Βασιλόπιτα κόβει το Σάββατο ο Σύλλογος Πολυτέκνων Ροδόπης
Τρεις το λάδι τρεις το ξίδι, έξη το λαδόξιδο έλεγαν οι παλιοί μπακάληδες, που προσπαθούσαν τεχνηέντως να ανεβάσουν τις τιμές. Πρόσθεση με ανόμοια πράγματα όμως δεν μπορεί να γίνει πουθενά, ούτε προφανώς και στην πολιτική.
Γιατί ήδη ονειρεύονται από τώρα ακόμα κάποιοι στο χώρο της αντιπολίτευσης, ότι αν δεν πάρουν τα αναμενόμενα ποσοστά από τις χαλαρές ευρωεκλογές, τότε νομοτελειακά θα ανοίξει ο διάλογος για ένα κόμμα της ευρύτερης κεντροαριστεράς και της συνένωσης των δυνάμεων ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Αφού ούτως ή άλλως όπως εκτιμούν, θα τεθεί θέμα ηγεσίας από στελέχη και των δύο κομμάτων. Αν και συνήθως τα κόμματα κατά πάγια τακτική, ακόμα και με μια μικρή άνοδο στα ποσοστά τους, μακράν από τον πήχη που έθεταν βέβαια, το περνούν ως επιτυχία.
Στην Ελλάδα όμως τα πραγματικά ποσοστά των κομμάτων και οι αποτυχίες κρίνονται πάντοτε στις εθνικές εκλογές και όχι στις ευρωεκλογές και συνεπώς διακατέχονται από πολιτική αφέλεια όσοι εκτιμούν ότι μετά τις κάλπες θα τεθεί θέμα προέδρων, Κασσελάκη και Ανδρουλάκη.
Και θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες σύμπραξης και συνένωσης των κομμάτων τους. Σαφώς αυτό δεν μπορεί να γίνει ακόμα και αν το επιθυμούν, αν το άθροισμα των ποσοστών τους δεν υπερβαίνει το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας.
Και εξάλλου δεν μπορεί να βρεθεί φόρμουλα συνεργασίας, αν τεθεί και το επίμαχο ερώτημα, ποιος θα ηγηθεί μιας τέτοιας παράταξης, με ποιο ιδεολογικό πλαίσιο θα κινηθούν, αλλά και ποιο κοινό πακέτο θέσεων και προτάσεων, που θα δομήσουν μια τέτοια υποθετική προς το παρόν συνεργασία.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως που προκύπτει σε τέτοια σενάρια κομματικών παραγόντων και στις σκέψεις κάποιων κομματικών στελεχών, είναι πώς πείθονται οι πρόεδροι των κομμάτων να παραιτηθούν, αφού σε αυτούς θα καταλογιστούν οι ευθύνες των απανωτών αποτυχιών, για να στηρίξουν ένα νέο πρόσωπο που θα ηγηθεί, σε ένα ευρύτερο σχήμα.
Ας μην τα πολυλογούμε όμως γιατί στην πολιτική η ένωση δυνάμεων και κομμάτων, μέθοδος που εφαρμόζουν και τα πολύ μικρά κόμματα, ποτέ δεν αποδίδει προσθετικά όπως το αντιλαμβάνονται. Δυο κόμματα λόγου χάριν του 15% που επιθυμούν να συνενώσουν τα ποσοστά τους, δεν γίνονται αυτόματα ένα κόμμα του 30% όπως νομίζουν.
Μάλλον σκέφτονται καθαρά ουτοπικά, αφού η σύμπραξη σε αρχηγικό επίπεδο, ή ηγετικών στελεχών των κομμάτων, δεν σημαίνει ότι γίνεται και αποδεκτή στη βάση και θα την ακολουθήσουν οι αγανακτισμένοι ψηφοφόροι, που πίστεψαν σε κάποιους και τους απογοήτευσαν.
Ούτε φυσικά είναι πανάκεια ότι θα την ακολουθήσουν οι ψηφοφόροι της Νέας Αριστεράς έστω και τα μικρά ποσοστά που θα πάρουν στις ευρωεκλογές, ή της Πλεύσης Ελευθερίας και οι ανεξάρτητες κινήσεις τύπου Λοβέρδου.
Το πιο πιθανό σενάριο είναι αν δρομολογηθούν όλα αυτά, να υπάρχουν νέες αποσχιστικές τάσεις και να παρουσιαστούν νέοι αρχηγίσκοι με κόμματα σφραγίδες, αλλά και πολιτικές τάσεις που θα εκτιμήσουν ότι ήρθε η ώρα τους να ηγηθούν να δικαιωθούν για τις απόψεις τους.
Η εσωστρέφεια και τα εσωκομματικά προβλήματα μετεκλογικά, θα πυροδοτήσουν νέες αντιδράσεις και θα διαμορφώσουν διαφορετικές καταστάσεις και συσχετισμούς, αν συνοδεύονται και με την αμφισβήτηση της πολιτικής και ηγετικής ικανότητας, των δύο προέδρων των μεγάλων κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Νομοτελειακά για το πολιτικό σύστημα της χώρας μας όμως έχει αποδεχθεί ιστορικά, ότι οι συνεργασίες δύο κομμάτων συνήθως αποβαίνουν καταστροφικές για τα μικρότερα κόμματα που διαλύονται, όπως ο ΛΑΟΣ, οι ΑΝΕΛ, η κίνηση Λαφαζάνη και στο παρελθόν πολλά παρακλάδια της Νέας Δημοκρατίας.
Και η διάλυσή τους οδηγεί τα στελέχη συνήθως στα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας και όχι σε μικρές ομάδες αρχηγοκεντρικών εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων. Εν ολίγοις διαλύονται τα κόμματα, πριν γεννηθεί κάτι καινούριο.
Δεν μπορούν ακόμα να κατανοήσουν τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης, ότι η σταθερότητα, η σοβαρότητα και η συνέπεια που προβάλει το κόμμα της ΝΔ στον αντίποδα, άσχετα αν αυτά βέβαια αμφισβητούνται από πολλούς, είναι ένα ελκυστικό αφήγημα προσέλκυσης ψηφοφόρων.
Που δεν δελεάζονται από τους αβέβαιους και ίσως επικίνδυνους πειραματισμούς. Και τα κόμματα εξουσίας για να διατηρηθούν θέλουν ισορροπίες και να είναι πολυσυλλεκτικά, με σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Και όχι να διακατέχονται από λαϊκίστικο λόγο και ακαταλαβίστικες πολιτικές καινοτομίες, που παρουσιάζονται ως κάτι το προοδευτικό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να γίνει στην παρούσα φάση ένα μεγάλο κόμμα, αν δεν ενσωματώσει στις τάξεις τους ψηφοφόρους της Νέας Αριστεράς και της Πλεύσης Ελευθερίας και συγχρόνως να βρει διαύλους επικοινωνίας με το παραδοσιακό κέντρο. Που αυτό είναι συνήθως που φέρνει στην Ελλάδα τον νικητή σε κάθε εκλογική διαδικασία.
Όσο για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ φαίνεται ότι είναι καταδικασμένο με την ηγεσία Ανδρουλάκη, να παίζει τον τρίτο ρόλο πλέον, αφού έχασε το στοίχημα να αναδειχθεί όταν μπορούσε, ως η επόμενη αξιωματική αντιπολίτευση.
Οι πρόεδροι των κομμάτων εν κατακλείδι, συνήθως παραιτούνται και ανοίγουν τις διαδικασίες για τους έτερους διεκδικητές στην προεδρία, μετά από δύο τουλάχιστον εκλογικές ήττες, αλλά στις εθνικές εκλογές κι όχι στις ευρωεκλογές.
Ας μη βιάζονται λοιπόν οι θιασώτες των θεωριών να δρομολογηθούν τόσο γρήγορα οι εξελίξεις σε εσωκομματικό επίπεδο. Αλλά είναι σίγουρο ότι θα υπάρχουν μεγάλες ανακατατάξεις και έντονος προβληματισμός μετά τις ευρωεκλογές, λόγω εσωστρέφειας και εσωκομματικών προβλημάτων.
Και φυσικά αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι ότι θα επανέλθει ο διάλογος με τα προβλήματα αφέθηκαν στη μέση, ή κρύφτηκαν, για να παρουσιάζεται η επίπλαστη αυτή ενότητα στην προεκλογική περίοδο. Και η κάθε προσπάθεια φυσικά υπονόμευσης και αμφισβήτησης, συνήθως καταλήγει σε κάποιες αποχωρήσεις.
Προς το παρόν βέβαια δίνουν όλοι τη μάχη τους προσπαθώντας να πετύχουν τη μεγαλύτερη συσπείρωση και να φέρουν όσο το δυνατόν ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Αλλά απ’ ότι φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις, αληθινές, ή μαγειρεμένες και προπαγανδιστικές, όπως τις καταλογίζουν κάποιοι, μάλλον ο κύβος ερρίφθη.
Κι οι περισσότεροι ψηφοφόροι έχουν πάρει τις αποφάσεις τους. Ίσως κι αυτοί που ακόμα φέρονται σφόδρα δυσαρεστημένοι με το κυβερνητικό κόμμα, κυρίως για τα θέματα της φτωχοποίησης και της ακρίβειας, που θα ήθελαν να δώσουν ένα ισχυρό μήνυμα δυσαρέσκειας.
Πάντως ένα μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων που στηρίζει τη ΝΔ, δεν σημαίνει ότι το πράττει επειδή ασπάζεται πλήρως την πολιτική που εφαρμόζει, αλλά επειδή δεν βρίσκουν στα κόμματα της αντιπολίτευσης άλλες πιο σωστές, τεκμηριωμένες και βιώσιμες εναλλακτικές προτάσεις.
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News