Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Στην Αγροτική Ματιά του Ράδιο Χρόνος 87,5fm μίλησε ο καλλιεργητής λεβάντας Δημήτρης Παιδαράκης
Ολοένα και αυξάνεται το ενδιαφέρον των αγροτών της Θράκης και όχι μόνο, για την καλλιέργεια αρωματικών φυτών με κυρίαρχη αυτήν της λεβάντας. Στην Ροδόπη υπολογίζεται ότι καλλιεργούνται συνολικά 2.000 στρέμματα με αρωματικά φυτά, μέγεθος που αυξάνεται διαρκώς παρότι πολλές από τις προσπάθειες δεν είναι συντονισμένες, αλλά εναπόκεινται μόνο στην προσωπική έρευνα και προσπάθεια ενός αγρότη.
Στην εκπομπή Αγροτική Ματιά του Ράδιο Χρόνος 87,5 (μεταδίδεται κάθε Πέμπτη 10:00 με 12:00) και στους Σάκη Αντωνίου και Κυριάκο Κρόκο μίλησε ο νέος αγρότης από την Πόρπη Δημήτρης Παιδαράκης παρουσιάζοντας την δική του εμπειρία από την λεβάντα την οποία καλλιεργεί τα τελευταία δύο χρόνια σε 13 στρέμματα.
Ο ίδιος έχει ως κύρια καλλιέργεια το βαμβάκι το οποίο και χαρακτηρίζει ως «λευκό χρυσό», ωστόσο προχώρησε στην συγκεκριμένη επιλογή «με χαρτί και με μολύβι» όταν διαπίστωσε ότι κάποια χωράφια του δεν ήταν αρκούντως αποδοτικά.
«Η λεβάντα είναι μία πολύ καλή και ανθεκτική καλλιέργεια που όμως θέλει δουλειά. Δεν αντιμετωπίζει φυτοπροστατευτικά προβλήματα, δεν χρειάζεται σοβαρή λίπανση, αποδίδει σε ασβεστώδη και αδύναμα χωράφια, ενώ έχει και πολύ χαμηλές απαιτήσεις σε νερό» δηλώνει ο κος Παιδαράκης για να αποκαλύψει ότι το αρχικό κόστος εγκατάστασης είναι το βασικό έξοδο.
Η επιλογή του πολλαπλασιαστικού υλικού είναι επίσης ένα άλλο σοβαρό ζήτημα που συνδέεται απόλυτα με τις επιδιώξεις του παραγωγού αλλά και των αγορών στις οποίες θέλει να απευθυνθεί. Μεγάλη αγορά με παράδοση στην καλλιέργεια της λεβάντας είναι η γειτονική Βουλγαρία την οποία πολλοί παραγωγοί επιλέγουν, ωστόσο ο Δημήτρης Παιδαράκης αποφάσισε να προμηθευτεί τα δικά του φυτά από την Ελλάδα «επειδή πρόκειται για ποικιλίες που έχουν αναπτυχθεί και εγκλιματιστεί στην Ελλάδα».
Η προμήθεια των φυτών, η παρακολούθηση της ανάπτυξης, η συμβουλή για τις παρεμβάσεις αλλά και η συλλογή, μεταφορά, απόσταξη και διάθεση του λαδιού που προκύπτει, γίνονται από συνεργαζόμενη εταιρεία και έτσι η καλλιέργεια αποκτά χαρακτηριστικά συμβολαιακής γεωργίας. Όταν το προϊόν απευθύνεται σε φαρμακοβιομηχανίες ή μεγάλες εταιρείες καλλυντικών, τότε και η τιμή που μπορεί να απολαύσει ο παραγωγός είναι μεγαλύτερη αρκεί το προϊόν που θα αποσταχθεί να έχει συγκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Τα πρώτα χρόνια βέβαια της πολυετούς καλλιέργειας - η λεβάντα έχει χρόνο ζωής τα 13 περίπου χρόνια - ο παραγωγός θα πρέπει να κάνει υπομονή προκειμένου να γίνει η απόσβεση του κόστους της εγκατάστασης, της αγοράς του υλικού κλπ.
Και ενώ θα περίμενε κανείς τα αρωματικά φυτά να ενταχθούν στο νέο πρόγραμμα της βιολογικής που έκλεισε τις μέρες αυτές, εντούτοις το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης τα εξαίρεσε υποχρεώνοντας πραγματικούς βιοκαλλιεργητές να καλύψουν το αναγκαίο για τις πιστοποιήσεις κόστος από δικά τους έξοδα, εν αντιθέσει με άλλες καλλιέργειες όπως η μηδική ή ακόμη και τα χορτολίβαδα που κρίθηκαν ως επιλέξιμα.
«Φτάνω σε ένα σημείο να πληρώνω με όρους συμβατικής γεωργίας ενώ είμαι βιοκαλλιεργητής» δηλώνει με παράπονο ο κος Παιδαράκης αναφερόμενος στις σοβαρές ευθύνες στρατηγικού σχεδιασμού της κεντρικής διοίκησης που μιλά για αναδιάρθρωση καλλιεργειών αλλά στην πράξη δεν την ενισχύει.
Ως προς το κέρδος ο ίδιος αποκαλύπτει ότι από ένα συμβατικό χωράφι λεβάντας η κατώτερη πρόσοδος που μπορεί να πάρει κάποιος παραγωγός είναι 150 ευρώ το στρέμμα και μπορεί να φτάσει τα 250 ή και τα 300 ευρώ το στρέμμα, αποδόσεις διόλου ευκαταφρόνητες αν τις συγκρίνει κανείς με τα σιτηρά ή άλλες καλλιέργειες που επιλέγονται συνήθως για λιγότερο αποδοτικά χωράφια.
Η πρώτη συλλογή της λεβάντας έγινε με το χέρι ενώ από τον δεύτερο χρόνο η συλλογή γίνεται μηχανικά. Η χορτονομή κόβεται και αυθημερόν μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη για απόσταξη με τιμές που συμφωνεί ο έμπορος με τον παραγωγό ανάλογο με την ποιότητα του προϊόντος και την αγορά στην οποία θα απευθυνθεί.
Στοίχημα μεγάλο για την περιοχή μας είναι η δημιουργία μίας ομάδας παραγωγών αρωματικών φυτών και εντέλει η ολοκληρωμένη διαχείριση της παραγωγής, δηλαδή η δημιουργία αποστακτηρίου του αιθέριου ελαίου και η διάθεσή του στην αγορά κάτι που προϋποθέτει συνεργατική κουλτούρα και τολμηρούς ανθρώπους.
Η αρχή έγινε. Στο χέρι των αγροτών είναι τα βήματα που θα ακολουθήσουν να είναι τα σωστά ώστε το προϊόν να σταθεί στον τόπο, που ούτως ή άλλως έχει παράδοση διαχρονικά σε αυτό και να μην ακολουθήσει την τύχη της μέντας και άλλων προσπαθειών που όλοι θυμόμαστε πως ναυάγησαν.
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News