Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος
Παισούλαι - Μαξιμιανούπολις - Μοσυνούπολις. Η μεγαλύτερη βυζαντινή πόλη της βορείου Ελλάδος σε έκταση μετά την Θεσσαλονίκη. Εδώ στέρεψε το νερό του Τραύου ποταμού όταν ήπιαν τα εκατομμύρια των στρατιωτών του Ξέρξη. Εδώ οι Βούλγαροι σκότωσαν τον Λατίνο βασιλιά της Θεσσαλονίκης κόβοντάς του το κεφάλι. Εδώ ο έκπτωτος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξιος Γ' τύφλωσε τον γαμπρό του αυτοκράτορα Αλέξιο Ε' Μούρτζουφλο, αυτόν που παρέδωσε την βυζαντινή αυτοκρατορία στους Λατίνους. Εδώ ο αρχαιολόγος κ. Νίκος Ζήκος εντόπισε μεγάλο βυζαντινό ναό.
Παισούλαι ήταν μια μικρή θρακοελληνική πόλη. Οι Θράκες λάτρευαν τον Δία που ονομαζόταν Παισουληνός. Εδώ βρέθηκαν σε ανασκαφή που έκανε ο αρχαιολόγος κ. Νίκος Ζήκος ένα χάλκινο νόμισμα των Θασίων και ένα των Μαρωνιτών που χρονολογούνται περίπου στο 167 π.Χ. και σχετίζονται χρονικά με την ανωτέρω μικρή πόλη.
Από την δυτική πλευρά των Παισούλων - Μαξιμιανούπολις - Μοσυνούπολις περνούσε και περνάει ακόμα ο Τραύος ποταμός, ένας μικρός ποταμός που πηγάζει από το Παπίκιο Όρος, εκβάλει στην Βιστωνίδα λίμνη, έχει μήκος 30 χιλιόμετρα περίπου. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος στην εκστρατεία του Ξέρξη κατά των Ελλήνων το 483 π.Χ. οι στρατιώτες του βρέθηκαν μπροστά στον ποταμό και σταμάτησαν να πιουν νερό μαζί με τα ζώα τους. Τότε το νερό στέρεψε. Οι Πέρσες κατ' άλλους ήταν 1.700.000 και κατ' άλλους 1.000.000. Όταν φτάσανε στην Μακεδονία οι εισβολείς του Ξέρξη, όπου στρατοπέδευαν νύχτα, δέχτηκαν επιδρομές λιονταριών τα οποία ορμούσαν και κατασπάρασσαν τις φορτωμένες με τρόφιμα μεταγωγικές καμήλες.
Ο Ηρόδοτος όπως και ο Αριστοτέλης προσδιορίζουν ως βιότοπο των λιονταριών μια μεγάλη περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Αχελώο και Νέστο όπως και σε όλο το δάσος του Παγγαίου. Αυτό το είδος των λιονταριών ζούσαν από την Βορειοανατολική Ινδία μέχρι τα Βαλκάνια και το Μαρόκο. Πιστεύετε ότι εξαφανίστηκαν από τον ελληνικό χώρο γύρω στο 80 με 90 μ.Χ. πιθανόν από το ανεξέλεγκτο κυνήγι και από την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση αγρίων θηρίων για τις Ρωμαϊκές αρένες. Στην σημερινή εποχή απόγονοι αυτού του ελληνικού υποείδους λιονταριών ζουν περί τις 400 ψυχές περίπου μόνο στην Βορειοανατολική Ινδία. Από ελληνικής πάντως πλευράς μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει κανένα ενδιαφέρον για την μελέτη αυτού του σπάνιου είδους λιονταριού που ζούσε και εδώ.
Επίσης κατά τον Ηρόδοτο, πάλι εδώ στην αρχή του όρους της Ροδόπης και στην κοιλάδα του Τραύου ποταμού κατοικούσε ένα θρακικό φύλο οι λεγόμενοι Τραυσοί. Αυτοί είχαν ένα παράξενο για την εποχή μας έθιμο. Όταν γεννιόταν ένα παιδί μαζευόταν φίλοι και συγγενείς και κλαίγανε για όσα θα τραβούσε στην ζωή του, ενώ όταν κάποιος πέθαινε χορεύανε και γλεντούσαν, ότι γλύτωσε από τα βάσανά του. Το άκρως αντίθετο της σημερινής εποχής. Επιστρέφοντας τώρα πάλι στην πόλη Παισούλα μας ενημερώνει η Ιερά Μητρόπολης Ξάνθης σε ανάρτησή της στο διαδίκτυο, ότι η αρχή της χριστιανικής εκκλησιαστικής ζωής και ιστορίας της περιοχής πιθανόν ανάγεται σ' αυτούς τους αποστολικούς χρόνους, όταν ο Απόστολος Παύλος άφησε τον μετέπειτα Ευαγγελιστή Λουκά στους Φιλίππους, όπου και παρέμεινε επί πέντε χρόνια 51-56 μ.Χ. Θα πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιο ότι, αν και πιθανόν ο Λουκάς, ενώ δεν αναφέρεται στις πράξεις των Αποστόλων, να πήρε αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του Παύλου του Σίλα και του Τιμόθεου και ενώ αυτοί κατευθύνθηκαν προς δυσμάς, ο Λουκάς να στράφηκε προς Ανατολάς, δηλαδή προς Τόπειρο, Κόσινθο, Άβδηρα, Παισούλαι.
Από τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., παίρνει το όνομα Μαξιμιανούπολις από τον αυτοκράτορα Γαλέριο Μαξιμιανό ο οποίος οργάνωσε την πόλη και της έδωσε το όνομά του. Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μέχρι τον 9ο αιώνα. Πολλοί αυτοκράτορες και στρατηγοί έμειναν εδώ για πολύ ή λίγο καιρό όπως ο Ν. Φωκάς, ο Βασίλειος, ο Λέων κλπ.
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός 527-565 μ.Χ. στα 100 περίπου κάστρα που έχτισε ή επισκεύασε και οχύρωσε στην Θράκη ήταν και αυτό της Μαξιμιανούπολης.
Τον 9ο αιώνα η πόλη ονομάζεται Μοσυνούπολη, ίσως πήρε το όνομα από τους ξύλινους πύργους που φτιάξανε όταν επιδιορθώσανε τους πύργους (μοσύνες = πύργοι). Επί Βυζαντίου ήταν πρωτεύουσα του Βυζαντινού Θέματος του Βολερού. Η πόλη παρέμεινε σε πλήρη οργάνωση έως το τέλος του 13ου αιώνα. Η έκταση που περικλείουν τα τείχη της δείχνουν ότι ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Θράκης και της Μακεδονίας μετά την Θεσσαλονίκη. Από την πόλη αυτή που την είχε κάνει μόνιμο σταθμό του στρατεύματος του ο Βασίλειος Β' (976-1025) εξορμούσε κατά των Βουλγάρων με τους μακροχρόνιους πολέμους που έκανε με αυτούς. Το 1041 ο Μιχαήλ Δ' διέμενε στην Μοσυνούπολη προκειμένου να καταπολεμήσει τις βουλγάρικες εξεγέρσεις των Δελεάνου και Αλουσιάνου. Όμως ο Αλουσιάνος τύφλωσε τον σύμμαχο του Δελεάνο και προσχώρησε στις δυνάμεις του αυτοκράτορα. Γι' αυτήν του την ενέργεια ο αυτοκράτορας τον τίμησε με ένα μεγάλο βυζαντινό τιμητικό αξίωμα.
Το 1081 ο Αλέξιος Α' ξεκίνησε από την Μοσυνούπολη και πορεύτηκε εναντίον των Παυλικιανών. Την ίδια χρονιά από αναφορές ενός "επιτρόπου" της περιοχής μαθαίνουμε ότι όλη η ακίνητη περιουσία της πόλης ανήκει στην Μονή της Θεοτόκου Πετριτζονίτισσας. Το 1185 εισέρχονται μέσα στην πόλη και την καταλαμβάνουν οι Νορμανδοί. Τότε ο ικανός στρατηγός Αλέξιος Βρανάς που τους παρακολουθούσε από τα υψώματα του Παπικίου Όρους, βλέποντάς τους να βγαίνουν από την πόλη με σκοπό να λεηλατήσουν την ενδοχώρα, τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά, οπότε αυτοί ξαναμπήκαν μέσα στην πόλη. Ο Αλέξιος αμέσως έβαλε φωτιά στις ξύλινες πόρτες της με αποτέλεσμα να μπει μέσα με τον στρατό του και να τους κατασφάξουν.
Στην Μοσυνούπολη φέρανε το 1191, αφού τον συλλάβανε στα κτήματά του που είχε στην Δράμα, τον σεβαστοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, νόθο γιο του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' και της ερωμένης ανιψιάς του Θεοδώρας. Ο τότε αυτοκράτορας Ισαάκιος Β' υποψιαζότανε ότι είχε συνωμοτήσει κατ' αυτού. Από εδώ με συνοδεία στρατιωτών τον οδηγήσανε και τον υποχρεώσανε να γίνει μοναχός στην μονή του Παπικίου Όρους όπου μόνασε και ο πρωτοστάτωρ Αλέξιος Αξούθ. Το 1203 ο Καλογιάν της Βουλγαρίας διεξήγαγε επιδρομή στην περιοχή, καταστρέφοντας την πόλη όπως και το γειτονικό Περιθεώρη και μετεγκατέστησε πολλούς κατοίκους αυτών των περιοχών στις όχθες του ποταμού Δούναβη.
Από τους πολλούς εμφυλίους που είχαμε στο Βυζάντιο μεταξύ των βυζαντινών στρατηγών και αυτοκρατόρων και που ο καθένας τους καλούσε για βοήθεια Οθωμανούς ή Δυτικούς φτάσανε στο σημείο να εγκαθίστανται μόνιμα στο Βυζάντιο αλλοεθνείς γιατί τους άρεσε η περιοχή, ζώντας μάλιστα παρασιτικά από τους ντόπιους Έλληνες κατοίκους.
Έτσι μετά από τις εμφύλιες συγκρούσεις και τα καλέσματα των συμμάχων τους από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες χωρίς να ανταποκρίνονται στις υποσχέσεις τους βλέπουμε τους Σταυροφόρους να κατακτούν την Κωνσταντινούπολη και για 57 χρόνια η πόλη θα ανήκει στους Λατίνους. Οι θησαυροί που μαζεύτηκαν από τους Λατίνους κατά την Άλωση το 1204 ήταν ανυπολόγιστης αξίας καθ' ότι η Κωνσταντινούπολη θεωρείτο από μόνη της ένα τεράστιο Θησαυροφυλάκιο. Οι ιστορικοί των Λατίνων αναφέρουν ότι ποτέ από την δημιουργία του κόσμου δεν κυριεύθηκε μια τόσο μεγάλη και πλούσια πόλη ούτε στον καιρό του Μέγα Αλεξάνδρου ούτε πριν ούτε μετά από αυτόν. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν περισσότερα πλούτη απ' ότι στις 40 πλουσιότερες πόλεις του κόσμου. Οι Έλληνες ισχυρίζονταν ότι στην πρωτεύουσά τους υπήρχαν τα 2/3 των θησαυρών της οικουμένης.
Από το 1195 μέχρι το 1204 πριν οι Σταυροφόροι καταλύσουν το Βυζάντιο διαχειρίστηκαν την τύχη της αυτοκρατορίας ωθώντας την σε ακόμα χειρότερα επίπεδο τρεις αυτοκράτορες με το ίδιο όνομα ο Αλέξιος Γ', ο Αλέξιος Δ' και ο Αλέξιος Ε' Δούκας Μούρτζουλφος. Αυτοί ανήκουν στην ίδια οικογένεια της Δυναστείας των Αγγέλων και ήταν θείος, ανιψιός και γαμπρός του θείου. Όλοι αυτοί αποτελούσαν τιποτένιες προσωπικότητες. Στα χρόνια τους διαλύθηκε κάθε διοικητική και στρατιωτική οργάνωση, κάτι που είχε αντίκτυπο σε όλες τις επαρχίες του Βυζαντίου όπως και στις πόλεις της Θράκης που λιμοκτονούσαν από τους φόρους που τις επέβαλαν.
Έτσι λοιπόν ο Αλέξιος Γ' (ο θείος), αφού τύφλωσε τον προηγούμενο αυτοκράτορα, που ήταν ο αδελφός του σφετερίστηκε τον θρόνο του. Τότε ο ανιψιός του Αλέξιος Δ' κάλεσε τους Λατίνους να τον βοηθήσουν να καταλάβει τον θρόνο με την υπόσχεση ότι θα τους έδινε μεγάλα χρηματικά ποσά. Αυτοί τον βοηθήσανε και ανέλαβε τον θρόνο διώχνοντας τον θείο του Αλέξιο Γ' ο οποίος έφυγε από την Κωνσταντινούπολη παίρνοντας μαζί του όλους τους βασιλικούς θησαυρούς. Τόση ήταν η βιασύνη του που άφησε πίσω την σύζυγο και την κόρη του. Τον ακολούθησαν μόνο ορισμένοι πιστοί οπαδοί του και όλοι μαζί ήλθανε στην Μοσυνούπολη.
Όταν ανέλαβε την εξουσία του Βυζαντίου ο ανιψιός του Αλέξιος Δ' δεν μπόρεσε να προσφέρει αυτά που είχε υποσχεθεί στους Λατίνους. Οπότε οι Λατίνοι βοηθήσανε να καταλάβει τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης ο γαμπρός του Έκπτωτου Αλέξιου Γ', ο Αλέξιος Ε' ο Μούρτζουφλος που φυλάκισε και αργότερα στραγγάλισε τον Αλέξιο Δ'. Αυτός χώρισε την σύζυγό του, παντρεύτηκε την κόρη του Έκπτωτου Αλέξιου Γ' την Ευδοκία, η οποία ήταν παντρεμένη και είχε χωρίσει με τον βασιλιά της Σερβίας Στέφανο Α' με τον οποίο απέκτησε 4 παιδιά. Ο ένας ο Σάββας Β' ανακηρύχθηκε άγιος από την Σερβική Εκκλησία, ο δε πεθερός της ήταν ο βασιλιάς της Σερβίας Στέφανος Νεμάνια ο μετέπειτα Άγιος Συμεών ο Μυροβλύτης που μόνασε στο Παπίκιο Όρος.
Ο Αλέξιος Ε' ο Μούρτζουφλος δεν δέχθηκε και αυτός τις υπερβολικές απαιτήσεις των Λατίνων για τις υπηρεσίες που του προσφέρανε και αυτοί τότε κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη στις 12 Απριλίου 1204 ιδρύοντας την Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Ο Μούρτζουφλος κατόρθωσε να διαφύγει παίρνοντας μαζί του την σύζυγό του, την πεθερά του, κάποιους οπαδούς του και κατευθύνθηκε προς την Μοσυνούπολη όπου βρισκόταν ο Αλέξιος Γ' ο πεθερός του. Όταν έφτασαν στην Μοσυνούπολη στήσανε τις σκηνές τους έξω από την Πόλη περιμένοντας ο Αλέξιος Ε' Μούρτζουφλος τα λόγια της συμφιλίωσης από τον πεθερό του Αλέξιο Γ' που ήταν μέσα στην πόλη. Ο Αλέξιος Γ' όμως δεν ξέχασε ότι ο Αλέξιος Ε' Δούκας Μούρτζουφλος είχε στραγγαλίσει τον ανιψιό του Αλέξιο Δ'. Πονηρά σκεπτόμενος ετοίμασε την παγίδα.
Έτσι τους κάλεσε να μπούνε στην πόλη και τον δέχθηκε όπως δέχεται ο πεθερός τον γαμπρό με το χαμόγελο. Οι υπηρέτες του πεθερού ετοιμάσανε τα τραπέζια με όλα τα καλά για τους καλεσμένους καθώς και το λουτρό. Τότε ο Αλέξιος Γ' (πεθερός) προέτρεψε τον Αλέξιο Ε' Μούρτζουφλο (γαμπρό) πριν καθίσουν στο τραπέζι να λουστούν μαζί με την κόρη του. Όταν ο γαμπρός βρέθηκε μέσα στο λουτρό όρμησαν όλοι μαζί οι υπηρέτες του πεθερού εναντίον του και του έβγαλαν τα μάτια. Η σύζυγος του Ευδοκία όρθια δίπλα στην πόρτα των λουτρών, έβριζε τον πατέρα της και αυτός την έσπρωχνε και την κλοτσούσε για τον αδιάντροπο και λάγνο έρωτά της, γιατί παντρεύτηκε τον φονιά του ξαδέλφου της. Τον Αλέξιο Ε' Μούρτζουφλο οι υπηρέτες του πεθερού τον πετάξανε έξω από την Μοσυνούπολη.
Οπότε ο Αλέξιος ο Γ' πλέον τυφλός περιπλανιόταν γύρω από την Μοσυνούπολη και τους αγρούς της με ξεσκισμένα ρούχα σαν αλήτης, ζητιάνος, εγκαταλειμμένος ακόμη και από τους οπαδούς του. Στο μεταξύ μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης οι Σταυροφόροι ξεκινήσανε για να καταλάβουν και το υπόλοιπο Βυζάντιο. Μόλις έμαθε ο Έκπτωτος αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' τον ερχομό τους στη Μοσυνούπολη δεν θέλησε να τους αντιμετωπίσει οργανώνοντας την άμυνα της Μοσυνούπολης. Αντίθετα οι κάτοικοί της άνοιξαν τις πύλες και τους υποδέχθηκαν, μη έχοντας κάποιον αυτοκράτορα μπροστάρη. Ο Αλέξιος Γ' όμως πριν αυτοί φθάσουν πήρε την σύζυγό του και την κόρη του και πήγανε στην Κόρινθο όπου η κόρη του Ευδοκία όταν αργότερα πέθανε ο σύζυγός της παντρεύτηκε τον ηγεμόνα της Κορίνθου Λέοντα Σγουρό.
Οι Σταυροφόροι στην Μοσυνούπολη ανακαλύψανε τον Αλέξιο Ε' Μούρτζουφλο τυφλωμένο και με ξεσκισμένα ρούχα τον συλλάβανε και τον έσυραν μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη όπου αφού τον βασάνισαν, τον καταδίκασαν σε θάνατο, γκρεμίζοντάς τον από τον Κίονα του Θεοδοσίου τον Δεκέμβριο του 1204. Μάλιστα οι Λατίνοι είπανε ότι δεν έχουν δικαίωμα να κατέχουν εδάφη και αξιώματα τέτοιοι άνθρωποι που προδίδουν τόσο εύκολα ο ένας τον άλλον για την εξουσία. Έτσι έκλεισε ο κύκλος αυτών των άχρηστων Βυζαντινών αυτοκρατόρων Αλέξιων μετά τα αλληλοτυφλώματα και τους στραγγαλισμούς τους, που μάλιστα ο ένας παρέδωσε το Βυζάντιο στους Λατίνους. Το 1207 ο βασιλιάς της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος Μομφερατικός δολοφονήθηκε από τους Βουλγάρους σε μάχη που έγινε μπροστά από την Μοσυνούπολη.
Οι Βούλγαροι τότε κόψανε το κεφάλι του και το στείλανε ως δώρο στον Τσάρο τους τον Καλογιάννη. Το 1230 απελευθέρωσε την Μοσυνούπολη από τους Λατίνους ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Δούκας Κομνηνός. Σε λίγους μήνες σε εκστρατεία που έκανε ο Ασάν Β' των Βουλγάρων ξανακατέκτησε την πόλη. Το 1242 ο Ιωάννης Γ' Βατάζης αυτοκράτορας της Νίκαιας έδιωξε τους Βουλγάρους κατακτητές και απελευθέρωσε την πόλη. Αυτός τελικά ήταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου που αναστήλωσε το Βυζάντιο, ανακατέλαβε τα εδάφη της σημερινής Τουρκίας και της Βορείου Ελλάδος μαζί, εκτός της Κωνσταντινούπολης. Η Εκκλησία μας τον αναγνωρίζει ως Άγιο με την ονομασία Ιωάννης ο Ελεήμονας. Στο Διδυμότειχο υπάρχει μια όμορφη ξύλινη εκκλησία προς τιμή του η μόνη σε όλον τον κόσμο.
Το 1343 στρατοπεδεύει μπροστά στην πόλη ο Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός ο οποίος είχε πει ότι βρήκε μια πόλη εγκαταλελειμμένη από τους κατοίκους της και με γκρεμισμένα σπίτια. Οι κάτοικοί της σχεδόν την είχαν εγκαταλείψει και ήλθαν στην Κομοτηνή η οποία μέχρι τότε ήταν ένας μικρός οικισμός μέσα στο κάστρο σταθμό της Εγνατίας Οδού. Από την εποχή του Καντακουζηνού και μετά βλέπουμε να εμφανίζονται οι Οθωμανοί στα μέρη μας οι οποίοι όχι μόνο να σφάζουν, να ληστεύουν αλλά και να εγκαθίστανται σιγά σιγά οριστικά στα χριστιανικά εδάφη της περιοχής μας. Έτσι το 1363/64 που καταλείφθηκε η Κομοτηνή μέχρι το 1371 είχε καταλειφθεί όλη η περιοχή του σημερινού Νομού Ροδόπης. Στα σημερινά χρόνια σε ανασκαφές που έκανε ο αρχαιολόγος Νίκος Ζήκος στη Μοσυνούπολη αποκάλυψε στο μέσον περίπου του οικισμού τα θεμέλια ενός βυζαντινού ναού με ένα μέρος του δαπέδου να είναι μαρμάρινο με τον τοίχο του να ξεπερνά το 1,5 μέτρο περίπου στο ύψος και σε κάποια σημεία να βλέπουμε μέρος τοιχογραφιών όπως και ένα βαπτιστήριο. Επίσης βρήκε πλήθος νομισμάτων ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής, διάφορα κεραμικά αγγεία καθημερινής χρήσης και αγροτικά εργαλεία. Περιμένουμε από τον Νίκο Ζήκο με νέες ανασκαφές να μας οδηγήσει σε αποκρυπτογράφηση της ιστορίας αυτής της αρχαίας πόλης και όχι μόνο.
Μετά το 1920 με την Μικρασιατική καταστροφή όταν ήλθαν οι πρόσφυγες με τις μετονομασίες των οικισμών, ο οικισμός Κίρ Σάρτζα μετονομάστηκε σε Μεσσούνη παίρνοντας αυτό το όνομα από την αρχαία Μοσυνούπολη που βρίσκεται παραδίπλα. Οι απόγονοι των σημερινών κατοίκων της Μεσσούνης ζούσαν στην Ανατολική Ρωμυλία και κατάγονταν από μια από τις αρχαίες θρακικές φυλές των Οδρυσών. Αυτοί με την συνθήκη του Νεϊγύ που επέτρεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών που ζούσαν στην Βουλγαρία και την Ελλάδα μετανάστευσαν στην Ελλάδα το 1924 εγκαταλείποντας το χωριό τους που ονομαζότανε Σιναπλή. Βάλανε στα κάρα τους γυναίκες παιδιά και όλοι μαζί με τα κοπάδια τους περάσανε στην Ελλάδα έτσι από το Ορμένιο πήγανε Δίκαια, Διδυμότειχο, Αλεξανδρούπολη, Μάκρη, Κομοτηνή και μείνανε στην Μεσσούνη μόνο 30 οικογένειες, οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν στο Πολύκαστρο του Κιλκίς. Με την εγκατάσταση των Ελλήνων στην Μεσσούνη οι λίγοι Βούλγαροι φύγανε για την Βουλγαρία, οι δε μουσουλμάνοι φύγανε το 1958. Στο εγκαταλειμμένο νεκροταφείο των μουσουλμάνων που βρίσκεται στον κόμβο της Μεσσούνης, σήμερα μετά από 60 χρόνια θάβουν τους αλλοδαπούς μετανάστες μουσουλμάνους.
Ο Δήμος Κομοτηνής τιμητικά έδωσε το όνομα της αρχαίας Μοσυνούπολης στον οικισμό των Ποντίων ως οικισμός Νέας Μοσυνούπολης. Έκτοτε δεν έχει τοποθετηθεί όμως πουθενά μια πινακίδα που να τον οριοθετεί. Επειδή όμως άργησε η ονοματοθεσία του όλοι οι κάτοικοι προφέρουν τον οικισμό με τον όνομα της εταιρίας που έχτισε τα σπίτια των Ποντίων, δηλαδή "Εκτενεπόλ". Γι' αυτό καλό θα είναι να μπούνε πινακίδες με το όνομα του οικισμού της Νέας Μοσυνούπολης στην αρχή και στο τέλος του ούτως ώστε να γίνει γνωστός με το σωστό του όνομα.
Επίσης και πολλές κρατικές υπηρεσίες χρησιμοποιούν το όνομα της εταιρίας Εκτενεπόλ αντί του σωστού Νέα Μοσυνούπολη και αυτό μπορεί να σταματήσει επιστρέφοντας η Ταχυδρομική Υπηρεσία την αλληλογραφία πίσω ως ανύπαρκτη διεύθυνση. Πριν λίγα χρόνια εντοπίσθηκε ο επισκοπικός ναός της αρχαίας Μαξιανούπολης από τον αρχαιολόγο Νίκο Ζήκο. Εκεί ακριβώς πάνω στα ερείπια του ναού όπου για αιώνες λειτουργούσαν οι επίσκοποι της πόλης, τέλεσε λειτουργία ο μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Παντελεήμων με πλήθος ιερέων, πιστών και επισήμων.
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News