Ο απολογισμός του 1ου αγώνα Rodopi Backyard Ultra

Γράφει ο Σίμος Μηναΐδης, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η κατάργηση των Τοπικών Δυνάμεων και η συνταγματοποίηση του ενιαίου ελληνικού κράτους
- Η καταπολέμηση του τοπικιστικού πνεύματος και η παρεπόμενη αυτής μείωση της πολιτικής επιρροής των προκρίτων, η ενίσχυση της κεντρικής διοίκησης (προεχόντως, μέσω: α) της συγκρότησης στρατεύματος που να υπακούει στις εντολές της και να επιβάλλει την κυριαρχία της στις επαναστατημένες περιοχές, και β) της εξασφάλισης κρατικών εσόδων για την εφαρμογής της εν γένει κυβερνητικής πολιτικής), εν τέλει η προστασία της κρατικής ενότητας του Έθνους, καθώς και η άρση της γενικευμένης σύγχυσης σχετικά με τον οριστικό χαρακτήρα του πολιτειακού μορφώματος -που υπήρξαν οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την αποτελεσματική λειτουργία του νέου κρατικού μηχανισμού- επιτεύχθηκαν μέσω του κεφαλαιώδους σημασίας Ψηφίσματος/30 Μαρτίου 1823 της Β΄ Εθνικής Συνελεύσεως, που παρατίθεται περαιτέρω.
Αριθ. Ε΄ των Πρακτικών
Της Β΄ των Ελλήνων
Εθνικής Συνελεύσεως
Η Β’ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ
Θεωρήσασα την ύπαρξιν των μερικών υπαλλήλων διοικήσεων, οίον Γερουσιών, Αρείου Πάγου κτλ., επιβλαβή, διά το μέγα προερχόμενον εμπόδιον εις την πρόοδον της δημοσίου οικονομίας, και Θεωρήσασα πρόσφορον την παρούσαν περίστασιν εις την κατάλυσιν αυτών.
Εψηφίσατο τάδε:
α’. Όλαι αι μερικαί διοικήσεις των τμημάτων της επικρατείας να καταλυθώσιν εις το εξής και αμέσως από την εθνικήν Διοίκησιν να εξαρτώνται οι διάφοροι λαοί της Ελλάδος.
β’. Η καθεστώσα Διοίκησις να διατάξη άνευ αναβολής τα της ενεργείας του παρόντος ψηφίσματος, το οποίον, δημοσιευόμενον, καταχωρισθήσεται εις τα Πρακτικά της Συνελεύσεως.
Εδόθη εν Άστρει τη λ΄ Μαρτίου αωκγ΄ και γ΄ της Ανεξαρτησίας
Ο Πρόεδρος της Εθνικής
Συνελεύσεως
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης
Πέραν του ανωτέρω Ψηφίσματος, στο Άστρος ενισχύθηκε θεσμικά η κεντρική πολιτική εξουσία, δεδομένου ότι εγκαθιδρύθηκε μια νέα πολιτική νομιμότητα. Παράλληλα, απομονώθηκαν πολιτικά και εκείνοι που την αντιστρατεύονταν, χωρίς ωστόσο να εκλείψουν, παντελώς, νοοτροπίες κατ’ ουσίαν διχαστικές. Ενδεικτικά, ο Θ. Κολοκοτρώνης αποφάσισε να ενταχθεί στην κεντρική πολιτική σκηνή, αντιλαμβανόμενος ότι, στο εξής αυτό θα ήταν το πεδίο άσκησης και ελέγχου της εξουσίας. Δεν μπορούσε όμως να κατανοήσει ότι, οι όροι άσκησης της πολιτικής ήταν, εντελώς, διαφορετικοί από αυτούς βάσει των οποίων διαμορφώνονταν στα περιφερειακά κέντρα διοίκησης. Αν και ήταν μέλος της εθνικής διοίκησης εξακολουθούσε να την αντιμετωπίζει μόνον ως προέκταση της Γερουσίας (την οποία αναγνώριζε ως «εναλλακτικό πόλο εξουσίας»). Την ίδια τακτική ακολούθησε και πλειάδα προεστών, οι οποίοι έχοντας αποκτήσει τεράστιες περιουσίες, αξιώματα και κοινωνική ισχύ ασκούσαν στις επαρχίες τους επιρροή μεγαλύτερη από αυτήν της κεντρικής διοίκησης.
Παρά τις διαπροσωπικές τους διαφορές, ιδίως για τον έλεγχο των προσόδων και τη διακίνηση των όπλων, ωστόσο επεδείκνυαν την ίδια δυσπιστία και απέναντι στους φορείς της κεντρικής εξουσίας, επικαλούμενοι ότι δεν αναγνώριζαν, έμπρακτα, τη συμβολή τους στις επιτυχίες της επανάστασης. Ενώ, όταν διακυβεύετο η αξιοπιστία, το προσωπικό τους κύρος και η ηγετική τους φυσιογνωμία δεν είχαν κανένα ενδοιασμό να απαξιώνουν την πολιτική της κεντρικής διοίκησης, που εξέφραζε την εθνική ενότητα. Όλα αυτά συσπείρωναν τους Μοραΐτες πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες για την επίτευξη των ιδιωφελών τους συμφερόντων.
Σε αντικατάσταση των τοπικών Γερουσιών, η κεντρική διοίκηση εισήγαγε τη διαίρεση της χώρας σε επαρχίες.
Κατόπιν των ανωτέρω εξελίξεων, η κεντρική εξουσία δεν δίστασε -προκειμένου να περιφρουρήσει τον ενιαίο χαρακτήρα του πολιτεύματος, αλλά και να καταδείξει την κυρίαρχη ισχύ της στον επαναστατημένο χώρο- να προβεί ακόμη και σε ακραίες ενέργειες κρατικού καταναγκασμού και εκφοβισμού, επαπειλώντας την επιβολή της θανατικής ποινής με συνοπτικές διαδικασίες• άλλωστε, διέθετε ήδη όλους τους πρόσφορους προς τούτο μηχανισμούς καταστολής. Οι σημαντικότερες πολιτικές και στρατιωτικές οικογένειες της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας –εθισμένοι, έως τότε, στην έλλειψη προσωπικής ευθύνης, λογοδοσίας και ατιμωρησίας- συνελήφθησαν, φυλακίσθηκαν ή κατέφυγαν μακράν του τόπου μόνιμης κατοικίας τους. Τα ρουμελιώτικα και σουλιώτικα στρατεύματα- μισθοδοτούμενα από τα χρήματα του δανείου που συνήψε το ελληνικό Δημόσιο με τους αγγλικούς οίκους Loughiman/9.2.1824- εξέφραζαν τη δυνατότητα να επιβάλλουν, βίαια, στη συνείδηση του λαού και των τοπικών ηγετών του την ιδέα ότι: η εθνική διοίκηση αποτελεί το νέο και αδιαμφισβήτητo κέντρο πολιτικής εξουσίας.
Τη διακύβευση των επιτυχιών του Αγώνα -ακόμη και την ίδια την υπόστασή του- επέτεινε η αποβίβαση των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ στην περιοχή της Μεθώνης. Το γεγονός αυτό, σε συσχετισμό με την αποχώρηση από την Πελοπόννησο του μεγαλύτερου μέρους των στρατευμάτων των ρουμελιωτών και των σουλιωτών, επέβαλε την άμυνα της εν λόγω περιοχής, προεχόντως, από γηγενείς στρατιωτικές δυνάμεις. Ο λαός, εξάλλου, αναλογιζόμενος τη συμβολή των στρατιωτικών και της πλειοψηφίας των προεστών στις επιτυχίες του Αγώνα -ιδίως, κάτω από υπαρξιακές για το έθνος συγκυρίες- δυσφορούσε για τις επιλογές της συγκεντρωτικής διακυβέρνησης εναντίον τους χαρακτηρίζοντάς τις ως «ακραίες» και εν πολλοίς «άκαιρες». Συναισθανόμενη τον ιστορικό της ρόλο σχετικά με τη διάσωση των επιτευγμάτων της επανάστασης, η κεντρική διοίκηση αναγκάσθηκε να παραχωρήσει άνευ όρων γενική αμνηστεία»/18 Μαΐου 1825 στους αντιπάλους της («Α. Χαρίζεται γενική αμνηστεία εις όλους τους υποπεσόντας εις πολιτικά εγκλήματα (….) Γ. Όλοι οι υποπεσόντες εις τοιαύτα εγκλήματα, οποίου βαθμού και τάξεως αν είναι, απολαμβάνουν από την σήμερον όλα τα δικαιώματα του πολίτου κατά τον Οργανικόν νόμον (…)»• δηλαδή, όλοι αυτοί που ο λαός είχε μάθει να υπακούει ως τοπικούς ηγέτες του.
Τα ανωτέρω γεγονότα, κατέδειξαν ότι, το Ψήφισμα της 30ής Μαρτίου1823
δεν τερμάτισε, άμεσα, αναίμακτα και ολοσχερώς, τις διαμάχες μεταξύ των υποστηρικτών του ενιαίου κράτους και των τοπικών δυνάμεων (oι οποίοι επεδίωκαν την επανάκτηση των πρωτείων στην πολιτική ζωή, καθώς και του απωλεσθέντος πολιτικού τους χώρου), αλλά μέσα από εκτεταμένες εμφύλιες συρράξεις που κόστισαν, ιδίως, σε έμψυχο δυναμικό.
Ενώ, η κατ’ αποκλειστικότητα, σχεδόν, ενασχόληση των φορέων της εκτελεστικής εξουσίας με τη διαχείριση των επίμαχων ζητημάτων του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα και των εμφύλιων συρράξεων, κατέστησαν αδύνατη την ακολουθία ομαλού συνταγματικού βίου.
2A. Τη συνταγματοποίηση του ενιαίου ελληνικού κράτους προέβλεψε, ρητώς, το Σύνταγμα της Τροιζήνας/1827, ως εξής: «Η Ελληνική Επικράτεια είναι μία και αδιαίρετος» [κεφ. Β΄ «Περί της Ελληνικής Επικρατείας» (άρθρ. 2)].
Με την εν λόγω διάταξη, που οριοθέτησε την έκταση όπου ο λαός - έθνος μπορούσε να ασκήσει την κυριαρχική του εξουσία υπό ενιαία διοίκηση, αποκλείσθηκε οποιαδήποτε πρόθεση ή τάση διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους σε πολίτευμα ομοσπονδιακού χαρακτήρα, διότι:
Α) δομήθηκε στη «γενική θέληση» του ελληνικού λαού - έθνους,
Β) κατατάχθηκε στη βαθμίδα των κανόνων συνταγματικής περιωπής, και
Γ) εμφάνιζε μεγαλύτερη θεσμική πληρότητα σε σύγκριση με τα προηγηθέντα Συντάγματα της Επιδαύρου και του Άστρους.
Ενώ, ο νομικοπολιτικός συμβολισμός της εν λόγω διάταξης ενισχύθηκε:
Α) με την απάλειψη του χαρακτηρισμού «προσωρινόν πολίτευμα», που προέβλεπαν τα Συντάγματα της Επιδαύρου και του Άστρους, και
Β) με την καθιέρωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας («Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος• πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού») (άρθρ. 5). Την εν λόγω διάταξη με παρεμφερή διατύπωση προέβλεπαν όλα τα μεταγενέστερα ελληνικά Συντάγματα.
Συναφώς, η διάκριση του κράτους σε επαρχίες (= «όσαι έλαβον και θα λάβωσι τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας») (άρθρ. 3, 4) δεν υποδήλωνε την κατάτμησή του σε αυτοτελείς επικράτειες, αλλά σε τμήματα του ενιαίου ελληνικού χώρου.
Οι ανωτέρω διατάξεις ήταν χαρακτηριστικές της επιδίωξης να συντονισθούν θεμελιακές παράμετροι της επανάστασης (ιδίως, ο επιτελικός και επιχειρησιακός της χαρακτήρας), η δυναμική των οποίων εξασθενούσε και εξαιτίας της πολυαρχίας.
2Β. Όμως, τα επακολουθήσαντα γεγονότα, κατέδειξαν ότι: η μετάβαση από την πολυαρχική στην κεντρογενή και αποτελεσματική πολιτική εξουσία είχε ως τίμημα τη δολοφονία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, καθώς και τη διακύβευση των φιλελεύθερων και δημοκρατικών εξαγγελιών του Συντάγματος της Τροιζήνας.
Eιδικότερα, το πρότυπο του ενιαίου και ευνομούμενου κράτους, που οραματίστηκε ο Κυβερνήτης, και επεδίωξε να εφαρμόσει, παρά τα σημαντικά προσκόμματα και τις πολιτικές αντιξοότητες που αντιμετώπιζε, θεμελιωνόταν:
Α) καταρχήν, σε μια άρτια οργανωμένη, ισχυρή, αποπροσωποποιημένη κεντρική διοίκηση της χώρας και ανεξάρτητη από πιέσεις της κατεστημένης εξουσίας των ολιγαρχών, που θα ικανοποιούσε, επαρκώς, τις πολύπτυχες απαιτήσεις των περιστάσεων.
Άλλωστε, η συγκεντρωτική πολιτική του καποδιστριακού καθεστώτος και η αποδέσμευσή του από τους λειτουργικούς περιορισμούς που προέβλεπε το Σύνταγμα της Τροιζήνας («λόγω των δεινών της πατρίδος περιστάσεων»/Ψήφισμα ΝΗ΄ της 18ης Ιανουαρίου 1828) είχε μεταβατικό χαρακτήρα και απέβλεπε, πέραν των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων σε βασικούς τομείς της κυβερνητικής πολιτικής (= Εθνικής Οικονομίας, Δικαιοσύνης, Παιδείας), στην πάταξη τη αυθαιρεσίας και της εξουσιαστικής επήρειας των τοπικών αρχόντων στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Συγκεκριμένα, θέσπισε ενιαίες ρυθμίσεις σε όλη την επικράτεια, οι οποίες έθιγαν τα οικονομικά προνόμια των μελών της προυχοντικής τάξης και συνέβαλαν στην εισροή σταταμεία του Δημοσίου των αναγκαίων ποσών για τη λειτουργικότητα των επαρχιών και του κράτους, καθώς και στην απίσχναση της πολιτικής τους επιρροής στον λαό. Ενώ,
Β) για την ασφαλέστερη πραγμάτωση των ανωτέρω επιδιώξεων, καθώς και της πολιτικής ενότητας του ελληνικού λαού, κατά τρόπο αρραγή, προέβη στην αναδιοργάνωση των περιφερειακών και τοπικών διοικήσεων.
Με την εν λόγω πολιτική ενισχύθηκε το σύστημα της -ευχερέστερα ελεγχόμενης- διοικητικής αποκέντρωσης αντί της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ειδικότερα, με το κυβερνητικό ψήφισμα/13.4.1828 «Περί διοικητικής διαιρέσεως», ο Καποδίστριας επιχείρησε:
Α) να υποβαθμίσει την αυτόνομη «πολιτειακή» υπόσταση των τοπικών διοικήσεων, και
Β) να εντάξει τους κοινοτικούς θεσμούς στον εν γένει κρατικό μηχανισμό, με παράλληλο έλεγχο των φορέων του. Εν τέλει
Γ) να εξαλείψει, παντελώς, την προοπτική της «ομοσπονδοποίησης» του ελληνικού κράτους, υιοθετώντας προς τούτο την ιδέα της εθνικής και ενοποιητικής εξουσίας.
Η ανεπιφύλακτη νομιμοποίηση των ενεργειών του Κυβερνήτη από τη Δ΄ Εθνική Συνέλευση του Άργους/1829 και η δημοφιλία του από τον λαό επέτεινε τη δυσαρέσκεια της ισχυρής εναντίον του αντιπολίτευσης.
Οι φιλελεύθεροι υποστηρικτές της δημοκρατικής νομιμότητας αποδοκίμαζαν τις τάσεις συγκεντρωτισμού, και την αυταρχικότητά του, ακόμη και όταν αναγνώριζαν τα πατριωτικά κίνητρα των ενεργειών του.
Ενώ, οι προεστοί -διαβλέποντας, με τον μανδύα των «υποστηρικτών» της συνταγματικής διακυβέρνησης, ότι οι εν λόγω εξελίξεις αποδομούσαν τη «διοικητική αυτονομία» τους, και εδραίωναν βαθμιαία την ισοπολιτεία-, αντιμετώπισαν με καχυποψία και έντονη διάθεση αντιπαράθεσης τις προσπάθειες του Κυβερνήτη για πολιτική ενότητα• ιδίως, την εδραιωμένη πεποίθησή του ότι, το περιεχόμενο των νόμων που ίσχυαν ήταν ασύμβατο με το δημόσιο συμφέρον, εφόσον το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν η ικανοποίηση των ισχυρών φατριαστικών συμφερόντων, που κυριάρχησαν στη διάρκεια του Αγώνα.΄
Ετσι, όταν απέτυχαν οι προσπάθειες εκφοβισμού του και οι παντοειδούς μορφής ενέργειες για την απομάκρυνσή του από την εξουσία, δεν δίστασαν να οργανώσουν ακόμη και τη δολοφονία του/27.9.1831.
Με το τραγικό τέλος του Καποδίστρια κλείνει και η τελευταία περίοδος κατά την οποία οι πολιτικές φατρίες επεδίωξαν να εδραιώσουν την ισχύ τους σε τοπικό επίπεδο, ακόμη και παρά την αντίθετη βούληση του συντακτικού νομοθέτη.
[Συνεχίζεται με το Μέρος Ε’-τελευταίο Μέρος στην αυριανή έκδοση του «Χ»]
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News