Χρ. Τοψίδης: Με σταθερά βήματα και πνεύμα συνεργασίας η Περιφέρεια ΑΜΘ αλλάζει
Με το που τα βρήκε ο ιμάμης κάλεσε τους κληρονόμους και τα μοίρασε. «Δεν σκέφτηκα ούτε λεπτό να τα κρατήσω» θα πει στο Χρόνο ο Mεχμέτ Μεμέτ Σε καιρό οικονομικής κρίσης το ποσό θα ήταν βάλσαμο για όποιον το έβρισκε και κυρίως γνωρίζοντας ότι ο κάτοχός του έχει αποβιώσει και κανένας δεν γνώριζε την ύπαρξη αυτού του σοβαρού κομποδέματος Ρεπορτάζ Μελαχροινή Μαρτίδου
Τελικά υπάρχουν άνθρωποι που με τον χαρακτήρα τους αποτελούν παράδειγμα ηθικών αξιών και προσήλωσης σε αρχές, αν και τα χρόνια της οικονομικής στενότητας αγγίζουν τον καθένα. Το περιστατικό που περιγράφουμε έγινε στις Σάπες Ροδόπης. Απίθανη όμως αληθινή ιστορία που συζητιέται στην γειτονιά με πρωταγωνιστή ένα ιμάμη ο οποίος αν και μισθοσυντήρητος με το που βρήκε ένα κομπόδεμα 6600 ευρώ φρόντισε να το παραδώσει στους φυσικούς δικαιούχους.
«Τέτοιοι άνθρωποι δεν βρίσκονται στην εποχή μας, να βρουν μεγάλα ποσά και να τα επιστρέψουν» θα πει ο Ξενοφών Βασιλειάδης γείτονας που γνωρίζει το περιστατικό
«Η γυναίκα που είχε το σπίτι ήταν χήρα κι έπαιρνε σύνταξη, επειδή ο άντρας της σκοτώθηκε στο βουνό. Είχε τρία μεγάλα παιδιά που ζουν στην Κομοτηνή και τον Έβρο. Πέθανε ξαφνικά, μετά από εγκεφαλικό και δεν είπε στα παιδιά της τι χρήματα έχει φυλαγμένα. Πουλήσανε το σπίτι τα παιδιά, σε έναν μουσουλμάνο συντοπίτη μας. Αυτός πήγε στο σπίτι να καθαρίσει, είχε κάτι παπούτσια εκεί και είπε σε μια γειτόνισσα να τα πάρει γιατί δεν τα χρειαζόταν και τελικά όταν αυτή αρνήθηκε τα πήρε ο ίδιος. Πήγε το παιδί να βάλει τα χέρια μέσα στο παπούτσι και βλέπει ότι δεν μπαίνει μέσα, άνοιξαν και τι να δουν, ήταν κρυμμένα 6.600 ευρώ!.
Ο άνθρωπος αμέσως ειδοποίησε τους πωλητές και τα τρία παιδιά της μακαρίτισσας, για να μην τα δώσει σε έναν ήρθαν και τους μοίρασε από 2000 στον καθένα και 600 ευρώ από ότι άκουσα του τα έδωσαν, ως εύρετρα. Μια χειρονομία ενός έντιμου ανθρώπου. Και τα παιδιά του απ ότι φαίνεται έμοιασαν στον πατέρα τους και δέχτηκαν να τα μοιράσουν στους δικαιούχους» θα πει ο γείτονας.
Το περιστατικό το ξέρει η γειτονιά αλλά δεν φανταζόταν ότι η γιαγιά έκρυβε την σύνταξη σχεδόν εξ ολοκλήρου, στις αγαπημένες δερμάτινες μπότες της. Κι ευτυχώς που οι μπότες αυτές για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν πετάχτηκαν μαζί με άλλα μικροαντικείμενα για να αποκαλυφθεί ένα μήνα μετά την πώληση του σπιτιού ότι ήταν ένας αυτοσχέδιος κουμπαράς.
Συναντήσαμε τον ιμάμη των Σαπών και μιλήσαμε μαζί του για το περιστατικό. «Δεν σκέφθηκα ούτε λεπτό να κρατήσω τα χρήματα, ανήκαν αλλού θα πει και αυτή ήταν η άποψη και των παιδιών του, του γιου του που είναι δάσκαλος και της κόρης που ζει στο Αρσάκειο.
Ας δούμε την ιστορία από την αρχή όπως μας την περιγράφει ο Μεχμέτ Μεμέτ που τον συναντήσαμε.
«Αγοράσαμε ένα σπίτι και μας ζήτησαν 15 μέρες για να πάρουν τα πράγματα που είχαν μέσα. Εμείς τους αφήσαμε παραπάνω και ο γιος μου βρήκε ένα ζευγάρι δερμάτινες, καλές μπότες της γιαγιάς. Τις βάλαμε πάνω στο κομοδίνο για να τις πάρουν. Δεν τις πήραν. Πέρασε 1,5 μήνας και στεκόταν εκεί, πήραμε και μαστόρους να συμμαζέψουμε το σπίτι και οι μάστοροι δούλεψαν, ανοιχτές πόρτες και τα λοιπά, που να φανταστείς τι έχει μέσα στην μπότα.
Τελευταία πήραμε μια πλατφόρμα και πετάξαμε τα μπάζα, πήραν τα πράγματα τους, οι μπότες έμειναν εκεί. Πήρε η κυρά στο χέρι και μου λέει να τις πετάξουμε. Της λέω, μην τις πετάς, άσε να τις δώσουμε στην εγγονή που έχουμε, ας τα φορέσει το παιδί, δερμάτινες είναι, καλές, δεν είχαν τίποτα.
Τις πήραμε και πήγαμε στο σπίτι. Εκείνη την ημέρα ήρθε και η κόρη μας, με την εγγονή μου. Λέει η γυναίκα μου, πάρε αυτά τα παπούτσια να τα βάλει το παιδί. Βγαίνοντας από την πόρτα βάζει το χέρι της μέσα στην μπότα, λέει μπαμπά εδώ κάτι πρέπει να έχει. Ρωτάω τι; Μου λέει μάλλον λεφτά. πρέπει να είναι. Τέλος πάντων, τα βγάλαμε, τα μέτρησαν, λέει μπαμπά πάρτα αυτά και δώστα στους γιούς της. Ήταν ακριβώς 6.600 ευρώ. Τα πήραμε, τους πήραμε τηλέφωνο, τους είπαμε ελάτε να σας δώσουμε κάτι»…
Εσείς δηλαδή με το που βρέθηκαν τα λεφτά σκεφτήκαμε αμέσως να τα δώσετε, όχι να τα κρατήσετε;
-Βέβαια, εγώ είμαι και Ιμάμης, δεν μπορώ να τα κρατήσω. Ούτε πέρασε από το μυαλό μου, αν περνούσε θα τα έκρυβα. Είναι δικά τους τα λεφτά, τους τα δώσαμε πίσω και μας ευχαρίστησαν».
Να λοιπόν που η διανομή έγινε πάλι με τον καλύτερο τρόπο γιατί το κισμέτ ήταν έτσι.
«Τέτοιοι άνθρωποι δεν βρίσκονται στην εποχή μας, να βρουν μεγάλα ποσά και να τα επιστρέψουν» θα πει ο Ξενοφών Βασιλειάδης γείτονας που γνωρίζει το περιστατικό
«Η γυναίκα που είχε το σπίτι ήταν χήρα κι έπαιρνε σύνταξη, επειδή ο άντρας της σκοτώθηκε στο βουνό. Είχε τρία μεγάλα παιδιά που ζουν στην Κομοτηνή και τον Έβρο. Πέθανε ξαφνικά, μετά από εγκεφαλικό και δεν είπε στα παιδιά της τι χρήματα έχει φυλαγμένα. Πουλήσανε το σπίτι τα παιδιά, σε έναν μουσουλμάνο συντοπίτη μας. Αυτός πήγε στο σπίτι να καθαρίσει, είχε κάτι παπούτσια εκεί και είπε σε μια γειτόνισσα να τα πάρει γιατί δεν τα χρειαζόταν και τελικά όταν αυτή αρνήθηκε τα πήρε ο ίδιος. Πήγε το παιδί να βάλει τα χέρια μέσα στο παπούτσι και βλέπει ότι δεν μπαίνει μέσα, άνοιξαν και τι να δουν, ήταν κρυμμένα 6.600 ευρώ!.
Ο άνθρωπος αμέσως ειδοποίησε τους πωλητές και τα τρία παιδιά της μακαρίτισσας, για να μην τα δώσει σε έναν ήρθαν και τους μοίρασε από 2000 στον καθένα και 600 ευρώ από ότι άκουσα του τα έδωσαν, ως εύρετρα. Μια χειρονομία ενός έντιμου ανθρώπου. Και τα παιδιά του απ ότι φαίνεται έμοιασαν στον πατέρα τους και δέχτηκαν να τα μοιράσουν στους δικαιούχους» θα πει ο γείτονας.
Το περιστατικό το ξέρει η γειτονιά αλλά δεν φανταζόταν ότι η γιαγιά έκρυβε την σύνταξη σχεδόν εξ ολοκλήρου, στις αγαπημένες δερμάτινες μπότες της. Κι ευτυχώς που οι μπότες αυτές για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν πετάχτηκαν μαζί με άλλα μικροαντικείμενα για να αποκαλυφθεί ένα μήνα μετά την πώληση του σπιτιού ότι ήταν ένας αυτοσχέδιος κουμπαράς.
Συναντήσαμε τον ιμάμη των Σαπών και μιλήσαμε μαζί του για το περιστατικό. «Δεν σκέφθηκα ούτε λεπτό να κρατήσω τα χρήματα, ανήκαν αλλού θα πει και αυτή ήταν η άποψη και των παιδιών του, του γιου του που είναι δάσκαλος και της κόρης που ζει στο Αρσάκειο.
Ας δούμε την ιστορία από την αρχή όπως μας την περιγράφει ο Μεχμέτ Μεμέτ που τον συναντήσαμε.
«Αγοράσαμε ένα σπίτι και μας ζήτησαν 15 μέρες για να πάρουν τα πράγματα που είχαν μέσα. Εμείς τους αφήσαμε παραπάνω και ο γιος μου βρήκε ένα ζευγάρι δερμάτινες, καλές μπότες της γιαγιάς. Τις βάλαμε πάνω στο κομοδίνο για να τις πάρουν. Δεν τις πήραν. Πέρασε 1,5 μήνας και στεκόταν εκεί, πήραμε και μαστόρους να συμμαζέψουμε το σπίτι και οι μάστοροι δούλεψαν, ανοιχτές πόρτες και τα λοιπά, που να φανταστείς τι έχει μέσα στην μπότα.
Τελευταία πήραμε μια πλατφόρμα και πετάξαμε τα μπάζα, πήραν τα πράγματα τους, οι μπότες έμειναν εκεί. Πήρε η κυρά στο χέρι και μου λέει να τις πετάξουμε. Της λέω, μην τις πετάς, άσε να τις δώσουμε στην εγγονή που έχουμε, ας τα φορέσει το παιδί, δερμάτινες είναι, καλές, δεν είχαν τίποτα.
Τις πήραμε και πήγαμε στο σπίτι. Εκείνη την ημέρα ήρθε και η κόρη μας, με την εγγονή μου. Λέει η γυναίκα μου, πάρε αυτά τα παπούτσια να τα βάλει το παιδί. Βγαίνοντας από την πόρτα βάζει το χέρι της μέσα στην μπότα, λέει μπαμπά εδώ κάτι πρέπει να έχει. Ρωτάω τι; Μου λέει μάλλον λεφτά. πρέπει να είναι. Τέλος πάντων, τα βγάλαμε, τα μέτρησαν, λέει μπαμπά πάρτα αυτά και δώστα στους γιούς της. Ήταν ακριβώς 6.600 ευρώ. Τα πήραμε, τους πήραμε τηλέφωνο, τους είπαμε ελάτε να σας δώσουμε κάτι»…
Εσείς δηλαδή με το που βρέθηκαν τα λεφτά σκεφτήκαμε αμέσως να τα δώσετε, όχι να τα κρατήσετε;
-Βέβαια, εγώ είμαι και Ιμάμης, δεν μπορώ να τα κρατήσω. Ούτε πέρασε από το μυαλό μου, αν περνούσε θα τα έκρυβα. Είναι δικά τους τα λεφτά, τους τα δώσαμε πίσω και μας ευχαρίστησαν».
Να λοιπόν που η διανομή έγινε πάλι με τον καλύτερο τρόπο γιατί το κισμέτ ήταν έτσι.
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News