Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
*Γράφει ο Νικόλαος Πουλπούλογλου
Στο διάστημα των διακοπών των Χριστουγέννων είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ την οικία ενός καλού οικογενειακού φίλου, ο οποίος προσφέρθηκε να μου κάνει το τραπέζι, μαζί με τη σύντροφό του και τον μικρό τους υιό. Καθώς η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά εύθυμη και σιγά-σιγά ολοκληρώναμε το γεύμα, ξαφνικά ακούστηκε μια ηχηρή προειδοποίηση με ύφος σχεδόν επιτακτικό, από τον μικρό της παρέας, ο οποίος μέχρι τότε οφείλω να ομολογήσω ήταν υπερβολικά ήσυχος για την ηλικία του. Η ιδιόρρυθμη τούτη «εντολή» έλεγε περίπου τα εξής: «Μην φάτε άλλο από το γλυκό, γιατί σίγουρα θα γίνετε περισσότερο χοντρός από ό,τι είστε». Είναι γεγονός, προβληματίστηκα από μέσα μου, πως τα περιττά κιλά των διακοπών δεν κρύβονται εύκολα φορώντας έντονα σκούρα χρώματα και δεσμεύτηκα για μια αυστηρή δίαιτα, η οποία, όπως σωστά μαντέψατε, θα ξεκινήσει μετά τις δεκαπενθήμερες διακοπές.
Πίσω όμως από το, ασφαλώς, ανεπιτήδευτο και αυθόρμητο ύφος του αυστηρού δεκάχρονου κριτή, κρυβόταν αυτό που οι ειδικοί εκπαιδευτικοί αποκαλούμε ως «έλλειψη πραγματολογικών ικανοτήτων», η οποία και έχει σχέση με την κατάλληλη χρήση της γλώσσας ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο. Η πραγματολογία, συνεπώς, έχει να κάνει όχι απλώς με την κατανόηση όσων εννοεί ο ομιλητής αλλά και για τον λόγο αλλαγής του ύφους και του τρόπου με τον οποίο ομιλεί σε διαφορετικές περιπτώσεις.
Αρχικά, να σημειωθεί πως η πραγματολογία εξετάζει τη χρήση του λόγου ως κοινωνική πράξη, ως κατάλληλη συμπεριφορά και ως επικοινωνιακή πρόθεση. Για να γίνουμε περισσότερο κατανοητοί η δε σημασιολογία έχει σχέση με ό,τι λέω, ενώ η πραγματολογία με ό,τι εννοώ. Το γεγονός, λόγου χάρη, πως σήμερα έχει κρύο (σημασιολογία) μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως, όπως το ότι χρειάζεται να φορέσουμε ζεστά ρούχα (πραγματολογία). Κάποιος που δεν έχει αναπτύξει πραγματολογικές ικανότητες, στη δηλωτική πρόταση ότι το ψυγείο είναι άδειο δεν θα καταλάβει πως χρειάζεται να πάει για ψώνια αλλά, πιθανόν, θα συμφωνήσει με ό,τι του είπαμε.
Η έλλειψη πραγματολογικών ικανοτήτων μπορεί να είναι αυτούσια ή μπορεί να είναι το αποτέλεσμα κάποιας αναπτυξιακής διαταραχής. Όπως γνωρίζουμε, οι πραγματολογικές ελλείψεις γίνονται περισσότερο εμφανείς στα άτομα που έχουν κατηγοριοποιηθεί στο φάσμα του αυτισμού. Κι αυτό, γιατί οι αυτιστικοί δεν αντιλαμβάνονται τον μεταφορικό λόγο, την ειρωνεία ή τα υπονοούμενα. Επί πλέον, τα άτομα με αυτισμό μετέρχονται μια περίεργα χρησιμοποιούμενη γλώσσα, η οποία περιλαμβάνει αντιστροφές αντωνυμιών, ηχολαλία, δηλαδή επαναλαμβάνουν ό,τι ακούν χωρίς επικοινωνιακή πρόθεση κ.ά.
Οι «ειδικοί εκπαιδευτικοί» γνωρίζουμε πολύ καλά το προφίλ ενός παιδιού με Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος και τις συνέπειες που έχει η έλλειψη της πραγματολογίας σε αυτό. Για παράδειγμα, υπάρχει διάχυτη και συνεχώς η αίσθηση στα παιδιά με αυτισμό πως οι άλλοι τα κοροϊδεύουν, καθώς δεν αντιλαμβάνονται εύκολα το χιούμορ. Την ίδια στιγμή, αυτό που κάνουν πολλοί μαθητές να χρησιμοποιούν παθητικό λεξιλόγιο και να μαθαίνουν το μάθημα «παπαγαλία», ίσως έχει τη ρίζα του στην έλλειψη πραγματολογικών ικανοτήτων ή στη μη καλλιέργεια των αντίστοιχων ικανοτήτων στα χρόνια που το παιδί φοιτούσε ήδη στο δημοτικό σχολείο.
Πώς όμως μπορούμε να αντιληφθούμε εύκολα την έλλειψη πραγματολογικών ικανοτήτων σε έναν μαθητή; Οφείλουμε στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι οι μαθητές με την οικεία διαταραχή συχνά παρουσιάζουν καθαρή ομιλία κι έτσι δεν εντοπίζονται αμέσως από τους εκπαιδευτικούς, καθώς το περιεχόμενο του λόγου ελέγχεται σε δεύτερο επίπεδο. Συνεπώς, η διάγνωση ενδέχεται να καθυστερήσει ή ακόμη και να περάσει απαρατήρητη. Η έλλειψη γραμματικών, για παράδειγμα, κανόνων είναι ένας δείκτης ότι ο μαθητής παρουσιάζει την αντίστοιχη διαταραχή; Η επάρκεια και η σωστή τήρηση των γραμματικών τύπων είναι κάτι διαφορετικό από την πραγματολογία, η οποία σχετίζεται περισσότερο με τη χρησιμοποίηση κοινωνικών κανόνων σε σχέση με μια γλώσσα. Η μειωμένη επικοινωνιακή πρόθεση, η ακατάλληλη απόσταση από τον συνομιλητή, η απουσία εκφράσεων προσώπου (πχ. βλεμματική επαφή), η έλλειψη σχολιασμού ή γενικότερα περιέργειας, οι στερεότυπες εκφράσεις, οι εμμονές, η ντροπαλότητα αλλά και η δυσκολία διατήρησης μιας συζήτησης είναι παράγοντες που σχετίζονται με τη διαταραχή πραγματολογίας.
Οι πραγματολογικές δυσκολίες είναι γεγονός πως μπορούν να ελαχιστοποιήσουν την κοινωνική αποδοχή και συνεπώς χρειάζεται έγκαιρη εκπαιδευτική παρέμβαση, η οποία να γίνει με τρόπο συστηματικό και εξειδικευμένο. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί από τη μεριά τους θα ήταν χρήσιμο να δίνουν ευκαιρίες για συνομιλία στα παιδιά, καλλιεργώντας τους σωστά γλωσσικά πρότυπα. Τέλος, το ιδανικό θα ήταν οι όποιες παρεμβάσεις να ξεκινήσουν ήδη από το νηπιαγωγείο, καθώς τα νήπια έχουν την ικανότητα να αποκτούν πολύ εύκολα δεξιότητες συνομιλίας δεδομένο του ότι ο λόγος τους από εγωκεντρικός (μέχρι και τα 4) σταδιακά γίνεται κοινωνικοποιημένος, δηλαδή ενταγμένος στις δραστηριότητες της ομάδας του σχολείου.
Καταλήγοντας, η πραγματολογία, δηλαδή η μελέτη του πώς καταφέρνουμε να επικοινωνούμε περισσότερα από όσα λέμε, συνιστάμια γοητευτική παράμετρο στην καθημερινή μας επικοινωνία και αλληλεπίδραση. Παρόλα αυτά, μπορεί να καταστεί απογοητευτική, καθώς απαιτεί να καταλάβουμε τους ίδιους τους ανθρώπους και τι έχουν ακριβώς στο μυαλό τους.
*Ο Νικόλαος Πουλπούλογλου είναι φιλόλογος και ειδικός παιδαγωγός, με μεταπτυχιακό δίπλωμα. Έχει εργαστεί ως φιλόλογος σε ιδιωτικά κέντρα και πραγματοποίησε την πρακτική του άσκηση σε σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην ανάπτυξη σύγχρονων στρατηγικών διδασκαλίας και μάθησης, με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών, καθώς και στη χρήση πολυαισθητηριακών μεθόδων. Τηλ: 6942636001, e-mail: [email protected].
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News