Τι θα δούμε το αθλητικό Σαββατοκύριακο στη Ροδόπη
Μορφωτικός Όμιλος Κομοτηνής, Σύλλογος Ποντίων Θρυλορίου "Η Κερασούντα και Το Γαρς", Πολιτιστικός Χορευτικός Σύλλογος Θρακών Κομοτηνής, Σύλλογος Ηπειρωτών νομού Ροδόπης, Στέγη Πολιτισμού Παράδοσης και Λαογραφίας "Φιλοτέχνες"
Κάθε τόπος έχει τα δικά του έθιμα και ο κάθε σύλλογος τη δική του πολιτισμική κληρονομία. Εμείς ζητήσαμε από πέντε πολιτιστικούς συλλόγους που δραστηριοποιούνται στη Ροδόπη να μας καταθέσουν από ένα έθιμο, μία εμπειρία ή ένα βίωμα σχετικά με την περίοδο των εορτών, Χριστουγέννων ή Πρωτοχρονιάς.
Ο πρόεδρος του Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής Στέφανος Κούκλαρης, η πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Ποντίων Θρυλορίου "Η Κερασούντα και Το Γαρς" Χρύσα Μαυρίδου, ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Χορευτικού Συλλόγου Θρακών Κομοτηνής Χρήστος Τζερνικούδης, ο πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών νομού Ροδόπης Γιάννης Τζαμπάζης, η πρόεδρος της Στέγης Πολιτισμού Παράδοσης και Λαογραφίας "Φιλοτέχνες" Ιωάννα Αλμπανίδου. Οι ίδιοι με τη βοήθεια των διοικητικών συμβουλίων των συλλόγων και των μελών, καταθέτουν τα κείμενα των συλλόγων τους.
ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ:Το έθιμο της Καμήλας
Το έθιμο της Καμήλας είναι ένα από τα πιο παλιά έθιμα που γινόταν για πολλά χρόνια την Πρωτοχρονιά στην Αίγειρο και στα Καβακλιώτικα, περιοχή στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κομοτηνής και στα περισσότερα χωριά ανά την Ελλάδα με καταγωγή από την Ανατολική Ρωμυλία.
Καταρχήν, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά ζύμωνε τη βασιλόπιτα και άνοιγε φύλλα για να φτιάξει την τυρόπιτα. Μέσα στην τυρόπιτα εκτός από το νόμισμα έβαζε και μικρά ξυλαράκια σε διαφορετικά μεγέθη που είχαν ποικίλο συμβολισμό, το σπίτι, τα ζώα, το στάβλο, τα χωράφια έτσι ώστε όλοι να τύχουν κάτι και να μείνουν ικανοποιημένοι. Το βράδυ την έκοβε ο πατέρας και όλοι ήταν χαρούμενοι. Μετά την βασιλόπιτα, ξεκινούσε το έθιμο της καμήλας το οποίο λοιπόν προέβλεπε ότι την παραμονή το βράδυ της Πρωτοχρονιάς περίπου την ώρα της αλλαγής του χρόνου, καμηλτζήδες και ντιβιτζήδες περνάγανε από όλα τα σπίτια του χωριού και μάζευαν τρόφιμα, φιλοδωρήματα αλλά ακόμη και ρούχα που συνήθως τα έδινε ο νοικοκύρης του σπιτιού.
Το έθιμο συνεχιζόταν και την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, το πρωί, στην πλατεία όπου μαζεύονταν όλοι οι κάτοικοι για να γλεντήσουν και να χορέψουν σε ρυθμούς γκάιντας, ενώ ταυτόχρονα μοίραζαν όσα είχαν μαζέψει το προηγούμενο βράδυ, σε όλες τις φτωχές οικογένειες του χωριού για να περάσουν και αυτές ευχάριστα τις γιορτές. Το έθιμο της καμήλας είναι μια παραλλαγή του εθίμου του Άη Βασίλη.
Οι κάτοικοι της Βόρειας Θράκης (Ανατολική Ρωμυλία) επηρεάστηκαν από την προέλευση πληθυσμών από την Καππαδοκία και την Μικρά Ασία που πήγαν στα μέρη τους, να υπηρετήσουν σαν στρατιώτες του Βυζαντίου από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα μ.χ. και τιμούσαν την γιορτή της Πρωτοχρονιάς με ομοιώματα της καμήλας, μια και η καμήλα ήταν το βασικό και σημαντικότερο μέσο μεταφοράς των αγαθών της εποχής. Στο έθιμο που ήρθε στην Βόρεια Θράκη προστέθηκαν οι καμηλιέρηδες ή ντιβιτζήδες (συνοδοί των καμηλιέρηδων) ,η μορφολογική ενδυμασία των οποίων επηρεάστηκε από την αρχαία Διονυσιακή και Βακχική ελληνική ειδωλολατρία που πίστευαν σε εκείνα τα μέρη, με μορφές σάτυρων με προσωπίδες.
Η καμήλα ετοιμαζόταν επί μέρες από τις παρέες των νέων. Πρώτα έφτιαχναν την καμπούρα με 4-5 ευλύγιστα κλαδιά, καρφωμένα σε ξύλινα καδρόνια και την σκέπαζαν με κουβέρτες ή κουρελούδες στολισμένες με χάντρες και κουδούνια. Μπροστά στερέωναν ένα πάνινο ή γούνινο κεφάλι. Τα ξύλινα σαγόνια της καμήλας (τσικαλντάκι), όπου κάρφωναν μικρά πέταλα, συνδέονταν με άρθρωση, η οποία επέτρεπε στο κάτω μέρος να ανοιγοκλείνει. Ενώνονταν επίσης με ένα σκοινί δεμένο μόνο στο κάτω σαγόνι, που περνούσε στο επάνω από κρίκο και έμεινε ελεύθερη η άκρη του. Την καμήλα την κουβαλούσαν ένας ή δύο νέοι, αν ήταν δύο, ο ένας πίσω από τον άλλον, καλυμμένοι κάτω απ’ αυτήν έτσι ώστε να φαίνονται μόνο τα πόδια τους, που αποτελούσαν τα πόδια της καμήλας.
Ο πρώτος κατά διαστήματα τραβούσε το σχοινί και τα σαγόνια ανοιγόκλειναν και κροτάλιζαν. Τους οδηγούσε ο Ντιβιτζής ο οποίος φορούσε ανάποδα ένα μακρύ παλτό επενδυμένο με προβιά (την κουζιούφκα), ένα ψηλό κωνοειδές καπέλο ντυμένο με ύφασμα ή δέρμα, το καούκι, τσαρούχια και από πάνω μπιάλια (:άσπρες γκέτες) ενώ μαύριζε το πρόσωπό του με καπνιά. Στη μέση του έδενε μια μεταλλική βέργα με γάντζο (τον άλσο), που χρησιμοποιούσαν πάνω από το τζάκι για να κρεμάνε τα μπακιρένια σκεύη, και κρατούσε στα χέρια ένα ξύλινο σπαθί και το τοπούζι ένα κοντό ρόπαλο σε σχήμα φαλλού.
Το βράδυ λοιπόν της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι άντρες επισκέπτονταν τον Ντιβιτζή για να τον προσκαλέσουν στο έθιμο. Εκείνος αρχικά, προσποιούνταν πως δεν θέλει και τους ανάγκαζε να τον παρακαλούν, μέχρι να του υποσχεθούν κάποιο δώρο. Αφού τον έπειθαν, ξεκινούσαν όλοι μαζί για το σπίτι του παπά, το πρώτο σπίτι που έπρεπε σύμφωνα με το έθιμο να επισκεφθούν.
Ακολουθούσε επίσκεψη σε όλα τα σπίτια του χωριού ως το πρωί. Σε κάθε πόρτα που έφταναν ο Ντιβιτζής ρωτούσε το νοικοκύρη αν ήθελε να του χορέψει η Καμήλα. «Μαχ, μαχ τον πίτα, τον παρά, τσοκ λαρά τον πίτα τον παρά, νάσου μπακαλούμ; μπεε; κεφλιρί εβατζιά τον πίτα τον παρά . Μάχ, μαχ τον πίτα τον πάρα». Έλεγε χτυπώντας το τοπούζι «Μαχ, μαχ τον πίτα τον παρά» Αν ο τελευταίος δεχόταν, ακολουθούσαν διάφορα αστεία που ολοκληρώνονταν με το συμβολικό θάνατο και την ανάσταση της Καμήλας. Αφιντικό να χουρέψη η καμήουα; Η τόπους είνι ιρός; ντιμέκ είνι βαρά η καμήουα να μην πατώσ(ει). Ιντάξ(ει) ιρός είνι, λέει τ’ αφεντικό. Χιρνά η γκάιντα να ουαλεί, πιάν(ει) αυτός ‘ν καμήουα, ‘ν παένει κι φιουά του χερ(ι) τ’ αφεντικού, σ’ αφεντικίνας, ύστιρα χιρνά να χουρεύ(ει). Χουρεύ(ει) ως καπ, α σουρήξ(ει) νιάφρα η γκάιντα ξιέρν(ει) η καμήουα. Πεφτν οι παπούκες πχακών ‘ν καμήουα να τ’ σφαξν να μην πάει τζιάμπα. - Ιρνά κατ’ αφιντικό τουν φτα, δεν ντρέπισι να μη πεις ψέμματα, η τόπους δεν ήταν ιρός και ξέορι του χαϊβάν(ι). - Παέν(ει) ως καπ ιρνά, κοίταξι λέει, του χαϊβάν(ι) ψόφσι που ψόφσι να βρούμι κάνα φάρμακο να του δώσουμι, να ιδούμι δα να πιράσ(ει); Λέει, τίπτας αν εχς κρασί να του δώσουμι… - Τ’ δίν(ει) ‘ν καμήουα, να πιη κι άθραπους ουπχάτ, πάλι δεν ένιτι δλεια, η καμήουα δεν ταράζιτι, να ιδούμε κάνα ξούρ(ι) θα ‘χει. [ - Τηράει, λέει, ε αφιντικό κοίταξ(ει) η δλεια που είνι, δα ξιίρι του πέταουτς μη του νύχ(ι) μαζί, αν έχς κάνα πέταου που να γράφ(ει) 20, 50 λέφια να ‘ν καλιγώσουμι, θα σκουθεί.
Μετά το φιλοδώρημα της καμήλας ακολουθούσαν ευχές και ένα ξόρκι στα τουρκοελληνικά για καλή σοδειά και γονιμότητα με την ακόλουθη κατάληξη: «σικινίντα μπιρικέτ(ι) σικινίντα κουβέτ(ι)», δηλαδή «καλή δύναμη και σοδειά στο φαλλό μας». Και η παρέα συνέχιζε χορεύοντας και ο Ντιβιτζής τον κατσιβέλικο ή ντιβιτζήδικο, τραγουδώντας και φωνάζοντας μέχρι τις πρωινές ώρες!
Το κατ’ εξοχήν τραγούδι του εθίμου είναι οι καμήλες και η Λένου και ο χορός ζωναράδικος! Καλές καμήλες, καλές καμήλες, καοά κορτσούδια, καοά κορτσούδια (καοά=καλά), καοά κορτσούδια, καοά κορτσούδια, καλά παλ’κάρια, καλά παλ’κάρια, καλά παλ’κάρια, καλά παλ’κάρια, καλές φουντούδες, καλές φουντούδες, καλές φουντούδες, καλές φουντούδες, σεις δεν μι ξέρ’τι, σεις δεν μι ξέρ’τι, σεις δεν μι ξέρ’τι, σεις δεν μι ξέρ’τι, γω ποια γυρεύου, γω ποια γυρεύου, Ιγώ μάνα γυρεύου, Ιγώ μάνα γυρεύου, Τ’ Ροτού Ντιρζούδα, Τ’ Ροτού Ντιρζούδα,(Ροτού=Ερατώ) Τ’ Ροτού Ντιρζούδα, Τ’ Ροτού Ντιρζούδα, Τ’ μακρουμαλούσα ξανθομαλλούσα, Τ’ μακρουμαλούσα ξανθομαλλούσα, Τ’ συρτουφρυδούσα, Τ’ συρτουφρυδούσα. ΤΗΣ ΛΕΝΩΣ -Μωρ' πού' σαν Λένω μ' τώρα βδομάδα, τώρα βδομάδα κι άγιες ημέρες -Στη μάνα μ' ήμαν, στα μαναστήρια ζ'νάρια υφαίνω μορμοκατένια, μαρμαροδίμ'τα. -Τ' ακούς μωρ' Λένω μ, τί λέει η γκάϊντα; -Τί λέει η γκάϊντα, τί χωρατεύει; -Ξένον αϊγάπ'σις, ξένον θα πάρεις! -Σφάζουμι μάϊκω μ', κόφτουμι μάϊκω μ', τα 'ρμάνια παίρνω, ξένον δεν παίρνω Μέλισσα γ'νόμαι, στους κάμπους βγαίνω, στους κάμπους βγαίνω, ξένον δεν παίρνω! -Εσύ μελίσσι, κι εγώ κοφίνι, και θα σε μάσω και θα σε πάρω! -Λαγός γ 'ενόμαι τα 'ρμάνια παίρνω, τα 'ρμάνια παίρνω, ξένον δεν παίρνω! -Λαγός κι αν γίνεις, αβτζής θα γ 'ένω και θα σε γρούξω και θα σε πάρω.
Επιμέλεια συγγραφή κειμένου, Βασιλείου Βασίλης, πτυχιούχος ΤΕΦΑΑ Κομοτηνής, χοροδιδάσκαλος Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής. Βιβλιογραφία, πηγές: Αρχεία Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής, Αίγειρος-Μαρούλα Ισπυρίδου, Ιωάννης Πραντσίδης-Το έθιμο της καμήλας στο Ακ Μπουνάρ, Παύλος Λιτούδης-Το δρώμενο της καμήλας, Στέλλα Καλογερέα-Ανατολική Ρουμελία, Δημήτριος Γ.Γκογκίδης-Η προφορά, τα ήθη & έθιμα της Ανατολικής Ρωμυλίας
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΟΝΤΙΩΝ ΘΡΥΛΟΡΙΟΥ: Ποντιακά έθιμα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς στο Θρυλόριο
«Κάλαντα καλός καιρός τα πάντα και του χρόνου. Όπως ανοίγω το νερόν ν’ ανοίεται κ’ η τύχη μ’ κι όπως τρέχ’ το νερόν να τρέχ’ η ευλογία».
Με αυτή την ευχή το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου, οι Πόντιοι του Θρυλορίου πήγαιναν στην πηγή ή στο πηγάδι, από όπου προμηθεύονταν το πόσιμο νερό και «εκαλαντίαζαν το νερόν». Το καλόπιαναν δηλαδή με διάφορα δώρα όπως ξηρούς καρπούς (λεφτοκάρια, καρύδια), ξερά σύκα, ξυλοκέρατα, γλυκά, φρούτα κ.λ.π., για να μην κοιμηθεί και σταματήσει να ρέει ή κατά μια άλλη εκδοχή, που κατέγραψα από τους ηλικιωμένους του χωριού μας στο Θρυλόριο, για να μην αλλάξει η ροή του και αρχίσει να κυλάει ανάποδα.
«Ο πατέρα μ’, έρθαι και εγέρασεν και εκαλαντίαζεν το νερόν. Μεσανυχτί επαίνεν ’ς ση μάνα τη νερού» (Ο πατέρας μου ήρθε και γέρασε και καλαντίαζε το νερό. Μεσάνυχτα πήγαινε στη μάνα του νερού), θυμάται η Δέσποινα Ναβροζίδου για τον πατέρα της Λάζαρο Μαυρίδη. Η «μάνα του νερού» είναι η πηγή από όπου οι Θρυλοριώτες έπιναν νερό τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης τους στο Θρυλόριο.
Τα ελεύθερα κορίτσια επιδίωκαν να πάνε στο «καλαντίασμα τη νερού», γιατί ήξεραν ότι τα παλληκάρια καιροφυλακτούσαν για να φάνε τα φρούτα που θα άφηναν στο πηγάδι, όταν αυτές αποχωρούσαν. Το παλληκάρι που θα έτρωγε τα φρούτα της συγκεκριμένης κοπέλας, θα έδειχνε το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν.
Αφού άφηναν τα δώρα τους στο πηγάδι, έπαιρναν νερό και το πήγαιναν στο σπίτι. Αυτός που κουβαλούσε το νερό, μέχρι να το πάει στο σπίτι δεν κοιτούσε πίσω του ούτε μιλούσε σε κανέναν, γιατί πίστευαν ότι οι μαϊσσάδες (μάγισσες) θα τους έπαιρναν τη λαλιά. Γι’ αυτό και το ονόμαζαν «αμίλητο νερό», σύμφωνα με τη μαρτυρία της αείμνηστης Ελένης Αποστολίδου, από το οποίο έπινε όλη η οικογένεια και με αυτό ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τις αποθήκες, τα ζώα, τα χωράφια κ.λ.π..
Ένα άλλο έθιμο στο οποίο έδιναν ιδιαίτερη σημασία οι πρόγονοι μας στο Θρυλόριο ήταν το ποδαρικό της Πρωτοχρονιάς. Αυτός που συνήθως έκανε ποδαρικό στο σπίτι ήταν το «πρωτικάρ’», το πρωτότοκο παιδί της οικογένειας ή ένα μικρό παιδί, γιατί θεωρούνταν αναμάρτητο ή πολλές φορές κάποιο ζώο όπως αρνάκι ή σκυλί. Απέφευγαν την 1η Ιανουαρίου να πηγαίνουν στα ξένα σπίτια, μήπως τους κατηγορήσουν για κακό ποδαρικό «Ο γουρσούης σίτε μπαίν’ σ’ έναν οσπίτ’ απέσ’, εείνο τ’ οσπίτ’ χαϊρ’ ’κ’ έχ’» (Ο γρουσούζης όταν μπαίνει μέσα σε ένα σπίτι, εκείνο το σπίτι δεν έχει ευλογία), έλεγαν. Αν πάλι η χρονιά ήταν καλή, απέδιδαν το γεγονός σ’ αυτόν που τους έκανε ποδαρικό και του ζητούσαν να μπει ξανά πρώτος στο σπίτι τους. Έλεγαν «Ας σο χαϊρλούδικον το ποδαρικόν η δουλεία πάει εμπροστά» (Από το γούρικο το ποδαρικό η δουλειά πάει μπροστά).
Τόσο το βράδυ των Χριστουγέννων, όσο και το βράδυ της Πρωτοχρονιάς διάλεγαν ένα μεγάλο κούτσουρο για να καίγεται στο τζάκι. Πίστευαν ότι η φωτιά διώχνει τα δαιμόνια που έρχονταν από την καπνοδόχο. Το κούτσουρο αυτό το λέγανε "χριστοκούρ" και "καλαντοκούρ" αντίστοιχα.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο με όλα τα καλά, όχι μόνο για την οικογένεια αλλά και για όποιον θα περνούσε να πει τις ευχές του. Συνήθιζαν μάλιστα, να κάνουν ομαδικές επισκέψεις και να γλεντούν με τη λύρα μέχρι το πρωί και για μέρες ακόμη.
Δεν ξεχνούσαν όμως και τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Κρατούσαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, νηστεία, πήγαιναν στην εκκλησία. αλλά και ζητούσαν συγχώρεση από αυτόν με τον οποίο είχαν χαλάσει τις καρδιές τους. Τέλος βοηθούσαν όσους είχαν ανάγκη.
Έτσι με αγάπη, ευλάβεια, πίστη και αλληλοσεβασμό περνούσαν τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων οι πρόγονοι μας και φυσικά με πολλές εγκάρδιες ευχές.
«Κάλαντα και καλός χρόνος, τ’ ολωνών να χάτ’ ο πόνος.
Κάλαντα καλή χρονία, λάχ’ (μακάρι) χάται ανεχετία (ανέχεια).
Κάλαντα και νέος χρόνος, ν’ ανοί’(ανοίξει) ο καλόν ο δρόμος.
Κάλαντα νεοχρονία, χαρά, γέλος και δουλεία.
Κάλαντα και νέον έτος, ευτυχία σ’ όλτς οφέτος»
Χρύσα Μαυρίδου Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Ποντίων Θρυλορίου «Η Κερασούντα και το Γαρς»
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΧΟΡΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΘΡΑΚΩΝ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ: Ήθη και έθιμα στη Θράκη με «άρωμα» Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς
"Πουρπούρ(η)ς" Χριστουγεννιάτικο έθιμο του Δωδεκαημέρου από τον κύκλο των μεταμφιέσεων
Ζωντανές τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και τον Θεοφανείων προσπαθούν κάθε χρόνο να κρατήσουν οι κάτοικοι και οι πολιτιστικοί σύλλογοι της περιοχής, γιορτάζοντας μια από τις μεγαλύτερες γιορτές του Χριστιανισμού και διατηρώντας ζωντανές παραδόσεις αιώνων. Τα ήθη και τα έθιμα άλλωστε μαρτυρούν τις βαθύτερες ανησυχίες των ανθρώπων, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων.
Τα έθιμα των Χριστουγέννων και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια αποτέλεσαν κομμάτι της συλλογικής μνήμης του Θρακικού ελληνισμού. Διέφεραν πολλές φορές από χωριό σε χωριό, σχηματίζοντας έναν πυρήνα μιας πολυποίκιλης και δυναμικής λαϊκής παράδοσης.
Οι προετοιμασίες των Χριστουγέννων στην Θράκη άρχιζαν 40 μέρες νωρίτερα με το ξεκίνημα της νηστείας. Οι ομάδες, συγκεντρώνονταν στα καφενεία, στα σπίτια ή ακόμα και έξω στους δρόμους, για να κάνουν πρόβες για τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια και έθιμα που ήταν γνωστά.
Το εορταστικό Δωδεκαήμερο που ήταν και συνεχίζει να είναι το κέντρο των δρωμένων, ξεκινά από την παραμονή των Χριστουγέννων και φτάνει μέχρι και τα Φώτα. Άρχιζε από την παραμονή, με το σφάξιμο των γουρουνιών που κυριαρχούσε τη μέρα αυτή σ’ όλα τα χωριά αλλά και σε πόλεις της Θράκης. Στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, οι μεταμφιέσεις ήταν οι χαρακτηριστικότερες εκδηλώσεις της γιορταστικής αυτής περιόδου. Οι μεταμφιεσμένοι, με τον τρόπο τους, θύμιζαν στους συγχωριανούς τους τη μεγάλη μέρα της Χριστιανοσύνης. Τέτοια έθιμα είναι: "Ο Πουρπούρης" στο Ισαάκιο Ορεστιάδας, "Η Κορτοπούλα" στο Φυλακτό Σουφλίου, "Η Καμήλα" στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης και της Ανατολικής Ρωμυλίας, "Τα Ρουγκάτσια" στο Σουφλί, "Ο Μπαμπούσιαρος" στο Ρήγιο Διδυμοτείχου.
Έθιμα έφεραν μαζί τους και οι ξεριζωμένοι προσφυγικοί πληθυσμοί από τα εφτά χωριά της παρέβριας περιοχής της Ανατολικής Θράκης (περιοχή Μακράς Γέφυρας) οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μετά το 1922 από το Βόρειο Έβρο μέχρι και τις Φέρες. Το χριστουγεννιάτικο έθιμο "ΠΟΥΡΠΟΥΡΣ", το οποίο παρουσίασε στην πόλη μας ο Πολιτιστικός Χορευτικός Σύλλογος Θρακών Κομοτηνής την Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου του 2009, προέρχεται από την Ανατολική Θράκη όπου και αναβίωνε τη δεύτερη και πολλές φορές την τρίτη ημέρα των Χριστουγέννων. Με αυτή τη μορφή και ονομασία γίνεται στις μέρες μας στα χωριό Ισαάκιο του Νομού Έβρου του οποίου οι κάτοικοι κατάγονται από την Ανατολική Θράκη.
Τα κεντρικά πρόσωπα του εθίμου είναι ο Πουρπούρ(η)ς και η γυναίκα του. Ο Πουρπούρ(η)ς είναι μεταμφιεσμένος, φοράει προβιά ή κάπα τσομπάνη (γιαμπουρλούκι), μια μάσκα από νεροκολοκύθα, μούσια και άσπρα μαλλιά και κουδούνια στη μέση.
Την γυναίκα του υποδύεται άντρας ντυμένος γυναίκα, μια και στο έθιμο παίρνουν μέρος μόνο άντρες. Η γυναίκα είχε συνήθως μουστάκι, τις περισσότερες φορές ζωγραφιστό. Ο Πουρπούρ(η)ς κυνηγάει τους νέους που θέλουν να φιλήσουν ή να κλέψουν τη γυναίκα του και όλοι μαζί περιδιαβαίνουν τους δρόμους του χωριού τραγουδώντας, χορεύοντας, πειράζοντας και κερνώντας κρασί τον κόσμο, ευχόμενοι υγεία και καλή σοδειά.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εθίμου ήταν ότι η πρώτη επίσκεψη γινόταν στο σπίτι του παπά του χωριού και κάποιοι από τους νέους που συνόδευαν το ζευγάρι είχαν ριγμένους στους ώμους τους χιμπέδες (δύο υφαντούς σάκους ενωμένους μεταξύ τους ) για να βάζουν μέσα τα κεράσματα που μάζευαν και θα έτρωγαν στο τέλος του εθίμου στο γλέντι που ακολουθούσε.
Στο δρόμο τραγουδούν πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι: "Π’ άρχοντα σπίτια βγαίνουμι σ’ αρχοντικά θα πάμι, έβγα κυρά μ’ καλή κυρά μ’ να διεις τα παλικάρια, ψουμί γυρεύουν τα πιδιά κρασί τα παλικάρια".
Όταν φτάνουν στο σπίτι λένε ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι: "Χριστούγεννα Χριστούγεννα τώρα Χριστός γιννιέτι. Γιννιέτι κι βαφτίζιτι στου μέλι κι στου γάλα. Του μελ’ του τρων οι άρχοντες του γάλα οι αφιντάδες και τα κιρουσταλάγματα στουν Άγιου Κουσταντίνου. Πουλύ κι μεις μι του Χριστό κι ας πούμι τουν αφέντη. Αφέντη μ’ κι αφεντούλη μου πέντε φορές αφέντη. Αφέντη συ στην τάβλα σου χρυσή καντήλα καίει. Κι αν βάλεις λάδι κι κιρί θα φέγγει τα προικιά σου κι αν βάλεις πιρισσότερου θα φέγγει η γειτονιά σου. Όσ’ άστρα έχει ου ουρανός κι φύλλα που τα δέντρα τόσα καλά να δώσει Θιός ιδώ που τραγουδάμι. Άντι κι του χρον".
Έθιμα με παρόμοια χαρακτηριστικά, δρώμενα και συμβολισμούς είναι "Η Κορτοπούλα" την οποία σαν έθιμο έφεραν στο Φυλακτό οι πρόσφυγες κάτοικοι από την επαρχία Μακράς Γέφυρας και "Ο Μπαμπούσιαρος" που γίνεται στο Ρήγιο του Διδυμοτείχου. Και εδώ πρωταγωνιστές είναι ζευγάρια, Κορτοπούλα και Αράπης στο πρώτο και Μπαμπούσιαρος και η γυναίκα του στο δεύτερο έθιμο, με παρόμοια σενάρια στα δρώμενα τους.
Η λαϊκή παράδοση, μέσω των εθίμων, βρίσκει πρόσφορο πεδίο τόσο στα χωριά όσο και στις πόλεις. Οι άνθρωποι συνεχίζουν αυτό που οι γονείς και οι παππούδες τους έκαναν πριν πάρα πολλά χρόνια. Χάρη στους πολυάριθμους πολιτιστικούς συλλόγους των χωριών και των πόλεων κρατούνται ζωντανές οι παραδόσεις και ο πλούσιος λαϊκός πολιτισμός του τόπου μας, της Θράκης μας.
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ ΡΟΔΟΠΗΣ: Χριστούγεννα στην Ήπειρο - Ήθη κι έθιμα
Η προετοιμασία για τον εορτασμό των Χριστουγέννων στην Ήπειρο ξεκινούσε από τον Νοέμβριο και συγκεκριμένα από την γιορτή του Αγίου Ανδρέα, όπου οι Ηπειρώτισσες έβραζαν τα παραδοσιακά μπόλια, με καλαμπόκι κι άλλα όσπρια. Μεταξύ των εθίμων, είναι και τα παρακάτω:
Τα σπάργανα του Χριστού
Ένα από τα πιο σημαντικά Χριστουγεννιάτικα έθιμα της Ηπείρου τα παλιά χρόνια ήταν να φτιάχνουν τηγανίτες στην πλάκα. Πρόκειται για τοπικό γλύκισμα. Οι τηγανίτες ήταν μελωμένες με ζαχαρόνερο, καρύδια και κανέλα. Αυτά κατά την παράδοση ήταν τα σπάργανα του Χριστού στη φάτνη. Πρόκειται για μια στίβα από τηγανίτες ψημμένες στο τζάκι σε πυρωμένη πέτρα. Τις τηγανίτες τις έτρωγαν το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων.
Γιαπράκια
Τα γιαπράκια, κοινώς οι λαχαντολμάδες, ήταν βασικό πιάτο για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι και συμβόλιζε το φάσκιωμα του νεογέννητου Χριστού. Η ονομασία «γιαπράκια» προέρχεται από την τούρκικη λέξη Yaprak που σημαίνει «φύλλο».
Το Χριστόψωμο
Το "Ψωμί του Χριστού" το έφτιαχνε την παραμονή των Χριστουγέννων η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά από ξερό βασιλικό κ.λ.π. απαραίτητα, χαραγμένος επάνω του και ο σταυρός. Γύρω-γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή διάφορα πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ΄ όλη την οικογένειά του και σ΄ όλους όσους παρευρίσκονταν εκεί στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Το χριστουγεννιάτικο έθιμο του χριστόψωμου στους Σαρακατσάνους
Οι Σαρακατσάνοι τσοπάνηδες φτιάχνουν δύο χριστόψωμα. Το πρώτο, το καλύτερο και με τα πιο πολλά κεντίδια, είναι για τον Χριστό για να τους »βοηθάει και να τους βλογάει». Πάνω του σκαλίζουν ένα μεγάλο σταυρό- φεγγάρι και πέντε λουλούδια. Το δεύτερο η τρανή χριστοκουλούρα ή ψωμί του Χριστού είναι για τα πρόβατα. Έτσι τα τιμά ο βοσκός και τα βλογά ο Χριστός. Στη χριστοκουλούρα παριστάνεται όλη η ζωή της στάνης, δηλαδή η μάντρα, τα πρόβατα, οι βοσκοί, κ.λ.π.
Μπουκουβάλα
Σε πολλά μέρη της Ηπείρου συνήθιζαν να φτιάχνουν τη Πρωτοχρονιάτικη πίτα αλμυρή και όχι γλυκιά. Μια από αυτές τις πίτες ήταν η μπουκουβάλα που έφτιαχναν στην Πρέβεζα, την Άρτα και τα Γιάννενα. Το όνομα της προέρχεται από τη βλάχικη λέξη bukuvala που σημαίνει μπουκιές ψωμιού ανακατεμένες στο τηγάνι με ζεστό λάδι, λίπος ή βούτυρο.
Το έθιμο του αναμμένου πουρναριού
Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Από τότε, λοιπόν, στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, πρέπει να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.
Ακόμη και στα Γιάννενα το ίδιο κάνουν. Μόνο που εκεί δεν κρατούν ολόκληρο το κλαρί το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους, αλλά κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!» Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.
Τα καρύδια
Τα καρύδια είναι ένα παραδοσιακό ομαδικό παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά. Οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν ως εξής: Κάποιο παιδί χαράζει στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σ’ αυτή, κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή των καρυδιών, σημαδεύει σκυφτός, και με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, κάποιο άλλο καρύδι.
Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να βγουν από τη γραμμή όλα τα καρύδια.
ΣΤΕΓΗ ΦΙΛΟΤΕΧΝΕΣ: Τα έθιμα Κόλιντα και Σούρβα από την Ανατολική Ρωμυλία
Κόλιντα. Η λέξη Κόλιντα, λέγεται ότι ήταν το όνομα μιας ξακουστής «μαμής» στη Βηθλεέμ, η οποία ξεγέννησε την Παναγία. Η παράδοση λέει πως, όταν προαναγγέλθηκε η γέννηση του Μεσσία και είδαν οι άνθρωποι το φωτεινό αστέρι στον ουρανό, το θεώρησαν ως προάγγελο της γέννησης του Θεανθρώπου και έτρεχαν αλλόφρονες, να βρουν την Μπάμπου Κόλιντα, δηλαδή τη μαμή, για να βοηθήσει την Παναγία να γεννήσει το Θεάνθρωπο, που θα σώσει τον κόσμο από τις αμαρτίες.
Γι’ αυτό, την προπαραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου, τα παιδιά που πήγαιναν στα σπίτια και τραγουδούσαν τη γέννηση του Χριστού, φώναζαν: Μπάμπου Κόλιντα. Την παραμονή των Χριστουγέννων, αφού η νοικοκυρά τέλειωνε με τη λάτρα του σπιτιού, και ετοίμαζε τα εννιά φαϊά (φαγητά), που συμβόλιζαν τους εννέα μήνες κυοφορίας της Παναγίας, έστρωνε το τραπέζι και μάζευε την οικογένεια για φαγητό. Τα εννιά φαϊά, ήταν: κομπόστα, αλάδωτες φακές ή φασόλια και το χριστόψωμο στολισμένο με καρύδια και σταφίδες.
Άναβε ένα κερί, το έβαζε στη μέση του χριστόψωμου, έβαζε το θυμίαμα στο θυμιατό, και ο νοικοκύρης, θυμιάτιζε πρώτα το τραπέζι, στη συνέχεια περνούσε μπροστά από το κάθε μέλος της οικογένειας με το θυμιατό, ύστερα θυμιάτιζε το εσωτερικό του σπιτιού και μετά πήγαινε στο στάβλο να θυμιατίσει και εκεί. Ο μικρότερος της οικογένειας έλεγε το «Πάτερ ημών», και ο πατέρας έπαιρνε το χριστόψωμο με τα δύο του χέρια, και το κρατούσε πάνω από το κεφάλι του μικρού.
Εκείνος, χοροπηδώντας τρεις φορές (που συμβόλιζε τον Τριαδικό Θεό) προσπαθούσε να το σπάσει με το κεφάλι του, κι αφού γινόταν αυτό, ο πατέρας έκοβε το πρώτο κομμάτι για το Χριστό, το δεύτερο του σπιτιού και κατόπιν για όλα τα μέλη της οικογένειας. Μετά το φαγητό, το τραπέζι παρέμεινε στρωμένο όλη τη νύχτα για να φάει και η Παναγία, ενώ όλη η οικογένεια πήγαινε στο καθιστικό, και εκεί περίμεναν τους τραγουδιστάδες, οι οποίοι με τις γλυκές τους φωνές έσχιζαν τη σιγαλιά της νύχτας, προαναγγέλλοντας τη γέννηση του Θεανθρώπου.
Σούρβα. Τα Σούρβα τα γιόρταζαν οκτώ ημέρες μετά τη γέννηση. Η λέξη Σούρβα είναι σύνθετη: Ιησού + Ρβα και σημαίνει στην Εβραϊκή: Ιησούς και Ρβα =βάπτιση, να βαπτιστεί ο Ιησούς. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάστηκε στην Παναγία και της προανήγγειλε ότι θα φέρει στον κόσμο τον Θεάνθρωπο, έπρεπε την όγδοη ημέρα να βαπτιστεί, και να του δώσουν το όνομα Ιησούς.
Έτσι, όταν επρόκειτο να βαπτιστεί το Θείον βρέφος, πολλοί ήταν οι υποψήφιοι ανάδοχοι και επειδή οι πιστοί δεν γνώριζαν ποιος τελικά θα ήταν ο νουνός, φοβούμενοι μην του δώσουν άλλο όνομα, βγαίναν στους δρόμους, χτυπούσαν τις πόρτες των υποψηφίων νουνών και φώναζαν μέχρι την ώρα του μυστηρίου και της περιτομής: Ιησού-Ρβα, Ιησούρβα, που σήμαινε, να βαπτιστεί Ιησούς.
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News