Χρ. Τοψίδης: Με σταθερά βήματα και πνεύμα συνεργασίας η Περιφέρεια ΑΜΘ αλλάζει
Στον 20ο αιώνα, και ειδικότερα στις δεκαετίες 1960 και 1970 οι κοσμικοί «προφήτες» διαλαλούσαν πως η χριστιανική πίστη σβήνει, πεθαίνει. Είναι πλέον φανερό ότι διαψεύστηκαν.
Στην εποχή μας η επιστήμη χαίρει γενικής αποδοχής και εκτίμησης λόγω των πολυάριθμων επιτευγμάτων της αλλά και της ωφελιμότητας που αυτά έχουν στην ανθρώπινη ζωή. Ταυτόχρονα είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι της εποχής μας συνεχίζουν να θρησκεύονται και μάλιστα σε εντυπωσιακό βαθμό. Τα τελευταία χρόνια έχει εκδηλωθεί αρκετό ενδιαφέρον για τη σχέση της χριστιανικής πίστης με τις φυσικές επιστήμες. Είναι άραγε σύμμαχοι ή εχθροί; Τον 19ο αιώνα υπήρχε η ιδέα ότι η επιστήμη και η θρησκεία συγκρούονταν σε μόνιμη βάση. Πολλοί πίστευαν τότε πως αν κάνεις επιστήμη δεν μπορείς να πιστεύεις στον Θεό και αν πιστεύεις στον Θεό δεν μπορείς να είσαι επιστήμονας. Υπάρχουν βέβαια και σήμερα αρκετοί που εξακολουθούν να το πιστεύουν χωρίς να ενδιαφέρονται να εξακριβώσουν αν είναι αλήθεια. Ο Καρλ Μαρξ είπε κάποτε πως η συνεχής επανάληψη κάποιων λόγων που ουσιαστικά δεν είναι αληθείς, δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι αξιόπιστοι. Έτσι, έχουν φτάσει στ’ αυτιά μας από το παρελθόν διάφορα λόγια που είτε είναι επιπόλαια είτε κακόβουλα, που επαναλαμβάνονται και εξακολουθούν να μας επηρεάζουν. Πολλοί επίσης αγνοούν ότι υπάρχει σεβαστός αριθμός χριστιανών επιστημόνων που συνδυάζουν την πίστη τους στον Θεό με την άσκηση της επιστημονικής δραστηριότητας.
Στον 20ο αιώνα, και ειδικότερα στις δεκαετίες 1960 και 1970 οι κοσμικοί «προφήτες» διαλαλούσαν πως η χριστιανική πίστη σβήνει, πεθαίνει. Είναι πλέον φανερό ότι διαψεύστηκαν.
Ποια όμως είναι η αλήθεια; Για περισσότερα από τριακόσια χρόνια, μεταξύ της ανόδου της μοντέρνας επιστήμης στα 1500 μ.Χ. και ως τα τέλη του 1800, η επιστήμη και η θρησκεία μπορούν να χαρακτηριστούν ως σύμμαχοι. Ο Loren Eiseley έχει πει με έμφαση πως η επιστήμη είναι «ένας επινοημένος πολιτισμικός θεσμός» που απαιτεί «μοναδικό έδαφος» ώστε να καρποφορήσει. Οι ιστορικοί της επιστήμης αναγνωρίζουν σήμερα τον απαραίτητο ρόλο που έπαιξε η χριστιανική πίστη στην άνοδο και ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης, η οποία δεν προέκυψε στην Ανατολή ή στην Αφρική αλλά στον Δυτικό πολιτισμό. Γιατί αυτό; Διότι η χριστιανική πίστη επέδρασε καταλυτικά στον Δυτικό πολιτισμό. Η χριστιανική πίστη αντιλαμβάνεται τον φυσικό κόσμο ως δημιούργημα του Θεού, που ο άνθρωπος μπορεί να εξερευνήσει και ανακαλύψει. Ως τα τέλη του 1800 μ.Χ. οι επιστήμονες ήσαν χριστιανοί και δεν έβλεπαν να υπάρχει σύγκρουση μεταξύ της επιστήμης και της πίστης τους. Στ’ αλήθεια, γνωρίζουμε ότι οι επιστήμονες Γαλιλαίος, Kepler, Boyl, Maxwell, Faraday και Kelvin ήταν χριστιανοί; Η ιδέα πως επιστήμη και χριστιανική πίστη βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους είναι μια σχετικά καινούρια επινόηση του τέλους του 19ου αιώνα. Είναι ένας μύθος που προσεκτικά καλλιεργήθηκε από κοσμικούς στοχαστές που είχαν σκοπό την υποτίμηση της κυριαρχίας του χριστιανισμού και την αντικατάστασή του με την φυσιοκρατία, την άποψη δηλαδή πως δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από τον φυσικό κόσμο κι ότι ο μόνος τρόπος για ν’ ανακαλύψει κάποιος την αλήθεια είναι μέσω της επιστήμης.
Οι φιλόσοφοι της επιστήμης, κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, κατανόησαν ότι ολόκληρο το επιστημονικό εγχείρημα βασίζεται σε συγκεκριμένες αντιλήψεις που δεν μπορούν ν’ αποδειχθούν επιστημονικά αλλά είναι εγγυημένες από τη χριστιανική κοσμοθεωρία. Για παράδειγμα, οι νόμοι της λογικής, η παρατηρούμενη τάξη στον φυσικό κόσμο, η αξιοπιστία των ικανοτήτων που διαθέτει ο άνθρωπος για τη γνώση του κόσμου, η ισχύς της επαγωγικής λογικής και η αντικειμενικότητα των ηθικών αξιών που χρησιμοποιούνται στην επιστήμη. Χρειάζεται να τονίσουμε πως η επιστήμη δεν θα υπήρχε χωρίς αυτές τις αντιλήψεις και πως η επιστήμη δεν μπορεί να τις αποδείξει. Είναι φιλοσοφικές αντιλήψεις που αποτελούν μέρος της χριστιανικής κοσμοθεωρίας. Η χριστιανική θεολογία λοιπόν είναι σύμμαχος της επιστήμης καθότι την εφοδιάζει με το πλαίσιο των ιδεών μέσα στο οποίο η επιστήμη μπορεί να λειτουργήσει. Έτσι, το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα υπήρξε ζωηρό ενδιαφέρον για διάλογο μεταξύ επιστήμης και χριστιανικής θεολογίας στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Αρκετές «κοινωνίες» έχουν προκύψει από αυτό το ενδιαφέρον που προωθούν περαιτέρω τον διάλογο αυτό. Ενδεικτικά αναφέρουμε την «Ευρωπαϊκή Κοινωνία για τη Μελέτη της Επιστήμης και της Θεολογίας» και το «Κέντρο για τη Θεολογία και τις Φυσικές Επιστήμες». Εξέχοντες επιστήμονες όπως ο Stephen Hawking και ο Paul Davies έχουν ερευνήσει τις επιπτώσεις της επιστήμης για την θεολογία με τους επίσης εξέχοντες θεολόγους John Polkinghorne και Wolfhart Pannenberg. Στις ημέρες μας ο διάλογος μεταξύ επιστήμης και θεολογίας είναι τόσο σημαντικός που τα πανεπιστήμια του Καίμπριτζ και της Οξφόρδης έχουν ιδρύσει έδρες για την επιστήμη και τη θεολογία. Ώστε ο μύθος πως επιστήμη και χριστιανική πίστη είναι εχθροί έχει πλέον καταπέσει.
Οι φιλόσοφοι των επιστημών μάς έχουν βοηθήσει ν’ αντιληφθούμε ότι εμείς οι άνθρωποι θέτουμε ερωτήματα για τη ζωή που οι φυσικές επιστήμες δεν μπορούν ν’ απαντήσουν. Λ.χ., γιατί υπάρχει κάτι αντί του τίποτε; Υπάρχει νόημα στην ύπαρξη του κόσμου και ιδιαίτερα του ανθρώπου; Ο άνθρωπος οφείλει την ύπαρξή του στη τύχη ή σε νοήμονα Δημιουργό Θεό; Υπάρχει ζωή μετά το θάνατο; Υπάρχει αντικειμενικά καλό και κακό; Υπάρχει Θεός; Οι φυσικές επιστήμες δεν οδηγούν από μόνες τους σ’ ένα βέβαιο και απόλυτο συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη του Θεού. Η επιστήμη αδυνατεί ν’ αποδείξει είτε την ύπαρξη του Θεού είτε την ανυπαρξία του. Οι επιστήμονες βέβαια, ως ξεχωριστές προσωπικότητες, τοποθετούνται ο καθένας τους κατά βούληση πάνω στα ερωτήματα αυτά. Έτσι, ένας φυσικοχημικός καθηγητής στην Οξφόρδη, αθεϊστής, γράφει σχετικά: «Είμαστε τα παιδιά του χάους, και η βαθιά δομή της αλλαγής είναι η παρακμή. Στη ρίζα υπάρχει μόνο φθορά και μια ακατάσχετη πλημμύρα χάους. Ο σκοπός έχει φύγει, το μόνο που έχει μείνει είναι η κατεύθυνση. Αυτή είναι η ερημιά που πρέπει να δεχθούμε καθώς παρατηρούμε βαθιά και ψύχραιμα στην καρδιά του Σύμπαντος.»
Ένας άλλος καθηγητής στην Οξφόρδη, ο Alister McGrath, μιλώντας για τη δική του προσωπική αναζήτηση μας δίνει τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία. Σπούδασε αρχικά χημεία και μοριακή βιοφυσική. Ως εκεί ήταν ένας αθεϊστής. Πίστευε πως ήταν το τυχαίο παράγωγο τυφλών κοσμικών δυνάμεων, ένας κάτοικος του σύμπαντος για το οποίο κάποιος θα μπορούσε να πει πως έχει κατεύθυνση αλλά όχι σκοπό. Κάποια στιγμή άρχισε να μελετάει τους ιστορικούς και φιλοσόφους της επιστήμης και να έρχεται για πρώτη φορά στη ζωή του αντιμέτωπος με τα ερωτήματα που έθεταν. Τότε κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν ήταν απλά. Κατάλαβε ότι η επιστήμη έχει τα όριά της. Ο άνθρωπος έχει ζητήματα διανοητικά, ηθικά, αισθητικά που η επιστήμη αδυνατεί να τοποθετηθεί. Ένα μέρος της ψυχής του ήθελε να κρατήσει εκείνη την παιδική και αφελή άποψη που εξέφρασε παραπάνω. Από τη στιγμή όμως που τα μάτια του άνοιξαν στο τεράστιο πεδίο που ανοίγεται πέρα από τα όρια της επιστήμης δεν ήθελε να μείνει στην άγνοια. Η επιστημονική του έρευνα συνδυάστηκε με την φιλοσοφική και θεολογική. Σήμερα είναι, εκτός των άλλων, ένας επιφανής θεολόγος και ένθερμος χριστιανός. Είναι πολυγραφότατος και δυναμικός απολογητής της χριστιανικής πίστης.
Ας εκτιμήσουμε λοιπόν και ας πάρουμε σοβαρά τη μεγάλη αλήθεια πως ο Θεός που δημιούργησε τον φυσικό κόσμο, δημιούργησε κι εμάς με λογική, με συνείδηση, με αντίληψη του ωραίου και του καλού. Ας Τον εκζητήσουμε. Ας σταθούμε μπροστά Του με σεβασμό, υπακοή και πνεύμα λατρείας.
Ελεύθερη Ευαγγελική Εκκλησία Κομοτηνής
Βοσπόρου 7 – www.eeek.gr
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News