών 1ης ανάγκης, ενώ συγχρόνως η χρυσή λίρα αποκτούσε αξία. Έχει μείνει μέχρι σήμερα η φράση: "Λεφτά Τσολάκογλου" δηλαδή πληθωριστικά χρήματα με μικρή αγοραστική δύναμη.
    β) Συνέπειες του πληθωρισμού
    Από όλη την πληθωριστική διαδικασία, στην περίοδο της Κατοχής, προέκυψε μια μεταφορά πλούτου από το σύνολο σχεδόν του αστικού πληθυσμού προς τους "επιτήδειους εμπόρους - μαυραγορίτες", οι οποίοι συσσώρευσαν τεράστιες περιουσίες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, στην περίοδο της Κατοχής άλλαξαν χέρια τεράστιες περιουσίες, κινητά αντικείμενα αξίας, όπως κοσμήματα, χρυσαφικά, αντικείμενα και έργα τέχνης αλλά και ακίνητα, όπως είναι οι κατοικίες, τα διαμερίσματα, τα οικόπεδα. Σύμφωνα με πληροφορίες, πουλήθηκαν ακίνητα την περίοδο εκείνη στο 15% έως 25% της πραγματικής τους αξίας. Ξεπούλησε η μεσαία τάξη ό,τι φύλαγε σαν στήριγμα των γηρατειών, για να αγοράσει κάτι φαγώσιμο.
    Η "κρίση της μαύρης αγοράς του Νοεμβρίου του 1942, ξεπεράστηκε από τους κερδοσκόπους, σχετικά γρήγορα", αναφέρει ο Ναπ. Μαραβέγιας σε σχετικό του άρθρο.
  3. ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΙ
    Σύμφωνα με τον Πολυμέρη Βόγλη, ιστορικό και καθηγητή Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, η κατοχική πείνα ήταν ένα σύνθετο φαινόμενο. Ο πόλεμος και ο ναυτικός αποκλεισμός καθιστούσαν τις εισαγωγές τροφίμων αδύνατες και έτσι οι διαθέσιμες ποσότητες περιορίσθηκαν.
    Ι. Αίτια της πείνας
    Σαν αίτια για την εμφάνιση της κατοχικής πείνας θεωρούνται τα εξής: α) Το ξεκίνημα του πολέμου και η επιστράτευση είχαν σαν αποτέλεσμα την μείωση της αγροτικής παραγωγής του 1941, β) Μετά τη συνθηκολόγηση, Ιταλοί και Γερμανοί στρατιώτες, επιδόθηκαν σε μεγάλης έκτασης "πλιάτσικο" δηλαδή λεηλασία και αρπαγή πλούτου και αντικειμένων αξίας. γ) Μεγάλες ομάδες αγροτικού πληθυσμού προσπαθούσαν να αποφύγουν τους βομβαρδισμούς και την άγρια εισβολή των Βουλγάρων στην Μακεδονία και στη Θράκη και γι' αυτό κατέφυγαν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη κυρίως και σε άλλα αστικά κέντρα λόγω του πανικού και της εξαθλίωσης που βίωναν. δ) Πολλά αγροτικά προϊόντα, όπως λάδι, φρούτα και καπνός, όταν δεν επιτάσσονταν από τα στρατεύματα Κατοχής, αγοράζονταν σε εξευτελιστικές τιμές, για να μεταφερθούν στο γερμανικό Ράιχ. Με τον όρο "Ράιχ" ονόμαζαν οι Γερμανοί από το 1871 έως και το 1943, το ενιαίο γερμανικό εθνικό κράτος, μετά από πρωτοβουλία του καγκελάριου της Πρωσίας Όττο φον Μπίσμαρκ. ε) Επιπλέον, η πείνα εντάθηκε και πήρε την μορφή λιμού και από το γεγονός ότι η χώρα, επειδή ήταν διαιρεμένη σε ζώνες κατοχής, που η καθεμία είχε δικά της σύνορα και νόμισμα, οι διακινήσεις αγαθών δυσκολεύονταν ή περιορίζονταν. Αξίζει να τονισθεί πως αν και η Βουλγαρική ζώνη (Ανατ. Μακεδονία και Θράκη) περιελάμβανε μόνον το 11% του πληθυσμού και το 15% του εδάφους, διέθετε ωστόσο το 40% της παραγωγής και το 68% της παραγωγής σίκαλης και αυγών, το 50% των οσπρίων και το 80% του βουτύρου, βασικών ειδών διατροφής. Τόσο εύφορες και παραγωγικές ήταν οι περιοχές μας. Όμως η Βουλγαρία δεν αποδέχθηκε να παραχωρήσει κανένα από αυτά τα αγαθά στις υπόλοιπες ζώνες Κατοχής. στ) Το υποανάπτυκτο δίκτυο μεταφορών και συγκοινωνιών είχε πληγεί σοβαρά εξαιτίας της επίταξης οχημάτων και καυσίμων και λόγω των καταστροφών που είχε υποστεί το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, από βομβαρδισμούς. ζ) "Το υπουργείο Τροφίμων και Γεωργίας του Ράιχ, γνώριζε το μέγεθος της κατάστασης, αλλά ήταν αντίθετο στο να δοθεί οποιαδήποτε βοήθεια στην Ελλάδα" αναφέρει ο Μάρκ Μαζάουερ στο έργο του: Η Ελλάδα του Χίτλερ. Η στάση τους αυτή μεθόδευσε τους μαζικούς θανάτους. "Μαδήθηκαν τα βουνά από ό,τι χόρτα βλασταίνουν, ήρεμα ή βλαβερά, που βράζονταν χωρίς λάδι και θέριζε η δυσεντερία. Τα κάρα κόπηκαν σε καυσόξυλα, τα άλογα οι σκύλοι και οι γάτες φαγώθηκαν. Τα παιδιά έμοιαζαν με γερασμένους νάνους. Οι μεγάλοι έσερναν με κόπο τις πρησμένες τους κοιλιές" γράφει ο Χρήστος Ζαλοκώστας στο βιβλίο του: ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ.

    ΙΙ. Του Κυριάκου το γαϊδούρι
    Σύμφωνα με την τηλεοπτική εκπομπή: Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, υπάρχει ένα τραγούδι με τίτλο: Του Κυριάκου το Γαϊδούρι, που γράφτηκε από τον Δημήτρη Γκόγκο, τον γνωστό Μπαγιαντέρα και τον Στέλιο Χρυσίνη, στα χρόνια της Κατοχής. Πρόκειται για ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη, τις μέρες της μεγάλης πείνας, στην Αθήνα. Ο Κυριάκος υπήρξε ένας από τους κλασικούς μανάβηδες της προπολεμικής Αθήνας, που με το συμπαθέστατο γαϊδουράκι του τριγυρνούσε στις γειτονιές, πουλώντας το εμπόρευμά του. Το γαϊδούρι του ήταν στολισμένο με διάφορα κουδούνια και χαϊμαλιά. Ήταν φορτωμένο με καλάθια, που είχαν κάθε λογής φρούτα και λαχανικά. Ο Κυριάκος το φρόντιζε και το αγαπούσε. Το είχε, όπως έλεγε, σαν μικρό παιδί και το καμάρωνε. Όταν ήρθε ο πόλεμος και στη συνέχεια η Κατοχή, ο Κυριάκος δεν σταμάτησε την δουλειά του. Όμως το εμπόρευμα τώρα ήταν μόνον λαχανίδες. Στην Κατοχή η πείνα θέριζε, τα τρόφιμα ήταν δυσεύρετα ακόμη και "στην μαύρη αγορά" την μάστιγα της εποχής. Οι άνθρωποι, για να επιβιώσουν, έτρωγαν και γάτες, όπως προαναφέρθηκε. Θυμόμαστε μια σχετική ταινία, με τον Θανάση Βέγγο. Έτρωγαν ο,τιδήποτε "μπορούσε" να φαγωθεί: Ένα βράδυ, με την μεγάλη πείνα του 1942, κάποιοι έκλεψαν μέσα από τον στάβλο το γαϊδούρι του Κυριάκου, για να το φάνε. Ο Κυριάκος ξύπνησε την άλλη μέρα για να ξεκινήσει με το γαϊδουράκι του την γύρα στις γειτονιές. Όταν άνοιξε τον στάβλο, κατάπληκτος διαπίστωσε ότι το γαϊδουράκι του είχε εξαφανισθεί. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έβαλε τις φωνές, βγήκε στον δρόμο και άρχισε να ρωτάει τους γείτονες, αν είχε δει κανείς το γαϊδουράκι του. Λυπημένος και απαρηγόρητος έψαξε όλη την Αθήνα, για να το βρει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Για καιρό τον θυμόντουσαν στις γειτονιές να γυρνάει με τα καλάθια στον ώμο, φωνάζοντας και αναζητώντας το γαϊδουράκι του. Η ιστορία του Κυριάκου με το γαϊδουράκι του έγινε τραγούδι, εκείνη την εποχή, αλλά γραμμοφωνήθηκε αργότερα το 1946. Οι στίχοι έχουν ως εξής: Του Κυριάκου το γαϊδούρι, / το είχαν όλοι τους για γούρι. / Σαν γυρνούσε στο παζάρι, / το είχαν για κρυφό καμάρι. / Με κουδούνια στολισμένο, / λαχανίδα φορτωμένο. / Μες στις γειτονιές γυρνούσε, / ταλιράκια οικονομούσε. / Το είχε σαν μικρό παιδάκι / και γι' αυτό το είχε μεράκι. / Του το σφάξαν ένα βράδυ, / για μοσχάρι στο σκοτάδι. / Του το φάγαν ένα βράδυ, / με την πείνα τη μεγάλη. / Τώρα μοναχός στους δρόμους, / τα καλάθια του στους ώμους. / Διαρκώς παντού κοιτάζει / το γαϊδούρι του φωνάζει.

    Αξίζει να θυμηθούμε πως το γαϊδούρι σαν μέσο μεταφοράς, κόστιζε όσο και μια μοτοσικλέτα στους πρώτους μήνες της Κατοχής, γιατί αργότερα τα γαϊδούρια παίρνουν δρόμο… για τον φούρνο, όπως αναφέρει η φιλόλογος - συγγραφέας Ελένη Νικολαΐδου.

    ΙΙΙ. Θάνατοι και αρρώστιες από την πείνα. Μείωση πληθυσμού
    Στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1941 άρχισαν να φαίνονται καθαρά οι συνέπειες του υποσιτισμού και τον Νοέμβριο άρχισαν και οι πρώτοι θάνατοι από την πείνα. Οι πιο προχωρημένες εκτιμήσεις αναφέρουν περίπου 1000 θανάτους την ημέρα, στην περιοχή της Αθήνας και στον Πειραιά. Κατά την περίοδο 1941-1942 στην πρωτεύουσα της χώρας πέθαναν από την πείνα περίπου 45.000 άνθρωποι, ενώ στη Θεσσαλονίκη, κατά το χρονικό διάστημα 1942-1943, απεβίωσαν από ασιτία, σε συνδυασμό και με την ελονοσία, περίπου 5.000 άτομα. Ο λιμός έπληξε, κυρίως εκτός από τις δύο μεγάλες πόλεις και τα μικρά άγονα νησιά της Ελλάδος. Συνολικά υπολογίζεται ότι οι νεκροί λόγω της πείνας και των κακουχιών, στη διάρκεια της Κατοχής, έφτασαν στους 260.000.

    Σύμφωνα με τα αρχεία της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Υπηρεσιών ο πληθυσμός της Ελλάδος, κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής, μειώθηκε κατά 970.000 άτομα. Οι Έλληνες που λόγω των ελλείψεων και των στερήσεων προσβλήθηκαν από φυματίωση, ήταν περίπου 600.000 ψυχές, ενώ αυτοί που την είχαν σε λανθάνουσα κατάσταση 300.000. Κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής η Ελλάδα έχασε το 7% του πληθυσμού της, η Ρωσία το 2,8%, η Ολλανδία το 2,2%, η Γαλλία το 2%, η Πολωνία το 1,8%, η Σερβία 1,7% και το Βέλγιο το 1,5%, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Γιάννη Γεωργακάκη στον "Ταχυδρόμο". Κατά τον Γεώργιο Εξηντάρη, πρώην υπουργό και βουλευτή, ο οποίος διέφυγε στην Μέση Ανατολή, οι Έλληνες που πέθαναν από πείνα, μέσα σε δύο χρόνια, έφτασαν τους 300.000, ενώ το B.B.C. ανεβάζει τον αριθμό σε 500.000 ανθρώπους. Η Ερμούπολη της Σύρου, μια μεγάλη πόλη σ' ένα μικρό νησί, πλήρωσε βαρύ φόρο στον θάνατο: 8.500 οι νεκροί σε 24.000 κατοίκους. "ΑΠΟΣΤΕΙΛΑΤΕ ΣΙΤΟΝ 'Ή ΦΕΡΕΤΡΑ", ανέφερε σε τηλεγράφημα προς τις κατοχικές δυνάμεις της Αθήνας, ο Μητροπολίτης Σύρου.

    Οι απώλειες, σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα, δείχνουν πως η Ελλάδα έρχεται 1η σε θυσίες και αίμα, από όλα τα συμμετέχοντα στον πόλεμο κράτη της Ευρώπης. Αν στους αριθμούς αυτούς προστεθούν και οι 1.000.000 Έλληνες που υπέφεραν από ελονοσία και οι 400.000 άρρωστοι από διάφορες σοβαρές αρρώστιες, καταλήγουμε στο οδυνηρό και τραγικό συμπέρασμα ότι σχεδόν το μισό του ελληνικού πληθυσμού τότε ήταν άρρωστοι και ανίκανοι για εργασία. "Η πείνα θερίζει", αναφέρει συγκλονισμένος ο Ροζέ Μιλλιέξ, διευθυντής τότε του γαλλικού Ινστιτούτου. Αλλά και ο Μπρυνέλ, αντιπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, σ' ένα απόσπασμα από μια έκθεσή του, σχετικά με την πείνα στην Αθήνα, γράφει τα εξής: "Άνδρες, γυναίκες και παιδιά στέκονταν πολλές ώρες στην ουρά, μπροστά στα αρτοποιεία, για να πάρουν, αν υπήρχαν, 30 δράμια (=υποδιαίρεση της οκάς) φρικτό ψωμί, που θα ήταν γι' αυτούς η μοναδική τροφή, για δύο, τρείς ή και τέσσερις μέρες".

    Στις 9 Ιουνίου 1941 οι κάτοικοι ξεκίνησαν να παίρνουν τρόφιμα με το Δελτίο (κουπόνι), με τον τρόπο συνήθως, που περιγράφτηκε πιο πάνω. Η πείνα έπληξε κυρίως τις ασθενέστερες τάξεις, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Ημερολόγια της εποχής ζωντανεύουν την εικόνα της πόλης με νεκρούς στους δρόμους και παιδιά με πολύ αδύνατα πόδια και πρησμένες κοιλιές.
Live ενημέρωση

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr