Η ιστορία που μοιράστηκε με τους Σιδηροχωρίτες ο Περικλής Κιακίδης | xronos.gr
ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ 1917

Η ιστορία που μοιράστηκε με τους Σιδηροχωρίτες ο Περικλής Κιακίδης

07/09/17 - 11:00

"Αυτές οι ιστορίες δεν είναι όλες τους ευχάριστες, ούτε περιγράφουν όλες βίους ανθόσπαρτους. Ο συνδυασμός τους όμως καθορίζει τις ομοιότητές μας, αυτό που είμαστε, αυτό που τιμάμε και πρεσβεύουμε"

«Λαογραφικά Σαμμακοβίου και ένα απρόσμενο ταξίδι», είναι ο τίτλος του βιβλίου του Θεόδωρου Κιακίδη. Εκδόθηκε το έτος 1960 και μερικές δεκαετίες αργότερα ο γιος του Περικλής Κιακίδης αποφάσισε να το επανεκδώσει αποτίνοντας έτσι φόρο τιμής στους προγόνους του, αλλά και τον ίδιο του τον πατέρα. Το βιβλίο είχε παρουσιαστεί σε ειδική εκδήλωση στο Νέο Σιδηροχώρι, στο πλαίσιο της 30ης συνάντησης Σιδηροχωριτών.  Ο Περικλής Κιακίδης δε θα μπορούσε παρά να είναι παρών και στην 31η συνάντηση Σιδηροχωριτών που ολοκληρώθηκε την Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017. Παρέστη στην επιμνημόσυνη δέηση για τους 19 Σαμμακοβίτεες και απεύθυνε δυο λόγια για τους 19 ηρωικούς προγόνους:  Ο Όμηρος αναφέρει στην Οδύσσειά του ότι οι θεοί στέλνουν τον όλεθρο στους ανθρώπους (χαλασμό τον αποκαλεί ο Καζαντζάκης στη μετάφρασή του) ώστε οι μελλούμενες γενιές να τον κάνουν τραγούδι. Πιστοί στην παράδοση, πιστοί στις οδηγίες του επιφανέστερου ραψωδού όλων των εποχών, τιμάμε κι εμείς τη μνήμη των θυσιασμένων συμπατριωτών μας με δεήσεις και γιορτές, με χορούς, συναθροίσεις και τραγούδια. 


Θα τολμούσα να προσθέσω ότι μ’ αυτές τις εκδηλώσεις ριζώνει, κάθε φορά όλο και πιο βαθιά μέσα μας, η ιστορία της πατρίδας μας, της γενέτειρας των προγόνων μας και της θυσίας των ηρωικών συμπατριωτών μας, τη μνήμη των οποίων τιμούμε σήμερα στο Νέο Σιδηροχώρι. Στον τόπο που στις φλέβες των κατοίκων του ρέει αίμα Σαμμακοβίτικο, στον τόπο όπου επικρατεί η προκοπή, η πρόοδος και η αδελφοσύνη, στον τόπο που με συνέχεια και συνέπεια ενώνει άρρηκτα το χθες με το σήμερα. 


Και μ’ αυτές τις εκδηλώσεις και εορτασμούς, που ευχή μας είναι να συνεχιστούν στον αιώνα τον άπαντα, ο καθένας μας φέρνει στη μνήμη του παλιές ιστορίες που άκουσε από γονείς, συγγενείς και πατριώτες, για προγόνους, συγγενείς και πατριώτες• ιστορίες που μένουν ριζωμένες βαθιά μέσα μας, άσχετα με τις αποστάσεις που μας χωρίζουν και το χρόνο που περνάει. Αυτές οι ιστορίες δεν είναι όλες τους ευχάριστες, ούτε περιγράφουν όλες βίους ανθόσπαρτους. Ο συνδυασμός τους όμως καθορίζει τις ομοιότητές μας, αυτό που είμαστε, αυτό που τιμάμε και πρεσβεύουμε. Και δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι αυτές οι ιστορίες, συγκεντρωμένες όλες μαζί, θα γέμιζαν πολλά ράφια βιβλιοθηκών με πολυσέλιδα βιβλία.


Επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε μία από αυτές τις ιστορίες. Μου την αφηγήθηκε ένα απόγευμα τον Σεπτέμβριο του 2007, δέκα ακριβώς χρόνια πριν από σήμερα, η αείμνηστη θεία μου Χρυσή Κιακίδη Κωστάκη, συμφωνώντας, μετά από τις αλλεπάλληλες επιμονές του ανεψιού της, να μιλήσει μπροστά στο μικρόφωνο• μια ολιγόλεπτη ομιλία κατά την οποίαν ο ακροατής της προτίμησε την προσήλωση στα λόγια της από τον διάλογο. Η μικρή της ιστορία αφορά το έτος 1917, εκατό ακριβώς χρόνια πριν από σήμερα, εποχή μετά τον πρώτο διωγμό των κατοίκων του Σαμμακοβίου της Ανατολικής Θράκης από την πατρίδας τους, της μόνης αλύτρωτης ευρωπαϊκής περιοχής της υπό διάλυση τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 


Το Χρυσώ μας, ένα κοριτσάκι τεσσάρων τότε χρονών, είχε μόλις αποκτήσει την ικανότητα να συλλέγει εντυπωσιακές, κατά την κρίση της, εικόνες και να αποτυπώνει γεγονότα στο παιδικό της μυαλουδάκι. Είναι βάλσαμο ψυχής να ακούει κανείς τα λόγια και τις σκέψεις των μικρών παιδιών, που πάντα εντυπωσιάζουν με την αθωότητα και την αμόλυντη σοβαρότητά τους. Θα ήθελα, με την βοήθεια της αφήγησής της, η οποία μας βάζει στο κλίμα της εποχής και που νομίζω ότι αξίζει το χρόνο που ευγενικά μου διαθέσατε, να πάμε έναν αιώνα πίσω και να περπατήσουμε μαζί της στα άγια εκείνα χώματα της Θράκης. 


Όταν φύγαμε το 1915 από το χωριό, πήγαμε στη Νιάδα, στην Τσόρλου και στην Ηράκλεια• δρόμους παίρναμε δρόμους αφήναμε, πότε με τα πόδια, πότε με αραμπάδες, πότε καβάλα σε μουλάρια και άλογα. Κάπου μας έβαλαν σε διάφορα σπίτια, δεν θυμάμαι σε ποιο μέρος ήταν, αλλά είχε μια αυλή κι ένα μεγάλο δωμάτιο από όπου άκουγα τη θάλασσα. Δεν ξέρω πως ήταν τότε τα οικονομικά μας, μας άρεσε όμως πολύ που κοιμόμασταν όλοι μαζί στρωματσάδα, μόνο που ο Κώστας μας έπαθε μια αρρώστια που πιάνουν τα μικρά παιδιά και στράβωσαν τα μάτια του.
Πολλοί από το χωριό μας πήγαν την Μικρά Ασία με τα πλοία. Εμείς μείναμε στην Θράκη και καταλήξαμε στις Σαράντα Εκκλησίες που ήταν εγκαταστημένος ο αδελφός της μητέρας, ο θείος Αχιλλέας. Ήμουν ενθουσιασμένη που θα πηγαίναμε στις Σαράντα Εκκλησίες. Τις φανταζόμουν ότι θα ήταν μια μεγάλη πόλη, με πολλούς κατοίκους, μεγαλύτερη από το Σαμμακόβι αφού είχε τόσες εκκλησίες. Δεν κατάφερα να τις μετρήσω όσο μείναμε εκεί και να επιβεβαιώσω τον αριθμό τους• εμείς εκκλησιαζόμασταν στη Μητρόπολη. Ο θείος Αχιλλέας ήταν καλός φωτογράφος και η γυναίκα του, η θεία Κατίνα που ήταν από την Πόλη, πολύ καλή μαγείρισσα• είχαν ένα ωραίο διώροφο σπίτι, με μια μεγάλη σάλα, ένα χολ και μια ψηλή σκάλα. Το θυμάμαι καλά εκείνο το σπίτι, αλλά έτσι και ανοίγω τα μάτια μου χάνεται η εικόνα. Εκεί ο Θεοδωράκης μας έμαθε την τέχνη της φωτογραφίας, και ο Κώστας μας τον φώναζε «μπαμπάκα μου, μπαμπάκα μου», γιατί δεν είχε γνωρίσει πατέρα. 
Πρέπει να ήταν το 1917 που Τούρκοι επιστράτευαν με τη βία όλους τους Έλληνες πάνω από 18 χρονών, μου φαίνεται, και τους κακομεταχειρίζονταν.

Ο καημένος ο Θεοδωράκης μας δεν ήθελε με τίποτα να πάει στον τούρκικο στρατό και για να μην τον βρουν, κρυβόταν σαν το ποντίκι στο πατάρι του θείου Αχιλλέα, γιατί είχε ανάπτυξη και έδειχνε πιο μεγάλος από ό,τι ήταν. Δύο χρόνια έμεινε κρυμμένος στο ταβάν ταμπουρού, έτσι το έλεγαν, δηλαδή στο τάγμα του ταβανιού και έμαθε καλά τη φωτογραφική τέχνη, την οποία εξάσκησε για ένα διάστημα μετά, όταν πήγαμε εξορία, ως επάγγελμα βιοπορισμού. Κατά τον δίχρονο εγκλεισμό του δεν τον έβλεπε ο ήλιος και μου φαίνεται ότι είχε χλομιάσει. 


Εμείς μέναμε σε ένα μικρό διώροφο σπίτι στην πλατεία των Σαράντα Εκκλησιών, στο Μπαΐρ, που σημαίνει ανηφόρα, ύψωμα• ήταν, σαν να λέμε, η Ομόνοιά τους. Το σπίτι μας είχε ένα ξύλινο μπαλκόνι και εκείνη την εποχή είχε έρθει στις Σαράντα Εκκλησίες ο βασιλιάς Αλέξανδρος και μαζεύτηκε πολύς κόσμος στο Μπαΐρ να τον υποδεχτεί. Ήμουν ενθουσιασμένη γιατί πρώτη μου φορά έβλεπα βασιλιά. 


Όλα τα σπίτια στο Μπαΐρ είχαν ανοιχτές τις πόρτες τους για να ανεβεί ελεύθερα ο κόσμος και να τον δουν καλύτερα από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια. Στο δικό μας μπαλκόνι, που ήταν στον πρώτο όροφο, μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί που με το βάρος κατέρρευσε. Ευτυχώς κανείς δεν τραυματίστηκε, πάντως ήταν σημαδιακό, γιατί από όλα όσα υποφέραμε, πάντα γλυτώναμε. 


Σημαδιακό, το λέει η θεία μου Χρυσή, αναφερόμενη στα όσα πέρασαν και στα όσα έμελε να περάσουν. Στις Σαράντα Εκκλησίες, η οικογένειά της (η οικογένειά μας) βρέθηκε χωρίς τον προστάτη της. Ο πατέρας της και παππούς μου Περικλής είχε σφαγιασθεί βάναυσα μαζί με τα άλλα παλληκάρια από τους άνδρες του Χαμντή στις Μαντρινιές του Σύρμπου, στο βουνό Γκράντος, και χρέη προστάτη της πενταμελούς οικογένειάς τους ασκούσε από τα 15 του, ο πατέρας μου Θεοδωράκης". 


Σε άλλο σημείο της ομιλίας του αναφέρθηκε στον παππού του τον Περικλή Κιακίδη και τους 18 συντρόφους του, "τους έσφαξαν οι Οθωμανοί, δεμένους πισθάγκωνα σε κορμούς δέντρων, στο βουνό Γκράντος πριν επέλθουν τα πιο πάνω εξευτελιστικά για την αξιοπρέπειά τους γεγονότα" και συνέχισε λέγοντας "αναρωτήθηκα συχνά ποια θα ήταν η εξέλιξη της ιστορίας μας αν συνέβαινε ή δεν συνέβαινε το ένα και το άλλο και το άλλο. Αν δεν είχε επισκεφθεί ο νομάρχης Χατζή Αντήλ το Σαμμακόβι τον Αύγουστο του 1915, όπου του επιφυλάχτηκε μια θερμότατη υποδοχή από τους κατοίκους. Αν δεν είχε σκοτωθεί ο γιος του από Βούλγαρους κομιτατζήδες κατά την αναχώρηση της οικογένειάς του ή αν είχαν συλληφθεί οι πραγματικοί εγκληματίες και δεν κατηγορούνταν άδικα οι ομογενείς για την δολοφονία του. Αν ο πατριωτισμός των 19 ηρώων Σαμμακοβιτών ήταν κατώτερος των περιστάσεων και τους επέτρεπε να παραβλέψουν την αλήθεια και να παραδεχτούν το ψεύδος. Τι θα γινόταν αν επικρατούσε ο φόβος, αν λιποψυχούσαν την τελευταία στιγμή, αν υπέκυπταν στα βασανιστήρια και υπέγραφαν την ψευδεπίγραφη αποδοχή της ενοχής τους. Ποια θα ήταν η εξέλιξη αν γλύτωναν τελικά από τον τραγικό σφαγιασμό και δεν έγραφαν, με τη θυσία τους, μια από τις πιο επιφανείς και ένδοξες σελίδες της ιστορίας μας.


Αναρωτήθηκα τέλος αν χωρίς τη θυσία τους θα ήμασταν το ίδιο ενωμένοι, το ίδιο αγαπημένοι και πάνω από όλα εξίσου υπερήφανοι για την Ιστορία μας. Αν ο αριθμός των εξόριστων από την πατρική γη, από το αλησμόνητο και προσφιλές μας Σαμμακόβι, ήταν κατά 19 άτομα μεγαλύτερος. Αν συνόδευαν τις οικογένειές τους και μεριμνούσαν, σαν τους υπόλοιπους υπεύθυνους προστάτες, για την επιβίωση των μελών τους και την συντήρησή τους στους τόπους της εξορίας: στη Τυρολόη, στην Ηράκλεια και στη Νικομήδεια, στον Πάνορμο, στο Βαληκεσίρ και στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, και αργότερα σε όλη την υφήλιο. Δύσκολο να δοθούν απαντήσεις στις ρητορικές αυτές ερωτήσεις. Το σίγουρο είναι ότι σήμερα δεν θα ήμασταν συγκεντρωμένοι εδώ, στην ωραία αυτή πλατεία, να ανακαλούμε με δεήσεις και ομιλίες τη μνήμη των πεσόντων προγόνων μας. 


Περπατάω στους δρόμους του Νέου Σιδηροχωρίου και βλέπω γύρω μου πρόσωπα γελαστά και ανθρώπους χαρούμενους και προκομμένους. Από προσωπική εμπειρία, από αφηγήσεις συγγενών και φίλων και από αρχειοθετημένες αλληλογραφίες διαπίστωσα και διαπιστώνω συνεχώς την προκοπή των συμπατριωτών μας στο Νέο Σιδηροχώρι, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε όλα τα μέρη της οικουμένης, σ’ Ανατολή και Δύση, όπου εγκαταστάθηκαν. Ξεκινώντας πένητες από την πατρίδα τους τη Θράκη, με μόνα εφόδια την έμφυτη εργατικότητά τους, την αλληλεγγύη που τους έδενε και τα γεγονότα που θεμελίωσαν την ιστορία τους, σαν κι αυτό που τιμάμε σήμερα, είχαν για στόχο τους την επιτυχία και την ευτυχία και με το σκοπό να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον, διέπρεψαν στους τόπους της θετής τους πατρίδας. Και τα χρόνια πέρασαν και ακόμα προσπαθούν, γιατί το μέλλον δεν έφτασε ακόμα". 
 

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr