Καλά Χριστούγεννα από τον Μορφωτικό Όμιλο Κομοτηνής | xronos.gr
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΚΑΜΗΛΑΣ

Καλά Χριστούγεννα από τον Μορφωτικό Όμιλο Κομοτηνής

24/12/17 - 19:33

Το έθιμο της Καμήλας είναι ένα από τα πιο παλιά έθιμα που γινόταν για πολλά χρόνια την Πρωτοχρονιά στην Αίγειρο και στα Καβακλιώτικα

Κάθε τόπος έχει τα δικά του έθιμα και ο κάθε σύλλογος τη δική του πολιτισμική κληρονομία. Εμείς ζητήσαμε από πέντε πολιτιστικούς συλλόγους που δραστηριοποιούνται στη Ροδόπη να μας καταθέσουν από ένα έθιμο, μία εμπειρία ή ένα βίωμα σχετικά με την περίοδο των εορτών, Χριστουγέννων ή Πρωτοχρονιάς.


Ο πρόεδρος του Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής Στέφανος Κούκλαρης, η πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Ποντίων Θρυλορίου "Η Κερασούντα και Το Γαρς" Χρύσα Μαυρίδου, ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Χορευτικού Συλλόγου Θρακών Κομοτηνής Χρήστος Τζερνικούδης, ο πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών νομού Ροδόπης Γιάννης Τζαμπάζης, η πρόεδρος της Στέγης Πολιτισμού Παράδοσης και Λαογραφίας "Φιλοτέχνες" Ιωάννα Αλμπανίδου. Οι ίδιοι με τη βοήθεια των διοικητικών συμβουλίων των συλλόγων και των μελών, καταθέτουν τα κείμενα των συλλόγων τους.

Στο παρόν δημοσιεύμα, ο λόγος στον Μορφωτικό Όμιλο Κομοτηνής!


ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ:Το έθιμο της Καμήλας 
Το έθιμο της Καμήλας είναι ένα από τα πιο παλιά έθιμα που γινόταν για πολλά χρόνια την Πρωτοχρονιά στην Αίγειρο και στα Καβακλιώτικα, περιοχή στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κομοτηνής και στα περισσότερα χωριά ανά την Ελλάδα με καταγωγή από την Ανατολική Ρωμυλία.

Καταρχήν, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά ζύμωνε τη βασιλόπιτα και άνοιγε φύλλα για να φτιάξει την τυρόπιτα. Μέσα στην τυρόπιτα εκτός από το νόμισμα έβαζε και μικρά ξυλαράκια σε διαφορετικά μεγέθη που είχαν ποικίλο συμβολισμό, το σπίτι, τα ζώα, το στάβλο, τα χωράφια έτσι ώστε όλοι να τύχουν κάτι και να μείνουν ικανοποιημένοι. Το βράδυ την έκοβε ο πατέρας και όλοι ήταν χαρούμενοι. Μετά την βασιλόπιτα, ξεκινούσε το έθιμο της καμήλας το οποίο λοιπόν προέβλεπε ότι την παραμονή το βράδυ της Πρωτοχρονιάς περίπου την ώρα της αλλαγής του χρόνου, καμηλτζήδες και ντιβιτζήδες περνάγανε από όλα τα σπίτια του χωριού και μάζευαν τρόφιμα, φιλοδωρήματα αλλά ακόμη και ρούχα που συνήθως τα έδινε ο νοικοκύρης του σπιτιού. 


Το έθιμο συνεχιζόταν και την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, το πρωί, στην πλατεία όπου μαζεύονταν όλοι οι κάτοικοι για να γλεντήσουν και να χορέψουν σε ρυθμούς γκάιντας, ενώ ταυτόχρονα μοίραζαν όσα είχαν μαζέψει το προηγούμενο βράδυ, σε όλες τις φτωχές οικογένειες του χωριού για να περάσουν και αυτές ευχάριστα τις γιορτές. Το έθιμο της καμήλας είναι μια παραλλαγή του εθίμου του Άη Βασίλη. 
Οι κάτοικοι της Βόρειας Θράκης (Ανατολική Ρωμυλία) επηρεάστηκαν από την προέλευση πληθυσμών από την Καππαδοκία και την Μικρά Ασία που πήγαν στα μέρη τους, να υπηρετήσουν σαν στρατιώτες του Βυζαντίου από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα μ.χ. και τιμούσαν την γιορτή της Πρωτοχρονιάς με ομοιώματα της καμήλας, μια και η καμήλα ήταν το βασικό και σημαντικότερο μέσο μεταφοράς των αγαθών της εποχής. Στο έθιμο που ήρθε στην Βόρεια Θράκη προστέθηκαν οι καμηλιέρηδες ή ντιβιτζήδες (συνοδοί των καμηλιέρηδων) ,η μορφολογική ενδυμασία των οποίων επηρεάστηκε από την αρχαία Διονυσιακή και Βακχική ελληνική ειδωλολατρία που πίστευαν σε εκείνα τα μέρη, με μορφές σάτυρων με προσωπίδες. 


Η καμήλα ετοιμαζόταν επί μέρες από τις παρέες των νέων. Πρώτα έφτιαχναν την καμπούρα με 4-5 ευλύγιστα κλαδιά, καρφωμένα σε ξύλινα καδρόνια και την σκέπαζαν με κουβέρτες ή κουρελούδες στολισμένες με χάντρες και κουδούνια. Μπροστά στερέωναν ένα πάνινο ή γούνινο κεφάλι. Τα ξύλινα σαγόνια της καμήλας (τσικαλντάκι), όπου κάρφωναν μικρά πέταλα, συνδέονταν με άρθρωση, η οποία επέτρεπε στο κάτω μέρος να ανοιγοκλείνει. Ενώνονταν επίσης με ένα σκοινί δεμένο μόνο στο κάτω σαγόνι, που περνούσε στο επάνω από κρίκο και έμεινε ελεύθερη η άκρη του. Την καμήλα την κουβαλούσαν ένας ή δύο νέοι, αν ήταν δύο, ο ένας πίσω από τον άλλον, καλυμμένοι κάτω απ’ αυτήν έτσι ώστε να φαίνονται μόνο τα πόδια τους, που αποτελούσαν τα πόδια της καμήλας. 


Ο πρώτος κατά διαστήματα τραβούσε το σχοινί και τα σαγόνια ανοιγόκλειναν και κροτάλιζαν. Τους οδηγούσε ο Ντιβιτζής ο οποίος φορούσε ανάποδα ένα μακρύ παλτό επενδυμένο με προβιά (την κουζιούφκα), ένα ψηλό κωνοειδές καπέλο ντυμένο με ύφασμα ή δέρμα, το καούκι, τσαρούχια και από πάνω μπιάλια (:άσπρες γκέτες) ενώ μαύριζε το πρόσωπό του με καπνιά. Στη μέση του έδενε μια μεταλλική βέργα με γάντζο (τον άλσο), που χρησιμοποιούσαν πάνω από το τζάκι για να κρεμάνε τα μπακιρένια σκεύη, και κρατούσε στα χέρια ένα ξύλινο σπαθί και το τοπούζι ένα κοντό ρόπαλο σε σχήμα φαλλού. 


Το βράδυ λοιπόν της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι άντρες επισκέπτονταν τον Ντιβιτζή για να τον προσκαλέσουν στο έθιμο. Εκείνος αρχικά, προσποιούνταν πως δεν θέλει και τους ανάγκαζε να τον παρακαλούν, μέχρι να του υποσχεθούν κάποιο δώρο. Αφού τον έπειθαν, ξεκινούσαν όλοι μαζί για το σπίτι του παπά, το πρώτο σπίτι που έπρεπε σύμφωνα με το έθιμο να επισκεφθούν. 


Ακολουθούσε επίσκεψη σε όλα τα σπίτια του χωριού ως το πρωί. Σε κάθε πόρτα που έφταναν ο Ντιβιτζής ρωτούσε το νοικοκύρη αν ήθελε να του χορέψει η Καμήλα. «Μαχ, μαχ τον πίτα, τον παρά, τσοκ λαρά τον πίτα τον παρά, νάσου μπακαλούμ; μπεε; κεφλιρί εβατζιά τον πίτα τον παρά . Μάχ, μαχ τον πίτα τον πάρα». Έλεγε χτυπώντας το τοπούζι «Μαχ, μαχ τον πίτα τον παρά» Αν ο τελευταίος δεχόταν, ακολουθούσαν διάφορα αστεία που ολοκληρώνονταν με το συμβολικό θάνατο και την ανάσταση της Καμήλας. Αφιντικό να χουρέψη η καμήουα; Η τόπους είνι ιρός; ντιμέκ είνι βαρά η καμήουα να μην πατώσ(ει). Ιντάξ(ει) ιρός είνι, λέει τ’ αφεντικό. Χιρνά η γκάιντα να ουαλεί, πιάν(ει) αυτός ‘ν καμήουα, ‘ν παένει κι φιουά του χερ(ι) τ’ αφεντικού, σ’ αφεντικίνας, ύστιρα χιρνά να χουρεύ(ει). Χουρεύ(ει) ως καπ, α σουρήξ(ει) νιάφρα η γκάιντα ξιέρν(ει) η καμήουα. Πεφτν οι παπούκες πχακών ‘ν καμήουα να τ’ σφαξν να μην πάει τζιάμπα. - Ιρνά κατ’ αφιντικό τουν φτα, δεν ντρέπισι να μη πεις ψέμματα, η τόπους δεν ήταν ιρός και ξέορι του χαϊβάν(ι). - Παέν(ει) ως καπ ιρνά, κοίταξι λέει, του χαϊβάν(ι) ψόφσι που ψόφσι να βρούμι κάνα φάρμακο να του δώσουμι, να ιδούμι δα να πιράσ(ει); Λέει, τίπτας αν εχς κρασί να του δώσουμι… - Τ’ δίν(ει) ‘ν καμήουα, να πιη κι άθραπους ουπχάτ, πάλι δεν ένιτι δλεια, η καμήουα δεν ταράζιτι, να ιδούμε κάνα ξούρ(ι) θα ‘χει. [ - Τηράει, λέει, ε αφιντικό κοίταξ(ει) η δλεια που είνι, δα ξιίρι του πέταουτς μη του νύχ(ι) μαζί, αν έχς κάνα πέταου που να γράφ(ει) 20, 50 λέφια να ‘ν καλιγώσουμι, θα σκουθεί. 


Μετά το φιλοδώρημα της καμήλας ακολουθούσαν ευχές και ένα ξόρκι στα τουρκοελληνικά για καλή σοδειά και γονιμότητα με την ακόλουθη κατάληξη: «σικινίντα μπιρικέτ(ι) σικινίντα κουβέτ(ι)», δηλαδή «καλή δύναμη και σοδειά στο φαλλό μας». Και η παρέα συνέχιζε χορεύοντας και ο Ντιβιτζής τον κατσιβέλικο ή ντιβιτζήδικο, τραγουδώντας και φωνάζοντας μέχρι τις πρωινές ώρες! 


Το κατ’ εξοχήν τραγούδι του εθίμου είναι οι καμήλες και η Λένου και ο χορός ζωναράδικος! Καλές καμήλες, καλές καμήλες, καοά κορτσούδια, καοά κορτσούδια (καοά=καλά), καοά κορτσούδια, καοά κορτσούδια, καλά παλ’κάρια, καλά παλ’κάρια, καλά παλ’κάρια, καλά παλ’κάρια, καλές φουντούδες, καλές φουντούδες, καλές φουντούδες, καλές φουντούδες, σεις δεν μι ξέρ’τι, σεις δεν μι ξέρ’τι, σεις δεν μι ξέρ’τι, σεις δεν μι ξέρ’τι, γω ποια γυρεύου, γω ποια γυρεύου, Ιγώ μάνα γυρεύου, Ιγώ μάνα γυρεύου, Τ’ Ροτού Ντιρζούδα, Τ’ Ροτού Ντιρζούδα,(Ροτού=Ερατώ) Τ’ Ροτού Ντιρζούδα, Τ’ Ροτού Ντιρζούδα, Τ’ μακρουμαλούσα ξανθομαλλούσα, Τ’ μακρουμαλούσα ξανθομαλλούσα, Τ’ συρτουφρυδούσα, Τ’ συρτουφρυδούσα. ΤΗΣ ΛΕΝΩΣ -Μωρ' πού' σαν Λένω μ' τώρα βδομάδα, τώρα βδομάδα κι άγιες ημέρες -Στη μάνα μ' ήμαν, στα μαναστήρια ζ'νάρια υφαίνω μορμοκατένια, μαρμαροδίμ'τα. -Τ' ακούς μωρ' Λένω μ, τί λέει η γκάϊντα; -Τί λέει η γκάϊντα, τί χωρατεύει; -Ξένον αϊγάπ'σις, ξένον θα πάρεις! -Σφάζουμι μάϊκω μ', κόφτουμι μάϊκω μ', τα 'ρμάνια παίρνω, ξένον δεν παίρνω Μέλισσα γ'νόμαι, στους κάμπους βγαίνω, στους κάμπους βγαίνω, ξένον δεν παίρνω! -Εσύ μελίσσι, κι εγώ κοφίνι, και θα σε μάσω και θα σε πάρω! -Λαγός γ 'ενόμαι τα 'ρμάνια παίρνω, τα 'ρμάνια παίρνω, ξένον δεν παίρνω! -Λαγός κι αν γίνεις, αβτζής θα γ 'ένω και θα σε γρούξω και θα σε πάρω.


Επιμέλεια συγγραφή κειμένου, Βασιλείου Βασίλης, πτυχιούχος ΤΕΦΑΑ Κομοτηνής, χοροδιδάσκαλος Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής. Βιβλιογραφία, πηγές: Αρχεία Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής, Αίγειρος-Μαρούλα Ισπυρίδου, Ιωάννης Πραντσίδης-Το έθιμο της καμήλας στο Ακ Μπουνάρ, Παύλος Λιτούδης-Το δρώμενο της καμήλας, Στέλλα Καλογερέα-Ανατολική Ρουμελία, Δημήτριος Γ.Γκογκίδης-Η προφορά, τα ήθη & έθιμα της Ανατολικής Ρωμυλίας

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr