Με τον Χρήστο Χατζόπουλο διασκέδασαν οι Κομοτηναίοι

Στις 10 Μαρτίου 2012 απεβίωσε στην Αθήνα η Δόμνα Σαμίου, μετά από σχετικά σύντομη αλλά επώδυνη περιπέτεια της υγείας της, εξ αιτίας της οποίας από τον Φεβρουάριο νοσηλευόταν σε αθηναϊκό νοσοκομείο. Ο θάνατός της στερεί την ελληνική μουσική λαογραφία από μια εμβληματική μορφή, με τεράστια προσφορά και μοναδικό έργο πάνω στην ελληνική μουσική παράδοση, και μάλιστα σε μια εποχή οριακή, στην οποία η κοινωνία μας έχει άμεση ανάγκη στήριξης στην παράδοση και στους λειτουργούς της.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρατίθενται στην προσωπική της ιστοσελίδα, η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1928 στην Καισαριανή της Αθήνας. Οι γονείς της ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, χωριό της περιοχής της Σμύρνης. H μητέρα της ήρθε στην Ελλάδα το 1922, ο πατέρας της, αιχμάλωτος στρατιώτης, λίγο αργότερα, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, η οποία πραγματοποιήθηκε στη βάση της Συνθήκης της Λωζάννης, το 1924. Έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στις δύσκολες αλλά παράλληλα ανθρώπινες και αλληλέγγυες συνθήκες της προσφυγιάς, κι εκεί απέκτησε τα λαϊκά ερείσματα της προσωπικότητάς της και την ατόφια συμμετοχικότητά της. Στο περιβάλλον αυτό είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα απ’ τα οποία και πήγασε η αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική. Σε ηλικία 13 ετών η Δόμνα Σαμίου είχε την πρώτη διδακτική επαφή με τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική αλλά και με τη λογική της επιτόπιας έρευνας, μαθητεύοντας κοντά στον Σίμωνα Καρά, στο «Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής», ενώ παράλληλα φοίτησε στο νυχτερινό Γυμνάσιο. Ως μέλος της χορωδίας του Σίμωνα Καρά συνδέθηκε και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας/Ε.Ι.Ρ όπου αργότερα, το 1954, προσελήφθη στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής. Από τη θέση αυτή γνώρισε τους σημαντικότερους λαϊκούς μουσικούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη της εσωτερικής μετανάστευσης συνέρρεαν στην Αθήνα απ? όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Έτσι η Δόμνα Σαμίου εξοικειώθηκε με τα τοπικά μουσικά ιδιώματα. Παράλληλα έκανε μουσική επιμέλεια σε εκδόσεις δίσκων, θεατρικές εκπομπές και κινηματογραφικές ταινίες. Το 1963 άρχισε τα ταξίδια της στην επαρχία για επιτόπιες καταγραφές και συγκέντρωση μουσικού υλικού για το προσωπικό της αρχείο με δικά της μηχανήματα. Το 1971 παραιτήθηκε από την Ραδιοφωνία, ενώ αποδεχόμενη την πρόσκληση του Διονύση Σαββόπουλου πρωτοεμφανίστηκε στο «Ροντέο», δίνοντας μια μεγάλη έκτοτε στροφή στη σχέση των νέων με την παραδοσιακή μουσική. Τις σημαντικές αυτές εμφανίσεις ακολούθησε η συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Μπαχ, στο Λονδίνο, που είχε οργανωθεί από τη Λίλα Λαλάντη. Το 1974 άρχισε η συνεργασία της με την Columbia και οι αλλεπάλληλες εκδόσεις δίσκων με ελληνική παραδοσιακή μουσική, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1976-77, με σκηνοθέτες τον Φώτο Λαμπρινό και τον Ανδρέα Θωμόπουλο, γύρισε στην ελληνική επαρχία είκοσι επεισόδια για την εκπομπή της ΕΡΤ «Μουσικό οδοιπορικό». Το 1981 η Δόμνα Σαμίου ίδρυσε τον «Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής – Δόμνα Σαμίου», με σκοπό την διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής και κυρίως την έκδοση δίσκων και τη διοργάνωση εκδηλώσεων με αυστηρές επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές, χωρίς την κυριαρχία εμπορικών σκοπών και κριτηρίων.
Το έργο της Δόμνα Σαμίου, συλλεκτικό, ερευνητικό, εκδοτικό και μουσικό υπήρξε μεγάλο, συνεχές και πολύτιμο για το Γένος. Ανήκει στους μεγάλους δασκάλους της ελληνικής παράδοσης, σε αυτούς που έκαναν την λαϊκή μας παράδοση «αίρεσιν βίου». Γι? αυτό και απολάμβανε τον σεβασμό και την αναγνώριση όχι μόνο των ειδικών λαογράφων και εθνομουσικολόγων, αλλά και του κοινού, που στο πρόσωπό της αναγνώριζε τη γνήσια και αυθεντική ερμηνεύτρια, την ανιδιοτελή δασκάλα, την παθιασμένη ερευνήτρια. Αποτελεί σπάνια περίπτωση ανθρώπου που συνδύαζε την επαγγελματική ενασχόληση με την αγάπη, το μεράκι και την αφοσίωση.
Δίσκοι της εκδόθηκαν στη Γαλλία και τη Σουηδία, ενώ επί σαράντα περίπου χρόνια πραγματοποίησε σειρά συναυλιών από την Αυστραλία μέχρι τη Νότια Αμερική, ερχόμενη σε ζωντανή επαφή με τους Έλληνες της Διασποράς και αποκαλύπτοντας στους ξένους τη γνήσια και ανόθευτη ελληνική μουσική παράδοση, δηλαδή ένα βασικό κομμάτι της πολιτισμικής ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού. Στο εσωτερικό οι εμφανίσεις της σε συναυλίες κάθε είδους και με κάθε αφορμή είναι αναρίθμητες, όπως επίσης αναρίθμητες είναι και οι τιμητικές προσκλήσεις και τα αφιερώματα. Ενδεικτικά αναφέρω την επετειακή παράσταση για τα 70 της χρόνια, με τίτλο «Η Δόμνα Σαμίου στο Μέγαρο Μουσικής: η γνωστή και άγνωστη Δόμνα», τον Οκτώβριο του 1998. Για τις ποικίλες δραστηριότητες της συνεργάστηκε με τους πλέον ειδικούς Έλληνες και ξένους μουσικούς, μουσικολόγους, λαογράφους, εθνομουσικολόγους, ενώ παραλλήλως δίδαξε και ανέδειξε νέους καλλιτέχνες. Aπό το 1994 δίδασκε μαθήματα δημοτικού τραγουδιού για ενήλικες στο «Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων» της Αθήνας.
Με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση συνεργατών, φίλων και υποστηρικτών της η Δόμνα Σαμίου συνέχισε ως και σχεδόν το τέλος της μακράς και παραγωγικής ζωής της το έργο της, με εκδόσεις υπομνηματισμένων με αναλυτικά κείμενα θεματικών CD, την οργάνωση του ανέκδοτου προσωπικού αρχείου της και την προετοιμασία για ανάρτησή του στο διαδίκτυο. Από τις πιο γνωστές δουλειές της είναι οι δίσκοι με τα τραγούδια της Μικράς Ασίας, τα τραγούδια της αποκριάς και τα τραγούδια της ξενιτιάς. Σημαντικότατη και πάντα ανιδιοτελής υπήρξε η προσφορά της σχετικά με την βελτίωση της μουσικής εκπαίδευσης των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Καταξιωμένη και αγαπητή είδε το έργο της να αναγνωρίζεται πολλαπλά και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, αποκορύφωση των οποίων υπήρξε η απονομή του αργυρού σταυρού του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο, το 2005.
Η Δόμνα Σαμίου ήταν παθιασμένη με την ελληνική μουσική παράδοση, τη μελέτη της οποίας είχε αναλάβει ως έργο ζωής. Είχα το προνόμιο να συνεργαστώ μαζί της στη διοργάνωση του συνεδρίου «Μουσικές και χοροί του Ανατολικού Αιγαίου» (Σάμος, 1993), στη σειρά συνεδρίων με γενικό τίτλο «Συμπόσια για τον πολιτισμό του Αιγαίου στη Σάμο». Είχα επίσης την τιμή να την υπερασπιστώ, όταν βρέθηκε κατηγορούμενη για την έκδοση του δίσκου με τα άσεμνα και ελευθερόστομα τραγούδια της ελληνικής αποκριάς, μια περιπέτεια από την οποία βγήκε πλήρως δικαιωμένη.
Είχα λοιπόν την ευκαιρία να συζητήσω μαζί της, να δω τον τρόπο με τον οποίο εργαζόταν και να διαπιστώσω την ατελείωτη και ζέουσα αγάπη της για την ελληνική μουσική λαογραφία. Είχα την ευκαιρία να διδαχθώ από τη σοφία και να παραδειγματιστώ από το πάθος της για όσα σπουδαία και μεγάλα έκανε καθημερινά.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα της αττικής γης που θα καλύψει τη Δόμνα Σαμίου, μυρωμένο σαν το χώμα της Μικρασίας και απαλό σαν το χώμα της πατρίδας. Ας την αναπαύσει ο Κύριος της ζωής και του θανάτου εν χώρα ζώντων, όπου επισκοπεί το φως του προσώπου Του. Ο τόπος μας γίνεται σίγουρα φτωχότερος με το θάνατό της. Μόνη παρηγοριά το γεγονός ότι μας άφησε το έργο της, μα μας συντροφεύει, να μας διδάσκει και να μας φρονηματίζει.
Μανώλης Βαρβούνης
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News