Ο αγώνας των Θρακών κατά των Βουλγάρων, η συμβολή των κατοίκων της Κομοτηνής σ’ αυτόν και η απελευθέρωση της Κομοτηνής (Μέρος Γ’) | xronos.gr
ΑΡΘΡΟ

Ο αγώνας των Θρακών κατά των Βουλγάρων, η συμβολή των κατοίκων της Κομοτηνής σ’ αυτόν και η απελευθέρωση της Κομοτηνής (Μέρος Γ’)

14/05/21 - 9:00
2342352-3.jpg

Γράφει η φιλόλογος Ντίνα Σαμουρκασίδου

12. Το Μαύρο Πάσχα των Ανατολικοθρακών (6 Απριλίου 1914)
Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων το 1913, η κατάσταση στα Βαλκάνια ήταν ακόμη τεταμένη. Η Θράκη βρέθηκε να είναι μισή στην Βουλγαρία και μισή στην Τουρκία. Στα εδάφη της Ανατολικής Θράκης, κατοικούσαν περίπου 300.000 Έλληνες, γεγονός που ενοχλούσε τους Τούρκους, εφόσον ήθελαν τον πλήρη εκτουρκισμό των περιοχών και την ομογενοποίηση του πληθυσμού. Την Κυριακή του Πάσχα του 1914, στις 6 Απριλίου, μπήκε στο στόχαστρο η Ανατ. Θράκη. Ξεκίνησαν μαζικοί διωγμοί κατά των Ελλήνων κατοίκων. Αφού ξυλοκοπήθηκαν και αφαιρέθηκαν είδη αξίας και τεράστια χρηματικά ποσά, Τούρκοι στρατιωτικοί και χωροφύλακες "με τα ξίφη υψωμένα", όπως γράφει εφημερίδα της εποχής, τους εξανάγκασαν να φύγουν. Στο επίκεντρο βρέθηκαν η Αδριανούπολη, η Αρκαδιούπολη και η Βιζύη. Χρησιμοποίησαν όλες τις τακτικές, για να εκδιώξουν τους Ελληνορθόδοξους κατοίκους. Το 1914 σημαδεύτηκε από τους διωγμούς του Θρακικού Ελληνισμού. Εκδιώχθηκαν 250.000 Έλληνες και όσοι επέζησαν, περιέγραψαν τις θηριωδίες των Τούρκων. Αποτέλεσαν οι Ανατολικοθρακιώτες τον 1ο κύκλο αίματος και διωγμών. Μετά ακολούθησε η γενοκτονία των Αρμενίων και στη συνέχεια των Ποντίων.

Πριν από το "Μαύρο Πάσχα", όπως ανέφερε η εκπομπή: "Η Μηχανή του Χρόνου", οι διώξεις των Θρακών περιελάμβαναν: Εμπορικό αποκλεισμό, βαριά φορολογία, λεηλασίες και τρομοκρατικές επιθέσεις. Από τις 6 Απριλίου και μετά, άρχισαν οι δολοφονίες, οι ομαδικές σφαγές, τα βασανιστήρια, οι εκτοπισμοί και η ένταξη στα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού) που εφαρμόσθηκαν αργότερα και εκτεταμένα στη Μικρά Ασία. Σύνθημα των Τούρκων: ΓΙΑΚΑ - ΓΙΑΜΙΝ - ΚΕΣΙΝ δηλαδή ΛΕΗΛΑΤΗΣΤΕ - ΚΑΨΤΕ - ΣΦΑΞΤΕ. Συχνό επίσης το φαινόμενο του Φυγόστρατου. Όλα καθ’ υπόδειξη των Γερμανών στρατιωτικών.

Υπήρξαν 96.000 μετακινήσεις Ελλήνων Θρακών, σε χειμερινούς κυρίως μήνες, χωρίς τρόφιμα, στα βάθη της Μικράς Ασίας, από τη Μακρά Γέφυρα, τη Μάδυτο, την Καλλίπολη, τη Ραιδεστό, το Σκοπό, τις 40 Εκκλησιές. Μετά το τέλος του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου μόνο 50.000 επέστρεψαν σε πολύ κακή κατάσταση. Γερμανοί στρατιωτικοί επίσης υπέδειξαν στους Τούρκους την υποχρεωτική στράτευση των Θρακών και ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτούς έχασε τη ζωή του στη φονικότατη μάχη της Καλλίπολης (= Τσανάκαλε), από τον Απρίλιο του 1915 μέχρι τον Ιανουάριο του 1916, στα στενά των Δαρδανελλίων, ανάμεσα στις Κεντρικές Δυνάμεις και τα κράτη της Αντάντ, κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου.

Περίπου 232.000 Έλληνες μέχρι το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, σύμφωνα με στοιχεία του Πατριαρχείου, έφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Το 1910 ο πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης ήσαν 360.000 - 370.000 Έλληνες. Μέχρι το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου έμειναν μόνον 50.000. Η ενιαία και αδιαίρετη Θράκη υπέστη τα πάνδεινα από τους κατακτητές της. Οι απαρχές των διωγμών εντοπίζονται το 1906, με τις σφαγές και τις διώξεις στην Ανατολική Ρωμυλία (= Βόρεια Θράκη) από τους Βουλγάρους και αποκορύφωμα στην καταστροφή της Αγχιάλου. Συνεχίζονται βέβαια οι μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου και στην Δυτική Θράκη. Οι Τούρκοι σκοτώνουν και καταστρέφουν στην Ανατολική Θράκη.

Το 1919 το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δημοσίευσε το βιβλίο με τίτλο: "Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΩΝ ΔΙΩΓΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΕΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, 1914-1918".

Τον Ιούνιο του 2006, με απόφαση του 7ου Παγκοσμίου Συνεδρίου Θρακών, στο Διδυμότειχο, καθιερώθηκε, η 6η Απριλίου, επίσημα ως η Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Θρακικού Ελληνισμού.

13. Ο ρόλος των Ιερωμένων της Θράκης στην Πατρίδα και στο Έθνος
Σημαντική υπήρξε η συνεισφορά στον αγώνα κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων αρκετών ιερωμένων. Οι σπουδαιότεροι από αυτούς ήσαν:

Ι. Ιωακείμ ο Γ’ ο Μέγας (1834 - 1912). Το κοσμικό του όνομα ήταν: Χρήστος Δημητριάδης Δεβετζής. Γεννήθηκε στο Βαφειοχώρι στης Κωνσταντινούπολης το 1834. Μετά από σπουδές στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, αλλά και στη Γερμανία, το 1864 εξελέγη Μητροπολίτης Βάρνας, όπου παρέμεινε μέχρι το 1874. Το 1878 εξελέγη Οικουμενικού Πατριάρχης και φρόντισε ιδιαίτερα για τα θέματα της Παιδείας. Το 1884 παραιτήθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο, επειδή αντέδρασε στις απαιτήσεις της τουρκικής κυβέρνησης στο να καταργηθούν τα προνόμια που δόθηκαν στην εκκλησία. Εξελέγη όμως και για 2η φορά Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τη 2η Πατριαρχεία του βελτίωσε τα οικονομικά του Πατριαρχείου. Ίδρυσε ορφανοτροφείο θηλέων στη νήσο Πρώτη και Αρρένων, στη νήσο Πρίγκηπο. Οργάνωσε σχολή Γλωσσών και Εμπορίου, με μαθητές εκτός από Έλληνες και Τούρκους. Αύξησε και τελειοποίησε τα κτίρια των Νοσοκομείων στο Μπαλουκλί, με οικονομικές χορηγήσεις των εθνικών ευεργετών: Ζαρίφη, Βαλλιάνου, Νεγρεπόντη, Κορωνιού, Σινιόσογλου και άλλων από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία και την Αίγυπτο. Τιμήθηκε με ανώτερα παράσημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Βασιλείων: της Ελλάδος, της Βουλγαρίας, της Αιγύπτου, της Ρωσίας και της Ρουμανίας. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο του 1912, λίγο μετά την είσοδο του ελληνικού κράτους στη Θεσσαλονίκη. Ετάφη στο Πατριαρχικό Κοιμητήριο της Ζωοδόχου Πηγής στο Μπαλουκλί.

ΙΙ. Πολύκαρπος Βαρβάκης (1862 - 1928). Υπήρξε ο Μητροπολίτης που οραματίσθηκε τη Νέα Ορεστιάδα σαν συνέχεια της Αδριανούπολης, αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος Αστεριάδης. Γεννήθηκε το 1862 στην Αλατσάτη (προάστιο της Σμύρνης) της Μικράς Ασίας. Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και μετά την αποφοίτησή του το 1887, διορίστηκε ιεροκήρυκας Βρυούλων, θέση την οποία κατείχε μέχρι το 1893. Στη συνέχεια, αφού πέρασε από διάφορα στάδια της ιεροσύνης, το 1910 μετατίθεται στην ιστορική Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, όπου η ποιμαντική και η εθνική του δράση υπήρξε μεγάλη. Ήταν ο Μητροπολίτης που αξιώθηκε να υποδεχθεί τον ελληνικό στρατό, με επικεφαλής τον βασιλιά Αλέξανδρο και να υψώσει έξω από τη Μητρόπολη την ελληνική σημαία, στα λίγα χρόνια που η Αδριανούπολη συνέχισε να είναι ελληνική. Τον Οκτώβριο του 1922 η Αδριανούπολη γίνεται πάλι τουρκική και οι Έλληνες υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες, που επί αιώνες κατοικούσαν. Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος, μαζί με το ποίμνιό του φεύγουν και εγκαθίστανται στο Κάραγατς (= Φτελιά), στην άλλη πλευρά του Έβρου ποταμού, περιοχή όμως που μετά από 6 μήνες αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν, εφόσον δόθηκε στους Τούρκους. Προσπάθησε να πείσει τους κατοίκους να μη διαασπασθούν, αλλά να μείνουν ενωμένοι, όπου και αν πάνε και να δημιουργήσουν μια Νέα πόλη αντάξια της Αδριανούπολης που άφησαν στην άλλη όχθη του Έβρου. Και έτσι βοήθησε στη δημιουργία και στην ανάπτυξη της Ορεστιάδας. Το 1928 πήγε στη Χίο, απέναντι από τη γενέτειρά του Σμύρνη, όπου και εκοιμήθη ως Μητροπολίτης Χίου. Υπήρξε Πολύπαρπος στο όνομα, αλλά και στις δραστηριότητες.

ΙΙΙ. Νικόλαος Σακκόπουλος (1862 - 1927). Γεννήθηκε το 1862 στη Σινώπη του Εύξεινου Πόντου, όπου έλαβε εγκύκλιο παιδεία. Φοίτησε και αρίστευσε τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1889 δίδαξε σαν καθηγητής στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και στο κεντρικό Παρθεναγωγείο της πόλεως, αναφέρει σε σχετικό του άρθρο, ο κ. Ιωάννης Σιδηράς, εκκλησιαστικός ιστορικός - θεολόγος και νομικός. Μετά από μια πλούσια θρησκευτική, φιλανθρωπική, παιδευτική και εθνική δράση στις Μητροπόλεις Έδεσσας και Θεσσαλονίκης, σε εποχές που η βουλγαρική Εξαρχία με τους σχισματικούς ιερείς της εδραστηριοποιείτο σε Μακεδονία και αλλού, ανέλαβε τα αρχιερατικά του καθήκοντα στην Μητρόπολη Μαρωνείας και Θάσου το 1902. Για τη συντήρηση και τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων της Επαρχίας του, ο Νικόλαος αξιοποίησε τις οικονομικές δωρεές των Μεγάλων Ευεργετών της Κομοτηνής, όπως του Γεωργίου Νικολάου. Νοίκιασε τα 2 ακίνητα της Μητρόπολης Μαρωνείας, τα οποία βρίσκονται στην περιοχή Εφταπυργίου της Κωνσταντινουπόλεως. Ο ίδιος προσωπικά ανέλαβε, όπως αναφέρει ο κ. Σιδηράς και τη διαχείριση των 500 γαλλικών λιρών, που είχε προσφέρει σαν δωρεά ο Κομοτηναίος ευεργέτης, κάτοικος Οδυσσού, Κλεάνθης Κούλογλου, για την οικονομική ενίσχυση των ελληνικών εκπαιδευτηρίων, όλων των βαθμίδων της χριστιανικής κοινότητας Γκιουμουτλζίνας (= Κομοτηνής).

Με τις συνεχείς προσπάθειές του συγκέντρωσε τα απαραίτητα χρήματα και κατάφερε να κρατήσει σε λειτουργία το παράρτημα ου Ελληνικού Παρθεναγωγείου της ενορίας του Αγίου Γεωργίου Κομοτηνής, το οποίο εξαιτίας έλλειψης χρημάτων κινδύνευε να κλείσει. Το 1912, όταν ο Νικόλαος ήταν για 2η φορά μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έθεσε τον θεμέλιο λίθο, για την ανέγερση Νέου Μητροπολιτικού Μεγάρου, στην πόλη της Κομοτηνής, κάτι που δεν πρόλαβε όμως ο ίδιος να ολοκληρώσει, γιατί πήρε προαγωγή για την Μητρόπολη Καισαρείας. Αναφέρεται επίσης ότι ο Νικόλαος υπήρξε εμπνευστής της ανέγερσης της Αστικής Τσανακλείου Σχολής στην Κομοτηνή. Σύμφωνα με επιστολές της εκκλησιαστικής αλληλογραφίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αλληλογραφούσε με τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ' τον Μέγα ή Μεγαλοπρεπή, από τον οποίο ο Νικόλαος ζητούσε επίμονα να μεσολαβήσει το Φανάρι στην Υψηλή Πύλη και στον αρμόδιο υπουργείο, προκειμένου η Οθωμανική κυβέρνηση να εγκρίνει την ανέγερση της Πρώτης 8ταξίου Αστικής Σχολής Αρρένων στην Κομοτηνή. Την ίδια χρονική περίοδο ο Νικόλαος αποδέχθηκε, την οικονομική προσφορά των 1000 οθωμανικών λιρών, του Κομοτηναίου βιομηχάνου Νέστορα Τσανακλή, ο οποίος ζούσε στην Αίγυπτο. Επίσης μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επιτεύχθηκε η έκδοση αδείας για την ανέγερση της Αστικής Σχολής. Η κατασκευή ξεκίνησε το 1906 και ολοκληρώθηκε το 1907. Η λειτουργία της άρχισε το 1908, αλλά διακόπηκε βίαια το 1913, όταν οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες κατέλαβαν την Κομοτηνή και χρησιμοποίησαν το κτίριο της Σχολής σαν Στρατιωτικό Διοικητήριο. Ο Νικόλαος λοιπόν υπήρξε ο εμπνευστής, αλλά και ο συντελεστής αυτού του αρχιτεκτονικού Μεγάρου που στολίζει την Κομοτηνής. Ακόμη ο Νικόλαος φρόντισε για την οικοδόμηση και κυρίως τη συντήρηση ελληνικών σχολείων στη Μαρώνεια. Συνεργάσθηκε για τον σκοπό αυτό με τους Μαρωνίτες αδελφούς Χατζέα, που ζούσαν τότε στην Κωνσταντινούπολη.

Επίσης επέδειξε ως Μητροπολίτης Μαρωνείας αποφασιστικότητα στην απόκρουση της εθνικιστικής και εκκλησιαστικής προπαγάνδας των σχιματικών εξαρχικών Βουλγάρων, οι οποίοι με ύπουλες μεθοδεύσεις επεδίωκαν να διεισδύσουν στην ενδοχώρα της εκκλησιαστικής περιφέρειας. Διόρισαν μάλιστα οι Βούλγαροι, με άδεια των οθωμανικών αρχών, τον Βούλγαρο εξαρχικό και σχιματικό αρχιμανδρίτη Διονύσιο. Ο Νικόλαος σε συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και συνεργάτες προσπάθησε να αντιμετωπίσει την δράση των εξαρχικών Βουλγάρων, οι οποίοι μετά το 1913 έγιναν πιο επικίνδυνοι. Άρχισαν τους βανδαλισμούς και τις κακοποιήσεις στη Δυτική Θράκη. Μετά από πολλές τοποθετήσεις και αναθέσεις θρησκευτικών καθηκόντων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, από το 1914-1927, το Φεβρουάριο του 1927 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου του εξέλεξε Μητροπολίτη Χαλκηδόνας. Η ποιμαντορική του δραστηριότητα δεν κράτησε ούτε ένα μήνα, διότι εκοιμήθη αιφνιδίως στις 17 Μαρτίου του 1927.

V. Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος (1868 - 1961). Γεννήθηκε στην Προύσα της Μικράς Ασίας και φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Χειροτονήθηκε διάκονος και τοποθετήθηκε στην Κομοτηνή σαν διευθυντής σχολών και ιεροκήρυκας από το 1893 έως και το 1897. Ανέπτυξε αξιόλογη εθνική δράση στην περιφέρεια και στη πόλη της Κομοτηνής. Το 1897 διορίσθηκε υπογραμματέας της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Αργότερα μετατέθηκε στην Θεσσαλονίκη. Συνέβαλε δυναμικά στην απελευθέρωση της πόλης και αποτέλεσε παράγοντα προς τις οθωμανικές αρχές για την παράδοση της πόλης στον ελληνικό στρατό χωρίς αντίσταση. Σαν οπαδός της Μεγάλης Ιδέας ενστερνιζόταν τα οράματα για τη διεύρυνση του ελληνικού κράτους και παρακινούσε το πολιτικό προσωπικό για την πραγμάτωσή της. Πρόσφερε πλούσιο φιλανθρωπικό έργο στη Θεσσαλονίκη και συνέλαβε την ιδέα ίδρυσης της ΧΑΝΘ. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έδωσε οδηγίες στους χριστιανούς της πόλης να μη προβούν σε καμιά διάκριση προς τους Εβραίους συμπολίτες, όταν αυτοί υποχρεώθηκαν, από τις κατοχικές δυνάμεις, να φορούν το κίτρινο αστέρι και έκανε έντονα διαβήματα, για να σταματήσουν οι εκτοπίσεις τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αξίωσε προστασία των εκχριστιανισθέντων ελληνο-εβραίων και των Ελλήνων Εβραίων που διέθεταν πιστοποιητικά βάπτισης. Τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Γεωργίου του Α', με τα Μετάλλια του Ανωτέρω Ταξιάρχου του Σωτήρος και τον Μεγαλόσταυρο του Φοίνικος. Το 1969 ανακηρύχθηκε από το Ισραήλ: ΔΙΚΑΙΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ.

V. Ασημιάδης Κωνσταντίνος (1872 - 1913). Γεννήθηκε το 1878 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1908 χειροτονήθηκε επίσκοπος Χαριουπόλεως Ανατ. Θράκης και το 1911 έγινε Μητροπολίτης, οπότε τοποθετήθηκε στη Μητρόπολη Μελενίκου. Εκτός από τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα, οργάνωσε και διηύθυνε τον αγώνα κατά των Βουλγάρων Κομιτατζήδων. Το αποτέλεσμα ήταν να τον συλλάβουν οι Βούλγαροι το 1913 και αφού τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, τον σκότωσαν με τον πιο μαρτυρικό τρόπο.

V. Μητροπολίτης Χρύσανθος Φιλιππίδης (1881 - 1942). Γεννήθηκε στη Γρατινή Κομοτηνής. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Μετά από σπουδές στη Γερμανία και στην Ελβετία, όπου συνεργάσθηκε με τον Ιωακείμ τον Γ' τον Μεγαλοπρεπή και μάλιστα σε μια εποχή που την αριθμητική υπεροχή των μουσουλμάνων την ωθούσε ο Νεοτουρκικός εθνικισμός. Γνωρίσθηκε με τον Ίωνα Δραγούμη. Αγωνίσθηκε για την ιδιαίτερη πατρίδα του στη Δυτική Θράκη, προκειμένου να καταφέρει να ενώσει Έλληνες και Τούρκους, στο αίτημα της αυτονόμησης της Δυτικής Θράκης, για να προλάβει τη διείσδυση της Βουλγαρίας στην περιοχή. Οι ιστορικοί πόλεμοι, Βαλκανικοί και Α' Παγκόσμιος, υπερδιπλασίασαν την έκταση της Ελλάδος, μείωσαν όμως τη βαρύτητα του Ελληνισμού στην Ανατολή. Οι Νεότουρκοι - αποδεδειγμένο ιστορικά γεγονός - παροτρυνόμενοι και βοηθούμενοι από τους Γερμανούς, άρχισαν να ετοιμάζουν απάνθρωπους διωγμούς κατά του γηγενή, από πολλές 1000ετηρίδες, ελληνικού πληθυσμού. Ο Χρύσανθος Φιλιππίδης υπήρξε Αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας από το 1913 έως το 1938. Το 1914 άρχισαν οι ομαδικές εκτοπίσεις από τη Θράκη και από τις άλλοτε Ιωνικές και Αιολικές ακτές της Μικράς Ασίας και γρήγορα επεκτάθηκε στην Ανατολή. Ο Χρύσανθος με όπλα του τα πνευματικά χαρίσματα: την πειθώ του λόγου του και την προσωπική του παρουσία, συγκράτησε στα σύνορα της μητροπολιτικής του επαρχίας τα κύματα ων διωγμών, αγωνιζόμενος στον 4ετη πόλεμο Ρώσων και Τούρκων, με ελάχιστες έως μηδαμινές ελληνικές απώλειες. Μυστικό του όραμα: η αρμονική και ειρηνική συμβίωση: Ελλήνων και Τούρκων. Το 1939 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών για μια διετία. Το 1940 αναγορεύθηκε Ακαδημαϊκός. Σε όλη τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής έζησε στην Αθήνα, μέχρι το τέλος της ζωής του το 1949.

14. Η 5ετής Βουλγαροκρατία στην Δυτική Θράκη (1913-1918)
Ο Θρακιώτης ιστορικός Κοσμάς Μυρτίλλος Αποστολίδης αναφέρει πως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912 και 1913 και ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) επέφεραν γενική αναστάτωση στην τουρκοκρατούμενη Θράκη. Συγκεκριμένα μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (27-7-1913), οπότε η Δυτική Θράκη παραχωρείται στη Βουλγαρία, πολλοί Τούρκοι από τη Βόρεια Θράκη (= Ανατολική Ρωμυλία) δηλαδή την βουλγαροκρατούμενη αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν στην τουρκική, ενώ οι Βούλγαροι της Ανατολικής Θράκης μετακινήθηκαν στη βουλγαρική. Οι Έλληνες της Δυτικής Θράκης μετακινήθηκαν στην Ελλάδα, που ήταν πέρα από το Νέστο. Αρχές Αυγούστου του 1913, απομακρύνθηκε η Ελληνική Διοίκηση από τη Δυτική Θράκη, ενώ οι βαρβαρότητες των Βουλγάρων κορυφώθηκαν. Από τους κατοίκους της Κομοτηνής οδηγήθηκαν σαν όμηροι στη Βουλγαρία, οι παρακάτω πρόκριτοι:

Ι. Βαρδάσης Μιλτιάδης, έμπορος, ΙΙ. Δάφτος Νικόλαος, καρβουνέμπορος, ΙΙΙ. Δημητρίου Παναγιώτης, έμπορος, IV. Ζερβαδάκης Σωκράτης, καταστηματάρχης, V. Καραπέτος Κωνσταντίνος, ιατρός, VI. Καραστεργίου Σταμάτης, πρόεδρος Συλλόγων Καπνεργατών. VII. Μαραμιλάκης Νικόλαος, ασφαλιστής, VIII. Μεταξάς Γαβριήλ, έμπορος, XI. Μπαλουκτσόγλου Αλέξανδρος, καπνέμπορος, X. Ντεμερτζόγλου Λάζαρος, καπνομεσίτης, XI. Ούτης Αναστάσιος, παντοπώλης, XII. Παπαλεξίου Αλέξανδρος, ποτοποιός, XIII. Παπαδόπουλος Παντελής, υφασματοπώλης, XIV. Παρασχίδης Χριστόφορος, καπνέμπορος, XV. Παστορίδης Φραντζής, έμπορος, XVI. Πλαστός Ιωάννης, γραμματέας, XVII. Πρωτούμης Χρήστος, καπνέμπορος, XVIII. Ράτος Ιωάννης, χαρτοπώλης, XIX. Σιμάτης Αδαμάκης, ιεροψάλτης, XX. Ταραβάκης Θεόδωρος, αργυραμοιβός και XXI. Παπαστεργίου Μιχαήλ, έμπορος.

Η παραχώρηση της Δυτικής Θράκης στη νικημένη Βουλγαρία προκάλεσε δυναμικές αντιδράσεις Ελλήνων και μουσουλμάνων. Με διαμαρτυρίες προς την Πύλη και τους πρέσβεις των ευρωπαϊκών κρατών στην Κωνσταντινούπολη ζητούν την αυτονομία τους, η οποία πραγματοποιείται στις 8 Αυγούστου του 1913 με έδρα την Κομοτηνή. Λειτουργεί σαν πραγματικό κράτος. Δυστυχώς όμως δεν εγγυάται την ασφάλεια στους κατοίκους. Οι Βούλγαροι μη μπορώντας να επιβληθούν στους Θράκες, καταφεύγουν σε τεχνάσματα. Υπόσχονται προνόμια στους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης. Μ’ αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να πάρουν με το μέρος τους επαναστάτες μουσουλμάνους και καταδιώκουν τους χριστιανούς Έλληνες με σφαγές, ατιμώσεις, ληστείες, φόνους, απαγωγές και εμπρησμούς. Απαγορεύεται ο εκκλησιασμός και η ελληνική γλώσσα. Η Δυτική Θράκη ερημώνεται με ταχύτατο ρυθμό. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τις περιουσίες τους και φεύγουν για την ελεύθερη Ελλάδα. Αναφέρει γνωστός ιστορικός: Μέσα σε διάστημα μισού αιώνα, από το 1885 έως και το 1944, οι Θρακιώτες υπέστησαν από τους Βουλγάρους, τους οποίους άλλοτε χρησιμοποιούσαν για βοηθητικές εργασίες, τόσες συμφορές, όσες δεν έπαθαν από τους Τούρκους σε διάστημα έξι αιώνων.

Κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου (1914 - 1918) οι Έλληνες της Θράκης υπέφεραν πολύ εξαιτίας των εκτοπισμών, της στρατιωτικής θητείας και της στέρησης των απολύτως αναγκαίων αγαθών. Η Βουλγαρία κατηγορήθηκε για εφαρμογή στυγνής πολιτικής εθνικής κάθαρσης σε βάρος του ελληνορθόδοξου και μουσουλμανικού στοιχείου κατά την 5ετή βουλγαρική κατοχή (1913-1918). Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1919, το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων στο Παρίσι επέβαλε εκκένωση της Δυτικής Θράκης από τους Βουλγάρους, απόφαση που επικυρώθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ (27-1-1919), σύμφωνα με την οποία η Βουλγαρία εγκατέλειπε όλες τις βλέψεις της στην περιοχή.

15. Η Διασυμμαχική Δυτική Θράκη και η Απελευθέρωση της Κομοτηνής
Σε αναμονή της τελικής επίλυσης της Δυτικής Θράκης, η Αντάντ εγκαθίδρυσε με απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου των Συμμάχων: Προσωρινή Διασυμμαχική Διοίκηση στις 23 Οκτωβρίου του 1919. Το νέο αυτόνομο κρατίδιο της Διασυμμαχικής Θράκης, με πρωτεύουσα την Κομοτηνή, ετέθη υπό την εποπτεία του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων της Ανατολής Φρανσαί ντ’ Εσπεραί, με στρατηγό τον Σαρλ Αντουάν Σαρπύ να αναλαμβάνει τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση αυτής της ιδιαίτερης πολιτειακής οντότητας. Αυτή η γαλλοκρατούμενη αυτόνομη πολιτεία της Δυτικής Θράκης, λειτούργησε για ένα 7μηνο: από τον Οκτώβριο του 1919 έως το Μάιο του 1920. Στη Δυτική Θράκη εγκαταστάθηκε Διασυμμαχικός έλεγχος των νικητών του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Σώθηκαν επιστολές που δείχνουν την αγωνιώδη προσδοκία των Ελλήνων κατοίκων της Δυτικής Θράκης και απεικονίζουν καθαρά το άστατο πολιτικό κλίμα της ταραγμένης εκείνης περιόδου. Είναι γραμμένες στις μέρες εκείνες της μεγάλης αναμονής, από τον μεγαλοβιομήχανο της τότε Γκιουμουλτζίνας Μιχαήλ Στάλιο, ο οποίος λόγω της προστασίας που του παρείχε η ξένη υπηκοότητά του (Αυστριακή), όπως μας θυμίζει ο Αντώνης Ρωσσίδης, ήταν από τους ελάχιστους Έλληνες, που είχαν απομείνει στη Δυτική Θράκη, μετά το 1914. Οι επιστολές του απευθύνονται προς τον Λύσσανδρο Σκουτέρη, τον Ηπειρωτικής καταγωγής δυναμικό επιχειρηματία της Κομοτηνής, ο οποίος τότε έμενε στη Δράμα, μετά την επάνοδο του από την ομηρία στη Βουλγαρία. Σε μια από αυτές γραμμένη στην Κομοτηνή, στις 30 Ιουλίου του 1919, αναφέρει ο Στάλιος στο Σκουτέρη: "Χθες το απόγευμα έφτασε ο general Franchai d’ Esperey (= ο στρατηγός Φρανσαί ντ’ Εσπεραί). Έκανε ένα γύρο στην αγορά και το βράδυ και πέρασε και από το σπίτι μου, χωρίς όμως να καθίσει. Στη συνέχεια πήγε στο Σταθμό των τρένων και από κει στην Ξάνθη, όπου και έμεινε τη νύχτα. Λένε ότι επισκέφθηκε και τους στρατώνες. Σήμερα το μεσημέρι πέρασε από την πόλη μας, ερχόμενος από την Ξάνθη και μεταβαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη. Μια επιτροπή από μερικούς μουσουλμάνους τον επισκέφθηκε, για να χαιρετήσουν το στρατηγό στο σταθμό μας. Αυτός τους συμβούλευσε να καθίσουν και να μένουν ήσυχοι, διότι αυτά τα μέρη επιδικάσθησαν από τη συνδιάσκεψη του Παρισιού στους Έλληνες. Να κοιτάξουν να μη τρέξει κανενός η μύτη αίμα. Θα περάσει καλά με τους Έλληνες είναι μεγάλο βασίλειο. Οι μουσουλμάνοι παραπονέθηκαν και είπαν: Να μη μας μεταχειρισθούν οι Έλληνες, όπως οι Βούλγαροι και μας ξεγυμνώσουν. Μη φοβάσθε απαντά ο General (= Στρατηγός). Οι Έλληνες είναι πλούσιοι και δεν έχουν ανάγκη να ξεγυμνώνουν. Θα σας διοικήσουν καλά, αρκεί και σεις να είσθε φρόνιμοι".

Στο μεταξύ οι συμμαχικές δυνάμεις κατέλαβαν το σύνολο της Δυτικής Θράκης, από το Πόρτο Λάγος έως και την Αλεξανδρούπολη στις αρχές του Οκτωβρίου τον 1919. Οι περισσότεροι μελετητές συγκλίνουν στην εκτίμηση πως το 1919 ο πληθυσμός της Διασυμμαχικής Θράκης ήσαν μεταξύ 206.000 και 212.000 κατοίκων. Σύμφωνα με στοιχεία της Διασυμμαχικής Διοίκησης τα θρησκεύματα των κατοίκων της Δυτικής Θράκης ήσαν: Μουσουλμάνοι, Έλληνες ορθόδοξοι, Βούλγαροι Εξαρχικοί, Εβραίοι, Αρμένιοι και ξένοι υπήκοοι κυρίως καθολικοί Λεβαντίνοι, που παρά το μικρό μέγεθός τους είχαν μεγάλο πολιτικό εκτόπισμα, με διεθνείς συνδέσεις και οικονομική δύναμη.

Το μουσουλμανικό στοιχείο συγκροτούσαν: Τουρκογενείς, Πομάκοι και Ρομά Αθίγγανοι. Κατά τα χρόνια της Βουλγαροκρατίας, πρέπει να αναφέρω πως υπήρξε εξαναγκαστικός εκπατρισμός 70.000 Ελλήνων και σχεδόν 50.000 μουσουλμάνων, από το 1913 έως και το 1919, με την παράλληλη εγκατάσταση στη Δυτική Θράκη Βουλγάρων εποίκων. Με τον τερματισμό της Βουλγαροκρατίας πολλοί Δυτικο-Θρακιώτες πρόσφυγες επέστρεψαν, ενώ αρκετοί επέλεξαν να παραμείνουν στις νέες κατοικίες τους, στην ελεύθερη Ελλάδα, ιδίως στη Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα. Με διάταγμα του αρχιστράτηγου Φρανσαί ντ’ Εσπεραί, στις 21-12-1919, αναδείχθηκε 15μελές τοπικό και αντιπροσωπευτικό Ανώτατο Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελούσαν 5 Έλληνες, 5 Μουσουλμάνοι, 2 Βούλγαροι, 1 Αρμένιος (Κεβορκιάν), 1 Εβραίος (Καράσσο) και 1 Λεβαντίνος. Πρόεδρος ο γαλλομαθής Εμμανουήλ Δουλάς, από την Αλεξανδρούπολη, που εξελέγη στις 22-3-1920, από το Ανώτατο Διοικητικό Συμβούλιο και την 4μελή Διαρκή Επιτροπή, η οποία είχε 2 Έλληνες, 1 Οθωμανό και 1 Βούλγαρο. Από τους μουσουλμάνους που διακρίνονται σε παλαιότερους και νεότουρκους εθνικιστές, οι παλαιότουρκοι συνεργάσθηκαν με τους Έλληνες και ανέτρεψαν πιθανές συνεργασίες μεταξύ Βουλγάρων εθνικιστών και νεότουρκων εθνικιστών, αναφέρει εφημερίδα της εποχής. Η κρίσιμη ψηφοφορία έλαβε χαρακτήρα δημοψηφίσματος και ενίσχυσε τον διπλωματικό αγώνα του Βενιζέλου στο Παρίσι, για την απόδοση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα.

Την ίδια χρονιά η ελληνική κυβέρνηση στέλνει στην Κομοτηνή τον Χαρίσιο Βαμβακά σαν Αρμοστή Θράκης, στενό συνεργάτη του Ελευθέριου Βενιζέλου. Την προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων, στη λεπτή αυτή φάση της ιστορίας της Δυτικής Θράκης ανέλαβε ο Χαρίσιος Βαμβακάς. Αγωνίσθηκε για την αποτροπή της διάδοσης της ιδέας για την αυτονομία της Δυτικής Θράκης. Η προπαγάνδα της αυτονομίας καλλιεργήθηκε έντονα κάτω από τη Γαλλική προστασία, κατά την περίοδο της διασυμμαχικής κατοχής. Στην κίνηση αυτή πρωτοστάτησε ο Τζαφέρ Ταγιάρ. Η σταδιακή, αλά συστηματική παλιννόστηση των Ελλήνων προσφύγων στη Δυτική Θράκη, άρχισε σιγά - σιγά να δίνει ελληνικό χαρακτήρα σ’ αυτόν τον γεωγραφικό χώρο, που συνδυαζόταν με την ανάλογη φυγή των Βουλγαρικών πληθυσμών. Οι εξελίξεις κορυφώθηκαν μετά το Φεβρουάριο του 1920, ύστερα από επαφές των Βουλγάρων Κομιτατζήδων και των Τούρκων κομιτατικών, με επικεφαλής τον Τζαφέρ Ταγιάρ, αντιπρόσωπο του Μουσταφά Κεμάλ. Παρά τις μεμονωμένες αυτές κινήσεις, η μεγαλύτερη πλειοψηφία του μουσουλμανικού στοιχείου ήταν διατεθειμένη να δεχθεί την ελληνική κυριαρχία, σημειώνει ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος. Η τελευταία πράξη του Θρακικού ζητήματος έλαβε χώρα μεταξύ 18 και 24 Απριλίου στη Διάσκεψη Κορυφής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, όπου η Αντάντ έδωσε την έγκριση στην Ελλάδα για την κατάληψη του συνόλου της Θράκης, αναφέρει ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου. Οι απελευθερωτικές επιχειρήσεις άρχισαν από τη στρατιά της Θράκης στις 14 Μαΐου 1920, αφού εξουσιοδοτήθηκε η ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από σκληρή πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Χαρίσιου Βαμβακά, από την Ανώτατη Συμμαχική Διοίκηση να καταλάβει τη Δυτική Θράκη. Η 9η Μεραρχία που στρατοπέδευσε στο ελεύθερο τρίγωνο της Θράκης, με Διοικητή το στρατηγό Λεοναρδόπουλο, έφθασε σιδηροδρομικά στο Πύθιο στις 15 Μαΐου. Η 11η Μεραρχία Σερρών που βρισκόταν στην κοιλάδα του Νέστου, με διοικητή τον Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη κατέλαβε τις διαβάσεις προς τη Βουλγαρία και στρατωνίστηκε στην Κομοτηνή.

Η Μεραρχία Ξάνθης με αρχηγό τον θρυλικό Κωνσταντίνο Μαζαράκη - Αινιάν αποβιβάστηκε στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί εγκαταστάθηκε και το στρατηγείο με διοικητή τον Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη και επιτελάρχη τον Ιωάννη Καλογερά. Εκείνη τη μέρα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μεταξύ των άλλων δήλωσε στη Βουλή: ‘’Κύριοι βουλευταί, λαμβάνω την τιμήν να ανακοινώσω εις την Βουλήν ότι ...η κατάληψις της Δυτικής Θράκης εγένετο εν απολύτω τάξει, χωρίς την δημιουργίαν ουδενός λυπηρού επεισοδίου’’. Λίγες μέρες αργότερα η Δυτική Θράκη απελευθερωνόταν και τυπικά.

Η Ανατολική Θράκη απελευθερώθηκε λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1920, αφού κατατροπώθηκε από τον ελληνικό στρατό το κίνημα του Τζαφέρ Ταγιάρ στην Αδριανούπολη. Στο αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών υπάρχουν πολλά έγγραφα που μαρτυρούν τη φροντίδα των ελληνικών αρχών για την επιτυχία της επιχείρησης, αναφέρει η Καλ. Παπαθανάση - Μουσιοπούλου. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε και στην Ανατολική Θράκη ο Επαμ. Ζυμβρακάκης και ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος. Η είδηση της απελευθέρωσης της Θράκης, Ανατολικής και Δυτικής, ενθουσίασε τους Θράκες πρόσφυγες της Θεσσαλονίκης. Στα μέτωπα της Θράκης ακολουθούσε τα ελληνικά στρατεύματα ο μισοξεχασμένος σήμερα Μυτιληναίος Λαϊκός ποιητής Θεμιστοκλής Δημητρούλης, εμψυχώνοντας τους μαχητές με τα πατριωτικά ποιήματά του. Ενδεικτικά ακολουθούν λίγοι στίχοι, σχετικοί με τους αγώνες της Θράκης. Όπως κατεβαίνει ο Έβρος σαν θολός και ανταριασμένος / από ποταμοσύρματα, συνρίμμια φορτωμένος. / Κόρη μου πολυπόθητη, Θράκη μου ζηλεμένη / έτσι ο στρατός μας θα χυθεί, βαρειά αρματωμένος / να σπάσει σκλαβοσίδερα, γίγας αντρειωμένος! 

Η απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης ολοκλήρωσε το μεγαλόπνοο όραμα της ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΗΠΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ 5 ΘΑΛΑΣΣΩΝ που έγινε πραγματικότητα με τη Συνθήκη των Σεβρών, τον Αύγουστο του 1920. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή όμως και συγκεκριμένα το Νοέμβριο του 1922, με την ανακωχή των Μουδανιών, δόθηκε προσωρινά στην Τουρκία, αλλά και τελεσίδικα με τη Συνθήκη της Λωζάνης, τον Ιούλιο του 1923. Και έτσι ακρωτηριάστηκε οριστικά "Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ" την υλοποίηση της οποίας οραματίσθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Αυτό ήταν και το τελευταίο μέρος του ιστορικού άρθρου, αφιερωμένου στα Ελευθέρια της Κομοτηνής (προηγήθηκαν στις δύο προηγούμενες εκδόσεις της εφημερίδας τα Μέρη Α’ και Β’)

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr