Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Με καταγωγή όλων από την Ανατολική Θράκη
Ο Ίμερος βρίσκεται νότια του νομού Ροδόπης απέχει 22 χιλιόμετρα από την Κομοτηνή και είναι κτισμένος σε 20 μέρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Η περιοχή που κτίστηκε ο Ίμερος παλαιότερα ονομαζόταν Ιμαρέτ (Πτωχοκομείο). Το όνομα αυτό το πήρε πιθανόν όταν ο αλλαξοπιστήσας Έλληνας άρχοντας της Προύσας Γαζή Εβρενός κατέλαβε την Κομοτηνή το 1361-62 και έκτισε το γνωστό Ιμαρέτ (Πτωχοκομείο) με πέτρες και τούβλα από το κάστρο της Κομοτηνής και δώρισε αρπαγμένες εκτάσεις από τους χριστιανούς ως Βακούφια για την συντήρησή του. Πολλές από τις εκτάσεις αυτές βρίσκονταν κοντά στο σημερινό χωριό Ίμερος και ονομαζόταν η περιοχή Ιμαρέτ Τσιφλίκ. Μετά το 1922 στον Ίμερο εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη σχεδόν όλοι κατάγονται από δύο κοντινά χωριά της Κεσσάνης την Έυανδρο ή Λεβεντοχώρι ή Ντεβετζίκιοϊ και τους Μαχητές ή Μαχμούτ-Κιοϊ. Το 1948 εγκαταστάθηκαν και 2 σόγια Σαρακατσάνων του Ντίνα και του Τσαούση.
Η Εύανδρος ή Ντεβετζίκιοϊ είχε περί τα 150 άτομα με 750 Έλληνες κατοίκους. Το οικόπεδο κάθε οικογένειας είχε έκταση 15 στρεμμάτων. Μέσα εκεί είχε το αλώνι, τους κήπους. Κάθε σπίτι είχε το κελάρι, τον στάβλο, τον αχυρώνα, το κοτέτσι και το φούρνο.
Η εκκλησία του χωριού ήταν μεγάλη και τρίκλιτη κτισμένη το 1863 αφιερωμένη στον Άγιο Ιγνάτιο, την εικόνα του την έφεραν οι πρόσφυγες από την Εύανδρο στην εκκλησία της Μέσης. Είχε δύο ιερείς τον παπα-Θόδωρο και τον παπα-Κωνσταντίνο. Είχε Γραμματοδιδασκαλείο με διδάσκαλο τον Κ. Νικολάου με 30 μαθητές.
Οι κάτοικοί του όσοι πλήρωναν χρυσές λίρες εξαγόραζαν την θητεία τους, οι υπόλοιποι έφευγαν στα βουνά και κρύβονταν, όπου και εξοπλίζονταν, προστατεύοντας έτσι και το χωριό τους, όπως και τα γύρω χωριά. Οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να πλησιάσουν, μάλιστα απέτρεψαν πολλές φορές το κάψιμο από τους άτακτους Τσέτες και των διπλανών χωριών του Μαχμούτ-Κιοϊ (Μαχητές) Αλμαλί και άλλων. Γι' αυτό την Έυανδρο, τον έλεγαν και Λεβεντοχώρι.
Στην Εύανδρο είχε πολλά μοναστήρια όπως του Αγίου Ιωάννου, της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Κυριακής με το Αγίασμα στο πάτωμά της.
Το 1922 ενημερώθηκαν από τον ελληνικό στρατό ότι πρέπει σε τρείς ημέρες να εγκαταλείψουν το χωριό τους γιατί η Αν. Θράκη με εντολή των συμμάχων μας παραδόθηκε αμαχητί στους Τούρκους. Έτσι αφού φόρτωσαν τα κάρα τους με σπόρους, τρόφιμα και λίγα ρούχα παίρνοντας και λίγα ζώα ξεκίνησαν για τον δρόμο της προσφυγιάς.
Η πορεία τους ήταν δύσκολη και επικίνδυνη παντού σκοτωμένοι και δέχονταν επιθέσεις από άτακτους Τσέτες για να τους ληστέψουν. Συνεχίζοντας έφτασαν στα Ύψαλα. Αφού πέρασαν τον Εργίνη ποταμό, μέσω μιας στρατιωτικής γέφυρας πέρασαν και τον Έβρο ποταμό κοντά στο Σουφλί. Από εκεί μετά από 5 ημέρες έφτασαν στην Άνθεια Αλεξανδρούπολης όπου επεβίωσε ο παπα-Δημοσθένης που ήταν και διδάσκαλος και έκανε κρυφά στα παιδιά μάθημα ιστορίας στον γυναικωνίτη της εκκλησίας. Αργότερα έφτασαν στην Αλεξανδρούπολη όπου φόρτωσαν τα πράγματά τους στο τρένο και έφτασαν στην Κομοτηνή. Οπότε 5 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην Μέση, 10 στο Λοφάριο, 15 στο Πάμφορο, 15-20 στην Ξυλαγανή, μεμονωμένες οικογένειες σε διάφορα χωριά της Ροδόπης και 50 περίπου οικογένειες στον Ίμερο. Την ίδια εποχή εγκαταστάθηκαν στον Ίμερο και οι προερχόμενοι από τον Μαχητή ή Μαχμούτ-κιοϊ Κεσσάνης.
Το 1880 είχε περί τους 700 κατοίκους, διατηρούσε γραμματοδιδασκαλείο με 50 μαθητές περίπου, όπως μας ενημερώνει με έγγραφο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ο ιερέας δίδασκε κρυφά στα κελιά ή στον νάρθηκα της εκκλησίας την ελληνική γλώσσα και ιστορία.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού περί τους 500 σφάχτηκαν το δε χωριό τους καταστράφηκε ολοσχερώς. Ορισμένοι από τους σφαγιασθένες ήταν ο Γιώργος Χρήστου, ο Νικόλαος Ιωάννου, ο Αθανάσιος Θεοδώρου, ο Νικόλαος Χριστοδούλου και ο Ιωάννης Παναγιώτου. Καταστράφηκε δε ολοσχερώς από πυρκαγιά ο ιερός ναός της Αγίας Τριάδας. Οι Νεότουρκοι έλεγαν "Γιάμα, Γιακίν, Κεσίν", "Λεηλατήστε, κάψτε, σφάξτε". Αυτό έκαναν και στο Μαχμούτ-Κιοϊ σφάχτηκαν οι περισσότεροι που δεν πρόλαβαν να φύγουν και έκαψαν το χωριό αφού ιδιοποιήθηκαν την κινητή περιουσία τους.
Έτσι το 1922 πήρανε και αυτοί τον δρόμο της προσφυγιάς και ήλθαν μετά από πολλές ταλαιπωρίες και εγκαταστάθηκαν κι αυτοί στην περιοχή του Ιμέρου μαζί με τους κοντοχωριανούς τους τους Ευανδρίτες. Μεμονωμένες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην Κρωβύλη, στην Διώνη, στο Χαμηλό και στον Έβρενο.
Όπως μας διηγείται ο 91χρονος σήμερα Γεώργιος Χατζουρίδης όλοι οι πρόσφυγες πρωτοεγκαταστάθηκαν δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας όπου εκεί είχε μια μεγάλη αποθήκη του Ιμαρέτ Τσιφλίκι όπου και στεγάστηκαν όλοι μαζί εκεί μέσα. Δίπλα από την Εκκλησία περνάει ένας παραπόταμος του Λίσσου ποταμού και είχε πολλά κουνούπια. Και σε λίγο καιρό άρχισαν να πεθαίνουν οι πρόσφυγες από την ελονοσία. Τότε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων τους εγκατέστησε στην σημερινή τοποθεσία μοιράζοντάς τους και από ένα οικόπεδο. Έτσι όλοι μαζί βοηθώντας ο ένας τον άλλο έχτισαν με πλιθιά τα πρώτα σπίτια τους μαζί με κάτι μικρούς στάβλους. Γύρω από το χωριό υπήρχαν μόνο θάμνοι από λυγαριές, τζίγρες, πυρένια και δένδρα, ήταν σαν παρθένο δάσος γεμάτο από αγριογούρουνα, λύκους, αλεπούδες, τσακάλια και λαγούς.
Αμέσως η Επιτροπή έφερε τα μηχανήματα της μηχανοκαλλιέργειας και αφού ξεχέρσωσαν το μέρος μοίρασαν από 50 στρέμματα περίπου στην κάθε οικογένεια. Από την πατρίδα έφεραν όλοι λίγα ρούχα, λίγα στρώματα, τρόφιμα και 2-3 σακιά με διάφορους σπόρους. Έτσι στα χωράφια που τους μοίρασαν έσπειραν σιτάρι, ρεβίθια, φασόλια, φακές, σίκαλη και κεχρί. Από νερό προϋπήρχε ένα πηγάδι νότια του οικισμού προς την θάλασσα βάθους 12 μέτρων από όπου έβγαζαν νερό με ένα μεταλλικό δοχείο και έπαιρναν οι εγκατασταθέντες νότια του οικισμού. Βόρεια του οικισμού υπήρχε και άλλο πηγάδι απ' όπου προμηθευόταν νερό το άλλο μισό χωριό. Εκ των υστέρων ανοίξανε ένα πηγάδι βάθους 22 μέτρων μέσα στην πλατεία και ακόμα ένα 20 μέτρα βάθους πίσω από την εκκλησία και στο νότιο μέρος του χωριού ακόμα ένα βάθους 25 μέτρων. Αυτά τα πηγάδια που άνοιξαν έβγαζαν υφάλμυρο νερό και το χρησιμοποιούσαν μόνο για τα ζώα. Σε λίγο καιρό όλοι σχεδόν άνοιξαν στις αυλές τους ιδιωτικά πηγάδια και έβρισκαν νερό σε πάνω από 20 μέτρα βάθος.
Στο φαγητό τους ήταν αυτάρκεις είτε με αυτά που έσπερναν, είτε με τα ζώα που διατηρούσε η κάθε οικογένεια, όλοι είχαν από 20-50 πρόβατα, 5-10 αγελάδες και από 2-3 βουβάλια. Για όλα αυτά τα ζώα μίσθωναν και διαφορετικούς βοσκούς για όλη την χρονιά. Επίσης η κάθε οικογένεια είχε και από 1-2 γαϊδουράκια.
Όταν πρωτοεγκαταστάθηκαν στην Αγία Μαρίνα πολλοί επειδή είχαν φέρει εικόνες από την πατρίδα τους τις τοποθέτησαν μέσα στην εκκλησία αυτή. Σε λίγο καιρό έκτισαν και την κεντρική εκκλησία του χωριού την Αγία Αικατερίνη. Την δεκαετία του 1980 μέχρι το 1988 λίγο παρακάτω έκτισαν την καινούργια εκκλησία. Εφημέριος του χωριού είναι ο πρεσβύτερος Πασχάλης Μηλιατζόπουλος.
Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, του 1940 ένας ήρωας από το χωριό ο Δόγκας Χρυσάφης του Ιωάννη έδωσε την ζωή του για την πατρίδα. Το όνομά του γράφτηκε στο πάνθεο των ηρώων της Ροδόπης. Κατά την βουλγαρική κατοχή του 1941-1944 όταν εγκαταστάθηκαν οι έποικοι Βούλγαροι, αμέσως έβγαλαν τους Έλληνες από τα σπίτια τους και έμειναν αυτοί μέσα. Θυμάμαι μας λέει ο Γιώργος Χατζουρίδης "ήμασταν πάντα πολύ χορτασμένοι από το ξύλο - ξύλο και πάλι ξύλο για το παραμικρό, όμως πεινούσαμε πολύ. Όλοι "έκλεβαν" από τα ελεγχόμενα από τους Βουλγάρους χωράφια τους λίγο σιτάρι και με τον χειρόμυλο το άλεθαν για να ταΐσουν την οικογένειά τους. Αν τους συνελάμβαναν τους ξυλοφόρτωναν οπότε οι συγγενείς τους τύλιγαν με δέρματα φρεσκοσφαγμένων ζώων για να φύγει το πρήξιμο και το μελάνιασμα.
Στον Ίμερο ήταν και η δημαρχία (Κμέτα) του χωριού που περιελάμβανε την Ξυλαγανή και τους Προσκυνητές. Ο Βούλγαρος δήμαρχος (Κμέτα) κάθε μέρα πάνοπλος με ένα παϊτόνι επιθεωρούσε τα χωριά του δήμου του".
Θασίτες με πολλές προφυλάξεις συνήθως τα βράδια έφερναν ξυλεία (δοκάρια) σε διάφορα μέρη της παραλίας για κτίσιμο σπιτιών, αλίμονο τους αν τους έπιανε ο Σέρβιτς ο Βούλγαρος δασικός.
Μέσα στο χωριό κατά την διάρκεια της κατοχής έμεναν και 40-50 Γερμανοί στρατιώτες. Αυτοί φυλούσαν τις υπόγειες αποθήκες οβίδων που είχαν φτιάξει 500 μέτρα περίπου ανατολικά του λιμανιού. Το φέρσιμό τους στους χωρικούς ήταν πολύ καλύτερο από των Βουλγάρων. Αυτοί όταν τα μικρά παιδιά τους ζητούσαν φαγητό κάπου - κάπου τους έδιναν.
Τον Απρίλιο του 1944 οι Βούλγαροι στρατιώτες μετά από προδοσία συνέλαβαν στην περιοχή Μαυρότοπος του χωριού κοντά στον Λίσσο ποταμό έναν Ξυλαγανιώτη αντάρτη πάνω σε ένα δένδρο. Αυτόν τον έδεσαν σε έναν πάσαλο και τον μετέφεραν στην Ξυλαγανή βασανίζοντάς τον. Στην Ξυλαγανή συνέλαβαν επίσης και τους άλλους αντάρτες που για λίγο έμειναν μέσα στα σπίτια τους πριν φύγουν για να ενωθούν με τους αντάρτες του Τσαούς-Αντών στην Δράμα. Μετά από άγρια βασανιστήρια τους μετέφεραν σιδηροδέσμιους 2 χιλιόμετρα πριν τον Ίμερο ανατολικά όπου τους εκτέλεσαν και τους έθαψαν εκεί. Οι συγγενείς τους μετά από χρόνια παρέλαβαν τα οστά τους και τα τοποθέτησαν στο γνωστό σημείο. Για τους 29 ήρωες αυτούς 500 μέτρα πριν την Ξυλαγανή ανεγέρθηκε μνημείο προς τιμή τους. Αιωνία τους η μνήμη. Αθάνατοι.
Κατά τον ξενοκίνητο εμφύλιο όπου αδελφός σκότωνε τον αδελφό, οι αντάρτες πήρανε με την βία 40-50 κατοίκους του χωριού από 12 μέχρι 70 χρονών έναν βοσκό ο οποίος πέθανε στον δρόμο προς τα βουνά, καθώς και 7-8 παντρεμένες γυναίκες χωρίς τους άνδρες τους. Ορισμένοι από αυτούς ξέφυγαν και επέστρεψαν πίσω, όσοι έμειναν και δεν σκοτώθηκαν ή πέθαναν γύρισαν πίσω τα τελευταία χρόνια. Η Σουλτάνα Μπακιρτζή ήταν μία από αυτές που την είχαν πάρει με την βία οι αντάρτες στο βουνό, σκοτώθηκε όταν αεροπλάνα βομβάριδσαν τα στρατόπεδα των ανταρτών. Επίσης κατα τον εμφύλιο πάλι, το 1947, σκοτώθηκε στο Λιτόχωρο ο 27χρονος Κατσαρίδης Αντώνιος του Αχιλλέα, Το 1949 ο 29χρονος Ιωαννίδης Δημήτριος του Ιωάννη. Προς τιμήν των Ηρώων αυτών όπως και του Δόνγκα που σκοτώθηκε κατά τον Ελληνοιταλικό πόλεμο έγινε ανέγερση Ηρώου προς τιμήν τους στο χωριό.
Σύμφωνα με την παράδοση των Κοσμιωτών όταν το Κόσμιο ήταν κτισμένο δίπλα στην θάλασσα και επιτέθηκαν στο χωριό οι πειρατές, δύο παιδάκια ο Γιαννάκης και η Μαρίνα κρύφτηκαν δίπλα στην λίμνη Μητρικού ή Ανάκιοϊ. Εκεί έμειναν κρυμμένα, μεγάλωσαν μόνα τους κι έγιναν ζευγάρι. Στην λίμνη δίπλα το μέρος που έμεναν από το Γιαννάκη έγινε Γιανάκιοϊ (δηλαδή το χωριό του Γιαννάκη). Έτσι με την πάροδο του χρόνου έφυγε το Γ και η λίμνη ονομάστηκε Ανάκιοϊ.
Όταν πέθανε ο Γιαννάκης η Μαρίνα έκανε μοναστική ζωή, αφού πέθανε οι χωρικοί έκτισαν ένα παρεκκλήσι και του έδωσαν το όνομά της. Είναι η σημερινή Αγία Μαρίνα του Ιμέρου που την έλεγαν τότε και Τεκέ. Μάλιστα μέχρι να εγκατασταθούν οι πρόσφυγες στον Ίμερο μέχρι το 1922, την φροντίδα της Αγίας Μαρίνας και την πανήγυρη την είχαν οι Κοσμιώτες.
Τα παλιά χρόνια εδικά όπως και σήμερα γινόταν μεγάλο πανηγύρι στην Αγία Μαρίνα όπου συνέρρεαν χωρικοί από την προηγούμενη μέρα με κάρα για την χάρη της Αγίας, συμμετείχαν μάλιστα και πολλοί μουσουλμάνοι. Υπάρχουν και μαρτυρίες ότι παλιά θεραπεύτηκε το παιδί ενός μουσουλμάνου, επίσης έχουν γίνει και πολλά θαύματα σε ανθρώπους με ψυχικά προβλήματα.
Από το 2003 λειτουργεί μέσα στο δημοτικό σχολείο του χωριού Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης όπου ενημερώνει και εκπαιδεύει μαθητές δημοτικού και γυμνασίου απ' όλη την Ελλάδα. Στο χωριό επίσης είναι εγκατεστημένος μικρός μετεωρολογικός σταθμός του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Δίπλα στο χωριό δημιουργήθηκε και λειτουργεί ο Μικρός Διάκοσμος από τον Ιωάννη Βουλτσίδη και την Γεωργία Γιαννοπούλου όπου φιλοξενεί το Θρακικό Θέατρο Σκιών (Καραγκιόζη).
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Γυναικών Ιμέρου συμμετέχει με πολλές εκδηλώσεις στο χωριό αναβιώνοντας πολλά έθιμα των σκλαβωμένων πατρίδων τους.
Πηγές
Γεώργιος Χατζουρίδης
Δημήτρης Παπουλιάς "Από την Έυανδρο
στη Μέση"
Δημήτρης Αρσενίου "Κοσμιώτες Σάϊοι ή Κίκονες"
Κωνσταντίνα Νταντή
Σούλα Δουκάκη
Θεοδοσία Χατζουρίδου
Βρείτε τα τελευταία νέα της Κομοτηνής, της Ροδόπης και της Θράκης ευρύτερα
στο Google News του www.xronos.gr
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News