Τι να κάνετε εάν υποπτευθείτε ότι το παιδί σας έχει μαθησιακές δυσκολίες | xronos.gr
ΑΡΘΡΟ

Τι να κάνετε εάν υποπτευθείτε ότι το παιδί σας έχει μαθησιακές δυσκολίες

17/11/18 - 10:00

Γράφει ο Νίκος Πουλπούλογλου*

Για αρχή θα ήθελα από καρδιάς να ευχαριστήσω τους αναγνώστες της εφημερίδας ο «ο χρόνος», πολλοί από τους οποίους επικοινώνησαν μαζί μου, εκφράζοντας τις ευχαριστίες τους και, παράλληλα, κάνοντάς μου επί πλέον ερωτήσεις αναφορικά με το άρθρο της 11/10/2018. Έτσι, στην παρούσα δημοσίευση θα προσπαθήσω να δώσω ξεκάθαρες απαντήσεις στα ερωτήματα που δέχθηκα από τους γονείς αλλά και συναδέλφους. 

Οι γονείς είναι συχνά οι άνθρωποι που γνωρίζουν το παιδί τους καλύτερα από τον καθένα. Παρατηρώντας τη μαθησιακή διαδρομή του, τις κοινωνικές του σχέσεις αλλά και τη συμπεριφορά του σε διάφορα πλαίσια (σπίτι, αθλητική δραστηριότητα, φροντιστήριο κλπ.), μπορούν καλύτερα να αντιληφθούν εάν συντρέχει λόγος ανησυχίας. Κάποια από τα προειδοποιητικά σημάδια είναι: Το παιδί είναι συνέχεια αφηρημένο, δυσκολεύεται να διαβάσει συλλαβές, αριθμούς ή δεν γνωρίζει τις μέρες της εβδομάδας, βαριέται πολύ, δεν θέλει να γράψει ή να ζωγραφίσει, δυσκολεύεται να ντυθεί και δεν ξέρει την ώρα.

Ποια διαδικασία όμως χρειάζεται να ακολουθηθεί, εάν διαπιστώσουμε πως ένας μαθητής ανήκει στην ομάδα υψηλού κινδύνου και ενδεχομένως να παρουσιάσει κάποια στιγμή στο μέλλον μαθησιακές δυσκολίες; Στο έργο αυτό εμπλέκεται ο εκπαιδευτικός, ο διευθυντής του σχολείου καθώς και οι γονείς, με την έγκριση των οποίων ο μαθητής θα παραπεμφθεί για διάγνωση από διεπιστημονική ομάδα στα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ). Τα ΚΕΔΔΥ αποφαίνονται για το μαθησιακό προφίλ του μαθητή και σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς του σχολείου δεσμεύονται για την εφαρμογή και περιοδική αξιολόγηση του εξατομικευμένου προγράμματος που συντάσσουν για τον μαθητή. Μάλιστα, πολλά σχολεία μπορούν να αναπτύσσουν παράλληλα με το πρόγραμμα που έχει δημιουργηθεί από τα ΚΕΔΔΥ, ένα δικό τους ευέλικτο πρόγραμμα παρέμβασης για τους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, που έχει και αυτό χαρακτήρα εξατομικευμένο. 

Δυστυχώς, η παραπάνω διαδικασία μόνο σπάνια τηρείται κατά γράμμα και τα προβλήματα που προκύπτουν είναι πολλαπλά και συνεχή. Για παράδειγμα, σε ΚΕΔΔΥ μεγάλων περιφερειών η αναμονή των γονέων μέχρι να προσκληθούν ξεκινά από έναν μήνα και μπορεί να φθάσει και τον έναν χρόνο. Στην προσπάθεια, επομένως, να μην χαθεί πολύτιμος χρόνος για την αντιμετώπιση των όποιων δυσκολιών, οι γονείς χρειάζεται:

 

  • Να συγκεντρώσουν σε ένα ημερολόγιο πληροφορίες που αφορούν στο παιδί (αποδεικτικά σχολικής εργασίας, παρατηρήσεις για τις κοινωνικές δεξιότητες και τις φιλίες του κ.α.).
  • Να έρθουν σε άμεση επαφή τόσο με τον δάσκαλο της τάξης αλλά, κυρίως, με τον ειδικό παιδαγωγό του σχολείου, ώστε ο τελευταίος να συντάξει μια περιγραφική εκπαιδευτική έκθεση για τον μαθητή και να σχεδιάσει ένα (προσωρινό) πρόγραμμα παρέμβασης.
  • Να μην διστάσουν να μοιραστούν τις ανησυχίες τους σε δίκτυα (κοινότητες) γονέων (π.χ. πανελλήνια ομοσπονδία παιδιών με δυσλεξία, ελληνική εταιρεία προστασίας αυτιστικών ατόμων κ.α.). 
  • Να ζητήσουν τη βοήθεια ενός ειδικού, που θα τους βοηθήσει να κατανοήσουν καλύτερα τη φύση των δυσκολιών του παιδιού. 


Οι ψυχολογικές και οι συναισθηματικές συνέπειες που θα προκύψουν από τη διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών, ενδεχομένως, να προκαλέσουν αναταραχή στο κλίμα της οικογένειας. Η άποψη, ωστόσο, των περισσότερων παιδαγωγών που ασχολούνται με την ειδική αγωγή είναι πως η διάγνωση έχει μόνο θετικές συνέπειες για τον μαθητή. Κι αυτό, διότι λειτουργεί ανακουφιστικά, με την έννοια ότι τα παιδιά παύουν να κατηγορούν τον εαυτό τους και την ίδια στιγμή σταματούν από το περιβάλλον οι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί όπως «τεμπέλης» ή «αδιάφορος». Με άλλα λόγια, η διάγνωση περιορίζει το άγχος τόσο του παιδιού όσο και της οικογένειας, που πολλές φορές καλλιεργεί την αιτία συγκρούσεων των μελών. Τέλος, η διάγνωση είναι στην ουσία το όχημα, προκειμένου οι γονείς να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες διδασκαλίας στο σχολείο. 

Τι γίνεται, ωστόσο, όταν διαφωνούμε με τη διάγνωση των ΚΕΔΔΥ; Οι γονείς οφείλουν να γνωρίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν να την υπογράψουν και να την παραλάβουν ή να την υπογράψουν και στη συνέχεια να κάνουν ένσταση στη Δευτεροβάθμια
Ειδική Διαγνωστική Επιτροπή Αξιολόγησης. Το βασικότερο πρόβλημα, πάντως, με τις χορηγούμενες διαγνώσεις είναι πως περιέχουν ελάχιστες εξηγήσεις για τις διαγνωσμένες δυσκολίες και δυνατότητες του μαθητή και, ταυτόχρονα, περιέχουν δυσνόητη επιστημονική ορολογία, που ασφαλώς οι γονείς δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν. Εάν συμβεί αυτό, οι γονείς πρέπει να ζητήσουν διευκρινίσεις και να κάνουν συγκεκριμένες ερωτήσεις.  

Συνοψίζοντας, η διαγνωστική αξιολόγηση ενός μαθητή, που συνήθως γίνεται στη Β΄ Δημοτικού, υπάρχει η δυνατότητα να γίνει με μια πρώτη εκτίμηση ήδη από την Α΄ τάξη, όπως  συστηματικά συμβαίνει σε οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο πως η διεθνής βιβλιογραφία πολύ συχνά χρησιμοποιεί την έκφραση “The earlier the better” (=όσο πιο νωρίς τόσο καλύτερα)• κι αυτό, γιατί οι δυσκολίες που εντοπίζονται έγκαιρα και συνδυάζονται με ένα συστηματικό σχέδιο υποστήριξης,για το 90% των μαθητών, αντιμετωπίζονται με επιτυχία. Αντίθετα, όταν η διάγνωση γίνεται μετά την Ε΄ Δημοτικού, για το 70% των παιδιών, οι δυσκολίες παραμένουν και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. 

 

* Ο Νικόλαος Πουλπούλογλου είναι φιλόλογος και ειδικός παιδαγωγός, με μεταπτυχιακό δίπλωμα. Έχει εργαστεί ως φιλόλογος σε ιδιωτικά κέντρα και πραγματοποίησε την πρακτική του άσκηση σε σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην ανάπτυξη σύγχρονων στρατηγικών διδασκαλίας και μάθησης, με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών, καθώς και στη χρήση πολυαισθητηριακών μεθόδων.
Τηλ: 6942636001, e-mail: [email protected].

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr