Νέος αντιδήμαρχος Έργων ο Λαζαρίδης - Αντικαθιστά τον Καρασταύρου
Μετανάστες
Η απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα σχετικά με τον ορισμό του μετανάστη διαφέρει μεταξύ των χωρών. Υπάρχουν δυο διαφορετικοί ορισμοί για την περιγραφή του φαινομένου, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζουν και την εκάστοτε μεταναστευτική πολιτική.
Σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση, ως μετανάστης χαρακτηρίζεται αυτός που είναι γεννημένος στην αλλοδαπή (foreign born) και πλέον κατοικεί και δραστηριοποιείται στη χώρα υποδοχής, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ως μετανάστης χαρακτηρίζεται αυτός που είναι αλλοδαπός (foreigner) και ενδεχομένως έχει γεννηθεί στη χώρα υποδοχής, αλλά δεν έχει αποκτήσει την υπηκοότητα, ορισμός που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Α. Κόντης, 2006).
Οι νόμιμοι μετανάστες, οι παράνομοι ή μη κανονικοί μετανάστες και οι πρόσφυγες συνιστούν τις τρεις βασικές κατηγορίες μεταναστών, συγκεκριμένα:
Νόμιμος μετανάστης είναι το πρόσωπο που διαθέτει άδεια παραμονής και εργασίας σε μια χώρα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι παλιννοστούντες, δηλαδή οι υπήκοοι τρίτων χωρών που κατάγονται από την Ελλάδα.
Παράνομος ή μη κανονικός μετανάστης (irregular imigrant), σύμφωνα με την UNHCR (Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες), χαρακτηρίζεται το άτομο που εισήλθε και διαμένει σε μια χώρα, χωρίς να διαθέτει τα νόμιμα έγγραφα μετανάστευσης (undocumented arrivals).
Πρόσφυγας, σύμφωνα με την ΕΕ, είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας στον οποίο αναγνωρίζεται το καθεστώς που ορίζεται στη σύμβαση της Γενεύης και στον οποίο επιτρέπεται να διαμένει με το καθεστώς αυτό στο έδαφος ενός κράτους-μέλους της ΕΕ.
Ένας αλλοδαπός για να χαρακτηρισθεί πρόσφυγας θα πρέπει να αποκτήσει την ιδιότητα αυτή από το ελληνικό κράτος ή από την ελληνική αντιπροσωπεία της «Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες».
Περίπου 140 χώρες έχουν αναγνωρίσει το καθεστώς των προσφύγων που αναφέρεται στη σύμβαση της Γενεύης, και ως εκ τούτου, οφείλουν να τους παρέχουν προστασία και να σέβονται την αρχή της «μη επαναπροώθησης».
Δυνάμεις ώθησης και έλξης
Αν και η μετανάστευση συνιστά ένα από τα αρχαιότερα κοινωνικά φαινόμενα, εντούτοις, σήμερα απασχολεί έντονα την ανθρωπότητα, καθώς για πρώτη φορά οι παράγοντες που ωθούν ένα άτομο να μεταναστεύσει έχουν αυξηθεί σημαντικά (υπερπληθυσμός, συγκρούσεις, διαφθορά, πείνα, ανεργία, λειψυδρία, μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, ερημοποίηση, συρρίκνωση των καλλιεργήσιμων εδαφών, οικολογικές καταστροφές, κτλ). Επιπρόσθετα, η ανησυχία των χωρών υποδοχής έχει κορυφωθεί εξαιτίας των συνεχώς αυξανόμενων μεταναστευτικών ρευμάτων.
Για παράδειγμα, οι κάτοικοι των εμπόλεμων περιοχών και χωρών, όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν, η Σομαλία, κτλ, όπου επικρατούν συγκρουσιακές καταστάσεις, μετακινούνται προς ασφαλέστερες περιοχές προκειμένου να επιβιώσουν.
Ποιοι είναι οι παράγοντες που προκαλούν αυτό το φαινόμενο;
Ένα άτομο μεταναστεύει για πολλούς λόγους. Αρχικά, δημιουργούνται οι παράγοντες που επεμβαίνουν στη βούλησή του και το ωθούν να αποφασίσει τη μετακίνησή του από μια περιοχή (δυνάμεις ώθησης). Στη συνέχεια, επεξεργάζεται τις πληροφορίες που διαθέτει για τους πιθανούς προορισμούς και αποφασίζει να κατευθυνθεί προς μια συγκεκριμένη περιοχή (δυνάμεις έλξης). Ένας παράγοντας που συνετέλεσε σημαντικά στην ενίσχυση των δυνάμεων ώθησης, ιδιαίτερα τους τελευταίους τρεις αιώνες, είναι η συστηματική εκμετάλλευση του λεγόμενου «τρίτου κόσμου» από τις χώρες της Δύσης. Οι παράγοντες που ωθούν ένα άτομο να μεταναστεύσει είναι κυρίως οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, ασφάλειας, ιδεολογικοί, θρησκευτικοί, κλιματολογικοί, κτλ, όμως, θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν:
Στους παράγοντες που «απειλούν την επιβίωσή του» και προκαλούν τη δημιουργία ρευμάτων προσφύγων, και Στους παράγοντες που «υποβαθμίζουν την ευημερία του» και προκαλούν τη δημιουργία ρευμάτων νόμιμων και παράνομων μεταναστών.
Παγκόσμια κατάσταση
Χώρες προέλευσης
Κατά τη διάρκεια του 2009, περίπου 10,4 εκατ. πρόσφυγες είχαν καταγραφεί από την UNHCR σε παγκόσμιο επίπεδο. Σ’ αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και 15,6 εκατ. εσωτερικών προσφύγων (Internally Displaced Persons - IDPs), δηλαδή άτομα που εκτοπίσθηκαν από τις εστίες τους και είναι πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, 6,6 εκατ. απάτριδες ή ανιθαγενείς (Stateless), 2,2 εκατ. εσωτερικοί πρόσφυγες που επέστρεψαν στις εστίες τους, 984.000 αιτούντες άσυλο, 251.000 επαναπατρισθέντες πρόσφυγες και 412.000 πρόσφυγες διαφόρων άλλων κατηγοριών (συνολικά 36,5 εκατ. ανθρώπων, που εξαναγκάσθηκαν σε φυγή από τις εστίες τους σε παγκόσμιο επίπεδο). Στα στοιχεία της UNHCR δεν συνυπολογίζονται οι διάφορες άλλες κατηγορίες προσφύγων, όπως οι εσωτερικοί πρόσφυγες, οι ανιθαγενείς, οι εσωτερικοί πρόσφυγες που επέστρεψαν στις εστίες τους, οι επαναπατρισθέντες πρόσφυγες, κτλ.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός των προσφύγων, με τα στοιχεία που διαθέτει η UNHCR, αυξάνεται σε κάποιες περιοχές, όπως της Ασίας και του Ειρηνικού, μειώνεται σε κάποιες άλλες, όπως της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, και συνολικά, παρουσιάζεται οριακά μειωμένος σε σύγκριση με το 2008 κατά περίπου 1%. Η οριακή αυτή μείωση οφείλεται αφενός στον εθελοντικό επαναπατρισμό και αφετέρου στην επανεκτίμηση (περίπου 23% λιγότεροι από το 2008) των Ιρακινών και Παλαιστίνιων προσφύγων που κατέφυγαν στην Ιορδανία, στη Σαουδική Αραβία και στη Συρία.
Οι Αφγανοί πρόσφυγες αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού προσφύγων (2,9 εκατ.), ακολουθούν οι Ιρακινοί (1,8 εκατ.), οι Σομαλοί (678.000), οι Κονγκολέζοι (456.000) και οι πρόσφυγες από το Μιανμάρ (407.000).
Χώρες υποδοχής
Σε παγκόσμιο επίπεδο, το 80% των προσφύγων (8,3 εκατ.) «φιλοξενήθηκε» από τις αναπτυσσόμενες χώρες (Ασία 54%, Αφρική 22%, Ευρώπη 16%, Βόρεια Αμερική 4%, Λατινική Αμερική 4% και Ωκεανία 0,4%). Οι χώρες στις οποίες ζήτησε άσυλο ο μεγαλύτερος προσφυγικός πληθυσμός είναι: το Πακιστάν (1,7 εκατ.), το Ιράν (1,1 εκατ.), η Συρία (1,05 εκατ.), η Γερμανία (549.000), η Ιορδανία (451.000) και η Κένυα (359.000). Οι χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής «φιλοξένησαν» το ένα πέμπτο του συνόλου των προσφύγων του Κονγκό, της Σομαλίας και του Σουδάν, ενώ, οι χώρες της Μέσης Ανατολής «φιλοξένησαν» το 19% του παγκόσμιου προσφυγικού πληθυσμού (κυρίως από το Ιράκ). Στην Ευρώπη, οι μεγαλύτερες προσφυγικές ομάδες προέρχονται από το Ιράκ, τη Σερβία και την Τουρκία.
Το 2009, περισσότεροι από 923.400 πρόσφυγες ζήτησαν άσυλο σε 159 χώρες (5% περισσότεροι από το 2008). Την ίδια χρονιά, 19 χώρες ανέφεραν στην «Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες» ότι έδωσαν άδεια μετεγκατάστασης σε 112.400 πρόσφυγες (25% περισσότερους από το 2008). Στις ΗΠΑ μετεγκαταστάθηκαν 79.000, στον Καναδά 12.500, στην Αυστραλία 11.100, στη Γερμανία 2.100, στη Σουηδία 1.900 και στη Νορβηγία 1.400.
Ελληνική πραγματικότητα
Μέχρι τη δεκαετία του 1970, στην Ελλάδα παρατηρήθηκε μικρή είσοδος μεταναστών από τις χώρες της Αφρικής και της Ασίας.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, σημειώθηκε επίσης μικρή είσοδος μεταναστών από τις χώρες της κεντρο-ανατολικής Ευρώπης.
Στις αρχές της μεταψυχροπολεμικής περιόδου (αρχές της δεκαετίας του 1990), σημειώθηκε αύξηση των μεταναστευτικών ρευμάτων από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Σε αυτά τα μεταναστευτικά ρεύματα, συμπεριλαμβάνονταν και μεγάλος αριθμός ομογενών, οι οποίοι ζητούσαν άσυλο ή εισέρχονταν στην Ελλάδα ως οικονομικοί μετανάστες.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Frontex , στην Ελλάδα εισέρχεται το 90% του συνόλου των παράνομων μεταναστών στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Μεταξύ Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2010, καταγράφηκαν περίπου 75.000 παράνομοι είσοδοι. Οι είσοδοι από την Τουρκία προς την Ελλάδα (χερσαία και θαλάσσια σύνορα) αντιστοιχεί στο 45% του συνόλου της ΕΕ. Μεταξύ Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2010, από τα χερσαία σύνορα της Ελλάδας εισήλθαν 39.000 μετανάστες, εκ των οποίων, τα τρία τέταρτα μέσω των 12,5 χιλιομέτρων των ελληνο-τουρκικών συνόρων της περιοχής της Ορεστιάδας του νομού Έβρου, όπου σχεδιάζεται η κατασκευή του φράκτη. Ο μέσος όρος των ημερήσιων διελεύσεων στα εν λόγω 12,5 χιλιόμετρα ανέρχεται για το Σεπτέμβριο του 2010 σε 234, ενώ για τον Οκτώβριο του ίδιου έτους σε 235. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το 2010 προτιμήθηκε η διέλευση των μεταναστών από τα χερσαία σύνορα σε σχέση με το 2009, κατά τη διάρκεια του οποίου, είχαν καταγραφεί 8.800 των χερσαίων συνόρων και 40.400 των θαλάσσιων. Η συντριπτική πλειοψηφία των παράνομων μεταναστών, που εισέρχονται μέσω των ελληνο-τουρκικών συνόρων της περιοχής της Ορεστιάδας, ισχυρίζονται χωρίς να διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα ότι κατάγονται από το Αφγανιστάν, τη Σομαλία και τις αραβόφωνες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Ένας αριθμός παράνομων μεταναστών που καταφθάνουν στην Ελλάδα μεταβαίνει στις υπόλοιπες χώρες-μέλη της ΕΕ, κυρίως οδικώς μέσω των βαλκανικών χωρών ή αεροπορικώς, αφού προηγουμένως αποκτήσει πλαστά έγγραφα στην Ελλάδα. Όταν τα άτομα αυτά ελεγχθούν στις χώρες της ΕΕ και διαπιστωθεί ότι εισήλθαν προερχόμενοι από την Ελλάδα, τότε εφαρμόζονται οι διαδικασίες του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ και επαναπροωθούνται στην Ελλάδα. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στα ελληνο-αλβανικά χερσαία σύνορα, από τα οποία εισέρχεται περίπου το 40% του συνόλου των παράνομων μεταναστών στην ΕΕ. Από αυτούς, το 90% είναι πολίτες της Αλβανίας. Συχνά, επαναπροωθούνται στη χώρα τους αλλά στη συνέχεια εισέρχονται εκ νέου στην Ελλάδα.
Επιπτώσεις
Οι επιπτώσεις της μετανάστευσης είναι πολυεπίπεδες. Σε κάποιες περιπτώσεις χαρακτηρίζονται ως «θετικές» και σε άλλες ως «αρνητικές». Συνδέονται με την εσωτερική ασφάλεια μιας χώρας, την οικονομία, την παραοικονομία, το εργατικό δίκαιο, το ασφαλιστικό σύστημα, την εκπαίδευση, το οργανωμένο έγκλημα, την πολιτική, τη θρησκεία, τον πολιτισμό, τη δημόσια υγεία, την αύξηση των ανθρώπινων απωλειών αλλά και τις σχέσεις μεταξύ των χωρών.
Κοινωνία: Η ελληνική κοινωνία σαφώς χαρακτηρίζεται ως μια «de facto πολυπολιτισμική κοινωνία». Η μεγάλη συγκέντρωση των παράνομων μεταναστών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τη δυσκολία νομιμοποίησής τους αλλά και τη διαρκή αναποτελεσματική εφαρμοζόμενη μεταναστευτική πολιτική, συμβάλλουν στην αναδιάρθρωση της δομής του κοινωνικού ιστού, καθώς καταγράφεται σταδιακή γκετοποίηση των αστικών κυρίως περιοχών, εντός των οποίων δημιουργείται αίσθημα ανασφάλειας τόσο στον εγχώριο πληθυσμό όσο και στις ομάδες των μεταναστών. Το γεγονός αυτό προκαλεί μια συγκρουσιακή κατάσταση, μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών αλλά και μεταξύ ομάδων μεταναστών, από την οποία αναμένονται μόνο αρνητικά αποτελέσματα. Οι μετανάστες αδυνατούν να ασκήσουν τα ατομικά, κοινωνικά, θρησκευτικά τους δικαιώματα. Για παράδειγμα, οι μετανάστες αδυνατούν να καταγγείλουν τις παράνομες πράξεις σε βάρος τους είτε πρόκειται για περιπτώσεις με δράστες αλλοδαπούς είτε με Έλληνες. Έτσι ευνοείται η δημιουργία συνθηκών κοινωνικού αποκλεισμού και παρατηρούνται ρατσιστικές αντιδράσεις, οι οποίες αυξάνονται βαθμιαία.
Εγκληματικότητα: Ο ελληνικός τύπος καθημερινά καταγράφει περιστατικά κακοποίησης, βιασμών αλλοδαπών και Ελλήνων, εξαναγκαστικής πορνείας, λαθραίας διακίνησης μεταναστών, γενικότερα εκμετάλλευσης των μεταναστών από το οργανωμένο έγκλημα και σε αρκετές περιπτώσεις την εμπλοκή τους ή την ένταξή τους σε αυτό. Παρότι η συντριπτική πλειοψηφία των Έλληνες συσχετίζουν την αύξηση της εγκληματικότητας με την παρουσία των μεταναστών, εντούτοις, δεν υπάρχουν επιστημονικές μελέτες που να το αποδεικνύουν. Πιθανόν, το επίπεδο της εγκληματικότητας των αλλοδαπών να υπερτερεί του αντίστοιχου του εγχώριου πληθυσμού. Όμως, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένοι παράγοντες, όπως η συνεχής προβολή από τα ΜΜΕ των εγκλημάτων που αφορούν αλλοδαπούς, η διαμονή τους σε υποβαθμισμένες περιοχές, η παράνομη είσοδος και διαμονή τους στη χώρα, η αυξημένη επιτήρηση των μεταναστευτικών κοινοτήτων, η εύκολη ενοχοποίηση και η προκατάληψη, που λειτουργούν εις βάρος της συνολικής εικόνας των μεταναστών και επιβαρύνουν τη σχέση τους με την εγκληματικότητα. Παρόλα αυτά, διαπιστώνονται κάποιες συγκεκριμένες κατηγορίες αδικημάτων που εκ των πραγμάτων σχετίζονται με τους μετανάστες, όπως η παράνομη έλευσή τους, η διακίνησή τους, συνήθη αδικήματα (κλοπές, επαιτεία, κτλ) και αδικήματα κατά των μεταναστών (από Έλληνες και μετανάστες) που συνήθως δεν εξιχνιάζονται.
αδικήματα με θύματα μετανάστες ΤΑ ΟΠΟΙΑ διαπράττονται από γηγενείς πολίτες
Οικονομία - Παραοικονομία: Οι μετανάστες (νόμιμοι ή παράνομοι, αναλόγως αν κατέχουν τις απαιτούμενες άδειες παραμονής και εργασίας) μεταναστεύουν προκειμένου να εργαστούν. Επομένως, οι επιπτώσεις του φαινομένου της μετανάστευσης στην αγορά εργασίας και στην οικονομία-παραοικονομία της χώρας εγκατάστασής τους κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικές. Συγκεκριμένα, ο κάθε απασχολούμενος ή εργαζόμενος μετανάστης συνιστά ένα φθηνό εργατικό δυναμικό και συμβάλλει στη μείωση του κόστους των παραγόμενων προϊόντων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα και κατά συνέπεια να συγκρατούνται οι πληθωριστικές τάσεις. Όμως, η μείωση του κόστους παραγωγής λόγω του φθηνού εργατικού δυναμικού συνιστά μια προσωρινή κατάσταση και με τον τρόπο αυτό εγκαταλείπονται οι προσπάθειες αύξησης της ανταγωνιστικότητας με άλλες πιο υγιείς επιχειρηματικές μεθόδους. Η δεδομένη αύξηση της προσφοράς εργασίας οδηγεί σε θετικές και αρνητικές επιπτώσεις. Θετικές διότι συμβάλλουν έως ένα βαθμό στην αύξηση του ΑΕΠ, μειώνουν τον πληθωρισμό και αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα. Αρνητικές διότι αυξάνουν σε κάποιο βαθμό το ποσοστό της ανεργίας στην κατηγορία των ανειδίκευτων εργατών και συρρικνώνουν τις αμοιβές, τόσο του εγχώριου εργατικού δυναμικού όσο και των παλαιότερων μεταναστών, που ήδη έχουν αποκατασταθεί εργασιακά.
Παρόλα αυτά, για όσο διάστημα η αγορά παρουσιάζει αυξημένη προσφορά εργασίας, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις αύξησης του κέρδους στον επιχειρηματικό τομέα, εις βάρος των γηγενών ανειδίκευτων εργατών, της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων και των εσόδων του φορολογικού συστήματος (ασφαλιστικές εισφορές και φόρος εισοδήματος). Επιπρόσθετα, πρέπει να συνυπολογισθεί και το κόστος που επιβαρύνει το ασφαλιστικό σύστημα για τις υπηρεσίες που προσφέρει προς τους μετανάστες (κυρίως ο τομέας υγείας). Ο ασφαλιστικός τομέας ενισχύεται οικονομικά, όταν οι εργαζόμενοι μετανάστες κατέχουν άδεια παραμονής και εργασίας. Η ευεργετική αυτή επίδραση αναμένεται να διατηρηθεί έως ότου οι νόμιμοι μετανάστες θεμελιώσουν συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Στον εργασιακό τομέα καταγράφονται και περιστατικά εκμετάλλευσης των παράνομων κυρίως μεταναστών. Το γεγονός αυτό οδηγεί σταδιακά στη μετακίνηση των μεταναστών από τον εργατικό τομέα στον εμπορικό. Μια άλλη επίπτωση στον τομέα της οικονομίας είναι η αύξηση της εκροής κεφαλαίων προς τις χώρες προέλευσης των μεταναστών. Στις περιπτώσεις όμως που έχει επέλθει ενσωμάτωση των μεταναστών, παρατηρείται μείωση της εκροής κεφαλαίων από τη χώρα, αύξηση της εθνικής αποταμίευσης, αύξηση του ΑΕΠ και ταυτόχρονα συρρίκνωση της παραοικονομίας. Τέλος, για την αντιμετώπιση του φαινομένου της μετανάστευσης δαπανώνται επιπρόσθετα κεφάλαια τόσο για τη φύλαξη των συνόρων όσο και για τη δημόσια τάξη.
Πολιτική: Στον τομέα της μεταναστευτικής πολιτικής παρατηρείται πλημμελής τήρηση της ευρωπαϊκής και διεθνούς νομοθεσίας, σχετικά με την υποδοχή των παράνομα εισελθόντων μεταναστών, την παροχή ασύλου για τους πρόσφυγες, την προστασία, την κράτηση, την παροχή πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης, τη βίαιη επαναπροώθηση σε κάποιες περιπτώσεις, κτλ. Επίσης, παρατηρούνται ποικίλες μορφές εκμετάλλευσης των μεταναστών από τα πολιτικά κόμματα, τα οποία, προκειμένου να αποκομίσουν κομματικά οφέλη, άλλοτε μεγεθύνουν το πρόβλημα, κινδυνολογούν υπέρμετρα και επιζητούν μη ρεαλιστικές λύσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου (ακροδεξιά κόμματα), άλλοτε εφαρμόζουν περιστασιακά φιλο-μεταναστευτικές πολιτικές προς άγραν μελλοντικών ψηφοφόρων (κόμματα που εναλλάσσονται στην εκτελεστική εξουσία) και άλλοτε υπερασπίζουν υπέρμετρα τα δικαιώματα των μεταναστών αγνοώντας τις εις βάρος των Ελλήνων πολιτών συνέπειες (αριστερά κόμματα). Γενικά, στις περιοχές που πραγματοποιείται μαζική εγκατάσταση μεταναστών παρατηρείται αύξηση της συγκρουσιακής κατάστασης και υιοθέτηση φιλο-ακροδεξιάς ιδεολογίας από τους Έλληνες κατοίκους.
Υγεία: Λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης, ειδικά στους χώρους των προσφυγικών καταυλισμών και των αστικών γκέτο, δημιουργούνται κίνδυνοι τόσο για τη δημόσια υγεία όσο και για την υγεία των μεταναστών. Οι μετακινούμενοι πληθυσμοί μεταφέρουν στον τόπο προορισμού τους το επιδημιολογικό πρότυπο της περιοχής προέλευσης τους. Κατά συνέπεια, οι κίνδυνοι εμφάνισης νέων ασθενειών αποτελούν μια σημαντική διάσταση του προβλήματος, την οποία το σύστημα υγείας της χώρας μας, οφείλει να αντιμετωπίσει.
Δημόσιος Τομέας: Καταγράφονται περιστατικά διαφθοράς και χρηματισμού υπαλλήλων, προκειμένου να διεκπεραιώσουν υποθέσεις αλλοδαπών, ενώ, διάφορα κυκλώματα προμηθεύουν τους μετανάστες με πλαστά έγγραφα έναντι αδράς αμοιβής, γεγονός που οδηγεί τελικά στην απέλασή τους ή στην επαναπροώθησή τους στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ, όταν καταφέρουν να μετακινηθούν σε άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ.
Εκπαιδευτικός Τομέας: Ρατσιστικές συμπεριφορές παρατηρούνται και στον τομέα της παιδείας κατά των μεταναστών μαθητών, από τους γονείς των γηγενών μαθητών και ενίοτε από τους εκπαιδευτικούς. Οι ίδιοι οι μαθητές εμφανίζονται περισσότερο δεκτικοί στη διαφορετικότητα, ειδικά όταν συνυπάρχουν στην τάξη με αλλοδαπούς μαθητές.
Βασίλης Γιαννακόπουλος
Η απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα σχετικά με τον ορισμό του μετανάστη διαφέρει μεταξύ των χωρών. Υπάρχουν δυο διαφορετικοί ορισμοί για την περιγραφή του φαινομένου, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζουν και την εκάστοτε μεταναστευτική πολιτική.
Σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση, ως μετανάστης χαρακτηρίζεται αυτός που είναι γεννημένος στην αλλοδαπή (foreign born) και πλέον κατοικεί και δραστηριοποιείται στη χώρα υποδοχής, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ως μετανάστης χαρακτηρίζεται αυτός που είναι αλλοδαπός (foreigner) και ενδεχομένως έχει γεννηθεί στη χώρα υποδοχής, αλλά δεν έχει αποκτήσει την υπηκοότητα, ορισμός που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Α. Κόντης, 2006).
Οι νόμιμοι μετανάστες, οι παράνομοι ή μη κανονικοί μετανάστες και οι πρόσφυγες συνιστούν τις τρεις βασικές κατηγορίες μεταναστών, συγκεκριμένα:
Νόμιμος μετανάστης είναι το πρόσωπο που διαθέτει άδεια παραμονής και εργασίας σε μια χώρα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι παλιννοστούντες, δηλαδή οι υπήκοοι τρίτων χωρών που κατάγονται από την Ελλάδα.
Παράνομος ή μη κανονικός μετανάστης (irregular imigrant), σύμφωνα με την UNHCR (Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες), χαρακτηρίζεται το άτομο που εισήλθε και διαμένει σε μια χώρα, χωρίς να διαθέτει τα νόμιμα έγγραφα μετανάστευσης (undocumented arrivals).
Πρόσφυγας, σύμφωνα με την ΕΕ, είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας στον οποίο αναγνωρίζεται το καθεστώς που ορίζεται στη σύμβαση της Γενεύης και στον οποίο επιτρέπεται να διαμένει με το καθεστώς αυτό στο έδαφος ενός κράτους-μέλους της ΕΕ.
Ένας αλλοδαπός για να χαρακτηρισθεί πρόσφυγας θα πρέπει να αποκτήσει την ιδιότητα αυτή από το ελληνικό κράτος ή από την ελληνική αντιπροσωπεία της «Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες».
Περίπου 140 χώρες έχουν αναγνωρίσει το καθεστώς των προσφύγων που αναφέρεται στη σύμβαση της Γενεύης, και ως εκ τούτου, οφείλουν να τους παρέχουν προστασία και να σέβονται την αρχή της «μη επαναπροώθησης».
Δυνάμεις ώθησης και έλξης
Αν και η μετανάστευση συνιστά ένα από τα αρχαιότερα κοινωνικά φαινόμενα, εντούτοις, σήμερα απασχολεί έντονα την ανθρωπότητα, καθώς για πρώτη φορά οι παράγοντες που ωθούν ένα άτομο να μεταναστεύσει έχουν αυξηθεί σημαντικά (υπερπληθυσμός, συγκρούσεις, διαφθορά, πείνα, ανεργία, λειψυδρία, μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, ερημοποίηση, συρρίκνωση των καλλιεργήσιμων εδαφών, οικολογικές καταστροφές, κτλ). Επιπρόσθετα, η ανησυχία των χωρών υποδοχής έχει κορυφωθεί εξαιτίας των συνεχώς αυξανόμενων μεταναστευτικών ρευμάτων.
Για παράδειγμα, οι κάτοικοι των εμπόλεμων περιοχών και χωρών, όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν, η Σομαλία, κτλ, όπου επικρατούν συγκρουσιακές καταστάσεις, μετακινούνται προς ασφαλέστερες περιοχές προκειμένου να επιβιώσουν.
Ποιοι είναι οι παράγοντες που προκαλούν αυτό το φαινόμενο;
Ένα άτομο μεταναστεύει για πολλούς λόγους. Αρχικά, δημιουργούνται οι παράγοντες που επεμβαίνουν στη βούλησή του και το ωθούν να αποφασίσει τη μετακίνησή του από μια περιοχή (δυνάμεις ώθησης). Στη συνέχεια, επεξεργάζεται τις πληροφορίες που διαθέτει για τους πιθανούς προορισμούς και αποφασίζει να κατευθυνθεί προς μια συγκεκριμένη περιοχή (δυνάμεις έλξης). Ένας παράγοντας που συνετέλεσε σημαντικά στην ενίσχυση των δυνάμεων ώθησης, ιδιαίτερα τους τελευταίους τρεις αιώνες, είναι η συστηματική εκμετάλλευση του λεγόμενου «τρίτου κόσμου» από τις χώρες της Δύσης. Οι παράγοντες που ωθούν ένα άτομο να μεταναστεύσει είναι κυρίως οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, ασφάλειας, ιδεολογικοί, θρησκευτικοί, κλιματολογικοί, κτλ, όμως, θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν:
Στους παράγοντες που «απειλούν την επιβίωσή του» και προκαλούν τη δημιουργία ρευμάτων προσφύγων, και Στους παράγοντες που «υποβαθμίζουν την ευημερία του» και προκαλούν τη δημιουργία ρευμάτων νόμιμων και παράνομων μεταναστών.
Παγκόσμια κατάσταση
Χώρες προέλευσης
Κατά τη διάρκεια του 2009, περίπου 10,4 εκατ. πρόσφυγες είχαν καταγραφεί από την UNHCR σε παγκόσμιο επίπεδο. Σ’ αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και 15,6 εκατ. εσωτερικών προσφύγων (Internally Displaced Persons - IDPs), δηλαδή άτομα που εκτοπίσθηκαν από τις εστίες τους και είναι πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, 6,6 εκατ. απάτριδες ή ανιθαγενείς (Stateless), 2,2 εκατ. εσωτερικοί πρόσφυγες που επέστρεψαν στις εστίες τους, 984.000 αιτούντες άσυλο, 251.000 επαναπατρισθέντες πρόσφυγες και 412.000 πρόσφυγες διαφόρων άλλων κατηγοριών (συνολικά 36,5 εκατ. ανθρώπων, που εξαναγκάσθηκαν σε φυγή από τις εστίες τους σε παγκόσμιο επίπεδο). Στα στοιχεία της UNHCR δεν συνυπολογίζονται οι διάφορες άλλες κατηγορίες προσφύγων, όπως οι εσωτερικοί πρόσφυγες, οι ανιθαγενείς, οι εσωτερικοί πρόσφυγες που επέστρεψαν στις εστίες τους, οι επαναπατρισθέντες πρόσφυγες, κτλ.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός των προσφύγων, με τα στοιχεία που διαθέτει η UNHCR, αυξάνεται σε κάποιες περιοχές, όπως της Ασίας και του Ειρηνικού, μειώνεται σε κάποιες άλλες, όπως της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, και συνολικά, παρουσιάζεται οριακά μειωμένος σε σύγκριση με το 2008 κατά περίπου 1%. Η οριακή αυτή μείωση οφείλεται αφενός στον εθελοντικό επαναπατρισμό και αφετέρου στην επανεκτίμηση (περίπου 23% λιγότεροι από το 2008) των Ιρακινών και Παλαιστίνιων προσφύγων που κατέφυγαν στην Ιορδανία, στη Σαουδική Αραβία και στη Συρία.
Οι Αφγανοί πρόσφυγες αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού προσφύγων (2,9 εκατ.), ακολουθούν οι Ιρακινοί (1,8 εκατ.), οι Σομαλοί (678.000), οι Κονγκολέζοι (456.000) και οι πρόσφυγες από το Μιανμάρ (407.000).
Χώρες υποδοχής
Σε παγκόσμιο επίπεδο, το 80% των προσφύγων (8,3 εκατ.) «φιλοξενήθηκε» από τις αναπτυσσόμενες χώρες (Ασία 54%, Αφρική 22%, Ευρώπη 16%, Βόρεια Αμερική 4%, Λατινική Αμερική 4% και Ωκεανία 0,4%). Οι χώρες στις οποίες ζήτησε άσυλο ο μεγαλύτερος προσφυγικός πληθυσμός είναι: το Πακιστάν (1,7 εκατ.), το Ιράν (1,1 εκατ.), η Συρία (1,05 εκατ.), η Γερμανία (549.000), η Ιορδανία (451.000) και η Κένυα (359.000). Οι χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής «φιλοξένησαν» το ένα πέμπτο του συνόλου των προσφύγων του Κονγκό, της Σομαλίας και του Σουδάν, ενώ, οι χώρες της Μέσης Ανατολής «φιλοξένησαν» το 19% του παγκόσμιου προσφυγικού πληθυσμού (κυρίως από το Ιράκ). Στην Ευρώπη, οι μεγαλύτερες προσφυγικές ομάδες προέρχονται από το Ιράκ, τη Σερβία και την Τουρκία.
Το 2009, περισσότεροι από 923.400 πρόσφυγες ζήτησαν άσυλο σε 159 χώρες (5% περισσότεροι από το 2008). Την ίδια χρονιά, 19 χώρες ανέφεραν στην «Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες» ότι έδωσαν άδεια μετεγκατάστασης σε 112.400 πρόσφυγες (25% περισσότερους από το 2008). Στις ΗΠΑ μετεγκαταστάθηκαν 79.000, στον Καναδά 12.500, στην Αυστραλία 11.100, στη Γερμανία 2.100, στη Σουηδία 1.900 και στη Νορβηγία 1.400.
Ελληνική πραγματικότητα
Μέχρι τη δεκαετία του 1970, στην Ελλάδα παρατηρήθηκε μικρή είσοδος μεταναστών από τις χώρες της Αφρικής και της Ασίας.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, σημειώθηκε επίσης μικρή είσοδος μεταναστών από τις χώρες της κεντρο-ανατολικής Ευρώπης.
Στις αρχές της μεταψυχροπολεμικής περιόδου (αρχές της δεκαετίας του 1990), σημειώθηκε αύξηση των μεταναστευτικών ρευμάτων από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Σε αυτά τα μεταναστευτικά ρεύματα, συμπεριλαμβάνονταν και μεγάλος αριθμός ομογενών, οι οποίοι ζητούσαν άσυλο ή εισέρχονταν στην Ελλάδα ως οικονομικοί μετανάστες.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Frontex , στην Ελλάδα εισέρχεται το 90% του συνόλου των παράνομων μεταναστών στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Μεταξύ Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2010, καταγράφηκαν περίπου 75.000 παράνομοι είσοδοι. Οι είσοδοι από την Τουρκία προς την Ελλάδα (χερσαία και θαλάσσια σύνορα) αντιστοιχεί στο 45% του συνόλου της ΕΕ. Μεταξύ Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2010, από τα χερσαία σύνορα της Ελλάδας εισήλθαν 39.000 μετανάστες, εκ των οποίων, τα τρία τέταρτα μέσω των 12,5 χιλιομέτρων των ελληνο-τουρκικών συνόρων της περιοχής της Ορεστιάδας του νομού Έβρου, όπου σχεδιάζεται η κατασκευή του φράκτη. Ο μέσος όρος των ημερήσιων διελεύσεων στα εν λόγω 12,5 χιλιόμετρα ανέρχεται για το Σεπτέμβριο του 2010 σε 234, ενώ για τον Οκτώβριο του ίδιου έτους σε 235. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το 2010 προτιμήθηκε η διέλευση των μεταναστών από τα χερσαία σύνορα σε σχέση με το 2009, κατά τη διάρκεια του οποίου, είχαν καταγραφεί 8.800 των χερσαίων συνόρων και 40.400 των θαλάσσιων. Η συντριπτική πλειοψηφία των παράνομων μεταναστών, που εισέρχονται μέσω των ελληνο-τουρκικών συνόρων της περιοχής της Ορεστιάδας, ισχυρίζονται χωρίς να διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα ότι κατάγονται από το Αφγανιστάν, τη Σομαλία και τις αραβόφωνες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Ένας αριθμός παράνομων μεταναστών που καταφθάνουν στην Ελλάδα μεταβαίνει στις υπόλοιπες χώρες-μέλη της ΕΕ, κυρίως οδικώς μέσω των βαλκανικών χωρών ή αεροπορικώς, αφού προηγουμένως αποκτήσει πλαστά έγγραφα στην Ελλάδα. Όταν τα άτομα αυτά ελεγχθούν στις χώρες της ΕΕ και διαπιστωθεί ότι εισήλθαν προερχόμενοι από την Ελλάδα, τότε εφαρμόζονται οι διαδικασίες του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ και επαναπροωθούνται στην Ελλάδα. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στα ελληνο-αλβανικά χερσαία σύνορα, από τα οποία εισέρχεται περίπου το 40% του συνόλου των παράνομων μεταναστών στην ΕΕ. Από αυτούς, το 90% είναι πολίτες της Αλβανίας. Συχνά, επαναπροωθούνται στη χώρα τους αλλά στη συνέχεια εισέρχονται εκ νέου στην Ελλάδα.
Επιπτώσεις
Οι επιπτώσεις της μετανάστευσης είναι πολυεπίπεδες. Σε κάποιες περιπτώσεις χαρακτηρίζονται ως «θετικές» και σε άλλες ως «αρνητικές». Συνδέονται με την εσωτερική ασφάλεια μιας χώρας, την οικονομία, την παραοικονομία, το εργατικό δίκαιο, το ασφαλιστικό σύστημα, την εκπαίδευση, το οργανωμένο έγκλημα, την πολιτική, τη θρησκεία, τον πολιτισμό, τη δημόσια υγεία, την αύξηση των ανθρώπινων απωλειών αλλά και τις σχέσεις μεταξύ των χωρών.
Κοινωνία: Η ελληνική κοινωνία σαφώς χαρακτηρίζεται ως μια «de facto πολυπολιτισμική κοινωνία». Η μεγάλη συγκέντρωση των παράνομων μεταναστών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τη δυσκολία νομιμοποίησής τους αλλά και τη διαρκή αναποτελεσματική εφαρμοζόμενη μεταναστευτική πολιτική, συμβάλλουν στην αναδιάρθρωση της δομής του κοινωνικού ιστού, καθώς καταγράφεται σταδιακή γκετοποίηση των αστικών κυρίως περιοχών, εντός των οποίων δημιουργείται αίσθημα ανασφάλειας τόσο στον εγχώριο πληθυσμό όσο και στις ομάδες των μεταναστών. Το γεγονός αυτό προκαλεί μια συγκρουσιακή κατάσταση, μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών αλλά και μεταξύ ομάδων μεταναστών, από την οποία αναμένονται μόνο αρνητικά αποτελέσματα. Οι μετανάστες αδυνατούν να ασκήσουν τα ατομικά, κοινωνικά, θρησκευτικά τους δικαιώματα. Για παράδειγμα, οι μετανάστες αδυνατούν να καταγγείλουν τις παράνομες πράξεις σε βάρος τους είτε πρόκειται για περιπτώσεις με δράστες αλλοδαπούς είτε με Έλληνες. Έτσι ευνοείται η δημιουργία συνθηκών κοινωνικού αποκλεισμού και παρατηρούνται ρατσιστικές αντιδράσεις, οι οποίες αυξάνονται βαθμιαία.
Εγκληματικότητα: Ο ελληνικός τύπος καθημερινά καταγράφει περιστατικά κακοποίησης, βιασμών αλλοδαπών και Ελλήνων, εξαναγκαστικής πορνείας, λαθραίας διακίνησης μεταναστών, γενικότερα εκμετάλλευσης των μεταναστών από το οργανωμένο έγκλημα και σε αρκετές περιπτώσεις την εμπλοκή τους ή την ένταξή τους σε αυτό. Παρότι η συντριπτική πλειοψηφία των Έλληνες συσχετίζουν την αύξηση της εγκληματικότητας με την παρουσία των μεταναστών, εντούτοις, δεν υπάρχουν επιστημονικές μελέτες που να το αποδεικνύουν. Πιθανόν, το επίπεδο της εγκληματικότητας των αλλοδαπών να υπερτερεί του αντίστοιχου του εγχώριου πληθυσμού. Όμως, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένοι παράγοντες, όπως η συνεχής προβολή από τα ΜΜΕ των εγκλημάτων που αφορούν αλλοδαπούς, η διαμονή τους σε υποβαθμισμένες περιοχές, η παράνομη είσοδος και διαμονή τους στη χώρα, η αυξημένη επιτήρηση των μεταναστευτικών κοινοτήτων, η εύκολη ενοχοποίηση και η προκατάληψη, που λειτουργούν εις βάρος της συνολικής εικόνας των μεταναστών και επιβαρύνουν τη σχέση τους με την εγκληματικότητα. Παρόλα αυτά, διαπιστώνονται κάποιες συγκεκριμένες κατηγορίες αδικημάτων που εκ των πραγμάτων σχετίζονται με τους μετανάστες, όπως η παράνομη έλευσή τους, η διακίνησή τους, συνήθη αδικήματα (κλοπές, επαιτεία, κτλ) και αδικήματα κατά των μεταναστών (από Έλληνες και μετανάστες) που συνήθως δεν εξιχνιάζονται.
αδικήματα με θύματα μετανάστες ΤΑ ΟΠΟΙΑ διαπράττονται από γηγενείς πολίτες
Οικονομία - Παραοικονομία: Οι μετανάστες (νόμιμοι ή παράνομοι, αναλόγως αν κατέχουν τις απαιτούμενες άδειες παραμονής και εργασίας) μεταναστεύουν προκειμένου να εργαστούν. Επομένως, οι επιπτώσεις του φαινομένου της μετανάστευσης στην αγορά εργασίας και στην οικονομία-παραοικονομία της χώρας εγκατάστασής τους κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικές. Συγκεκριμένα, ο κάθε απασχολούμενος ή εργαζόμενος μετανάστης συνιστά ένα φθηνό εργατικό δυναμικό και συμβάλλει στη μείωση του κόστους των παραγόμενων προϊόντων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα και κατά συνέπεια να συγκρατούνται οι πληθωριστικές τάσεις. Όμως, η μείωση του κόστους παραγωγής λόγω του φθηνού εργατικού δυναμικού συνιστά μια προσωρινή κατάσταση και με τον τρόπο αυτό εγκαταλείπονται οι προσπάθειες αύξησης της ανταγωνιστικότητας με άλλες πιο υγιείς επιχειρηματικές μεθόδους. Η δεδομένη αύξηση της προσφοράς εργασίας οδηγεί σε θετικές και αρνητικές επιπτώσεις. Θετικές διότι συμβάλλουν έως ένα βαθμό στην αύξηση του ΑΕΠ, μειώνουν τον πληθωρισμό και αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα. Αρνητικές διότι αυξάνουν σε κάποιο βαθμό το ποσοστό της ανεργίας στην κατηγορία των ανειδίκευτων εργατών και συρρικνώνουν τις αμοιβές, τόσο του εγχώριου εργατικού δυναμικού όσο και των παλαιότερων μεταναστών, που ήδη έχουν αποκατασταθεί εργασιακά.
Παρόλα αυτά, για όσο διάστημα η αγορά παρουσιάζει αυξημένη προσφορά εργασίας, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις αύξησης του κέρδους στον επιχειρηματικό τομέα, εις βάρος των γηγενών ανειδίκευτων εργατών, της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων και των εσόδων του φορολογικού συστήματος (ασφαλιστικές εισφορές και φόρος εισοδήματος). Επιπρόσθετα, πρέπει να συνυπολογισθεί και το κόστος που επιβαρύνει το ασφαλιστικό σύστημα για τις υπηρεσίες που προσφέρει προς τους μετανάστες (κυρίως ο τομέας υγείας). Ο ασφαλιστικός τομέας ενισχύεται οικονομικά, όταν οι εργαζόμενοι μετανάστες κατέχουν άδεια παραμονής και εργασίας. Η ευεργετική αυτή επίδραση αναμένεται να διατηρηθεί έως ότου οι νόμιμοι μετανάστες θεμελιώσουν συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Στον εργασιακό τομέα καταγράφονται και περιστατικά εκμετάλλευσης των παράνομων κυρίως μεταναστών. Το γεγονός αυτό οδηγεί σταδιακά στη μετακίνηση των μεταναστών από τον εργατικό τομέα στον εμπορικό. Μια άλλη επίπτωση στον τομέα της οικονομίας είναι η αύξηση της εκροής κεφαλαίων προς τις χώρες προέλευσης των μεταναστών. Στις περιπτώσεις όμως που έχει επέλθει ενσωμάτωση των μεταναστών, παρατηρείται μείωση της εκροής κεφαλαίων από τη χώρα, αύξηση της εθνικής αποταμίευσης, αύξηση του ΑΕΠ και ταυτόχρονα συρρίκνωση της παραοικονομίας. Τέλος, για την αντιμετώπιση του φαινομένου της μετανάστευσης δαπανώνται επιπρόσθετα κεφάλαια τόσο για τη φύλαξη των συνόρων όσο και για τη δημόσια τάξη.
Πολιτική: Στον τομέα της μεταναστευτικής πολιτικής παρατηρείται πλημμελής τήρηση της ευρωπαϊκής και διεθνούς νομοθεσίας, σχετικά με την υποδοχή των παράνομα εισελθόντων μεταναστών, την παροχή ασύλου για τους πρόσφυγες, την προστασία, την κράτηση, την παροχή πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης, τη βίαιη επαναπροώθηση σε κάποιες περιπτώσεις, κτλ. Επίσης, παρατηρούνται ποικίλες μορφές εκμετάλλευσης των μεταναστών από τα πολιτικά κόμματα, τα οποία, προκειμένου να αποκομίσουν κομματικά οφέλη, άλλοτε μεγεθύνουν το πρόβλημα, κινδυνολογούν υπέρμετρα και επιζητούν μη ρεαλιστικές λύσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου (ακροδεξιά κόμματα), άλλοτε εφαρμόζουν περιστασιακά φιλο-μεταναστευτικές πολιτικές προς άγραν μελλοντικών ψηφοφόρων (κόμματα που εναλλάσσονται στην εκτελεστική εξουσία) και άλλοτε υπερασπίζουν υπέρμετρα τα δικαιώματα των μεταναστών αγνοώντας τις εις βάρος των Ελλήνων πολιτών συνέπειες (αριστερά κόμματα). Γενικά, στις περιοχές που πραγματοποιείται μαζική εγκατάσταση μεταναστών παρατηρείται αύξηση της συγκρουσιακής κατάστασης και υιοθέτηση φιλο-ακροδεξιάς ιδεολογίας από τους Έλληνες κατοίκους.
Υγεία: Λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης, ειδικά στους χώρους των προσφυγικών καταυλισμών και των αστικών γκέτο, δημιουργούνται κίνδυνοι τόσο για τη δημόσια υγεία όσο και για την υγεία των μεταναστών. Οι μετακινούμενοι πληθυσμοί μεταφέρουν στον τόπο προορισμού τους το επιδημιολογικό πρότυπο της περιοχής προέλευσης τους. Κατά συνέπεια, οι κίνδυνοι εμφάνισης νέων ασθενειών αποτελούν μια σημαντική διάσταση του προβλήματος, την οποία το σύστημα υγείας της χώρας μας, οφείλει να αντιμετωπίσει.
Δημόσιος Τομέας: Καταγράφονται περιστατικά διαφθοράς και χρηματισμού υπαλλήλων, προκειμένου να διεκπεραιώσουν υποθέσεις αλλοδαπών, ενώ, διάφορα κυκλώματα προμηθεύουν τους μετανάστες με πλαστά έγγραφα έναντι αδράς αμοιβής, γεγονός που οδηγεί τελικά στην απέλασή τους ή στην επαναπροώθησή τους στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ, όταν καταφέρουν να μετακινηθούν σε άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ.
Εκπαιδευτικός Τομέας: Ρατσιστικές συμπεριφορές παρατηρούνται και στον τομέα της παιδείας κατά των μεταναστών μαθητών, από τους γονείς των γηγενών μαθητών και ενίοτε από τους εκπαιδευτικούς. Οι ίδιοι οι μαθητές εμφανίζονται περισσότερο δεκτικοί στη διαφορετικότητα, ειδικά όταν συνυπάρχουν στην τάξη με αλλοδαπούς μαθητές.
Βασίλης Γιαννακόπουλος
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News