Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Γράφει ο Γιώργος Οικονόμου, υποψήφιος διδάκτορας του τμήματος Οικονομικών Επιστημών Δ.Π.Θ *
Στο προηγούμενο άρθρο αναφέρθηκα στα κίνητρα για την προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα, με έμφαση στη Θράκη. Σε αυτό το άρθρο θα δοθούν απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα, που «καίνε» τόσο τους επιχειρηματίες, όσο και τους πολίτες. Πού υστερούν και πόσο οι ελληνικές επιχειρήσεις, σε σχέση με τους διεθνείς ανταγωνιστές τους; Τι δεν προσφέρει η Ελλάδα, που σε άλλες χώρες είναι δεδομένο; Γιατί δεν υπάρχουν ξένοι επιχειρηματίες στην Ελλάδα; Τι είναι το braindrain και γιατί είναι τόσο σοβαρό πρόβλημα; Ποια είναι ορισμένα προβλήματα που χρίζουν άμεσης αντιμετώπισης από την ελληνική κυβέρνηση; Αυτά είναι τα ερωτήματα που θα απαντηθούν σε αυτό το άρθρο.
Ξεκινώντας με το πρώτο ερώτημα, είναι σημαντική η αναφορά στο τι είναι αποτελεσματική παραγωγή, τι σημαίνει συγκριτικό πλεονέκτημα και τι είναι κόστος ευκαιρίας. Κόστος ευκαιρίας είναι το κόστος που προκύπτει από την πραγματοποίηση της Α επένδυσης έναντι μίας άλλης Β. Συγκριτικό πλεονέκτημα έχει μία χώρα που παράγει το προϊόν Χ με μικρότερο κόστος ευκαιρίας σε σχέση με άλλες χώρες. Αποτελεσματική παραγωγή υπάρχει όταν για ένα σύνολο παραγόμενων αγαθών, η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα ή πολύ χαμηλό κόστος ευκαιρίας. Συνεπώς, η Ελλάδα, παρότι έχει μία ποικιλία παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, δεν έχει πάντα και σε όλα ούτε συγκριτικό πλεονέκτημα, ούτε χαμηλό κόστος ευκαιρίας.
Έτσι, είναι σώφρον να πούμε πως η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα ή χαμηλό κόστος ευκαιρίας στην παραγωγή βαμβακιού, σιταριού, ελαιόλαδου και στην εξόρυξη διάφορων ορυκτών. Όμως, η Ελλάδα δεν έχει συγκριτικό πλεονέκτημα ή/και χαμηλό κόστος ευκαιρίας στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία. Επίσης, σε τιμές 2014 ο πρωτογενής τομέας (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) και ο δευτερογενής τομέας (βιομηχανία, βιοτεχνία), αποτελούσαν μόνο το 15,3% του ΑΕΠ, ενώ είναι σημαντική η διαφορά σε σχέση με τον τριτογενή τομέα (υπηρεσίες). Μάλιστα, η Ελλάδα εξάγει 431% περισσότερα προϊόντα υψηλής και μέσης τεχνολογίας και 162% περισσότερα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας σε σχέση με τα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα.
Ένα ακόμα ζήτημα ύψιστης σημασίας είναι η εκπαίδευση των υποψήφιων υπαλλήλων. Μία σοβαρή επιχείρηση με σωστό διευθυντή προσωπικού επιλέγει να στελεχώσει τα διάφορα τμήματά της με βάση τις ανάγκες της και μάλιστα προσπαθεί να ταυτίσει πλήρως το άτομο που θα καλύψει τη θέση με αυτές. Δυστυχώς στην Ελλάδα υπάρχει το φαινόμενο των λάθος επιλογών, κυρίως λόγω αδυναμίας του εκπαιδευτικού συστήματος να δώσει σωστό επαγγελματικό προσανατολισμό στους μαθητές. Έτσι, ένας υποψήφιος που ήθελε να σπουδάσει το Α, γράφει ελαφρώς χειρότερα και περνάει στη Β σχολή, με αποτέλεσμα να μην σπουδάζει αυτό που ονειρευόταν. Το αποτέλεσμα της μη κάλυψης του στόχου είναι η απογοήτευση και για να τα πούμε με απλά ελληνικά, ο φοιτητής όταν βγει στην αγορά εργασίας δεν θα έχει το μεράκι. Επίσης, πολύ συχνό είναι το φαινόμενο κάποιος να έχει αναπτύξει λάθος εντύπωση για μία πανεπιστημιακή σχολή, με αποτέλεσμα να έχει κάνει μία λάθος επιλογή και επιπτώσεις παρόμοιες με παραπάνω.
Όταν κάποιος εμπίπτει στις παραπάνω ή και σε παρόμοιες περιπτώσεις, είναι σύνηθες να μην εξειδικεύεται και να μην αναζητά εργασία πάνω στον τομέα που σπούδασε. Έτσι, πολλές θέσεις εργασίας που αφορούν εξειδικευμένο προσωπικό μένουν κενές. Επίσης, μία εταιρία δεν θα επιλέξει ποτέ σε θέση ανειδίκευτου εργάτη ή μέτριας εξειδίκευσης να προσλάβει κάποιον που έχει επιπλέον προσόντα, καθώς αυτός είναι πολύ πιθανό να αναζητήσει εργασία σε άλλη εταιρία, σε αντικείμενο συναφές με την εξειδίκευσή του και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Το παραπάνω φαινόμενο περιγράφει την φράση «Είσαι over-qualified» που πολλές φορές ακούγεται σε μία συνέντευξη για εργασία, δηλαδή πως τα προσόντα του υποψηφίου είναι περισσότερα από τις ανάγκες της προσφερόμενης θέσης.
Το ερώτημα γιατί δεν υπάρχουν ξένοι επενδυτές στην Ελλάδα, μπορεί να απαντηθεί έμμεσα από το προηγούμενο άρθρο μου, ωστόσο αξίζει μία σύντομη ανάλυση. Όπως προειπώθηκε, η Ελλάδα είναι μία χώρα με ευμετάβλητο οικονομικό περιβάλλον. Ένας από τους βασικότερους λόγους που η χώρα μας δεν δέχεται ξένους επενδυτές, είναι γιατί οι ίδιοι δεν γνωρίζουν πως να κοστολογήσουν την επένδυση, ειδικά εάν πρόκειται για ένα μακρόπνοο σχέδιο. Η Ελλάδα δεν έχει υψηλό συντελεστή φόρου. Συγκεκριμένα με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ ήταν 23η σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες-μέλη του, αναφορικά με τον φόρο εισοδήματος και 14η αναφορικά με τον εταιρικό φόρο, με χώρες-τέρατα παραγωγής, όπως Ινδία, Γαλλία, Βραζιλία, Αυστραλία, να βρίσκονται υψηλότερα.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, το πρόβλημα βρίσκεται στη συχνή αλλαγή των νόμων για τις εισφορές, είτε αυτές είναι φορολογικές είτε είναι ασφαλιστικές. Το πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσει τάχιστα η χώρα, είναι η μη επιβολή νόμου για ασφαλιστικές εισφορές, φόρο επιχειρήσεων και φόρο εισοδήματος, ο οποίος να έχει ρήτρα χρονικής ισχύος. Με απλά λόγια, να υπάρξει ένας νόμος που θα θέτει τα παραπάνω να είναι Χ, Υ, Ζ %, με δέσμευση για καμία αλλαγή στα επόμενα 10-15 χρόνια. Η παραπάνω σταθερότητα θα είναι ένα σημαντικό βήμα για την προσέλκυση επενδυτών.
Τέλος, αξίζει αναφοράς το φαινόμενο braindrain, δηλαδή η φυγή εξειδικευμένου προσωπικού στο εξωτερικό, το οποίο προέρχεται από μία τερατώδη παθογένεια των ελληνικών επιχειρήσεων και των Ελλήνων μάνατζερ αυτών. Σύμφωνα με δημοσίευμα της Καθημερινής, τα ποσοστά των επιχειρήσεων που δεν βρίσκουν ανώτερα διευθυντικά στελέχη αγγίζει το 13%, ταυτόχρονα υπάρχουν κλάδοι που η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού αγγίζει το 60%, ενώ οι επιχειρήσεις και ο ΣΕΒ επικαλούνται το braindrain ως αιτία του προβλήματος.
Ωστόσο, η πραγματική αιτία βρίσκεται στην αναντιστοιχία προσφερόμενων ανταμοιβών για τα ζητούμενα προσόντα. Η αναντιστοιχία αυτή είναι τεράστια, καθώς για τα ίδια προσόντα, επιχειρήσεις του εξωτερικού μπορούν να πληρώσουν έως και 10 φορές παραπάνω τους εργαζομένους σε σχέση με την αμοιβή των ελληνικών επιχειρήσεων. Είναι άλλωστε γνωστή η αγγλική φράση σε ελεύθερη μετάφραση «Αν πληρώνεις φιστίκια, θα πάρεις μαϊμούδες». Συνεπώς, οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να προσελκύσουν τα εξειδικευμένα στελέχη που αναζητούν, αρχικά αλλάζοντας νοοτροπία στο κομμάτι των αμοιβών.
Όπως όλοι καταλαβαίνετε, η κατάσταση που βιώνει η χώρα δεν πρόκειται για μία λάθος χρονική στιγμή, για μία κακή οικονομική συγκυρία, αλλά για παθογένειες και λάθος χειρισμούς από μεριάς τόσο κυβερνήσεων όσο και επιχειρήσεων. Έχω αφήσει αναπάντητο το ερώτημα για τις κινήσεις που θα πρέπει να κάνει μία κυβέρνηση για την επίλυση των προβλημάτων. Βέβαια, αυτό χρίζει μεγάλης ανάλυσης.
Για αυτό το λόγο θα απαντηθεί σε επόμενο άρθρο, συνοδευόμενο από τις απαντήσεις στο ερώτημα των σωστών κινήσεων που θα πρέπει να προβούν οι ελληνικές επιχειρήσεις, για αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους και την προσέλκυση επενδυτών.
*Ο Γιώργος Οικονόμου είναι υποψήφιος διδάκτορας του τμήματος Οικονομικών Επιστημών Δ.Π.Θ, με εξειδίκευση στον κλάδο χρηματοοικονομικών και μακροοικονομικής και απόφοιτος του ίδιου τμήματος. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Τραπεζική και Χρηματοοικονομική στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ. Εκτός από το ακαδημαϊκό ερευνητικό ενδιαφέρον του, ασχολείται με τη διάχυση της οικονομικής γνώσης στην κοινωνία και με κοινωνικά και εθελοντικά προγράμματα, κυρίως οικονομικού ενδιαφέροντος.
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News