Χρ. Τοψίδης: Με σταθερά βήματα και πνεύμα συνεργασίας η Περιφέρεια ΑΜΘ αλλάζει
Με καταγωγή από την Ανατολική Θράκη την Σερβία και την Βουλγαρία
Σύμφωνα με την παράδοση και τις προφορικές μαρτυρίες των Σαρακατσάνων λέγεται πως η περιοχή της πρωτοεμφάνισης ή της διαμόρφωσής τους και του νομαδικού τρόπου ζωής τους στάθηκε η περιοχή της Ηπείρου - Αγράφων - Ακαρνανίας.
Οι Σαρακατσάνοι είναι απόγονοι καθαρά ελληνικής πανάρχαιας φυλής, με ελληνική διάλεκτο, που περιέχει πληθώρα αρχαιοελληνικών στοιχείων και ελληνικότατα έθιμα.
Όταν ήρθαν οι Οθωμανοί "Βήκαμαν στα βνά", έλεγαν οι γεροντότεροι. Πατρίδα τους αναφέρουν την περιοχή των Αγράφων περιοχή όπου έζησαν οι Σαρακατσάνοι μέχρι το 1812 περίπου. Οι Σαρακατσάνοι ζώντας οργανωμένα σε τσελιγκάτα και απομονωμένοι στις βουνοκορφές, δεν υποτάχθηκαν στους κατά καιρούς κατακτητές, δεν αναμείχθηκαν με άλλες φυλές και τελικά κατάφεραν να διατηρήσουν στο ακέραιο την αρχαιοελληνική τους ρίζα. Η ετοιμολογία της λέξης "Σαρακατσάνος" είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πορεία τους στην ελληνική ιστορία. Σαρακατσάνους ή Καρακατσάνους τους ονόμασαν οι Οθωμανοί για τον ανυπότακτο χαρακτήρα τους. Είναι σύνθετη λέξη από το "καρά" που σημαίνει μαύρος και το "κατσάν" που σημαίνει φυγάς. Οι Σαρακατσάνοι την ονομασία αυτή την έκαναν χρήση μετά το 1812 όταν έφυγαν από τα Άγραφα. "Βαρύ το πένθος στην γενιά μας με την πτώση της Πόλης" (Κωνσταντινούπολης) όπως έλεγαν. Μέχρι και τα κοπάδια τους ήταν μόνο από μαύρα πρόβατα.
Όταν έπεσε η βυζαντινή αυτοκρατορία στους Οθωμανούς οι γεροντότεροι έδωσαν εντολή να μην υποταχθούν στους Οθωμανούς και να τους πολεμούν αδιάκοπα, όπου και να τους βρίσκουν πράγμα που τους ανάγκασε να βγουν κλέφτες στα βουνά. Έτσι, προήλθε και το δεύτερο συνθετικό "κατσάν".
Αμέτρητοι ήταν οι Σαρακατσάνοι οπλαρχηγοί που έγραψαν χρυσές σελίδες στην ιστορία της ελληνικής επανάστασης κυρίως της προεπαναστατικής. Κορυφαίος όλων ο Κατσαντώνης που το 1807 στην Λευκάδα στο Μοναστήρι της Αγίας Μαύρας κηρύχθηκε αρχηγός όλων των "κλεφτών". Παρόντες στην τελετή ο Ελληνορώσος συνταγματάρχης Παπαδόπουλος, ο Υψηλάντης, οι Βλαχοπουλαίοι, οι Διπλαίοι, οι Αραπογιανναίοι, ο Γιάννης Φαρμάκης και ο Λιάκατας είναι ορισμένοι που δόξασαν την ελληνική ιστορία κατά την περίοδο αυτή.
Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη, ο Αλή Πασάς ξεκίνησε μια φοβερή σφαγή των αμάχων Σαρακατσάνων, όπου ακόμα και τα παιδιά στην κούνια σφαζόταν. Ο αγώνας ήταν άνισος και οι καπεταναίοι, γύρω στο 1812-1815, συνεννοήθηκαν να στείλουν τα γυναικόπαιδα, στην Ανατολική Θράκη, αφού εξαγόρασαν τον τοπικό πασά της Αδριανούπολης για να συνεχίσουν απερίσπαστα τον αγώνα τους. Σύμφωνα με την παράδοση στέλνοντας τα γυναικόπαιδα στην περιοχή της Αν. Θράκης τους ευχήθηκαν να προκόψουν, αλλά του έδωσαν και κατάρα να μην ριζώσουν εκεί που θα πάν. Πάντα να έχουν το βλέμμα τους στην δύση του ήλιου, όπου και ο τόπος καταγωγής τους. Έτσι δικαιολογείται επίσης ότι για πολλά χρόνια οι Σαρακατσάνοι δεν απέκτησαν δική τους γη, στοιχεία που θα τους απέτρεπε την επιστροφή στην πατρίδα τους.
Την άνοιξη και συγκεκριμένα του Αη Γιώργη (23 Απριλίου), οι Σαρακατσάνοι ξεκινούσαν για τα βουνά και το φθινόπωρο γύρω στις 26 Οκτωβρίου, του Αγίου Δημητρίου, εγκατέλειπαν τα βουνά και ξανακατέβαιναν στις πεδιάδες. Οι εποχιακές αυτές μετακινήσεις είχαν σχέση με τις ανάγκες των κοπαδιών, από τα οποία είχαν απόλυτη εξάρτηση. Απομονωμένοι λοιπόν στα βουνά ανέπτυξαν τεχνικές και λύσεις στα καθημερινά προβλήματα.
Κατοικούσαν σε καλύβες φτιαγμένες κυρίως με σίκαλη ενώ τα ζώα τους τα προστάτευαν σε μαντριά, κατασκευασμένα από κλαριά. Η διατροφή τους βασιζόταν σε γάλα, στα γαλακτοκομικά προϊόντα και σε αλεύρι (εξ ανταλλαγής). Κατασκεύαζαν ενδύματα με το μαλλί των προβάτων και των κατσικιών, ενώ χρησιμοποιούσαν εργαλεία από ξύλο για τις ανάγκες της τυροκομίας, τις υφαντικής και της καθημερινής χρήσης. Στο χώρο της κεντητικής υφαντικής αλλά και ξυλογλυπτικής κυριαρχούσαν γεωμετρικά σχήματα με έντονες τις επιρροές από την αρχαία Ελλάδα. Η γλώσσα τους τέλος είναι καθαρά ελληνική, το δε εθνικό φρόνημα απόλυτα ελληνικό.
Σήμερα οι σαρακατσάνικος πολιτισμός, όμως, όπως τον σκιαγραφήσαμε έχει σβήσει, η ζωή των Σαρακατσάνων έχει αλλάξει ριζικά. Ενσωματώθηκαν εντελώς στην περιβάλλουσα κοινωνία και οι περισσότεροι στράφηκαν στην ζωή της πόλης, στις επιστήμες, στο εμπόριο, στην γεωργία και την πολιτική με εκπληκτική επιτυχία, διακρινόμενοι παντού.
Από τον νομαδικό βίο των Σαρακατσάνων δεν απέμεινε πια τίποτα. Τα τσελιγκάτα έσβησαν πριν πολλά χρόνια. Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής επιζεί στον μεγαλύτερο μέρος σαν ανάμνηση.
Σήμερα οι Σαρακατσάνοι με τους συλλόγους τους όπως και ο σύλλογος της Ροδόπης με το ακούραστο και άξιο συμβούλιο του προσπαθούν να διατηρήσουν μέσα από τις πολιτιστικές δραστηριότητες την καταγραφή πολύτιμων μαρτυριών γύρω από τον κύκλο της ζωής τους, τα τραγούδια τους, τους χορούς τους και τα έθιμά τους.
Έτσι για την διατήρηση αυτής της μνήμης καταθέτονται εδώ ορισμένες μαρτυρίες γύρω από την καθημερινή και δημόσια ζωή των Σαρακατσάνων εκείνης της παλιάς εποχής, την εκπαίδευση, τον γάμο, τα πρόσωπα και τις οικογένειές τους, όπως τα διηγούνται οι γεροντότεροι.
Ο σαρακατσάνικος γάμος, η λεγόμενη "χαρά", ήταν ένα γεγονός, εκδήλωση γεμάτη από τραγούδια με ευχές στους νεόνυμφους για την καινούργια τους ζωή. Ήταν ένα αντάμωμα μεταξύ συγγενών και φίλων, η ηλικία των παιδιών στην οικογένεια καθόριζε αυστηρότητα την σειρά της παντρειάς. Οι γάμοι τους γινόταν αποκλειστικά μεταξύ τους δεν ερχόταν δηλαδή σε επιμειξία με άλλα "μιλέτια", αν πάρω και σαν παράδειγμα τον εαυτό μου που παντρεύτηκα Σαρακατσάνα πριν 36 χρόνια υπήρχε μια μεγάλη αντίδραση από τους δικούς της, μια και δεν είμαι Σαρακατσάνος, στο τέλος βέβαια υπερίσχυσε η αγάπη.
Επιστρέφοντας πάλι στα του γάμου βλέπουμε ότι η απόφαση για την επιλογή του γαμπρού ή της νύφης ήταν σχεδόν πάντα των γονέων και των συγγενών. Αφού αποφασιζόταν το συνοικέσιο, έδιναν "λόγο" και σε λίγες ημέρες γινόταν ο αρραβώνας "σύβασμα".
Ο αρραβώνας γινόταν χωρίς την παρουσία των νέων, με την ανταλλαγή ενός μαντηλιού που είχε επάνω το δαχτυλίδι. Αμέσως μετά τον αρραβώνα άρχιζε ο γάμος από την Τετάρτη με το κάλεσμα των συγγενών και φίλων, προσφέροντας τους κουφέτα μέσα σε κόκκινο μαντίλι. Την Παρασκευή έπιαναν τα "προζύμια" για να ψήνουν την κουλούρα του γαμπρού και της νύφης. Μέσα στο κόσκινο με το αλεύρι όλοι οι συμμετέχοντες έριχναν και από ένα νόμισμα, κοσκινίζοντας δε το αλεύρι ένα κορίτσι τραγουδούσε... μετά άρχιζε το ζύμωμα πάλι με τραγούδια. Από το προζύμι αυτό άλειφαν τους γέροντες στο πρόσωπο. Συγχρόνως οι γέροντες έδιναν την ευχή τους. "Άιντε να ζήσουν να στεριώσουν". Στην κουλούρα που έφτιαχναν την κεντούσαν με δύο πιρούνια ωραία γεωμετρικά σχήματα και αφού την έψηναν την έβαζαν στον "κουλουροτροβά". Τα προζύμια στο σπίτι της νύφης το έπιαναν το Σάββατο πρωΐ.
Στο σπίτι του γαμπρού ύστερα ξεκινούσε το ράψιμο του φλαμπουρά. Το ξύλο του φλαμπουρά ήταν από αγριοτριανταφυλλιά. Στον πάνω άκρο σχηματιζόταν σταυρός στον οποίον τα τρία άκρα στερέωναν τρία μήλα, σύμβολα της γονιμότητας. Το ξύλο του φλαμπουρά τυλιγόταν με πολύχρωμες δαντέλες ενώ το κύριο μέρος του ήταν η ελληνική σημαία, στολισμένη με κορδέλες και κουδουνάκια που χτυπούσαν, όταν τον κουνούσαν στον χορό.
Από την Παρασκευή το βράδυ ξεκινούσε το γλέντι στο σπίτι του γαμπρού με τους καλεσμένους. Το Σάββατο ξεκινούσαν όλοι οι συγγενείς για να πάν να "πάρουν" την νύφη, όπως έλεγαν ο γαμπρός και οι νέοι φορούσαν φουστανέλα με γιλέκο και οι γεροντότεροι σιγκούνι. Οι γυναίκες με χρυσοκέντητες στολές και τις αράδες τα φλουριά, πριν ξεκινήσουν ο πατέρας έβαζε τον γαμπρό να πατήσει ένα σίδερο και οι γυναίκες τραγουδούσαν "Άιντε σταυραετέ να πάμε".
Όταν φτάνανε σε απόσταση 200 μέτρων από το καλύβι της νύφης, έπιαναν χορό και έριχναν τουφεκιές. Με τα ίδια τους υποδεχότανε και το σόι της νύφης. Εκεί ο γαμπρός έριχνε πάνω από το άλογο ένα μήλο οπότε γινόταν μεγάλος συνωστισμός για τα ποια γυναίκα θα το πιάσει. Στα παιδάκια πάλι ο πατέρας του γαμπρού έδινε από ένα κέρμα.
Το βράδυ πριν το τραπέζι αλλάζανε τις κουλούρες τους όπως και τα μαντήλια του αρραβώνα. Το γλέντι συνεχιζόταν με τραγούδια, χορούς, φαγητά και ρακί. Το πρωΐ της Κυριακής πάλι με τραγούδια στολίζαν την νύφη κουκουλώνοντας έτσι που να μην φαίνεται το πρόσωπό της. Ο πατέρας της νύφης έζωνε τον γαμπρό με ένα ζωνάρι, του έκανε δώρο μια λίρα και του έδινε και μια σφαλιάρα, για να έχει φόβο και σεβασμό στα πεθερικά. Μετά από όλα αυτά βγάζανε το ζευγάρι στο χορό, ανέβαζαν τη νύφη στο νυφιάτικο στολισμένο άλογο και ξεκινούσαν για το καλύβι του γαμπρού.
Στο σπίτι του γαμπρού τους υποδέχονταν η πεθερά δίνοντας ένα πιάτο με κουφέτα στη νύφη που το πετούσε προς όλες τις γυναίκες για να τις πιάσουν. Αφού έβαζαν τα προικιά μέσα στο καλύβι, περνούσαν τη νύφη μέσα. Εκεί περίμενε ο παπάς που θα έκανε τα στεφανώματα. Την Δευτέρα ξεκινούσαν το γλέντι με "τον νονού το γιομάτο", που ήταν κρασί, αρνί, και τρεις κ'λούρες. Πίνοντας και τρώγοντας όλοι λέγανε και τις ευχές τους. Μετά από αυτό έβγαζαν τη νύφη να χορέψει. Τότε δείχνανε και τα προικιά της νύφης στους παρισταμένους τελειώνοντας και τον γάμο.
Οι Σαρακατσάνοι της Ροδόπης είναι περί τις 10.000 διαμένουν σε όλους περίπου τους οικισμούς της Ροδόπης όπως και στην Κομοτηνή. Όσοι από αυτούς κατάγονται από την Σερβία λέγονται "Σερμπιάνοι", όσοι από την Βουλγαρία λέγονται "Βουλγαραίοι" και όσοι από την Ανατολική Θράκη λέγονται "Πολίτες".
Από τους λεγόμενους "πολίτες" ένα μεγάλο μέρος έφυγαν από την Αν. Θράκη πριν το 1923 και πήγαν στα βουνά της Δράμας όπου δημιούργησαν τα τσελιγκάτα. Τα τσελιγκάτα στα βουνά της Δράμας εμφανίσθηκαν κατά το 1911-1913 και μέχρι το 1939-1940 ήταν περί τα πενήντα. Κάθε τσελιγκάτο είχε και τον Κεχαγιά του. Ο Κεχαγιάς του τσελιγκάτου ήταν υπεύθυνος για τις δημόσιες σχέσεις, καθώς και για την διαχείριση. Ήταν εγγράμματος και κρατούσε βιβλία εσόδων και εξόδων. Στο τέλος μοίραζε τα κέρδη, ανάλογα με την συμμετοχή της κάθε οικογένειας στην παραγωγή. Ανάμεσα στα έξοδα του τσελιγκάτου ήταν και η πληρωμή του δάσκαλου για την λειτουργία του σχολείου που γινόταν συνήθως μόνο για τους μήνες του καλοκαιριού. Η διδασκαλία γινόταν στο δασκαλοκάλυβο, ή έξω από αυτό κοντά στις βρύσες, ή κάτω από τα δένδρα.
Στην έκδοση του συγγραφέα των κειμένων Γιώργου Τσαούση διαπιστώνουμε την ολοκληρωμένη εργασία και την σοβαρή καταγραφή των οικογενειών των τσελιγκάτων, αξίζοντας κάθε επαίνου. Από τα 50 τσελιγκάτα που υπήρχαν στα βουνά της Δράμας ορισμένες οικογένειες ήλθαν στην Ροδόπη, σας τις αναφέρουμε πιστεύοντας ότι κάποιοι θα βρείτε τους προγόνους σας.
(Την επόμενη εβδομάδα, στην έκδοση του Σαββάτου, θα δημοσιευτεί η συνέχεια με όλα τα ονόματα, οικογένειες και άλλες πληροφορίες)
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News