Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Εδώ μαρτύρησε από τους Βουλγάρους ο ιερέας του χωριού Γιώργος Βουλγαράκης
Η Νέα Αδριανή βρίσκεται σε υψόμετρο 20 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Όλοι οι κάτοικοι της κατάγονται από την Ανατολική Θράκη από το χωριό Ακαντζιλή (τα αίματα) Μαλγάρων. Το χωριό αυτό κατοικούνταν αποκλειστικά από 1000 περίπου Έλληνες, οι περισσότεροι ασχολούνταν με την γεωργία και λίγοι με την κτηνοτροφία. Είχε γραμματοδιδασκαλείο με 30 περίπου μαθητές. Το καλοκαίρι όταν έκλεινε μέσα εκεί όλοι οι χωρικοί τοποθετούσαν τον φόρο (τα δέκατα) σε σιτάρι για τον σουλτάνο, γι' αυτό το σχολείο λεγόταν και αμπάρια.
Ο Γεώργιος Ιωάννης Βουλτσίδης που γεννήθηκε το 1936 στη Νέα Αδριανή μας ενημερώνει.
Πριν 200 χρόνια περίπου διαδραματίστηκαν στο χωριό γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας του χωριού όπως και το όνομά του. Τα γεγονότα αυτά του τα διηγήθηκε ο παππούς του Γεώργιος Βουλτσίδης στον οποίο τα είχε πει ο πατέρας του παππού του και αναφέρεται σε εποχή από 200 χρόνια πριν περίπου.
Βόρεια του χωριού στα 2 χιλιόμετρα υπήρχε ένα τουρκικό χωριό το Κοζ-Γιουρούκ. Όταν ερχόταν η εποχή του θερισμού πήγαιναν οι Τούρκοι και θέριζαν τα χωράφια των Ελλήνων με απειλές, με εκβιασμούς, φέρνοντας πάντα και πολλές αιματοχυσίες Ελλήνων. Οι εχθροπραξίες αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα και το ολοκληρωτικό κάψιμο του χωριού μένοντας οι Έλληνες χωρίς σπίτια. Το χωριό κάηκε κατά διαστήματα 6 φορές, λόγω των αιματοχυσιών ονομάστηκε Ακαντζιλή (τα αίματα).
Οι τυραννισμένοι κάτοικοι του χωριού σκέφτηκαν τότε να δωροδοκήσουν τον Βαλή (έπαρχο) των Μαλγάρων για να τους επιτρέψει να χτίσουν ξανά το χωριό τους από την αρχή. Έτσι όλες οι γυναίκες έβγαλαν τα χρυσαφικά τους και αφού τα έβαλαν μέσα σε μια μαντίλα μια τριμελής επιτροπή τα έδωσε δώρο στον Βαλή αναφέροντάς του και το παράπονό τους.
Ο Βαλής τους ενημέρωσε ότι έχουν δικαίωμα να ξαναχτίσουν το χωριό τους και έδωσε εντολή σε μια ομάδα στρατιωτών να μεταβούν στο χωριό υποδεικνύοντας που να το ξαναχτίσουν οριοθετώντας μάλιστα και την περιοχή τους. Οι στρατιώτες κάλεσαν τους Τούρκους καταληψίες και τους υπέδειξαν τα σύνορα λέγοντάς τους ότι όποιος τα παραβιάσει η ποινή του θα είναι ο θάνατος.
Έκτοτε για κάποιο διάστημα υπήρχε ησυχία στο χωριό. Κατά την περίοδο πάλι των εχθροπραξιών των κατοίκων των δύο χωριών υπήρχε στο Κοζ-Γιουρούκ ένας Τούρκος ονόματι Ραγκούπ πολύ κακόψυχος. Μια μέρα αυτός μαζί με μια ομάδα συγχωριανών του πήγανε στο Ακαντιζή με σκοπό να βιάσουν τις γυναίκες. Οι χωρικοί αντέδρασαν έντονα και τους κυνήγησαν. Σε λίγο παλικάρια του χωριού μετέβησαν στο Κοζ-Γιουρούκ και συνέλαβαν τον Ραγκούπ οδηγώντας τον δεμένο στο χωριό τους.
Στο χωριό τους όπως και σε άλλα χωριά της Αν. Θράκης υπήρχε το βάρβαρο έθιμο του κρεμάσματος του σκύλου πάνω σε έναν μεγάλο τρίποδα, επειδή δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν αλλά μόνο να τον τιμωρήσουν έστησαν τον τρίποδα και κρέμασαν ανάποδα τον Ραγκούπ, βάζοντας μάλιστα από κάτω του και φρέσκα κοπριά ζώων ανάβοντας δίπλα του μια φωτιά. Άρχισαν να τον στριφογυρίζουν προτρέποντάς τον να δηλώσει ότι δεν θα το ξανακάνει. Είχε εμφανιστεί και ο πατέρας του και τον παρακαλούσε να ζητήσει να τον συγχωρέσουν. Έτσι μετά την δήλωση του κόψανε το σχοινί και έπεσε μέσα στις φρέσκιες κοπριές. Στο χωριό εκτός από την κεντρική εκκλησία των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ υπήρχαν ακόμα τρία μοναστήρια έξω από το χωριό. Νότια του ο Άγιος Ιωάννης, ανατολικά η Αγία Αναστασία και η Αγία Παρασκευή που ζούσε ο μοναχός από το χωριό Δήμος Νταρίδης.
Στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής κάθε φορά που γιόρταζε γινόταν μεγάλο πανηγύρι με χορούς και φαγητά όπου συμμετείχαν όλοι οι χωριανοί.
Μια νύχτα ο φύλακας σκύλος γαύγιζε αλαφιασμένος. Όταν πήγαν το πρωί οι χωρικοί στο μοναστήρι αντίκρισαν τον μοναχό κατακρεουργημένο και ψαγμένη όλη η μονή. Οι φονιάδες ήταν οι γνωστοί άγνωστοι Τούρκοι, που να πάνε όμως να διαμαρτυρηθούν. Τότε που έγινε το 1920 ήταν ρευστή η κατάσταση. Αυτά συνεχίστηκαν μέχρι το 1922 που ο Βενιζέλος έδωσε ανέλπιστο δώρο στην Τουρκία την Ανατολική Θράκη και όχι μόνο.
Τον Οκτώβριο του 1922 όπως όλοι οι Ανατολικοθρακιώτες έτσι και οι κάτοικοι του Ακαντζιλή αφού φόρτωσαν στα κάρα ότι μπορούσαν μαζί με τα ιερά κειμήλια και τις εικόνες της εκκλησίας αναχώρησαν για την Ελλάδα. Οι Τούρκοι κάτοικοι των διπλανών χωριών αμέσως έκαψαν ολοκληρωτικά όλο το χωριό για να μην γυρίσουν ποτέ πίσω οι Έλληνες, ήταν μάλιστα το μοναδικό χωριό που έκαψαν. Ένας χωριανός τους ο Λάιος Ευάγγελος βρισκόταν τότε στην Σμύρνη για δουλειές, επιστρέφοντας είδε από μακριά το χωριό να καίγεται κι έφυγε άρον - άρον μέχρι που πρόλαβε τους χωριανούς του και τους ενημέρωσε για το συμβάν.
Φτάνοντας στον Έβρο πέρασαν πάνω από μια ξύλινη γέφυρα που είχε κατασκευάσει ο ελληνικός στρατός.
Κάποια στιγμή έφτασαν στην Αλεξανδρούπολη και παρουσιάσθηκαν στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Τους έδωσαν ενημερωτικό σημείωμα να εγκατασταθούν στο Μαυρομάτι Κομοτηνής.
Ξεκίνησαν πάλι και από τον παραλιακό χωματόδρομο μέσω Πετρωτών ήλθαν στο Μαυρομάτι. Εκεί ζούσαν 15 οικογένειες μουσουλμάνων που φιλοξένησαν ορισμένους, οι υπόλοιποι φιλοξενήθηκαν προσωρινά στο Καλαμόκαστρο, στο Κόσμιο και στο Μικρό Δουκάτο.
Αυτό μέχρι το 1925 που κτίστηκε το χωριό. Τότε εγκαταστάθηκαν όλοι μαζί στην περιοχή Οτμανλή και Σερλαγάτς Τσιφλίκ που μετονομάστηκε σε Νέα Αδριανή. Εκεί Ρώσοι μηχανικοί χάραξαν το σχέδιο του χωριού και ξεκίνησε η νέα εγκατάστασή τους χτίζοντας όλοι και τα σπίτια τους.
Σαν εργατικοί και τίμιοι άνθρωποι που ήταν με τα λίγα αγροτικά εργαλεία που είχαν άρχισε να εκχερσώνει ο καθένας όπου του άρεσε, οργώνοντας και σπέρνοντας το χωράφι αυτό. Αυτά μέχρι το 1931 που τους έδωσαν κλήρο από 30, 37 και 45 στρέμματα την κάθε οικογένεια.
Το 1940 κατά τον ελληνοιταλικό πόλεμο, χτύπησε η καμπάνα του χωριού και όλα τα παλικάρια εγκατέλειψαν τα χωράφια και ξεκίνησαν για να πολεμήσουν για την πατρίδας.
Από τον πόλεμο αυτόν δύο ήρωες δεν επέστρεψαν πίσω, ήταν ο Θεοχαρίδης Θεοχάρης και ο Τσιπλάκης Κωνσταντίνος, αιωνία τους η μνήμη. Ορισμένοι πάλι επέστρεψαν με τραύματα, σημάδια της ανδρείας τους.
Το 1941 μόλις εισήλθαν οι Βούλγαροι στην Ροδόπη όπως σε άλλα χωριά εγκαταστάθηκαν και στη Νέα Αδριανή βγάζοντας έξω από τα σπίτια τους ιδιοκτήτες στέλνοντας τους να κατοικίσουν στου στάβλους και στην ύπαιθρο. Ήταν τόσο άγριο το φέρσιμό τους που αγανακτισμένοι έφυγαν οι περισσότεροι άνδρες στα βουνά με σκοπό να πολεμήσουν τον κατακτητή.
Οι Βούλγαροι φοβούμενοι αντίποινα αφού πήρανε όλα τα ζώα και τα τρόφιμα των χωρικών εγκατέλειψαν αμέσως το χωριό και για ασφάλεια εγκαταστάθηκαν στο Νέο Σιδηροχώρι όπου υπήρχαν και άλλοι Βούλγαροι. Οπότε την ίδια ημέρα επέστρεψαν τα γυναικόπαιδα στα σπίτια τους.
Σε λίγο άρχισε η μεγάλη πείνα στο χωριό, το 1/3 των κατοίκων πέθαναν από την πείνα, τις αρρώστιες και την εξαθλίωση. Η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα σχεδόν καθημερινά. Τότε ήταν που συνέλαβαν τον ιερέα του χωριού Γεώργιο Βουλγαράκη. Είχε γίνει ο στόχος των εθνικιστικών Βουλγάρων. Αρχικά τον κατηγόρησαν ότι είχε και απέκρυπτε όπλα στο σπίτι του. Τον κάλεσαν στην κοινότητα του Νέου Σιδηροχωρίου όπου οι Βούλγαροι στρατιώτες αφού τον χτύπησαν άγρια τον άφησαν ελεύθερο με μαυρισμένο και πρησμένο το σώμα του. Αργότερα τον μετέφεραν στο Κόσμιο για περισσότερα βασανιστήρια, αφήνοντας τον κλινήρη για δύο μήνες. Τον πίεζαν να τελεί την θεία λειτουργία στην βουλγαρική γλώσσα, εκείνος όμως αρνιόταν με πείσμα. Σε λίγο καιρό τον συνέλαβαν πάλι, τον ξυλοκόπησαν άγρια και τον εγκατέλειψαν ημιθανή. Τελικά, ο ιερέας Γεώργιος Βουλγαράκης απεβίωσε μετά από τα πολλά βασανιστήρια στις 13 Νοεμβρίου του 1944. Ετάφη πίσω από το ιερό Βήμα του παλαιού ναού των Αγίων Θεοδώρων Νέου Σιδηροχωρίου. Άφησε μόνη την πρεσβυτέρα Θεοδώρα και τα παιδιά του Σοφιανό, Σταύρο και Στεριανή.
Σε έκθεσή του ο ιερέας Βασίλειος Δουλγερίδης, εφημέριος Νέας Αδριανής μας ενημερώνει: Οι Βούλγαροι καλούσαν τον ιερέα Γεώργιο Βουλγαράκη και άρχιζαν τα βασανιστήρια. Τον αρπάζανε από τα γένια και τον κτυπούσαν στους τοίχους, τον μαυρίζανε όλο το σώμα από το ξύλο, στο τέλος τον πετούσαν έξω με τις κλωτσιές γελώντας. Αυτά γινόταν κάθε μέρα και νύχτα. Τον επιβάλανε να ψάλει βουλγαρικά επειδή όμως δεν έψελνε, αρχίζανε πάλι όλοι μαζί να τον κτυπούν. Μόλις έγινε λίγο καλά πήγε στον ιερό ναό του χωριού, κτύπησε την καμπάνα και έκαμε την θεία λειτουργία. Σε λίγο έφτασε έφιππος ένας Βούλγαρος χωροφύλακας και τον διέταξε και πήγανε στο καφενείο του Κωνσταντίνου Τυπάλδου, το οποίο κατείχε τότε ένας Βούλγαρος. Στο δρόμο τον απειλούσε ότι θα τον σκοτώσει και όταν μπήκανε στο καφενείο έδωσε εντολή να κάνουν έναν καφέ του παπά. Αυτός ο καφές ήταν και το τέλος του, έπεσε κάτω σφαδάζοντας από τους πόνους στο στομάχι. Τον έβαλαν πάνω σε ένα κάρο, τον μετέφεραν στην Κομοτηνή σε έναν Βούλγαρο ιατρό τον Ζαχάροφ. Αυτός μόλις τον είδε είπε: Τι τον φέρατε; αυτός είναι πεθαμένος δηλητηριασμένος.
Μετά την απελευθέρωση με ενέργειες της Μητρόπολης ανηγέρθη μνημείο τιμής υπέρ και των τεσσάρων μαρτύρων κληρικών που μαρτύρησαν αφήνοντας την πνοή τους μετά από βασανιστήρια πίσω από το ιερό βήμα του ναού Της Του Θεού Σοφίας Κομοτηνής.
Το 1944 λίγο πριν φύγουν οι Βούλγαροι, αντάρτες από τη Νέα Αδριανή πολλοί μάλιστα που έχασαν και τις οικογένειές τους από τους Βούλγαρους, μαζί με ορισμένους και από άλλα χωριά συνέλαβαν τον Νατσάλνικ (διοικητή) της Ροδόπης. Τον οδήγησαν στο σημείο που σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο Ορφέας. Εκεί σε λαϊκό δικαστήριο τον καταδίκασαν σε θάνατο για όλους τους θανάτους των Ελλήνων της Ροδόπης και τον εκτέλεσαν πίσω από το ξενοδοχείο.
Στο χωριό όλα τα χρόνια υπήρχαν τρεις μαμές από τις οποίες ξεχώριζε η Μαρία (Μαργάκα) Κυριακάκη αυτή ξεγέννησε τα πρώτα χρόνια όλα τα παιδιά της Νέας Αδριανής. Απεβίωσε σε βαθιά γεράματα. Όλοι οι χωρικοί την θυμούνται και έχουν να πουν ένα καλό λόγο γι' αυτήν.
Πρακτικός ορθοπεδικός, οδοντίατρος, κτηνίατρος, κατασκευαστής αγροτικών εργαλείων ήταν ο Απόστολος Καρδίμης. Αυτός πρόσφερε πάντα την εργασία του αφιλοκερδώς και με αγάπη, γι' αυτό όλοι στο χωριό τον σέβονταν. Μάλιστα όταν έμπαινε στο καφενείο ντυμένος πάντα με τα παραδοσιακά ρούχα του Ανατολικοθρακιώτη, ήταν τόσος ο σεβασμός του κόσμου γι' αυτόν που σηκωνότανε όλοι όρθιοι μέχρι να καθίσει.
Έθιμα: Η Τζαμάλα, τελείται τέλη Οκτωβρίου, είναι τελετουργικό, αγροτικό έθιμο της σποράς και της καλής σοδειάς με δραματοποιημένη δράση. Τελούνταν και σε άλλα χωριά της Αν. Θράκης.
Η Πιπερούγγα: Ήταν ένα είδος λιτανείας για την πρόσκληση βροχής. Την συναντάμε με πολλές παραλλαγές και ονομασίες και σε άλλα χωριά. Ντύνανε πάντα ένα ορφανό κορίτσι με χόρτα και λουλούδια για να το λυπηθεί ο Θεός. Στο χωριό τελείται από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Γυναικών.
Κάλαντα: Τα τραγουδούσαν στην παλιά πατρίδα τους, μια ομάδα παιδιών χωρισμένα σε δύο υποομάδες που τραγουδούσε η κάθε μια από ένα στοίχο: Χριστούγεννα, Χριστούγεννα, πόψε ο Χριστός θα γεννηθεί, κι ο κόσμος δεν το νιώθει, νε (ούτε) ο κόσμος νε ο ηγούμενος, νε βασιλιάδες τόσοι. Στο δρόμο πάϊνε Χριστός, Οβραίοι τον σταυρώσαν, τον σταύρωσαν τον έπιασαν πάνε να προσκυνήσουν. Όλες οι νέες του έδοκαν, όλες τον καταδέχτηκαν. Στην τράπεζα που κάθονταν λέει ένας φρουρός. Αυτό είναι το τέκνο σου, και μένα δάσκαλός μου.
Οι Παλαιοί του χωριού πάντα ζητούσαν από τα παιδιά στην νέα τους πατρίδα να τους τραγουδούν αυτά τα κάλαντα και όχι τα καινούργια.
Οι νέοι του χωριού γεννημένοι από εργατικές και τίμιες οικογένειες, άλλοι έμειναν στο χωριό ασχολούμενοι με την γεωργία και άλλοι σπούδασαν, όπως και ο σκηνοθέτης Γιάννης Βουλτσίδης δημιουργός του Θρακικού Θεάτρου Σκιών, κέρδισε με τον Καραγκιόζη και τις εμπνευσμένες περιπέτειές του που ακουμπούν στο σήμερα το σύγχρονο κοινό στέλνοντας μηνύματα. Η έδρα του ο Μικρός Διάκοσμος στον Ίμερο είναι στέκι πολιτιστικών δράσεων και φεστιβάλ. Άλλοτε αιρετικός, άλλοτε σαρκαστικός, πάντα ευρηματικός σε νέες περιπέτειες που στηλιτεύουν τα κακώς κείμενα, υπηρετεί το θέατρο σκιών αναγεννημένο πέρα από τα γνήσια στερεότυπα.
Σήμερα ο Πολιτιστικός Σύλλογος Νέας Αδριανής αγωνίζεται προσπαθώντας να ξαναζωντανέψει το χωριό, να διατηρήσει τα ήθη και έθιμα των προγόνων τους και να ενώσει τους νεο Αδριανιώτες όλου του κόσμου.
Πηγές
Γιώργος Βουλτσίδης
Θεολογία Αραμπατζή
Μικρασιατικά
Έντυπο: Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων Κομοτηνής - Γιάννης Βουλτσίδης
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News