Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Και καταγωγή από τις Θρακικές φυλές των Σάιων, των Κικόνων και την Αρχαία Στρύμη
Κόσμιο: Ο οικισμός αυτός της Ροδόπης βρίσκεται σε υψόμετρο 40 μέρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο ιατρός της Μαρώνειας Μελίρρυτος στην περιγραφή της ιστορικής και γεωγραφικής από εκκλησιαστική άποψη της Μητρόπολης Μαρωνείας μας ενημερώνει: Το 1871 το Κιουτζούκ-Κιοϊ (Κόσμιο) κατοικείται από 80 οικογένειες που ομιλούν όλοι την ελληνική γλώσσα. Είναι όλοι εύποροι καθώς είναι φιλεργότεροι των γειτόνων τους. Έχουν νεόδμητον εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, που πανηγυρίζει την 2 Μαΐου και την 18 Ιανουαρίου, οπότε παρευρίσκεται και ο Μητροπολίτης όπως και πλήθος κόσμου που έρχεται απ' όλη την Ροδόπη.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση όπως τους ενημέρωναν με περηφάνια οι παλαιότεροι η καταγωγή τους είναι από την Αρχαία Στρύμη. Η διαδρομή τους ήταν από την Αρχαία Στρύμη στο Δαλιάνι και στο Σουρλάτσι και αργότερα στον τελικό χώρο εγκατάστασης τους το Κόσμιο. Ποια εποχή ξεριζώθηκαν οι πρόγονοί τους δεν μπορεί να προσδιορισθεί ακριβώς. Πιθανότερο είναι ότι λόγω των αλλεπάλληλων πειρατικών επιδρομών, των σφαγών, των βιασμών και το πλιάτσικο των περιουσιών τους αναγκάσθηκαν να φύγουν από εκεί.
Η χρονολογία που πιθανόν μετεγκαταστάθηκαν στον νέο τόπο είναι γύρω στο 1520 με 1600 μ.Χ. Μια παράδοση μας λέει ότι διασώθηκαν περί τις 13 οικογένειες.
Πρώτος τόπος εγκατάστασης τους όταν έφυγαν από την Αρχαία Στρύμη ήταν ο χώρος κοντά στο σημερινό Μαυρομμάτι, στην τοποθεσία Σουρλάτσι και ήταν χτισμένος στις όχθες του Λίσσου Ποταμού (Φιλιουρί) εκεί έκτισαν τα σπίτια τους και την εκκλησία. Το χωριό αυτό ήταν φυλασσόμενο από ένοπλους χωρικούς για τον φόβο των πειρατών. Έτσι μια Τρίτη, όταν οι περισσότεροι άνδρες λείπανε στο παζάρι της Κομοτηνής βρήκαν ευκαιρία οι πειρατές και έσφαξαν και λεηλάτησαν το ανυπεράσπιστο χωριό. Τα θύματα της άγριας αυτής σφαγής, γυναίκες, γέροι και παιδιά θάφτηκαν σε κοινό τάφο. Εκεί έχτισαν αργότερα ένα εκκλησάκι που το έλεγαν των Ενενήντα Ατόμων.
Το Ανάκιοϊ η σημερινή λίμνη Μητρικού η ονομασία της έχει σχέση όπως λέει η παράδοση με τα γεγονότα. Με την είσοδο των πειρατών στο χωριό, δύο παιδάκια ο Γιαννάκης και η Μαρίνα κρύφτηκαν στο δάσος δίπλα στη λίμνη. Εκεί έμειναν κρυμμένα, μεγάλωσαν μόνα τους και έγιναν ζευγάρι. Το μέρος δίπλα στην λίμνη που έμεινε το ζευγάρι από τον Γιαννάκη έγινε Γιανάκι-κιόϊ (δηλαδή το χωριό του Γιαννάκη). Έτσι με την πάροδο του χρόνου έφυγε το Γ και η λίμνη ονομάστηκε Ανάκιοϊ.
Όταν πέθανε ο Γιαννάκης η Μαρίνα επειδή έκανε μοναστική ζωή όταν πέθανε και αυτή οι χωρικοί έκτισαν παρεκκλήσι στο μέρος που έζησε και του έδωσαν το όνομά της. Είναι η σημερινή Αγία Μαρίνα του χωριού Ιμέρου που το έλεγαν Τεκέ. Μέχρι να εγκατασταθούν οι πρόσφυγες στον Ίμερο μετά το 1922, την φροντίδα της Αγίας Μαρίνας και την πανήγυρη την είχαν οι Κοσμιώτες.
Στο νέο τόπο εγκατάστασής τους το σημερινό Κόσμιο, οι Κοσμιώτες μετά το 1830 με την εφαρμογή του "Τανζιμάτ" από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αγόρασαν δύο τσιφλίκια ανατολικά και δυτικά του χωριού. Τότε ήταν που αναπτύχθηκαν πολύ οικονομικά, έχτισαν εκκλησία, την Κοινότητα, το σχολείο, καθώς επίσης προχώρησαν στην σύσταση μυστικής οργάνωσης που σκοπό είχε την απελευθέρωση της Θράκης.
Το 1905 που ήλθε στη Θράκη ο Γεώργιος Κονδύλης όπως και πολλοί άλλοι σταλμένοι από το ελληνικό κράτος οργάνωσαν την ελληνική αντίσταση σε γερές βάσεις. Έτσι οι Κοσμιώτες είχαν κατακτήσει και έκαναν χρήση διαφόρων προνομίων με το "έτσι θέλω". Κανένας Τούρκος πολίτης δεν τολμούσε να περάσει μέσα από το χωριό πριν αφιππεύσει το άλογό του σε ένδειξη σεβασμού προς τους κατοίκους του, ενώ ποτέ η τουρκική Αστυνομία δεν πήγαινε σε φασαρίες στο χωριό γιατί γνώριζαν ότι ήταν όλοι οπλισμένοι και δεν θα έκαναν πίσω.
Για να εξοπλιστεί το χωριό ξεκινούσαν με όλους τους κινδύνους δύο ομάδες ανδρών από το χωριό. Η πρώτη με γαϊδουράκια και δισάκια πήγαιναν για ψάρεμα στην Μολυβωτή, εκεί, διανυκτέρευαν στο παρεκκλήσι του Αϊ-Νικόλα, μέχρι να έρθει το ψαροκάικο, με τα όπλα από την Σκόπελο που τα έφερναν Μαρωνίτες ψαράδες με τα τρεχαντήρια τους.
Αφού παραλάμβαναν τα όπλα, τα έδεναν στα σαμάρια, έριχναν επάνω τα δισάκια και τις κάπες και έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής. Η δεύτερη ομάδα τους περίμενε με τα βοϊδόκαρα στο τότε πυκνό δάσος του Μαυρομματίου (Καραγκιουζλή Ουρμάν).
Εκεί γινόταν η μεταφορά του επικίνδυνου εμπορεύματος από τα γαϊδούρια στα αμάξια. Στοίβαζαν επάνω ξύλα για να τα κρύψουν, στην συνέχεια τα όπλα τα έκρυβαν σε αχυρώνα του χωριού. Από εκεί γινόταν η διανομή στους Κοσμίωτες ή επαναπροωθούνταν στην Γρατινή, Ασώματους, Ίασμο, Σώστη, Σάλπη, Σάπες, Κομοτηνή και αλλού.
Με την καθοδήγηση μάλιστα του τότε Μητροπολίτη Μαρωνείας Νικολάου, όλα τα χωριά και η Κομοτηνή είχαν οργανωθεί. Έτσι και η οργάνωση του Κοσμίου ανέλαβε την περιοχή γύρω από το χωριό τους και γύρω από την Μαρώνεια. Σχεδόν κάθε βράδυ, ένοπλοι έφιπποι άνδρες σε ομάδες, εξορμούσαν στα βουλγαρόφωνα χωριά όπου είχε εντοπισθεί μεγάλο πρόβλημα από τους Νεότουρκους εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού. Στόχος τους ήταν να προστατέψουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς από τους με ληστρικές διαθέσεις Νεότουρκους, οι οποίοι προηγουμένως είχαν κάψει τα βουλγαρόφωνα χωριά της Ροδόπης τα Ποντίκια και το Μοναστήρι. Με την καθημερινή παρουσία των ένοπλων ομάδων τους οι Έλληνες έδειχναν στους Βουλγαρόφωνους ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν κάτι από τους Βασιβοζούκους Οθωμανούς.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους όταν καταλήφθηκε η Θράκη από τους Βουλγάρους η στάση του βουλγάρικου στρατού όπως και των εποίκων που εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των Κοσμιωτών ήταν πολύ σκληρή, απάνθρωπη και ατιμωτική απέναντί τους.
Ορμώμενοι προφανώς από τις πληροφορίες που είχαν ότι οι Κοσμιώτες πρωτοστάτησαν στην αυτονομία της Κομοτηνής που έγινε στις 8 Αυγούστου του 1913, συμμετέχοντας στα ένοπλα αποσπάσματα της όπως και στην Πολιτοφυλακή για την τήρηση της τάξης, ήταν δε τόση η συμμετοχή του ανδρικού πληθυσμού των Κοσμιωτών που στο χωριό έμειναν μόνο υπερήλικες και γυναικόπαιδα.
Όταν διαλύθηκε η "Αυτόνομη Δημοκρατία της Γκιουμουλτζίνας" και ανέλαβαν οι Βούλγαροι η φήμη των Κοσμιωτών δεν πέρασε απαρατήρητη. Έτσι μέχρι και ο Βασιλιάς της Βουλγαρίας Φερδινάνδος, ήρθε κρυφά από την Βουλγαρία και επέβλεψε προσωπικά την επιχείρηση, καβάλα στο άλογό του, μαζί με τον υπουργό Στρατιωτικών Φίτσερ.
Τότε εξεδόθη διαταγή για την επίταξη των ζώων και των οικιών του χωριού και παρουσία του βασιλιά Φερδινάνδου απελάθηκαν 20 οικογένειες με το τρένο πέρα των Τοξοτών που ήταν ελληνική περιοχή χωρίς να τους επιτραπεί να παραλάβουν κάτι μαζί τους.
Στα σπίτια των απελαθέντων εγκαταστάθηκαν Βούλγαροι έποικοι, αρπάζοντας όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία. Τους εναπομείναντες τους κράτησαν μέχρι το καλοκαίρι του 1914, για να κάνουν όλες τις αγροτικές εργασίες (θέρος κλπ) προς όφελος των Βουλγάρων και ακολούθως τους απέλασαν και αυτούς. Ορισμένοι τότε εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Καβάλας, της Δράμας και της Σταυρούπολης. Ελάχιστοι όπως ο Κρόκος Κυριάκος του Κωνσταντίνου, ο Τσορμπατζόγλου Νικόλαος του Αθανασίου (Τσίτλικ), ο Νικόλαος Αθανασιάδης (Τριγκ'ς) και ο Καραγιοβάννης Ιωάννης του Στέργιου (Πάντσιος) φύγανε για την Ευρώπη και ο δεύτερος και τρίτος ξαναμετανάστευσαν στον Καναδά.
Όταν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο κύριοι των περιοχών που απελάθησαν οι Κοσμιώτες έγιναν οι Βούλγαροι τότε ξανάρχισε ο γολγοθάς τους. Οι περισσότεροι άνδρες σέρνονται βιαίως στην Βουλγαρία ως ντουρντουβάκια (Έλληνες όμηροι που οδηγήθηκαν βιαίως στην Βουλγαρία για δημόσιες εργασίες, πολλοί απεβίωσαν λόγω των κακουχιών). Εκεί από τους 70 Κοσμιώτες οι 40 πέθαναν ή εκτελέστηκαν δήθεν για κατασκοπεία.
(συνεχίζεται…)
Πηγή
Τα περισσότερα των στοιχείων προέρχονται από το βιβλίο Κοσμιώτες Σάιοι ή Κίκονες - Δημήτριος Σ. Αρσενίου
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News