14η Μαΐου: Η εκπαιδευτική κοινότητα τίμησε την απελευθέρωση της Θράκης

Προτάσεις, σχόλια και νέα γύρω από το κρασί μέσα από το ημερολόγιο ενός οινόφιλου... ? Η πρόταση της εβδομάδας: Οινοποιΐα Τσάνταλη, "Ραψάνη", 2008 ? Τύπος: Ερυθρός ξηρός ? Ποικιλίες: Ξινόμαυρο, Κρασάτο, Σταυρωτό ? Ωρίμανση: 12 μήνες βαρέλι ? Ενδ. τιμή: 7 ευρώ

Γευσιγνωσία οίνου: Χρώμα έντονο κόκκινο, με ρουμπινί αλλά και καστανές ανταύγειες, σχετικά διάφανο, όμως πολύ λαμπερό, προϊδεάζει για το ζωηρό ύφος του κρασιού. Παρόλο που αρχικά εμφανίζεται με ένα ιδιαίτερα μπαχαρώδες και πολύπλοκο μπουκέτο, με έμφαση κυρίως στα αποξηραμένα φρούτα, το γαρίφαλο, το πιπέρι και την έντονη βανίλια, μόλις αναπνεύσει λίγο ανακάμπτει ο φρουτώδης χαρακτήρας, και εξισορροπεί το σύνολο σε μύτη και στόμα με νύξεις φραγκοστάφυλου, δαμάσκηνου, ντομάτας και ελιάς. Το σώμα του είναι μέτριο, και σχετικά λιπαρό. Χαρακτηριστικά καλή, ίσως οριακά αιχμηρή η οξύτητα, σε συνδυασμό με τις λίγες αλλά ζωηρές τανίνες, ξεπλένουν καλά το στόμα, αφήνοντας μια ικανοποιητική επίγευση. Αποτελεί κατά τη γνώμη μου, όσον αφορά τον ελληνικό αμπελώνα, τον ιδανικότερο ποικιλιακά γευστικό σύντροφο για λιπαρά κρεατικά σχάρας όπως πανσέτες, χοιρινά σουβλάκια, λουκάνικα, κεμπάπ, ακόμη και "κοντοσούβλια" ή ο απλός "γύρος". Βέβαια, θα ταιριάξει καλά και με μαγειρευτά που έχουν ως βάση το κρέας και την πλούσια κόκκινη σάλτσα. Τέλος, άνετα θα διατηρήσει τον χαρακτήρα του για τα επόμενα 3 χρόνια, αν και ήδη κυκλοφόρησε στην αγορά η σοδειά του 2009.
Συμπερασματικά : Η απλή λοιπόν "Ραψάνη" με την λευκή ετικέτα, αποτελεί πάντα μια κλασική και αξιόπιστη επιλογή, κατέχοντας πραγματικά θεωρώ τον ρόλο του "μπαλαντέρ" για το ελληνικό τραπέζι, με την έννοια ότι μπορεί να συνοδεύσει εύκολα πολλά πιάτα, διαφόρων περιοχών της χώρας, ακόμη και πίτες. Λόγω του ισορροπημένου του χαρακτήρα ικανοποιεί το ίδιο ευχάριστα αρκετά οινικά γούστα, και επιπλέον πίνεται το ίδιο εύκολα, λίγο πιο δροσερό βέβαια, ακόμη και το καλοκαίρι. Σίγουρα αποτελεί ένα από τα πιο καλοφτιαγμένα και ολοκληρωμένα, φθηνά κρασιά της αγοράς. Θα τολμήσω να σας εκμυστηρευτώ, ότι για μένα "ορίζει" τη διαχωριστική γραμμή στο θέμα σχέσης ποιότητας-τιμής, για την ελληνική αγορά κρασιού τα τελευταία χρόνια, ιδίως προ κρίσης.
Ακόμη πιο ενδιαφέρουσες όμως προτάσεις, αποτελούν με την ευκαιρία και οι δύο αντίστοιχες, πιο περιορισμένης παραγωγής, ομοειδείς εμφιαλώσεις της εταιρείας, με την μαύρη ετικέτα και τις επωνυμίες "Reserve" (επιλεγμένος) και "Grand Reserve" (ειδικά επιλεγμένος), με τιμές και οι δύο άνω των 12 ευρώ. Φυσικά, η καθεμιά ξεχωρίζει βαθμιαία για το επίπεδο πληθωρικότητας, πολυπλοκότητας, και βεβαίως ωρίμανσης στο βαρέλι αλλά και αντοχής στο χρόνο, μια που παράγονται αντίστοιχα από τα καλύτερα αμπελοτόπια της ζώνης, με το μεγαλύτερο υψόμετρο και τις χαμηλότερες στρεμματικές αποδόσεις. Κρασιά βελούδινα, στιβαρά αλλά και κομψά, που οπωσδήποτε θέλουν πρώτα αερισμό σε καράφα για να αποκαλύψουν το πλούσιο ταπεραμέντο τους, και είναι λίγο δυσεύρετα στα ράφια των καταστημάτων. Άξια αναφοράς, η εντυπωσιακή οξύτητα που καταφέρνει να διαφυλάξει το φρουτώδες προφίλ, παρά την παρατεταμένη παλαίωση στην κάβα του οινοποιείου. Επιβραβεύουν σίγουρα, ακόμη περισσότερο τις γευστικές αρμονίες που πρότεινα προηγουμένως. Επιτρέψτε μου τέλος την διαίσθηση, ότι η περιοχή της Ραψάνης, θα πρωταγωνιστήσει οινικά τα επόμενα χρόνια, μια που ήδη διαπιστώνω ότι αρχίζει να έχει πιστούς πλέον φίλους, και μάλιστα παγκοσμίως. Δεν είναι τυχαίο νομίζω, ότι όλη η σειρά "Ραψάνη" χαίρει εκτίμησης γνωστών ελλήνων αλλά και ξένων οινοκριτικών. Αποτελεί πραγματικά κορυφαίο εξαγωγικό όπλο της εταιρείας σταθερά τα τελευταία χρόνια, και δείχνει το δρόμο για την εδραίωση στο διεθνές προσκήνιο και άλλων ελληνικών ποικιλιών.
Παραλειπόμενα: Με την ευκαιρία, καλό θα ήταν να αναδείξουμε μερικές λεπτομέρειες σχετικά με την αμπελουργική ζώνη Ο.Π.Α.Π. Ραψάνης, της οποίας η ύπαρξη ιστορικά ως οικισμού χρονολογείται από τον 10ο αιώνα, επί Βυζαντίου. Θεσμοθετήθηκε λοιπόν ως ζώνη το 1971, και είναι η νοτιότερη και μικρότερη από τις τέσσερις αντίστοιχες της χώρας, που περιέχουν το Ξινόμαυρο στην ποικιλιακή τους σύνθεση. Οι άλλες τρείς είναι αυτές της Νάουσας, Γουμένισσας και του Αμυνταίου. Αν και τα κρασιά της είναι σχετικά γνωστά στο ευρύ κοινό, λόγω της μακράς οινοποιητικής παράδοσης στην περιοχή, η απαξίωση ωστόσο του τοπικού συνεταιρισμού τις τελευταίες δεκαετίες, ο οποίος διαχειριζόταν αποκλειστικά την παραγόμενη πρώτη ύλη, είχε ως συνέπεια καταστροφικά αποτελέσματα για τις αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις. Η κατάσταση ευτυχώς άρχισε να αναστρέφεται στα μέσα της δεκαετίας του '90, όταν η εταιρεία Τσάνταλη ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο και την λειτουργία του συνεταιριστικού οινοποιείου, διαβλέποντας την ιδιαίτερη δυναμική της ζώνης. Έτσι, με τη βοήθεια του επιστημονικού της τομέα κατάφερε να αναβιώσει τον ιστορικό αμπελώνα, χωρίς μάλιστα να χρειαστεί η εκρίζωση των γηγενών κλημάτων. Η ύπαρξη λοιπόν σήμερα της εν λόγω ζώνης, είναι αλήθεια ότι οφείλεται αποκλειστικά στην εταιρεία Τσάνταλη, η οποία μέχρι και το 2005 ήταν ο μοναδικός οινοπαραγωγός στην περιοχή. Σήμερα οίνους Ο.Π.Α.Π. Ραψάνη παράγουν επίσημα, άλλοι τρείς τοπικοί παραγωγοί. Παραδοσιακά, οι ποικιλίες που καλλιεργούνται στην περιοχή είναι οι τρείς ελληνικές ερυθρές, που συννοινοποιούνται για να δώσουν το τυπικό κρασί της ζώνης και είναι το Ξινόμαυρο, το Κρασάτο και το Σταυρωτό. Μάλιστα, συνηθίζεται να καλλιεργούνται στο αμπέλι σε αναλογία 1/3 η κάθε μια, ακριβώς όπως είναι και η συμμετοχή τους στο τελικό χαρμάνι. Η αλήθεια είναι πάντως ότι τα τελευταία χρόνια το προφίλ του Ξινόμαυρου, αν και ποτέ δεν είχε τον "βαρύ" τανικό χαρακτήρα της Νάουσας, έγινε κάπως δυσδιάκριτο, με συνειδητό μάλλον στόχο των παραγωγών να παραπέμπει το κρασί σε ένα πιο μοντέρνο και κοσμοπολίτικο στυλ. Ο αμπελώνας τέλος της ζώνης, εξαπλώνεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Θεσσαλίας, σε έκταση περίπου 2.000 στρεμμάτων, και σε υψόμετρο από 100 έως 700 μέτρα. Είναι ένα αρκετά γνώριμο τοπίο θεωρώ για τους περισσότερους, καθώς τα αμπέλια καταλαμβάνουν τις αντικριστές πλαγιές των δύο μεγάλων ορεινών όγκων της περιοχής, Ολύμπου και Κισσάβου (νοτιοανατολικά και βορειοδυτικά αντίστοιχα), με φόντο το μαγευτικό περιβάλλον της κοιλάδας των Τεμπών, την οποία διασχίζει ο Πηνειός ποταμός διαχωρίζοντας τα 2 βουνά. Ορισμένα μάλιστα αμπέλια, έχουν θέα ακόμη και στο Αιγαίο Πέλαγος. Σημειωτέον επίσης, ότι οι αμπελουργικές εργασίες γίνονται αποκλειστικά με χειρωνακτικές μεθόδους, εξαιτίας του δύσβατου και απόκρημνου της θέσης των αμπελώνων.
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News