Ο αγώνας των Θρακών κατά των Βουλγάρων, η συμβολή των κατοίκων της Κομοτηνής σ’ αυτόν και η απελευθέρωση της Κομοτηνής (Μέρος Α’) | xronos.gr
ΑΡΘΡΟ

Ο αγώνας των Θρακών κατά των Βουλγάρων, η συμβολή των κατοίκων της Κομοτηνής σ’ αυτόν και η απελευθέρωση της Κομοτηνής (Μέρος Α’)

12/05/21 - 9:00
2342623-1.jpg

Γράφει η φιλόλογος Ντίνα Σαμουρκασίδου

1. Η συνθήκη της Αδριανούπολης και η ανεξαρτησία της Ελλάδος
"Ως ανασαίνεις, τρίζουν και σπάνε τα σύνορα της Ελλάδος, γιατί εσύ, Θράκη, είσαι το Γένος μας το ανατολικό, το πλούσιο, το ταραγμένο και πολύσπορο, το γεμάτο ανθρώπινους Θεούς και τέρατα, Γένος της Ρωμιοσύνης" αναφέρει ο Νίκος Καζαντζάκης, για τη διοικητική εκείνη περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ανήκε στο Βιλαέτι της Αδριανούπολης και ήταν η Θράκη. Και μετά την ανεξαρτησία της υπόλοιπης χώρα, η Θράκη έμεινε υπόδουλη για έναν ακόμη αιώνα και αναγκάσθηκε να αγωνισθεί σκληρά, κατά την περίοδο 1829 - 1920, για να διατηρήσει την ελληνικότητά της.

Είχε να παλέψει με τον Τούρκο κατακτητή, αλλά και με έναν ακόμη πιο επικίνδυνο αντίπαλο, τους Βουλγάρους κομιτατζήδες, που με την τρομοκρατία που εξαπέλυσαν σε ολόκληρη τη Θράκη και με τις αποτρόπαιες θηριωδίες τους, προσπαθούσαν να εξοντώσουν το ελληνικό στοιχείο.

Το 1829 έληξε ο απελευθερωτικός αγώνας της επανάστασης του 1821, με τη μάχη στην Πέτρα της Βοιωτίας (12 Σεπτεμβρίου του 1829), οπότε η υπόλοιπη Ελλάδα απαλλάχθηκε οριστικά από το τουρκικό στρατό. Την ίδια χρονιά όμως τερματίσθηκε και ο Ρωσσοτουρκικός Πόλεμος του 1828 - 1829 και υπογράφθηκε η περιώνυμη Συνθήκη της Αδριανούπολης που είχε ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, που είχε αγωνισθεί σκληρά για την ανεξαρτησία της. Ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος έβαλε τέλος στην αδιαλλαξία του Σουλτάνου, γιατί τα τουρκικά στρατεύματα νικήθηκαν στον Δούναβη και στον Καύκασο και οι Ρωσικές στρατιές, αφού κατέλαβαν τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και ολόκληρη τη Βουλγαρία, κυρίευσαν την Αδριανούπολη και έφθασαν ως την πόλη της Ραιδεστού. Η σημασία της συνθήκης της Αδριανούπολης για την απελευθερωμένη Ελλάδα είναι μοναδική, διότι χάρη σ’ αυτήν η ελληνική επανάσταση του 1821 νομιμοποιήθηκε και οι θυσίες των αγωνιστών, γνωστών και άγνωστων, αναγνωρισμένων και μη - αξιοποιήθηκαν με την αναγνώριση του 1ου ελληνικού κράτους από μέρους της Τουρκίας. Αλλά και για τους ελληνικούς πληθυσμούς που έμειναν πάλι υπόδουλοι μέσα στα όρια της τουρκικής αυτοκρατορίας, με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης η κατάσταση βελτιώθηκε πολύ, γιατί η προστασία της Ρωσίας πάνω στους άρχισε να παίζει σπουδαίο ρόλο, εφόσον σε λίγα χρόνια οι Τούρκοι αναγκάσθηκαν να προκηρύξουν την ισότητα των ραγιάδων με τον κυρίαρχο τουρκικό λαό, με το αυτοκρατορικό διάταγμα  του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ, με την ευκαιρία της ανάρρησής του στο θρόνο το 1839. Πρόκειται για το λεγόμενο: Χάττι σερίφ του Γκιουλχανέ.

Σύμφωνα με την συνθήκη της Αδριανούπολης και στη συνέχεια με το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, τα απελευθερωμένα εδάφη που ανήκαν πλέον στους Έλληνες, ήσαν: Ι. Η Πελοπόννησος και τα νησιά του Αργοσαρωνικού, ΙΙ. η Εύβοια, ΙΙΙ. οι Κυκλάδες, IV. οι Σποράδες. V. τα βόρεια σύνορα προς στη Στερεά Ελλάδα περιελάμβαναν τα εδάφη, ανάμεσα στους δύο ποταμούς: Αχελώο και Σπερχειό. Αργότερα με το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1832, επιδικάσθηκαν στην Ελλάδα προς τα Βόρεια σύνορά της τα εδάφη ανάμεσα στους κόλπους: Αμβρακικό (Πρέβεζα) και Παγασητικό (Βόλος). Στη συνέχεια, το 1864, παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα τα Ιόνια Νησιά (=7νησα, όταν ήρθε στην Ελλάδα ο βασιλιάς Γεώργιος). Προχωρώντας προς τα Βόρεια, φθάνουμε στη Θεσσαλία, η οποία ενσωματώθηκε με την Ελλάδα, το 1881, με την Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης. Σήμερα στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, υπάρχει η αψίδα του Θριάμβου της Μόσχας, που μαρτυρεί τη νίκη της Ρωσίας στον Ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1828 - 1829 και την Συνθήκη της Αδριανούπολης, με τον καθοριστικό της ρόλο για την τύχη της Ελλάδος.

2. Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και η Ανατολική Θράκη
Η Ρωσική κατοχή στην Αδριανούπολη κράτησε 50 χρόνια, μέχρις ότου οι στρατιές του Τσάρου Αλέξανδρου του Α’, ύστερα από νικηφόρο προέλαση, έφθασαν μέχρι το προάστιο της Κωνσταντινούπολης, τον Άγιο Στέφανο (Ιανουάριος 1878). Το συγκεκριμένο προάστιο, καθώς και την ομώνυμη συνθήκη, αναφέρει η Μαρία Ιορδανίδου στο μυθιστόρημά της "Η Λωξάνδρα".

Οι Τούρκοι τότε εγκατέλειψαν αμαχητί την Αδριανούπολη, αφού ανατίναξαν μια μεγάλη αποθήκη πυρομαχικών, γεγονός που έγινε αιτία να καταστραφεί το ιστορικό σεράι του Τούντζα, όπου είχε υπογραφεί η Συνθήκη της Αδριανούπολης. Σ’ αυτόν τον πόλεμο οι Έλληνες δεν ακολούθησαν τους Σλάβους, Ρώσους, στον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Πίστευαν τότε οι πολιτικοί άνδρες ότι θα μπορούσαν να συνεννοηθούν με την Τουρκία. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί πως τα χρόνια εκείνα οι πολεμικές περιπέτειες συγκλόνιζαν όλη τη Βαλκανικό Χερσόνησο. Το αποτέλεσμα της στάσης των Ελλήνων πολιτικών φάνηκε στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που υπογράφθηκε μεταξύ Τούρκων και Ρώσων το 1878. Η Ελλάδα και ο Ελληνισμός της Τουρκίας αδικήθηκαν, εφόσον, σύμφωνα με την Συνθήκη αυτή, που οι Βούλγαροι ποτέ δεν λησμόνησαν, δημιουργήθηκε μεγάλο βουλγαρικό κράτος.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διαβίβαζε καθημερινά στις πρεσβείες των Μεγάλων Δυνάμεων, από όλα τα μέρη της Τουρκίας, τις διαμαρτυρίες των Ελλήνων, για την ακύρωση της Συνθήκης αυτής. Οι πολιτικές και οικονομικές κυρίως επιπτώσεις του Ρωσσοτουρκικού Πολέμου του 1878 στην Τουρκία, είχαν σαν αποτέλεσμα την απογύμνωση της Ανατολικής Θράκης από το συμπαγές ελληνικό στοιχείο. Η λαϊκή μούσα περιγράφει δραματικά τα γεγονότα που ακολούθησαν, με τα εξής: "Αρχίνισε ο πόλεμος, έρχονται και οι Ρώσοι. / Φεύγει ο τούρκικος στρατός, χαλάει η Ρωμυλία. / Ο κόσμος πήρε είδηση, φεύγουνε στα μπαλκάνια (: κακοτράχαλα και δασωμένα βουνά)". Οι ελληνικοί σύλλογοι της Κωνσταντινούπολης συνέτασσαν στατιστικούς πίνακες, που φανέρωναν τους ελληνικούς πληθυσμούς σε κείνη τη Μεγάλη Βουλγαρία. Κατά της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου τάχθηκε η Αγγλία, η οποία και ανέλαβε την υποστήριξη των ελληνικών συμφερόντων. Το τελικό χτύπημα για τη Βόρεια Θράκη, που περιελάμβανε την Ανατολική Ρωμυλία, τον ελληνικό δηλαδή Θρακικό Ελληνισμό, δόθηκε με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878).

3. Η Συνθήκη του Βερολίνου και η Βόρεια Θράκη
Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου, που υπήρξε επακόλουθο της Συνθήκης της Αγίου Στεφάνου, ιδρύεται βουλγαρικό κράτος, όχι τελείως ανεξάρτητο. Η Ανατολική Ρωμυλία δηλαδή η Βόρεια Θράκη γινόταν αυτόνομη και το 1885 ενώθηκε με τη Βουλγαρία. Ύστερα απ’ αυτό άρχισε να εκβουλγαρίζεται, σύμφωνα με τα γραφόμενα του λαμπρού ιστορικού και ερευνητή από τη Φιλιππούπολη, Του Μυρτίλου - Κοσμά Αποστολίδη, σε σχετικό του άρθρο. Αυτό επετεύχθηκε ως εξής: Οι Τούρκοι της Βουλγαρίας μετανάστευσαν προς την Τουρκία, ενώ οι Έλληνες της Βόρειας Θράκης άρχισαν να λιγοστεύουν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ώστε σε μια επίσημη βουλγαρική στατιστική του 1893 σε σύνολο πληθυσμού ενός περίπου εκατομμυρίου, το 81% ήσαν Βούλγαροι, το 11% Τούρκοι, το 5% Έλληνες και το υπόλοιπο 3% ήσαν Εβραίοι, Αρμένιοι, Αθίγγανοι.

Αξίζει να αναφερθούν ορισμένες πληροφορίες για τον Κοσμά Μυρτίλο Αποστολίδη (1868 - 1942) και τις θέσεις του στα τεκταινόμενα της Βόρειας Θράκης. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους σοφούς της Ανατολικής Ρωμυλίας, λαμπρός φιλόλογος, ακούραστος ερευνητής, σεβαστός και άξιος καθηγητής, αλλά και πολυγραφότατο συγγραφέας, καταγόμενος από την Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας, όπως προαναφέρθηκε.

Το Υπουργείο Παιδείας της Σόφιας, που ενημερώθηκε για το πλούσιο και αξιόλογο έργο του, πρότεινε στον Μυρτίλο - Κοσμά Αποστολίδη να αναλάβει την έκδοση των απάντων του, με αμοιβή που θα καθόριζε ο ίδιος ο Αποστολίδης. Έπρεπε όμως να αποδεχθεί τους δύο όρους: Ι. Να μεταφρασθεί το έργο του στη βουλγαρική γλώσσα και ΙΙ. να τροποποιήσει ή να εξαλείψει από το σύγγραμμα τις λέξεις ή τις φράσεις που ήταν μειωτικές για το βουλγαρικό έθνος. Τον 1ο όρο τον δέχθηκε, διότι εκτός από τα πολύ καλά ελληνικά και βουλγαρικά ήξερε και άλλες γλώσσες. Τον 2ο όρο όμως τον αρνήθηκε, διότι θα είχε σαν αποτέλεσμα τον αλλοίωση της ιστορικής αλήθειας. Γι’ αυτό, όσο ζούσε, το αξιόλογο έργο του έμεινε στην αφάνεια. Αργότερα όμως φρόντισαν οι μαθητές των ελληνικών σχολείων, στα οποία εργάσθηκε ως καθηγητής, να εκδώσουν και να φέρουν στην επιφάνεια τις σπουδαίες εργασίες του. Δυστυχώς στους περισσότερους Έλληνες παρέμεινε άγνωστος.

Μετά το συνέδριο του Βερολίνου, το μέλλον του Ελληνισμού της Βόρειας Θράκης δηλαδή της Ανατολικής Ρωμυλίας διαγραφόταν ιδιαίτερα ζοφερό. Ο πληθυσμός της, αν και υστερούσε ποσοτικά απέναντι στους βουλγαρικούς πληθυσμούς, ωστόσο κατείχε την οικονομική και πολιτιστική πρωτοβουλία του τόπου.

Οι συνεχείς επεμβάσεις των Ρώσων αξιωματούχων στους διοικητικούς μηχανισμούς της επαρχίας αυτής, προς όφελος του βουλγαρικού στοιχείου και σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων, συνέβαλαν αποφασιστικά στο ραγδαίο εκβουλγαρισμό της Βόρειας Θράκης. Σ’ αυτό βέβαια συνετέλεσε και το ότι η τουρκική πλευρά συνειδητοποίησε ότι η Ανατολική Ρωμυλία ήταν χαμένη υπόθεση για την Πύλη, οπότε δεν ανακατευόταν. Απεγνωσμένες προσπάθειες κατέβαλε, σύμφωνα με τον ιστορικό Κων. Βακαλόπουλο, κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο, ο Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος της Φιλιππουπόλεως Αθαν. Ματάλας, για τη βελτίωση του πολιτικού καθεστώτος του βορειοθρακικού Ελληνισμού. Ο Αθαν. Ματάλας είχε επικεντρώσει την προσοχή του στην καθιέρωση και της ελληνικής γλώσσας, παράλληλα με την τουρκική και τη βουλγαρική, σαν επίσημης γλώσσας, στον τρόπο διοργάνωσης των διαφόρων δικαστηρίων, αλλά και των διοικητικών συμβουλίων και στη ρύθμιση της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας των Ελλήνων και των Βουλγάρων ιερέων. Για τα ελληνικά συμφέροντα προείχε πραγματικά την εποχή εκείνη, η αναγνώριση της ελληνικής γλώσσας ως ισότιμης με την τουρκική και τη βουλγαρική, οπότε θα εμποδιζόταν ο εκβουλγαρισμός των Ελλήνων. Το 1840 εγκαινιάζεται ο εθνικοθρησκευτικός αγώνας των Βουλγάρων κατά των Ελλήνων και κατά του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Η σλαβική προπαγάνδα ξεκινά από τη ρίζα κάθε έθνους: Το σχολείο. Από το 1850 οι Βούλγαροι, με την ώθηση των Πανσλαβιστών, ιδρύουν σχολεία και εκκλησίες, αλλά και απαιτούν: στις εκκλησίες των Ελλήνων η λειτουργία να γίνεται στα σλαβικά. Δεν μνημονεύουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ενώ ταυτόχρονα εξαπολύουν μια άνευ προηγουμένου τρομοκρατία, σε πόλεις και επαρχίες, κατά του ελληνικού πληθυσμού. Από το 1852 χορηγούνται υποτροφίες σε νεαρούς Βουλγάρους, από τη Μοισία και τη Δακία, για φοίτηση σε γυμνάσια, σχολές ή Πανεπιστήμια σλαβικών χωρών. Αφού εκπαιδεύονταν σ’ αυτές τις χώρες με φανατισμό, στη συνέχεια, μετά την επιστροφή τους, τους διασκόρπιζαν στην βουλγαρική ύπαιθρο και αναλάμβαναν τη διαφώτιση. Τα επόμενα 20 χρόνια, Βούλγαροι έμποροι και διανοούμενοι, εγκατεστημένοι σε πόλεις της Ρωσίας και στην Κωνσταντινούπολη, σχημάτισαν διάφορες μορφωτικούς δήθεν συλλόγους, στην πραγματικότητα όμως προπαγανδιστικούς, για να επιτύχουν: Ι. Εκκλησιαστική ανεξαρτησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ΙΙ. την ανεξαρτησία του βουλγαρικού έθνους, με τη μετακίνηση πληθυσμού, από τη Μοισία και τη Δακία, στα νότια της Βουλγαρίας δηλαδή στη Βόρεια Θράκη (=Ανατολική Ρωμυλία), Για την εισβολή του βουλγαρικού πληθυσμού στη Ανατολική Ρωμυλία, ο Σλάβος καθηγητής Cvijic γράφει: "Μόνο μετά των Ρωσσοτουρκικό Πόλεμο του 1829, άρχισε να αλλάζει η κατάσταση σε βάρος των Ελλήνων, όταν η βουλγαρική - για να μην πει η Σλαβική - προπαγάνδα γινόταν εντονότερη. Τότε δηλαδή το βουλγαρικό στοιχείο στη χώρα ενισχυόταν με παρείσακτους πληθυσμούς".

Και οι δύο παραπάνω στόχοι έγιναν πραγματικότητα. Ο 1ος με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και ο 2ος με τη δημιουργία βουλγαρικής ηγεμονίας το 1878. Η ανθελληνική δράση του βουλγαρικού στοιχείου κορυφώθηκε, με κύριους συντονιστές, τους φανατικούς οργανωτές των βουλγαρικών λεσχών και ιδιαίτερα των γυμναστικών εταιρειών, οι οποίες, αν και τυπικά είχαν καταργηθεί το 1880, στην ουσία συνέχιζαν το έργο τους, με κύριο στόχο, την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία. Η διογκούμενη δυσαρέσκεια των Ελλήνων της Βόρειας Θράκης αλλά και η απογοήτευση του Έλληνα διπλωματικού Ματάλα, εξαιτίας της άτολμης στάσης του ελληνικού κράτους, που μαστιζόταν από χρόνια εσωτερικά προβλήματα και αδυνατούσε να βοηθήσει το Βόρειο Ελληνισμό, προκαλούσαν αγανάκτηση και πίκρα στον Αθ. Ματάλα, ο οποίος σε μια ύστατη έκκλησή του, σε σχετική επιστολή του, τον Μάιο του 1879, υπογράμμισε τα εξής: Ακόμη και αν έχουμε λίγες ελπίδες για την Ανατολική Ρωμυλία, είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι ομογενείς". Οι προσπάθειές του να πείσει την βουλγαρική πλευρά, για την αναγκαιότητα της ελληνοβουλγαρικής συνύπαρξης, αποτύχαιναν.

4. Η Βουλγαρική Εξαρχία - τα Βουλγαρικά Κομιτάτα και οι Βορειοθρακιώτες
Ενημερωτικά αναφέρω πως η Βουλγαρική Εξαρχία είναι το αξίωμα που φέρει ο Έξαρχος, αλλά και η περίοδος της διοίκησής του. Ιδρύθηκε το 1870, με σουλτανικό φιρμάνι, για να εξυπηρετήσει πολιτικούς σκοπούς. Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα η βουλγαρική εκκλησία διοικούνταν από σύνοδο αρχιερέων υπό την προεδρία του Εξάρχου, ο οποίος είχε την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη. Η Βουλγαρική Εξαρχία έδρασε στη Μακεδονία και στη Θράκη, με την αύξηση του αριθμού των Βουλγάρων αρχιερέων και με τον προσηλυτισμό των σλαβόφωνων κατοίκων των χωρών αυτών στην βουλγαρική εκκλησία, είτε με χρήματα είτε και με τη βία. Την Εξαρχία αυτή η ορθόδοξη εκκλησία την εκήρυξε σχισματική και τους ιερωμένους της σχιμαστικούς. Το 1872 η βουλγαρική εκκλησία αποσχίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο χαρακτήρας της Εξαρχίας, ενώ στην αρχή ήταν καθαρά θρησκευτικός, με την πάροδο των χρόνων άλλαξε και άρχισαν να αναπτύσσουν έντονη, τρομοκρατική δράση, επιδιώκοντας φανερά να αλλοιώσουν την ελληνική εθνική συνείδηση των κατοίκων της Θράκης και της Μακεδονίας. Δημιουργήθηκαν ένοπλες βουλγαρικές συμμορίες, οι οποίες διέπρατταν ληστείες, λεηλασίες, αρπαγές, σε βάρος Ελλήνων κληρικών και δασκάλων. Πρόκειται για τους λεγόμενους κομιτατζήδες, οι οποίοι ήσαν Βούλγαροι αντάρτες που ανέπτυξαν μεγάλη ανθελληνική δράση στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης και κατευθύνονταν από τα Κομιτάτα, που ήσαν βουλγαρικές επαναστατικές οργανώσεις, με πολιτικοκοινωνικές ή εθνικιστικές επιδιώξεις.

Οι Βούλγαροι επαναστάτες χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: Ι. Στους νόμιμους δηλαδή στους δασκάλους και στους ιερείς που εργάζονταν με ειρηνικά μέσα, για την προσέλκυση των ελληνικών πληθυσμών στην Εξαρχία και ΙΙ. Στους παράνομους δηλαδή στους ένοπλους Κομιτατζήδες, που στρατολογούνταν και οπλίζονταν στην Βουλγαρία, με αρχηγούς απόστρατους αξιωματικούς. Τα δύο βασικά κέντρα της βουλγαρικής κίνησης στη Θράκη βρίσκονταν: Ι. Στην περιοχή Μπουνάρ Χισάρ (=Βρύση), που ήταν κοντά στη Βιζύη, πατρίδα, ιδιαίτερη του Βιζυηνού, δηλαδή σε βιλαέτι της Αδριανούπολης και ΙΙ. στην περιοχή των 40 Εκκλησιών. Στο Μπουνάρ Χισάρ υπήρχαν 8-10 βουλγαρικά χωριά που αποτελούσαν το κρησφύγετο των Κομιτατζήδων. Με την πάροδο του χρόνου η πολιτική κατάσταση ολοένα και χειροτέρευε, σύμφωνα με τον ιστορικό Κωνσταντίνο Βακαλόπουλο. Η ελληνοβουλγαρική αντιπαράθεση αποτελούσε πια καθημερινό φαινόμενο, τόσο στο εκπαιδευτικό και στο εκκλησιαστικό πεδίο, όσο και στο κοινοτικό. Μεταξύ των ετών 1880-1884 παρατηρήθηκαν οξύτατες ελληνοβουλγαρικές διαμάχες στα αστικά κέντρα. Ο Άγγλος πρόξενος Ουίλσον γράφει: Οι Βούλγαροι μεταχειρίζονται τους Έλληνες με βάναυσο τρόπο. Η κυριότερη αιτία γι' αυτό είναι ο πανσλαβισμός, προς τον οποίο αντιμάχονται οι Έλληνες. Η ρήση του Άγγλου προξένου επιβεβαιώνεται από τα επεισόδια τα βίαια, στη Φιλιππούπολη της Βόρειας Θράκης, ανάμεσα σε Έλληνες και Βουλγάρους μαθητές, στα Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια. Αφορμή για το ξέσπασμα των Βουλγάρων, σε βάρος του ελληνικού στοιχείου της Ανατολικής Ρωμυλίας, αποτέλεσαν τα θλιβερά γεγονότα στη Φιλιππούπολη, τον Απρίλιο του 1885, όταν οι Έλληνες είχαν σημαιοστολίσει με ελληνικές σημαίες την πόλη λόγω της εορτής του Γεωργίου του 1ου, του βασιλέως των Ελλήνων. Φανατικοί Βούλγαροι έσπευσαν, στις 22 Απριλίου (παραμονή της εορτής του Αγίου Γεωργίου), να κατεβάσουν τις ελληνικές σημαίες, να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν τα ελληνικά καταστήματα και να κακοποιήσουν τους αμυνόμενους Έλληνες. Την επομένη, στις 23 Απριλίου του 1885, μπροστά στα διάφορα βλέμματα των αρχών, η σύγχυση γενικεύθηκε, με το ξέσπασμα συνεχών βουλγαρικών επιθέσεων, κατά του άμαχου πληθυσμού και κατά των ελληνικών εκκλησιών, σχολείων και οικιών.

Στη Φιλιππούπολη, στη Στενήμαχο, στο Καβακλί, στον Πύργο, στη Βάρνα και στην Αγχίαλο στρατολογούνταν με τη βία, Έλληνες κάτοικοι, στο βουλγαρικό στρατό. Πολλοί Έλληνες εξορίζονταν και το ελληνικό διδακτικό προσωπικό καταδιωκόταν αμείλικτα. Ο Ελληνισμός όμως αντιστεκόταν σθεναρά. Με την κήρυξη του πολέμου, ανάμεσα στην Βουλγαρία κι στην Σερβία, οι έφεδροι των ελληνικών κοινοτήτων της Βόρειας Θράκης πήραν διαταγή να στρατολογηθούν με τη βία. Στη Στενήμαχο 300 νέοι αποφάσισαν να αποδράσουν ένοπλοι, για να μην καταταγούν στο βουλγαρικό στρατό. Στη Σωζόπολη το τρομαγμένο ελληνικό στοιχείο, εξαντλούσε όλα τα μέσα, για να αποφύγει τη στράτευση. Οι πλουσιότεροι Έλληνες νέοι της Σωζοπόλεως διέφυγαν στο εξωτερικό και άλλοι ήρθαν στην Ελλάδα. Οι φτωχοί είχαν κρυφθεί στα βουνά και περιπλανούνταν σε απρόσιτες περιοχές. Πολλοί στάθηκαν τυχεροί και γλίτωσαν από βέβαιο θάνατο, χάρη στις ενέργειες του Έλληνα προξενικού πράκτορα του Πύργου, Παναγιώτη Γκόφα. Δυναμική επίσης υπήρξε και η αντίσταση των διαφόρων πληρεξουσίων της Ανατολικής Ρωμυλίας και των Ελλήνων βουλευτών της Βόρειας Θράκης και συγκεκριμένα:

Ι. Τον Αχιλλέα Μακρίδη, εκπροσώπου της Σωζοπόλεως, ΙΙ. τον Αντωνιάδη Σ., από την Στενήμαχο, ΙΙΙ. τον Εμμανουήλ Σαχίνη από τον Πύργο, IV. τον Αργυριάδη Δ., από το Καβακλί, V, τον Κύρου Γ. από τη Φιλιππούπολη και VI. τον Αργυριάδη Δ., από τη Φιλιππούπολη.

Όλοι αυτοί προέβαιναν σε συνεχείς διαμαρτυρίες: Ι. Προς τις τοπικές βουλγαρικές αρχές, ΙΙ. προς τους Ευρωπαίους προξένους, ΙΙΙ. προς την ελληνική κυβέρνηση, IV. προς την Πύλη και V. προς τον μονάρχη Αλέξανδρο Βάττεμβεργκ. Με έγγραφες αναφορές και υπομνήματα, αρνούνταν την προσάρτηση της Βόρειας Θράκης στη Βουλγαρία, διατράνωναν την ελληνική παρουσία, απτόητοι από τις βουλγαρικές απειλές, αντιτάσσονταν στις ραγδαίες διαδικασίες για την αφομοίωση των διοικητικών, των οικονομικών και των εσωτερικών μηχανισμών της Ανατολικής Ρωμυλίας και την εθνική αλλοίωση της Βόρειας Θράκης.

Πόσο ταιριάζουν σ’ αυτούς τους γενναίους Θρακιώτες, τα λόγια του Κωστή Παλαμά, από το έργο του: Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου: Και βγήκα στα θρακιώτικα βουνά/ και βρήκα σαν μπροστάρη έναν λαό.

5. Η συνεισφορά του Βιζυηνού στη Θράκη
Το ίδιο χρονικό διάστημα βρίσκεται στην Αθήνα, ένας καταξιωμένος ποιητής και πεζογράφος, βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του. Πρόκειται για τον Γεώργιο Μιχαηλίδη, που γεννημένος το 1849 στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, μετονομάσθηκε σε Βιζυηνό το 1872, επίθετο, με το οποίο μας είναι γνωστός και δείχνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την απέραντη αγάπη του για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Το 1869 τελείωσε το Γυμνάσιο και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Αθηνών. Φοίτησε αργότερα για περισσότερες σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Γκέτιγκεν της Γερμανίας και εξακολούθησε τις εκπαιδευτικές του δραστηριότητες στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Πολύ τον βοήθησε στις σπουδές του ο Γεώργιος Ζαρίφης, Θρακιώτης τραπεζίτης. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1884, αφού διαμορφώθηκε σαν λογοτέχνης στην Ευρώπη. Για βιοποριστικούς λόγους μένει στην Αθήνα και συγγράφει σχολικά εγχειρίδια. Το 1885 υποβάλλει αίτηση στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, για την κάλυψη της έδρας της Φιλοσοφίας και γίνεται παμψηφεί δεκτός σαν υφηγητής στην έδρα της Φιλοσοφίας. Πολύ εκτιμούσαν το έργο του: ο Κωστής Παλαμάς, ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, ο Βλάσσης Γαβριηλίδης. Στο τέλος του 19ου αιώνα το έργο του είναι επηρεασμένο από τα γεγονότα της Θράκης και κυρίως από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και τα επακόλουθά της για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ζωή και έργο διαπλέκονται. Διάβαζε ποιήματά του σε πολιτιστικούς συλλόγους των Αθηνών, αλλά και στα βασιλικά ανάκτορα, όπου έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης. Σε ένα από τα ποιήματά του προς τον βασιλέα των Ελλήνων, προτείνει στη μεγαλειότητά του να στραφεί υπέρ των Σέρβων, στον πόλεμό τους με τους Βουλγάρους, οι οποίοι κατέτρεχαν τους Έλληνες της Βόρειας Θράκης. Η κίνησή του αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να μην διδάξει ποτέ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αν και εκλέχθηκε παμψηφεί με την αιτιολογία των υψηλά ισταμένων της χώρας: ότι αναμείχθηκε στα πολιτικά ζητήματα του κράτους. Γι’ αυτό πολύ σοφά, σε μια από τις "υποθήκες" (=συμβουλές) του, δηλώνει την πικρία του με τα εξής: "Χαρά σ' όποιον δεν αρμενά / και έχει στερεό το σπίτι / ούτε τον ξένο προσκυνά / ουδέ τον συντοπίτη". Υπήρξε πατέρας του ηθικογραφικού Διηγήματος, μαζί με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Περισσότερο διακρίθηκε στη συγγραφή μυθιστορημάτων. Ξεχωρίζουν ανάμεσα στα έργα του Ι. Οι Ατθίδες Αύρες, που εκδόθηκαν στο Λονδίνο, με τη βοήθεια των ομογενών. ΙΙ. Βοσπορίδες Αύρες: Κόδρος και άρες - μάρες, έργο για το οποίο βραβεύτηκε. Στο Θρακών άσμα συμβουλεύει: Γι' αυτό το μέτωπο ψηλά / Θρακόπουλα καημένα / και ψάλλετε με μένα.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Δομοκαΐτειο Φρενοκομείο. Πέθανε το 1896, προτού προλάβει να δει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, που έγιναν για 1η φορά στην Ελλάδα. Την ίδια χρονιά πέθανε και ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος εκτιμούσε πολύ τον Βιζυηνό. Σαν θλιβερή διαπίστωση της ζωής του, θεωρείται το παρακάτω τετράστιχο:

"Όποιος αποκτά εδώ πέρα πλούτη, δόξα και τιμή, / αποθνήσκει μια μέρα και τα χάνει στη στιγμή. / Όποιος όμως κοπιάσει και αποκτά την αρετή / και το χώμα, αν τον σκεπάσει, κτήμα του είναι αυτή.

6. Η επανάσταση του Ίλιντεν και οι στόχοι των Βουλγάρων
Το 1891 συνεχίζεται εκ μέρους των Βουλγάρων η προσπάθεια επιβολής των πανσλαβιστικών ιδεών, για να εξαφανίσουν οι Βούλγαροι τον Ελληνισμό της Ανατολικής Ρωμυλίας. Αυτό το επιδιώκουν με το να υποχρεώνουν τα παιδιά των Ελλήνων να διδάσκονται τη βουλγαρική γλώσσα. Φυσικά οι υπεύθυνοι ελληνικοί φορείς αντιδρούν στην κίνηση αυτή. Παρατηρήθηκε ολοσχερής καταστροφή των σπουδαιότερων πόλεων, όπως είναι: η Φιλιππούπολη, η Στενήμαχος, η Βάρνα, το Καβακλί, η Μεσημβρία, ο Πύργος, η Σωζόπολη, η Αγαθούπολη, με αποκορύφωνα την καταστροφή της Αγχιάλου.

Οι επικεφαλής των Ελλήνων, προσπάθησαν να βελτιώσουν τη θέση των Ελλήνων της Βόρειας Θράκης. Οι βουλγαρικές κυβερνήσεις αδιαφόρησαν για τα προβλήματα των Ελλήνων της Βουλγαρίας και συνέχισαν τους διωγμούς. Οι βουλγαρικές καταστροφές επέφεραν τα ακόλουθα αποτελέσματα:

Διάλυση 82 αναπτυγμένων ελληνικών κοινοτήτων και αρπαγή των περιουσιών τους. Οι κοινότητες αυτές συντηρούσαν: Ι. 5 Μητροπόλεις. ΙΙ. 200 ναούς, από τους οποίους οι 113 ανήκαν στην Ανατολική Ρωμυλία. ΙΙΙ. 100 παρεκκλήσια. IV. 11 Μοναστήρια. V. 70 σχολεία, VI. Βιβλιοθήκες. VII Συλλόγους. VIII. Συσσίτια και IX. Αναγνωστήρια.

Μέχρι το 1900 τα Ελληνόπουλα των βουλγαρικών χωριών είχαν δασκάλους και ιερείς, Έλληνες. Αργότερα όμως οι Βούλγαροι αντικατέστησαν τα ελληνικά βιβλία με βουλγαρικά και τους Έλληνες δασκάλους με Βουλγάρους νέους από τα ίδια χωριά, που είχαν μορφωθεί κατάλληλα στην Αδριανούπολη, αναφέρει ο Θεόδωρος Κιακίδης, που είχε εργασθεί σαν δάσκαλος ελληνικών στις περιοχές εκείνες και μάλιστα είχε δεχθεί στην πόρτα του σχολείου και απειλητικό γράμμα, το οποίο έλεγε να μην πιέζει τα παιδιά να μάθουν ελληνικά, για να μη πάθει και αυτός, ό,τι και κάποιος προκάτοχός του, ο οποίος δολοφονήθηκε.

Στις αρχές του 1903 εντάθηκε η διείσδυση των βουλγαρικών σωμάτων στην Ανατολική Ρωμυλία, ενώ το ανώτατο κομιτάτο της Φιλιππούπολης συγκέντρωνε συνεισφορές και στρατολογούσε νέους οπαδούς.

Τον Μάρτιο του 1903 ομάδα Κομιτατζήδων προσπάθησε να ανατινάξει μια γέφυρα στην σιδηροδρομική γραμμή, που ένωνε την Αδριανούπολη με την Κωνσταντινούπολη. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου Κομιτατζήδες επιχείρησαν να ανατινάξουν την ελληνική μητρόπολη της Αλεξανδρούπολης (=Δεδέαγατς). Επίσης τον Μάιο, ο Ρώσος συνταγματάρχης Μοσκώφ περιόδευσε στα Θρακικά χωριά των τουρκόφωνων χριστιανών, των Γκαγαούζων, για να διερευνήσει την κατάσταση ελπίζοντας στην προσέλκυση των εκεί πληθυσμών. Τον Ιούλιο του 1903 βουλγαρικά αντάρτικα σώματα, 170 περίπου, ήσαν συγκεντρωμένα στην Ανατολική Ρωμυλία (=Βόρεια Θράκη) και περίμεναν το σύνθημα για την αναμέτρηση. Την ημέρα του πανηγυριού του Προφήτη Ηλία, 20 Ιουλίου με το Νέο Ημερολόγιο και 3 Αυγούστου με το Παλιό Ημερολόγιο και συγκεκριμένα το βράδυ της Κυριακής του 1903, ήταν η στιγμή, για την οποία ο βουλγαρικός πληθυσμός προετοιμαζόταν για 10 χρόνια. Πρόκειται για την εξέγερση των σλαβόφωνων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η εξέγερση στο Βιλαέτι της Αδριανούπολης, εκδηλώθηκε επίσης και στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, στο βιλαέτι, του Μοναστηρίου. Για την βουλγαρική αυτή επανάσταση και την εισβολή των ληστών Κομιτατζήδων στην Βόρεια και Ανατολική Θράκη, που έγινε με την συνδρομή των Ρώσων, αναφέρει λεπτομερώς ο Θεόδωρος Κιακίδης στην αξιόλογη μελέτη του: η ιστορία του Σαμακοβίου και των πέριξ ελληνικών κοινοτήτων. Προσωρινά και για λίγους μήνες, νικούσαν οι Βούλγαροι. Τελικά όμως επικράτησαν οι Οθωμανοί. Κατεστάλη η εξέγερση και το αποτέλεσμα ήταν να καταφύγουν στην Βουλγαρία από την Ανατολική Θράκη 30.000 πρόσφυγες Βούλγαροι. Η στάση της Ελλάδος, σ’ αυτή την εξέγερση, δεν φαίνεται να υπήρξε θετική, γιατί τελικά αυτή η επανάσταση απέβλεπε σε μια αυτόνομη ή ανεξάρτητη Μακεδονία. 

Γι’ αυτό επεδίωκαν οι ελληνικές κυβερνήσεις μια συνεργασία με τις οθωμανικές αρχές και επιθυμούσαν την συντριβή της εξέγερσης αυτής. Δυστυχώς όμως το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό για τους ελληνικούς χριστιανικούς πληθυσμούς της Θράκης. Από τους κυριότερους στόχους της εξέγερσης των Βουλγάρων ήταν: να εμπλακούν οι Μεγάλες Δυνάμεις και να πείσουν τον Σουλτάνο, για μια πιο διαλλακτική στάση στους χριστιανικούς πληθυσμούς. Ωστόσο η πίεση εντάθηκε στο χριστιανικό στοιχείο και οδήγησε, μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων, στην κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου το 1912. Σύμφωνα με τον Βρετανό δημοσιογράφο Brails Ford: Το Ίλιντεν ήταν η 1η οργανωμένη απόπειρα των Βουλγάρων στην Μακεδονία και στη Θράκη, μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας το 1903".

Οι Βούλγαροι δραστηριοποιήθηκαν πάρα πολύ στην Οροσειρά της Ροδόπης, για την οποία ο ποιητής Γιάννης Γρυπάρης, στο ποίημά του ΡΟΔΟΠΗ, μας λέξει: Ξύπνα Ροδόπη, το αυγινό δροσόπαγο τινάζει / του ύπνου το αποκάρωμα, ξύπνα και ασπρογαλιάζει. / Θαμπός ακόμη περονζές το γλυκοχαραμέρι.

Η οθωμανική διοίκηση στη συνέχεια έβλεπε με μεγαλύτερη καχυποψία τους χριστιανικούς πληθυσμούς, άσχετα αν αυτοί που προκάλεσαν τα γεγονότα, ήταν οι σχιματικοί χριστιανοί Βούλγαροι. Και αντί να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση των βασικών δικαιωμάτων του χριστιανικού στοιχείου, αύξησε περισσότερο την καταπίεση του χριστιανικού πληθυσμού. Σήμερα η εξέγερση αυτή γιορτάζεται, κάθε χρόνο στη Βουλγαρία και στα Σκόπια, στη γιορτή του Προφήτη Ηλία.

Στις βάρβαρες ενέργειες των Βουλγάρων, όπως ήταν επόμενο, αντέδρασαν οι Έλληνες. Κατά την περίοδο 1903-1906 συγκροτήθηκε Μυστική Επαναστατική Οργάνωση, με τη φροντίδα των ιεραρχών της Θράκης και συγκεκριμένα: Αδριανουπόλεως, 40 Εκκλησιών, Βιζύης κ.α., που επωμίσθηκε την παρακολούθηση και τον συντονισμό του αγώνα κατά των Βουλγάρων Κομιτατζήδων. Παράλληλα, το 1905, έφτασε στην Αγαθούπολη ο τότε επιλοχίας και μετέπειτα πρωθυπουργός Γεώργιος Κονδύλης, με σκοπό την μελέτη της κατάστασης και την καθοδήγηση της Επαναστατικής Οργάνωσης των Θρακών. Επισκέφθηκε κρυφά τις περιοχές Σωζοπόλεως, 40 Εκκλησιών, Βιζύης, Σκοπού, οργανώνοντας συστηματικά τη λαχτάρα των συμπατριωτών μας για απελευθέρωση και μάλιστα τέθηκε επικεφαλής μιας ένοπλης ομάδας, που δρούσε τότε στα βουνά της Στράντζας. Πολύτιμος συνεργάτης του Κονδύλη υπήρξε ο υπίλαρχος Κλείτος που παρέμεινε στη Θράκη και μετά την ανάκληση του Κονδύλη στην Ελλάδα, διότι πρέπει να θυμήθηκε πως η Θράκη, Ανατολική και Δυτική, δεν ανήκε ακόμη στην Ελλάδα.

Διαβάστε το δεύτερο μέρος εδώ

(Συνεχίζεται σε Β’ και Γ’ μέρος που θα δημοσιευτούν στην αυριανή και μεθαυριανή έκδοση του «Χ») 

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr