Χρ. Τοψίδης: Με σταθερά βήματα και πνεύμα συνεργασίας η Περιφέρεια ΑΜΘ αλλάζει
Ο ηρωισμός κατοίκου να υψώσει πρώτος την σημαία απελευθέρωσης της Θράκης από τους Βουλγάρους στο χωριό του
Το Μεγάλο Κρανοβούνιο βρίσκεται σε υψόμετρο 29 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εδώ μετά την Μικρασιατική Καταστροφή έχουν ένα μικρό ποσοστό καταγωγής από διάφορα χωριά της Ανατολικής Θράκης και όλοι οι άλλοι από το Φανάρι (Φενέρ ή Φενέρκιοϊ) της Σηλυβρίας.
Αποτελούσε ένα από τα παλαιότερα ελληνικά χωριά της Σηλυβρίας, ήταν ένα ιστορικό χωριό, το οποίο σύμφωνα και με αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν ελληνιστικών, ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων φαίνεται ότι η ιστορία του μας πάει στα βάθη των αιώνων. Μια άλλη παραδοχή υποστηρίζει ότι το χωριό χτίστηκε την εποχή του Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ κατά τον 14ο αιώνα πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Πήρε το όνομά του από το φανάρι που βλέπανε να φωτίζει οι χωρικοί. Σύμφωνα με την παράδοση λέγεται ότι επειδή το χωριό δεχόταν πολλές ληστρικές επιθέσεις από ληστές εκείνης της εποχής αποφασίστηκε να κατασκευαστεί στο ψηλότερο μέρος του χωριού ένας πύργος τον οποίο βάζανε φωτιά και από μακριά φαινόταν σαν αναμμένο φανάρι το οποίο φώτιζε και απέτρεπε τους ληστές.
Βρίσκεται 10 χιλιόμετρα της Σηλυβρίας. Ήταν χτισμένο σε δύο συνοικίες. Την πάνω γειτονιά η οποία έβλεπε την ανατολή και ήταν ψηλότερη από την κάτω γειτονιά που βρισκόταν σε επίπεδο μέρος και εκεί υπήρχε η αγορά, το σχολείο και η εκκλησία. Από το κέντρο της κάτω γειτονιάς υπήρχαν 20 σκαλιά που την ένωνε με την πάνω γειτονιά. Εκεί που άρχισαν τα σκαλιά υπήρχε μια μεγάλη πέτρινη πλάκα που λεγόταν «η μάνα του νερού» από όπου έτρεχε άφθονο νερό προς την πλατεία του χωριού. Βόρεια της εκκλησίας υπήρχαν πάλι τρεις βρύσες και από πάνω με πελεκητές μαρμαρόπετρες υπήρχαν γούρνες για το πότισμα των ζώων. Στην άκρη του χωριού κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου υπήρχε πάλι μια βρύση με άφθονο νερό. «Στριβού» την έλεγαν όπου κάθε βράδυ τα κορίτσια του χωριού πήγαιναν με τις στάμνες να πάρουν νερό.
Στην πλατεία του χωριού ήταν η Κοίμηση της Θεοτόκου. Αυτή κατασκευάστηκε με την συνδρομή όλων των χωρικών και της οικογένειας των Παπουτσαίων που ήταν πλούσιοι από το χωριό και μένανε στην Κωνσταντινούπολη. Η κατασκευή της στοίχισε 5.000 χρυσές λίρες και ήταν πετρόχτιστη. Τα τζάμια της ήταν χρωματιστά, στολισμένα με όμορφες εικόνες, στασίδια και όλα ήταν φερμένα από την Κωνσταντινούπολη. Στην κατοχή της εκκλησίας υπήρχαν πολλά βακούφια και τσιφλίκια τα οποία παρείχαν πολλά έσοδα. Με αυτά η εκκλησία πλήρωνε τους δασκάλους, τους ψάλτες, τους αγροφύλακες, τους κλητήρες και τους προέδρους.
Εκτός από την μεγάλη εκκλησία υπήρχαν και πολλά άλλα παρεκκλήσια και αγιάσματα. Από το παρεκκλήσι της Αγίας Ελισάβετ της «Γαλακτερής» έπιναν νερό οι λεχώνες του χωριού για να έχουν περισσότερο γάλα. Γύρω από το χωριό ορισμένοι χωρικοί είχαν τσιφλίκια όπως του Παναγιώτη Τσορμπατζή, Χατζηγιώργη, Καπλιτζόγλου, Βαχαρίληδων και άλλα. Η έκταση του χωριού ήταν πολύ μεγάλη και είχε άφθονο νερό.
Το Φανάρι κατά την απογραφή του Δεκεμβρίου του 1920 είχε 2.216 Έλληνες κατοίκους. Οι παλαιοί έλεγαν ότι πριν τον «Πρώτο Ευρωπαϊκό Πόλεμο» ήταν περί τις 4.000 όμως πάνω από 1.000 άτομα που πήγαν στρατιώτες δεν γύρισαν πίσω με «άγνωστη» την τύχη τους.
Όταν φύγανε από το Φανάρι οι πρόσφυγες μετέφεραν πολλά κειμήλια από τις εκκλησίες τους, όπως ασημένια εξαπτέρυγα, Ευαγγέλια και πολλά άλλα εκκλησιαστικά βιβλία και ιερά σκεύη. Στην εκκλησία του Μεγάλο Κρανοβουνίου τοποθέτησαν κατά την εγκατάστασή τους ορισμένα ιερά σκεύη και τα ασημένια στέφανα (στέμματα) του γάμου. Το υπόλοιπο ο καλόγερος Άνθιμος, τα μετέφερε στην εκκλησία του Όλβιου Ξάνθης όπου εγκαταστάθηκε μαζί με τους υπόλοιπους Φαναριώτες. Σήμερα ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο του Όλβιου.
Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή που ήταν ένα μεγάλο τσιφλίκι του Σουγκουρλού. Η Επιτροπή Αποκατάσταση Προσφύγων παραχώρησε σε κάθε οικογένεια σύμφωνα με τα άτομα που είχε το ανάλογο οικόπεδο για το χτίσιμο του σπιτιού και τα ανάλογα στρέμματα. Στο κέντρο άνοιξαν μια γεώτρηση με μια μεγάλη τουλούμπα που πήγαιναν οι χωρικοί με τις στάμνες και έπαιρναν νερό.
Άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους με πλιθιά που έφτιαχναν με πυλό, άχυρο και νερό, βοηθώντας ο ένας τον άλλον. Ύστερα έκτισαν την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, μετά από κάποια χρόνια τον γκρέμισαν και έχτισαν μεγαλύτερο ναό. Πριν χρόνια η εκκλησία αφιερώθηκε στο Γεννέσιο της Θεοτόκου. Ιερέας του χωριού είναι ο Πασχάλης Μολλάς. Από το Φανάρι Σηλυβρίας οι πρόσφυγες έφεραν και έναν σπόρο καρπουζιού που όταν τον έσπειραν στο χωριό τους όπως και στο Μικρό Κρανοβούνιο έγιναν αμέσως γνωστοί σε όλη την Ελλάδα για την νοστιμιά των καρπουζιών.
Τα μποστάνια τους τα φυλούσαν τότε με όπλα εμπροσθογεμή που τα γέμιζαν με αλάτι και αν εμφανιζόταν κλέφτης τον πυροβολούσαν και τα αλάτια έμπαιναν στο σώμα τους με μεγάλο τσούξιμο. Όταν ωριμάζανε τα καρπούζια τα φορτώνανε στα κάρα και τα φέρνανε στην Κομοτηνή όπου πωλούνταν αμέσως. Ορισμένες φορές αγόραζε ο έμπορος όλη την παραγωγή και με δικούς του εργάτες μάζευε τα καρπούζια εκτός από ορισμένα που ήθελε ο παραγωγός να κρατήσει για σπόρο, αυτά τα σημάδευε με κάποιο σημάδι και οι εργάτες δεν τα μάζευαν.
Κατά την βουλγαρική κατοχή 1941-1944 εγκαταστάθηκαν στο χωριό περί τις 40 οικογένειες Βουλγάρων. Τότε άρχισε η ζωή των χωρικών να γίνεται μαρτυρική, ξυλοδαρμοί, βιασμοί γυναικών, έκλεισαν την εκκλησία, στα παντοπωλεία υπήρχε πινακίδα που έγραφε, μόνο για Βουλγάρους. Αλάτι δεν υπήρχε, βράζανε θαλασσινό νερό για να πάρουν λίγο αλάτι.
Στα αλώνια Βούλγαροι αστυνομικοί ζύγιζαν το σιτάρι για να τους δώσουν ένα μικρό ποσοστό. Ο 94χρονος σήμερα Δημήτρης Μπουργαζλής μας ενημερώνει ότι: Το 1944 ο 25χρονος Κωνσταντίνος Γαλαζούδης, αντιλήφθηκε στην Κομοτηνή να ετοιμάζονται οι Βούλγαροι να αποχωρήσουν και να κυκλοφορούν δειλά - δειλά ελληνικές σημαίες, τότε πήρε από ένα συγγενικό του σπίτι μια ελληνική σημαία την έδεσε σε ένα μακρύ κοντάρι και κυματίζοντάς την ήλθε στο χωριό. Στο χωριό άρχισε να φωνάζει «πατριώτες η Κομοτηνή είναι ελεύθερη ελληνική». Αμέσως μερικά παλικάρια τον σήκωσαν στους ώμους τους και τον οδήγησαν στην εκκλησία όπου ύψωσαν την ελληνική σημαία στο καμπαναριό και άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα την καμπάνα. Τότε άρχισε ο μεγάλος χαμός, οι Έλληνες πήγανε στα σπίτια των Βουλγάρων και τους ξεπλήρωσαν το βουλγάρικο ξύλο που έτρωγαν επί τέσσερα χρόνια με ελληνικό ξύλο.
4-5 κάτοικοι που είχαν κρυμμένα κυνηγετικά όπλα τα ξέθαψαν όπως ο Αρσένιος Ρίζος, ο Γκατζόπουλος, ο Απόστολος Δρίνης, ο Παύλος Καραμανλής και άλλοι. Όλοι μαζί τότε με τα όπλα πήγανε στην βουλγάρικη αστυνομία του χωριού και αφόπλισαν τους Βούλγαρους αστυνομικούς. Έτσι την ένοπλη ομάδα του χωριού την αποτελούσαν ήδη περί τα 20 άτομα. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας εμφανίσθηκε έξω από το χωριό μια φάλαγγα Βουλγάρων στρατιωτών με αλογόκαρα. Τότε ο Απόστολος Δρίνης άρχισε να τους πυροβολεί, οι Βούλγαροι τρομοκρατημένοι το έβαλαν στα πόδια προς τα πίσω.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας ήλθε στο χωριό ένα βουλγάρικο αυτοκίνητο με Βούλγαρους αξιωματικούς συνοδευόμενους από τον Απόστολο Αποστολίδη μετέπειτα νομάρχη του Ε.Α.Μ. Οι χωρικοί βγήκανε μπροστά τους με τα όπλα, ο Αποστολίδης προσπάθησε να τους καθησυχάσει, λέγοντας ότι Βούλγαροι και Έλληνες είμαστε αδέλφια και ότι γρήγορα θα εγκαταλείψουν τα σπίτια των Ελλήνων και θα τους χτίσουν αυτούς άλλα σπίτια.
Μετά τρεις μέρες ήλθαν με το τρένο από τον Έβρο περίπου 200 αντάρτες του ΕΛΑΣ, έχοντας μπροστά τους πάνω σε ένα δίτροχο αλογόκαρο δύο παιδάκια που κρατούσαν μια ρωσική και μια ελληνική σημαία, διέσχισαν την πόλη παρελαύνοντας σε σχηματισμό έφτασαν στο 29ο Σύνταγμα, αριστερά και δεξιά της οδού, μέτρα τάξης είχε λάβει η βουλγαρική αστυνομία. Στην είσοδο του στρατοπέδου λόχος Βούλγαρων στρατιωτών παρουσίαζε όπλα ενώ παιάνιζε η βουλγαρική μουσική. Σε λίγες ώρες μετά την παρέλαση γέμισε η Κομοτηνή μικτές περιπολίες Ανταρτών του ΕΛΑΣ και Βουλγάρων στρατιωτών με τελαμώνες στο στήθος που έγραφαν "όλοι είμαστε αδέλφια" στα ελληνικά και στα βουλγαρικά.
Όλα αυτά τα ανωτέρω έγιναν επειδή άλλαξε η πολιτική κατάσταση στην Βουλγαρία. Όταν πέθανε ο βασιλιάς τους Μπόρις ο Β' τον θρόνο ανέλαβε ο ανήλικος γιος του Συμεών που ανετράπη από τον ρωσικό στρατό, ο οποίος μπήκε στην Βουλγαρία τον Σεπτέμβριο του 1944. Τότε με εντολή του Στάλιν αποχώρησε από την Αν. Μακεδονία και την Θράκη ο βουλγαρικός στρατός κατοχής υπό την προστασία του ΕΛΑΣ με εντολή των ελληνικών αρχών να μη πειραχθεί κανείς Βούλγαρος.
Θα ήταν παράλειψη για το οδοιπορικό να μη γίνει αναφορά στην δραστηριότητα του Πολιτιστικού και Μορφωτικού Συλλόγου Μεγάλου Κρανοβουνίου που διατηρεί ομάδες δημιουργικής απασχόλησης πλεκτικής κάνοντας εκθέσεις και πολλές άλλες όμορφες εκδηλώσεις.
Πηγές
Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος
Μεγάλου Κρανοβουνίου
Δημήτρης Μπουργαζλής
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News