Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος
Το Πάμφορο είναι κτισμένο μέσα στον κάμπο, γι' αυτό και η ονομασία του οφείλεται στην εύφορη γη του. Βρίσκεται σε υψόμετρο 21 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Είναι μικτό χωριό που κατοικείται από χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό κατάγονται από τα Μάλγαρα της Ανατολικής Θράκης, το Ντεβετζίκιοι (Εύανδρο) Ανατολικής Θράκης και 1-2 οικογένειες από άλλα μέρη της Ανατολικής Θράκης.
Στα Μάλγαρα οι κάτοικοί του ήταν όλοι Έλληνες, στην απογραφή δε του 1920 είχε περί τους 4.400 κατοίκους. Είχε νηπιαγωγείο, παρθεναγωγείο και 6τάξια Αστική Σχολή με τρεις διδασκάλους και τρεις διδασκάλισσες. Δύο ήταν οι εκκλησίες του, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Χαραλάμπους. Στις 4 Ιουλίου του 1913 ο τουρκικός στρατός στα Μάλγαρα όπως και στα γύρω χωριά έβαλε φωτιά στα σχολεία, στις εκκλησίες, και στα σπίτια τους αφού λεηλάτησε, ατίμασε και έσφαξε. Από τα Μάλγαρα 160 οικογένειες τράπηκαν γυμνοί σε φυγή εγκαταλείποντας τα χιλιάδων ετών πάτρια εδάφη τους, επέστρεψαν το 1920 με την κατάληψη της περιοχής από τον ελληνικό στρατό.
Το 1922 όμως με την παράδοση στους Τούρκους της Ανατολικής Θράκης αναχώρησαν με όλους τους κινδύνους, τις κακουχίες και την εξαθλίωση και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας. Όπως και μια ομάδα από αυτούς στο Πάμφορο. Το Ντεβετζίκιοϊ (Εύανδρο) Μαλγάρων Ραιδεστού είχε περίπου 150 σπίτια με 750 κατοίκους όλους ελληνικής καταγωγής. Κάθε οικογένεια ζούσε σε σπίτι μέσα σε έκταση 15 στρεμμάτων. Κάθε σπίτι είχε το κελάρι του με το στάβλο, τον αχυρώνα, το κοτέτσι, τον φούρνο, το αλώνι και τον κήπο του.
Κεντρική εκκλησία είχε τον Άγιο Ιγνάτιο που κτίστηκε το 1863. Την εικόνα του την έφεραν οι πρόσφυγες από τον Εύανδρο στην Εκκλησία της Μέσης. Είχε Γραμματοδιδασκαλείο με 30 μαθητές.
Οι κάτοικοι του όσοι πλήρωναν χρυσές λίρες εξαγόραζαν την θητεία τους, οι υπόλοιποι έφευγαν στα βουνά και κρύβονταν, όπου και εξοπλίζονταν, προστατεύοντας έτσι και το χωριό τους όπως και τα γύρω χωριά. Οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να πλησιάσουν, μάλιστα απέτρεψαν πολλές φορές στο κάψιμο από τους άτακτους Τσέτες και των διπλανών χωριών του Μαχμούτ-κιοϊ, του Αλμαλί και άλλων. Γι' αυτό το Εύανδρο το έλεγαν και Λεβεντοχώρι.
Στο Εύανδρο είχε και πολλά μοναστήρια όπως του Αγίου Ιωάννη, της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Κυριακής με το Αγίασμα στο πάτωμά του. Το 1922 όταν ενημερώθηκαν από τον ελληνικό στρατό ότι πρέπει να εγκαταλείψουν το χωριό τους αμέσως άρχισαν να προετοιμάζονται για την αναχώρησή τους. Έτσι φόρτωσαν τα κάρα τους με σπόρους, με τρόφιμα και λίγα ρούχα, όσα ζώα δεν θα τα έπαιρναν μαζί τους τα άφησαν ελεύθερα. Έτσι μαζί με τα υπόλοιπα ζώα τους πήρανε τον δρόμο της προσφυγιάς.
Η πορεία τους ήταν δύσκολη και επικίνδυνη, παντού σκοτωμένοι και δέχονταν μικρές επιθέσεις από άτακτους Τσέτες για να τους ληστέψουν. Συνεχίζοντας έφτασαν στα Ύψαλα. Αφού διάβηκαν τον Εργίνη ποταμό μέσω μιας στρατιωτικής γέφυρας πάνω σε βάρκες πέρασαν τον Έβρο ποταμό στην περιοχή του Σουφλίου. Από εκεί μετά από 5 ημέρες έφτασαν στην Αλεξανδρούπολη, φόρτωσαν στο τρένο τα υπάρχοντά τους και έφτασαν στην Κομοτηνή. Τελικά περί τις 5 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην Μέση, 10 οικογένειες στο Λοφάριο, 15-20 στην Ξυλαγανή, 50 περίπου στον Ίμερο και 15 οικογένειες στο Πάμφορο, όπως και ορισμένες μεμονωμένες οικογένειες σκόρπισαν σε διάφορα άλλα μέρη.
Οι οικογένειες των πρωτοεγκατασθέντων προσφύγων στο Πάμφορο ήταν των: Αραμπατζή, Ανθουλίδη, Αναγνωστόπουλου, Ανδρέου, Αλτίδη, Αυτζόγλου, Αναγνώστου, Γκαϊντατζή, Γκαλαγκτότση, Γκοτσίδη, Γιαννακίδη, Δάκα, Ζεϊμπέκη, Δαλματζή, Δουμπουλάκη, Ηλιόγλου, Καραπαναγιώτη, Καμενίδη, Καμπουρίδη, Καραγκιοζίδη, Κυρτζίκη, Καραολάνη, Κοντίδη, Μολλά, Μαγγανά, Μπακάλμπαση, Μπακιρτζή, Νεστορίδη, Ξανθόπουλου, Παπακώστα, Σταυρακίδη, Σημειονόπουλου, Τουφεξή, Σημειονίδη, Τσομπανίδη, Τουφεξίδη, Φωτεινόπουλου, Χειράκη, Χαμζά, Χρυσαφίδη και Τσακμακίδη.
Όταν ήλθαν λοιπόν στο χωριό η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων τους μοίρασε τα οικόπεδα, μέχρι όμως να χτίσουν τα σπίτια τους με πλιθιά, φιλοξενήθηκαν σε σπίτια μουσουλμάνων του Παμφόρου όπως και των γύρω χωριών του Βάκου και άλλων.
Τις πρώτες μέρες της εγκατάστασής τους λόγω των ταλαιπωριών απεβίωσε ο Αραμπατζής Αναστάσιος, επειδή όμως ακόμα δεν τους είχε παραχωρηθεί έκταση για νεκροταφείο ο τσιφλικάς του χωριού Αμέτ Αγάς, τους παραχώρησε δωρεάν 1,5 στρέμμα για να το χρησιμοποιήσουν για νεκροταφεία στα οποία ενταφιάζουν τους νεκρούς τους μέχρι και σήμερα.
Ο πρώτος εφημέριος του χωριού ήταν ο παπά-Γιώργης από το Αρσάκειο που ερχότανε από το χωριό του με το γαϊδουράκι.
Οι πρόσφυγες με τον ξεριζωμό τους έφεραν με το κάρο την καμπάνα της εκκλησίας τους, τις εικόνες του Χριστού, του Αγίου Μηνά, της Αγίας Παρασκευής και της Παναγίας που προσεύχεται με ανοιχτά τα χέρια και τις τοποθέτησαν στην εκκλησία του χωριού. Μετά από χρόνια η καμπάνα ανταλλάχτηκε από μια νέα και μεγαλύτερη μεν αλλά όχι όπως τον γλυκό ήχο που έβγαλε η πρώτη καμπάνα.
Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 τρεις νέοι δεν επέστρεψαν πίσω στο χωριό ζωντανοί γιατί έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα ήταν οι: Γκαλαγκότσης Κωνσταντίνος του Αθανασίου, Δαλματζής Χρυσάφης και Νεστορίδης Παναγιώτης.
Το 1941 μέχρι το 1944 κατά την Βουλγαρική Κατοχή οι Βούλγαροι έποικοι είτε έμειναν μαζί με τους Έλληνες στα σπίτια τους απομονώνοντάς τους σε ένα δωμάτιο, είτε τους πήρανε τα σπίτια τους, βάζοντάς τους να διαμένουν ανά δύο-τρεις οικογένειες σε ένα σπίτι ή στους στάβλους, τους μουσουλμάνους δεν τους πείραζαν.
Κατέσχεσαν το μεγαλύτερο μέρος των χωραφιών τους και με την πρώτη ευκαιρία "πλήρωναν" τους Έλληνες χριστιανούς με το γνωστό βουλγάρικο ξύλο. Για κάποιο διάστημα έστειλαν και 5-6 άνδρες του χωριού για καταναγκαστική εργασία στην Βουλγαρία (Ντουρντουβάκια). Ευτυχώς όλοι γύρισαν πίσω.
Κεντρικός ναός του χωριού είναι ο ναός του Αγίου Γεωργίου με εφημέριο τον πρεσβύτερο Παύλο Δολαπσόγλου. Στα νεκροταφεία υπάρχει επίσης και το παρεκκλήσι των Αγίων Αναργύρων.
Μέχρι κάποια χρόνια υπήρχε στο χωριό μια μονάδα εκτροφής 800 περίπου στρουθοκαμήλων από δύο τότε πρωτοπόρους σ' αυτό το επάγγελμα κατοίκους που εκμεταλλεύονταν το κρέας τους, τα φτερά τους, τα αβγά και άλλα.
Στο χωριό ο άξιος επαίνου δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος που λειτουργεί από το 1995 στο χώρο του κλειστού Δημοτικού Σχολείου διατηρεί ένα μικρό λαογραφικό μουσείο από δωρεές των χωριανών τους, όπως ρούχα ανδρικά και γυναικεία φερμένα από τις αλησμόνητες πατρίδες, κεντήματα, υφαντά, αργαλειό, γεωργικά εργαλεία, καθημερινά σκεύη της νοικοκυράς, κούνια για το μωρό και πολλά άλλα. Κάθε χρόνο δε αναβιώνει στο χωριό τα έθιμα που έφεραν οι πρόγονοί τους από την Ανατολική Θράκη.
Το έθιμο της συγχώρεσης: Το βράδυ της Αποκριάς οι νεότεροι ζητούν από τους ηλικιωμένους συγχώρεση για πιθανές παρεξηγήσεις.
Το κάψιμο των ψύλλων: Τα ξημερώματα της πρώτης μέρας του Μάρτη αφού ανάψουν φωτιές με τα αχυρένια στρώματα πηδούν τρεις φορές πάνω από τις φωτιές φωνάζοντας "έξω οι ψύλλοι μέσα ο Μάρτης".
Το "κλέψιμο" της κινητής περιουσίας των χωριανών: Την Παρασκευή των πρώτων Χαιρετισμών της Παναγίας που είναι παραμονή της γιορτής των Αγίων Θεοδώρων. Αυτή την βραδιά τα παλικάρια του χωριού "κλέβουν" τα κάρα, τις πλατφόρμες, τις γλάστρες και άλλα πολλά από τις αυλές των σπιτιών των κοριτσιών και τα συγκεντρώνουν στην πλατεία. Πολλές φορές παλιά τμήματα των αμαξιών τα κρεμούσαν στα γύρω δέντρα. Την άλλη μέρα οι γονείς των κοριτσιών τα έπαιρναν πίσω και τα κορίτσια προσπαθούσαν να μάθουν ποιος ήταν αυτός που πρωτοπάτησε στο "κλέψιμο" του δικού τους κάρου που σήμαινε ότι την ήθελε.
Οι Λαζαρίνες: Κάθε Σάββατο του Λαζάρου οι γυναίκες του Συλλόγου πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και λένε τα κάλαντα μαζεύοντας αβγά τα οποία τα βάφουν την Μεγάλη Πέμπτη και τα μοιράζουν στους χριστιανούς. Παλιά τα κοριτσάκια κρατώντας από ένα καλαθάκι το καθένα πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα με μια στολισμένη με λουλούδια κούκλα του Λαζάρου. Σε κάθε σπίτι οι νοικοκυρές έβαζαν αβγά στα καλαθάκια τους και μαζί με την κούκλα του Λαζάρου θυμιάτιζαν για το καλό όλο το σπίτι, τα παιδάκια δε τα μετέφεραν στα σπίτια τους προκειμένου να τα βάψουν την Μεγάλη Πέμπτη.
Η Βασιλόπιτα: Την βασιλόπιτα την έφτιαχναν με τυρί και γλυκιά κρέμα, βάζοντας μέσα αντί για κέρμα σημαδάκια για τα ζώα τους, τα χωράφια τους, τα αμπέλια, το σπίτι κλπ, οπότε όποιο κομμάτι τύχαινε πίστευαν ότι ήταν τυχερό αυτόν τον χρόνο όπως και η σοδιά τους.
Το κρέμασμα των σκύλων: Ένα βάρβαρο έθιμο που δεν εφαρμόζει βέβαια ο Σύλλογος άλλωστε έχει εκλείψει πριν πολλά χρόνια από την δεκαετία του 1960 ήταν το κρέμασμα των σκύλων που εφαρμοζόταν στην Ανατολική Θράκη και ερχόμενοι οι πρόσφυγες το έφεραν και εδώ. Το έκαναν γιατί πίστευαν ότι έτσι θα έχουν καλή παραγωγή από τα σπαρτά τους.
Κάθε αρχές Ιουλίου ο Σύλλογος διοργανώνει το καλοκαιρινό αντάμωμα των απανταχού Παμφοριωτών ούτως ώστε κανείς χωριανός τους να μην αποκοπεί από τις ρίζες του χωριού του.
Πηγές
Γιαννή Ευγενία Καμενίδου
Αραμπατζής Αναστάσιος
Δημήτριος Παπουλιάς - Από τον Εύανδρο στην Μέση
Αραμπατζής Νικόλαος
Ξανθοπούλου Ευαγγελία
Αραμπατζής Δημήτριος
Ξανθοπούλου Νίκη
Βρείτε τα τελευταία νέα της Κομοτηνής, της Ροδόπης και της Θράκης ευρύτερα
στο Google News του www.xronos.gr
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News