Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος
Η στάση της κυβέρνησης Ε. Βενιζέλου (1928 - 1932) στη διδασκαλία της λατινικής γραφής στα μουσουλμανικά σχολεία της Θράκης
Η αντικατάσταση του αραβικού αλφαβήτου από το λατινικό και οι συνέπειές του
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης οι μουσουλμάνοι μαθητές συνέχισαν να διδάσκονται στα μειονοτικά σχολεία την τουρκική γλώσσα με την παλαιοτουρκική - αραβική γραφή, όπως συνέβαινε επί αιώνες. Το ζήτημα της διδασκαλίας της λατινικής γραφής ανέκυψε όταν στα 1928 εισήχθη, με απόφαση του Μουσταφά Κεμάλ, το λατινικό αλφάβητο αντί του αραβικού στην Τουρκία και απαγόρευε τη δημόσια χρήση του αραβικού αλφαβήτου μετά το τέλος του χρόνου.
Η τουρκική ηγεσία, έδειξε αμέσως ενδιαφέρον για την καθιέρωση του νέου αλφαβήτου και στον χώρο της Δυτικής Θράκης, της Βουλγαρίας και όπου αλλού υπήρχαν μουσουλμανικές μειονότητες.
Η αντικατάσταση του αραβικού αλφαβήτου από το λατινικό, εντάσσονταν στις μεταρρυθμίσεις του Μουσταφά Κεμάλ για τον εκσυγχρονισμό και την απομάκρυνση της τουρκικής κοινωνίας από τον παραδοσιακό θρησκευτικό χαρακτήρα που είχε μέχρι τότε. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο οικοδομούνταν σταδιακά η νέα τουρκική εθνική συνείδηση. Η εγκατάλειψη του αραβικού αλφάβητου είχε και μια ιδιαίτερη συμβολική αξία. Για τους παραδοσιακούς μουσουλμάνους το Κοράνιο δεν ήταν δυνατό να γραφτεί και να διαβαστεί σε άλλη γραφή από αυτήν στην οποία τα υπαγόρευσε ο Αλλάχ στον Προφήτη τους. Η αλλαγή αυτή παρέπεμπε επομένως σε διαφοροποίηση του θρησκευτικού χαρακτήρα της κοινωνίας.
Η εισαγωγή του νέου αλφάβητου στα σχολεία και στην κοινωνία των μουσουλμάνων της Θράκης, της νότιας Βουλγαρίας και της Κύπρου, θα καθιστούσε προοπτικά δυνατή την επικοινωνία αυτών των πληθυσμών με τα πνευματικά και πολιτιστικά προϊόντα της νέας εθνικιστικής Τουρκίας και θα διευκόλυνε την προπαγανδιστική προσπάθεια της τουρκικής διπλωματίας.
Έτσι οι οπαδοί των Κεμαλικών μεταρρυθμίσεων στη Δυτική Θράκη με ηγέτη τον δάσκαλο και δημοσιογράφο Μεχμέτ Χιλμή άρχισαν από το 1928 να εργάζονται με ζήλο για τη διάδοση της λατινικής γραφής με την καθοδήγηση και την ενίσχυση του τουρκικού προξενείου. Βασικό όργανο αυτής της προσπάθειας υπήρξε η εφημερίδα Γενή Αντίμ την οποία διεύθυνε ο Μεχμέτ Χιλμή όπου με αρκετά άρθρα υποστήριζε ο ίδιος το νέο αλφάβητο. Αρωγοί στο έργο του ηγέτη της μεταρρυθμιστικής - εθνικιστικής πτέρυγας της μειονότητας ήταν η παράνομη σήμερα αυτοαποκαλούμενη «Ένωση Τουρκικής Νεολαίας» και οι συνεργάτες του στην ύπαιθρο.
Η κατάσταση αυτή ενόχλησε τους Μουφτήδες και τους επικεφαλής των μουσουλμανικών κοινοτήτων οι οποίοι με υπόμνημά τους προς τη Γενική Διοίκηση Θράκης, δήλωσαν την αντίθεσή τους στη διδασκαλία του λατινικού αλφάβητου. Ανάμεσα στα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι μουσουλμάνοι ιθύνοντες ήταν ότι αυτό δεν ήταν επιτρεπτό από θρησκευτική άποψη και ότι στην καθιέρωση του νέου αλφάβητου υποκρυπτόταν ο σκοπός της… διακοπής παντός θρησκευτικού δεσμού όπως συμβαίνει στη Νέα Τουρκία… Υπογράμμισαν ακόμα ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία είχαν επιβληθεί από τον Μουσταφά Κεμάλ με τη βία και δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους υποχρεωμένο να πειθαρχήσει σε διατάξεις προερχόμενες από ξένη χώρα και οι οποίες ήταν ασυμβίβαστες με τη θρησκεία τους. Δήλωσαν, τέλος, πως αυτοί που υποστήριζαν τις καινοτομίες αυτές δεν είχαν δικαίωμα να ενεργούν εξ ονόματος των μουσουλμάνων, να αναμειγνύονται στα ζητήματα τους και να εκμεταλλεύονται τα σχολεία τους τα οποία ήταν ισλαμικά ιδρύματα και γι’ αυτόν τον λόγο απολάμβαναν συγκεκριμένων προνομίων. Το υπόμνημα έκλεινε ως εξής: Γι' αυτό κ. διοικητά, αιτούμεθα από την ελληνική κυβέρνηση όπως παρεμποδίσει τις ενέργειες των ποικιλοτρόπως επιτιθεμένων κατά της θρησκείας μας από άτομα που εξυπηρετούν ξένες δυνάμεις και να δοθεί πλέον οριστικό τέρμα στην αφόρητη αυτή κατάσταση που θίγει πάντα τα θρησκευτικά μας αισθήματα.
Το υπόμνημα αυτό, το οποίο κοινοποιήθηκε από τον Μουφτή της Κομοτηνής στον πρόεδρο της κυβέρνησης, στο Υπουργείο Εξωτερικών, στο Υπουργείο Εσωτερικών και στο Υπουργείο Παιδείας προκάλεσε στις 17 Δεκεμβρίου 1928 ερώτημα του υπουργού Παιδείας Κ. Γόντικα προς τα Υπουργείο Εξωτερικών για το ζήτημα αυτό.
«Σας διαβιβάζουμε τα συνημμένα έγγραφα, όπως ευαρεστούμενοι μας γνωρίσετε την γνώμη σας, αν έχουμε το δικαίωμα να επέμβουμε στο υπό των μουσουλμάνων Θράκης ανακινούμενο ζήτημα της παρεμποδίσεως της χρήσης λατινικών στοιχείων στα μουσουλμανικά σχολεία της Θράκης. Σχετικά σας παρέχουμε την πληροφορία ότι τα διδακτικά βιβλία που χρησιμοποιούνται στα εν λόγω σχολεία, είναι τυπωμένα με αραβικά στοιχεία. Ο υπουργός Κ. Γόντικας».
Στις 31 Δεκεμβρίου 1928 απάντησε το Υπουργείο Εξωτερικών και ήταν υπέρ της τήρησης ουδετερότητας στο όλο θέμα. Συγκεκριμένα η απάντηση ανέφερε: «Η χρησιμοποίηση της αραβικής ή της λατινικής γραφής από τους μουσουλμάνους δεν ενδιαφέρει καθόλου το ελληνικό κράτος και έτσι οφείλουμε να αποφύγουμε κάθε ανάμιξη στην έριδα αυτήν αφήνοντας τις διαμαχόμενες πλευρές να κανονίσουν κατά βούληση τα ζητήματα της καθιέρωσης της μιας ή της άλλης γραφής».
Αυτή η στάση των ελληνικών αρχών είναι(!) η μάλλον ενδεικνυομένη καθόσον ενδεχόμενη επέμβαση υπέρ της μιας μερίδος θα προκαλούσε αναμφιβόλως τις δικαιολογημένες διαμαρτυρίες της άλλης.
Από το παραπάνω έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών διαφαίνεται η πρόθεση του Υπουργείου να αποθαρρύνει ανάμιξη της διοίκησης στο ζήτημα της υιοθέτησης του αραβικού ή του λατινικού αλφάβητου και το θέμα να αποτελέσει εσωτερική υπόθεση της μειονότητας. Η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα της γραφής ήταν όντως η ουδετερότητα. (Έκθεση Στυλιανόπουλου προς Ε. Βενιζέλο 1-7-1931). Ο επιθεωρητής των μειονοτήτων στο πολιτικό γραφείο του Ε. Βενιζέλου, Κ. Στυλιανόπουλος έγραφε στην έκθεσή του για την μουσουλμανική μειονότητα με αφορμή τη λανθασμένη εικόνα που υπήρχε στη Θράκη για την πολιτική της κυβέρνησης: (Έκθεση Στυλιανόπουλου προς Ε. Βενιζέλο 11-10-2029)… Βρέθηκα στην ανάγκη να δηλώσω σε αυτούς ότι είναι ελεύθεροι να φορέσουν φέσι ή καπέλο, να έχουν αυτήν ή εκείνη την θρησκεία, να προτιμούν λατινικά ή αραβικά γράμματα κλπ γιατί η κυβέρνηση κανένα από αυτά δεν καταδιώκει.
Η λανθασμένη εικόνα για την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της έλλειψης των απαραίτητων οδηγιών προς τις δημόσιες υπηρεσίες για την αντιμετώπιση των μουσουλμανικών θεμάτων ή εξαιτίας παρεμβάσεων των Γενικών Διοικητών και άλλων τοπικών αρχών (π.χ. Επάρχων) για λόγους προσωπικού και κομματικού οφέλους ή γιατί κάποια ζητήματα αντιμετωπίζονταν εν θερμώ χωρίς να ληφθούν υπόψη οι κεντρικές κυβερνητικές κατευθύνσεις. Ο επιθεωρητής μειονοτήτων Στυλιανόπουλος. Χρειάστηκε μάλιστα να παρέμβει στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, για να άρει την απαγόρευση της διδασκαλίας του λατινικού αλφαβήτου σε πολλά χωριά της Θράκης όπως στη Χρύσα, στη Γενησέα, στο Ωραίο και αλλού. Αργότερα, το 1931, ο Στυλιανόπουλος ασχολήθηκε ειδικά για να πείσει τους Μουφτήδες να μη δημιουργούν προβλήματα στο ζήτημα της διδασκαλίας της λατινικής γραφής.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη του αρχειακού υλικού η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου σε κεντρικό επίπεδο τήρησε στάση ουδέτερη στο ζήτημα της διαμάχης της μειονότητας για το αλφάβητο και προσπάθησε με παρεμβάσεις της να διασφαλίσει ελευθερία επιλογής για το σύνολο του πληθυσμού.
Στον αντίποδα της φιλελεύθερης ελληνικής στάσης υπήρχε όμως μια συστηματικά οργανωμένη προπαγάνδα από την πλευρά των οπαδών του Κεμαλισμού στη Θράκη, που ενισχυόταν χρηματικά και ηθικά από το Προξενείο της Κομοτηνής για τη διάδοση των μεταρρυθμίσεων και χρησιμοποιούσε όλα τα μέσα για την ευόδωση των στόχων της. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Τουρκίας για την πορεία των μεταρρυθμίσεων γενικά και της αλλαγής του αλφαβήτου ειδικότερα έγινε για πρώτη φορά εμφανές κατά τη διάρκεια της έρευνας κλιμακίου της Μικτής Επιτροπής της Ανταλλαγής των Πληθυσμών για την κατάσταση των Μειονοτήτων (1928). Η έρευνα αυτή επιδιώχθηκε από τον Τούρκο αντιπρόσωπο Τζεμάλ Χουσνού να μετατοπιστεί από τα οικονομικά ζητήματα στα ζητήματα του φεσιού και της λατινικής γραφής. Η διευκόλυνση της διάδοσης των μεταρρυθμίσεων ήταν ο λόγος για τον οποίο ζητήθηκαν από την Τουρκία η απέλαση των φυγάδων ηγετών της παλαιομουσουλμανικής μερίδας της μειονότητας που αντιδρούσαν με όλα τα μέσα που διέθεταν στην εισαγωγή του κεμαλισμού και ιδιαίτερα του λατινικού αλφάβητου στη Δυτική Θράκη. Χαρακτηριστική για την ανακούφιση που προκάλεσε η απομάκρυνση αυτών των προσώπων είναι η επισήμανση του Τούρκου πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών κατά τη διάρκεια των συζητήσεων με τον Ελ. Βενιζέλο τον Οκτώβριο του 1931.
Μετά την απομάκρυνση των ανεπιθύμητων το 50% των μουσουλμάνων αποδέχθηκαν τους λατινικούς χαρακτήρες. Δεν μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα αν το ποσοστό ήταν πραγματικό, γεγονός είναι όμως ότι το 1931 υπήρχαν στη Δυτική Θράκη δύο οργανωμένα νεωτεριστικά σχολεία που κατακτούσαν συνεχώς έδαφος και ότι η λατινική γραφή διδασκόταν και σε αρκετά άλλα σχολεία (έκθεση Στυλιανόπουλου προς Ε. Βενιζέλο 1-7-1931). Η προσπάθεια για την επικράτηση του λατινικού αλφάβητου γενικεύτηκε μετά την ανάληψη της κυβερνητικής ευθύνης από το Λαϊκό Κόμμα, οπότε και ιδρύθηκαν διδασκαλικά σωματεία με βασικό στόχο τη διάδοση της νέας γραφής. (Ένας από τους συλλόγους αυτούς ήταν η αυτοαποκαλούμενη «Ένωση Τούρκων Δημοτικού Σχολείου Δ. Θράκης») που ιδρύθηκε το 1931 στην Ξάνθη και έμεινε γνωστή ως «Ένωση Δασκάλων». Θεωρείται ότι με τις προσπάθειες αυτού του συλλόγου καθιερώθηκε το λατινικό αλφάβητο στη Δ. Θράκη. Ο άλλος σύλλογος ήταν η αυτοαποκαλούμενη «Ένωση Τούρκων Δασκάλων Ροδόπης - Έβρου». Ο σύλλογος αυτός είχε τους ίδιους στόχους με την «Ένωση Δασκάλων», αλλά είχε μικρή διάρκεια ζωής.
Η προσπάθεια των Κεμαλιστών δεν υπήρξε όμως πάντα επιτυχημένη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 υπήρχαν ορεινά πομάκικα χωριά της Θράκης όπου η λατινική γραφή συνέχιζε να μη διδάσκεται.
Η πολιτική της ουδετερότητας στη διαμάχη για το αλφάβητο, η οποία αναπτύχθηκε στους κόλπους της μειονότητας, τηρήθηκε από την κυβέρνηση του Βενιζέλου της περιόδου 1928-1932 στα πλαίσια της λογικής της μη επέμβασης στα εσωτερικά της μειονότητας. Η στάση αυτή επέτρεπε στους ενδιαφερόμενους τη μη διακοπή της επικοινωνίας με τα πνευματικά και πολιτιστικά προϊόντα της Τουρκίας. Η επιλογή αυτή οφειλόταν στις αντιλήψεις του Ελ. Βενιζέλου για τον χειρισμό των μειονοτικών θεμάτων στο εσωτερικό της χώρας και στην εξωτερική της πολιτική. Ο Ελ. Βενιζέλος ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στο ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων για την προστασία των μειονοτήτων και θεωρούσε την εξέλιξη των μειονοτικών ζητημάτων συνάρτηση των καλών διμερών σχέσεων. Σταθερός στις απόψεις του δεν θεώρησε σε καμία περίπτωση σκόπιμο να λάβει κάποιο καταπιεστικό διοικητικό μέτρο για να επηρεάσει εξελίξεις.
Σημείωμα συντάκτη
Έτσι λοιπόν το 1928 με την ανοχή της τότε ελληνικής κυβέρνησης, η οποία περιέκλεινε από το σκεπτικό και τα άρθρα της Συνθήκης της Λωζάννης και οπωσδήποτε με προτροπή του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής ιδρύουν μειονοτικοί τον αυτοαποκαλούμενο «Σύλλογο Ελπίδα Τουρκικής Νεολαίας» και το 1932 ιδρύουν τον αυτοαποκαλούμενο «Σύλλογο Αστέρι Τουρκικής Νεολαίας».
Το 1938 οι δύο αυτοί σύλλογοι με εκπρόσωπο ο μεν πρώτος τον Ναζμί Ατάσαϊ και ο δεύτερος με εκπρόσωπο τον βουλευτή Ροδόπης Οσμάν Ουστουνέρ συνεδριάζουν υπό την ηγεσία τους και αποφασίζουν την συνένωση των δύο συλλόγων υπό την επωνυμία «Ένωση Τουρκικής Νεολαίας Κομοτηνής». Έτσι στις 16-4-1938 εγκρίνεται το καταστατικό τους.
Ο σκοπός του νέου συλλόγου ήταν μέσα από τα 35 άρθρα του: η ειρήνη και η φιλία μεταξύ ανθρώπων και λαών. Η «Ένωση Τουρκικής Νεολαίας Κομοτηνής» στεγάστηκε έκτοτε σε διάφορα κτίρια και το 1956 εγκαταστάθηκε σε ιδιόκτητο κτίριο που έκτισαν στην οδό Ιωαννίνων και Παλαιολόγου γωνία.
Επιτέλους βλέποντας το ελληνικό κράτος έστω και αργά ότι στη Συνθήκη της Λωζάννης δεν υπάρχει ο όρος «Τούρκος - τουρκικός», επίσης με συνέργειες και εκδηλώσεις έχει ξεφύγει του σκοπού του το 1983 ο τότε Νομάρχης Ροδόπης προσφεύγει στο Δικαστήριο το οποίο στις 29-11-1983 αποφασίζει να κλείσει ο σύλλογος αυτός όπως και όσοι σύλλογοι είχαν τον όρο «Τούρκος - τουρκικός». Έτσι στις 1 Δεκεμβρίου 1983 η Αστυνομία αφαίρεσε την πινακίδα του Συλλόγου καθώς επίσης και την πινακίδα της «Ένωσης Τούρκων διδασκάλων» από τα γραφεία τους στην οδό Μαυρικίου, καθώς επίσης και την πινακίδα της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης».
Πάντως όλοι αυτοί οι έκτοτε παράνομοι σύλλογοι δεν έχουν βάψει το σημείο που ήταν τοποθετημένες οι πινακίδες και λειτουργούν κανονικά, ελεύθερα και χωρίς καμία ενόχληση από το ελληνικό κράτος.
Επίσης, όποτε επισκέπτονται την Κομοτηνή Τούρκοι επίσημοι οπωσδήποτε θα περάσουν από αυτούς τους συλλόγους για να δηλώσουν τη συμπαράστασή τους και οπωσδήποτε την ύποπτη παρουσία τους.
Έτσι λοιπόν με την πάροδο του χρόνου φάνηκε το λάθος του Ε. Βενιζέλου που είχε πολλές αρνητικές πλευρές.
Το σκουλήκι του τουρκικού εθνικισμού εργαζόταν υπόγεια με εντολές από την Τουρκία με πρώτη την καθιέρωση της λατινικής γραφής που δεν λειτούργησε σαν στοιχείο εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης αλλά καθοριστικός παράγοντας στην προσπάθεια της Τουρκίας για εθνική ομογενοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας μέσω της εκπαίδευσης.
Δούρειοι Ίπποι ήταν και όλες οι ενώσεις που είχαν τον όρο «Τούρκος - τουρκικός». Μετά την κατάργησή τους δε ορισμένοι κατευθυνόμενοι μειονοτικοί από το γνωστό κέντρο κατέφυγαν στα Ευρωπαϊκά δικαστήρια προσπαθώντας να αναγνωριστούν ως «τουρκική μειονότητα» κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης.
Τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας πάντως απολαμβάνουν στη χώρα μας πλήρως τα δικαιώματα που απορρέουν από τις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οτιδήποτε άλλο απ’ όπου και αν προέρχεται είναι εκ του πονηρού.
Πηγές
Κωστής Τσιούμης -
Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης
στο ζήτημα της διδασκαλίας της λατινικής γραφής στα μουσουλμανικά σχολεία
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News