Τι θα δούμε το αθλητικό Σαββατοκύριακο στη Ροδόπη
Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος
Το Παλλάδιο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 15 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο ιατρός της Μαρώνειας Μελίρρυτος το 1871 στην περιγραφή της γεωγραφικής και ιστορικής από εκκλησιαστική άποψη Μητρόπολη Μαρωνείας μας ενημερώνει ότι, δίπλα ακριβώς μεταξύ του οικισμού του Παλλαδίου και της Καλλίστης (δεν υπάρχει σήμερα) υπήρχε το Κιρ-Τζιφλίκ που κατοικείτο από 10 χριστιανικές οικογένειες περίπου. Αυτές οι οικογένειες συνεκκλησιάζονταν μαζί με τους κατοίκους του Τσιφλικίου του Φατήρ-Γιακά (δίπλα στη Μονή Βαθυρρύακος) στο Ορτατζί (Αμβροσία) ή στο Πλάτκιοϊ (Ασώματος) ή στο Σουσούρκιοϊ (Σώστης) που είχαν εκκλησίες και ιερέα.
Το 1924 συστήθηκε κοινότητα με έδρα το Παλλάδιο. Το 1946 η έδρα μεταφέρεται στην Αμβροσία και από το 1997 ανήκει στον Δήμο Ιάσμου.
Εκκλησία του χωριού είναι ο ιερός ναός Προφήτη Ηλία με εφημέριο τον πρεσβύτερο Νικόλαο Τσαμαΐδη. Στο χωριό υπάρχει επίσης και το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Οι κάτοικοί του είναι όλοι Σαρακατσάνοι. Εγκαταστάθηκαν εδώ σταδιακά. Οι πρώτες εγκαταστάσεις έγιναν το 1930 και ολοκληρώθηκαν το 1951. Πρόκειται για 94 οικογένειες που αριθμούσαν 380 μέλη. Οι περισσότερες οικογένειες ασχολούνται με την γεωργία, καλλιεργώντας ιδιόκτητους αγρούς. Με την κτηνοτροφία ασχολούνται λίγοι με λίγα κοπάδια προβάτων.
Πολλοί νεολαίοι έχουν σπουδάσει και ορισμένοι έχουν γίνει και επιστήμονες.
Οι οικογένειες που εγκαταστάθηκαν αποτελούν τα εξής σόγια: Τζελέπης, Μπασδάνης, Γούλας, Ρόιδος, Τσιλιγγίρης, Μωραΐτης, Δεμίρης, Σκαμνός, Κούτρας, Μπάτζιος, Παχούμης, Μπαμπανέλος, Μπακάλης, Μπίκος, Γιαννέλης, Βουλγαρίδης, Γκοτζιάς και Δαλακούρας.
Όσοι ήλθαν εδώ το 1930, τα καλοκαίρια ανέβαιναν στα βουνά έως το 1950, όπως οι Παχουμαίοι, Τσιλιγγιρέοι, Δαλακουρέοι, Μωραΐτης και Τζελέπης.
Από τα Τσελιγκάτα της Δράμας που εγκαταστάθηκαν στο Παλλάδιο γύρω στο 1949-1950 κατάγονται και οι εξής: Από το Τσελιγκάτο του Δ. Γκουντόλια (Λεκάνη) που είχε 16 οικογένειες, 3.500 γιδοπρόβατα και 80 άλογα κατάγεται η οικογένεια του Μπίκου Νικόλαου. Από το Τσελιγκάτο του Γ. Καπούλα που είχε 20 οικογένειες, 3.500 γιδοπρόβατα, και 70 άλογα κατάγεται η οικογένεια του Γούλα Στέργιου και Γούλα Κώστα, όπως και οι οικογένειες του Γκράνα Κώστα και Γκράνα Γιάννη. Από το Τσελιγκάτο του Κ. Μπασδάνη που είχε 10 οικογένειες, 2000 γιδοπρόβατα και 40 άλογα κατάγεται η οικογένεια του Μπασδάνη Γιώργου και Κώστα. Από το Τσελιγκάτο του Δ. Τζελέπη που είχε 35 οικογένειες, 18.000 γιδοπρόβατα και 250 άλογα κατάγεται η οικογένεια του Τζελέπη Απ. Μήτρου και τα παιδιά του Απόστολος, Γιώργος, Γιάννος και Κίτσος. Από το Τσελιγκάτο του Τσιλιγγίρη Βασίλη που είχε 50 οικογένειες, 13.000 γιδοπρόβατα και 250 άλογα κατάγεται η οικογένεια του Τσιλιγγίρη Βασίλη, του Μαχαίρα Μήτρου. Η οικογένεια του Μαχαίρα Μήτρου το 1925 άλλαξε το επώνυμο από Μαχαίρας σε Ρόϊδος. του Ρόϊδου Θανάση, Κώστα και Γιώργου και του Παχούμη Μήτρου, Νίκα, Γιάννου, Θανάση και Σπύρου. Από το Τσελιγκάτο του Χατζηχρήστου που είχε 60 οικογένειες, 14.000 γιδοπρόβατα και 250 άλογα κατάγεται η οικογένεια του Γιαννιλαίου Κώστα.
Όπως μας διηγείται ο αρχιτσέλιγκας Βασίλειος Τσιλιγγίρης που γεννήθηκε στο Κάζανλιν Βουλγαρίας το 1875. Πέθανε το 1937 στο Μακρυχώρι και κηδεύτηκε στα ορεινά της Μικρομηλιάς Δράμας. Ο πατέρας του Χρήστος Τσιλιγγίρης γεννήθηκε το 1849 στη Βουλγαρία μέχρι το 1895 ήταν τσέλιγκας αυτός και από το 1893 ανέλαβε ο γιος του Βασίλης ο οποίος υπήρξε μεγάλος τσέλιγκας μέχρι το 1937 που πέθανε.
Μέχρι το 1922 ζούσε με το Τσελιγκάτο του στην Βουλγαρία. Το 1922 ήλθε στην Ελλάδα. Έως το 1937 το Τσελιγκάτο του το χειμώνα ξεχείμαζε σε διάφορες περιοχές της Ροδόπης και του Έβρου και το καλοκαίρι στα ορεινά της Δράμας. Την χειμερινή περίοδο το Τσελιγκάτο του αποτελείτο από 10 οικογένειες και την καλοκαιρινή από 55-60 οικογένειες. Ο Βασίλης ως μεγαλοκτηνοτρόφος είχε 5.000 πρόβατα και όλο το Τσελιγκάτο του είχε 20.000 πρόβατα και 1000 άλογα. Στις παραμεθόριες περιοχές προς Βουλγαρία είχε στενή συνεργασία με τον ελληνικό στρατό. Έκανε επίσης εμπόριο τυροκομικών και λαδιών με την Βουλγαρία και την Τουρκία.
Ο Βασίλης Τσιλιγγίρης παντρεύτηκε την τσελιγκοπούλα Μαρία Σκεύα και απέκτησαν πέντε θυγατέρες. Η θυγατέρα του Τσιλιγγίρη Γιαννούλα πήρε τον Δημήτριο Παχούμη, τα παιδιά τους εγκαταστάθηκαν στο Παλλάδιο. Την Βασιλική την παντρεύτηκε ο Χρήστος Τζελέπης που εγκαταστάθηκε στο Παλλάδιο.
Ο Χρήστος Τζελέπης που όπως προείπαμε παντρεύτηκε την Βασιλική την κόρη του αρχιτσέλιγκα Βασίλη Τσιλιγγίρη, γεννήθηκε το 1919 στη Μεσορράχη Σερρών. Ο πατέρας του Δημήτριος γεννήθηκε στην Αίνο Αν. Θράκης το 1884. Το Τζελέπης ήταν ένας από τους μεγάλους τσελιγκάδες. Μέχρι το 1909 έζησε στην Αν. Θράκη. Το 1909 έφυγε και πήγε με τον τσελιγκάτο του σε διάφορα χωριά του νομού Δράμας και Σερρών.
Το 1916 και 1917 οι κατοχικοί Βούλγαροι στο Καλαμπάκι της Δράμας του πήραν όλο το βιος όπως πήραν και ομήρους τον ίδιο και όλους τους συνομήλικους του Σαρακατσάνους. Τους πήγαν στην Δομβρουτσά μεταξύ Βουλγαρίας και Ρουμανίας, επί δύο χρόνια ήταν εξόριστοι. Όταν γύρισε από την εξορία ξεκίνησε πάλι από το μηδέν. Δημιούργησε το Τσελιγκάτο με 20.000 πρόβατα και γίδια, τα βοσκούσε μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ των χωριών Χαριτωμένης και Μικρόπολης Δράμας. Το Τσελιγκάτο είχε περίπου 50 οικογένειες. Οι 40 ήταν Τζελεπέοι και οι υπόλοιποι από διάφορα άλλα σόγια. Το όνομα Τζελέπης Δημήτριος ιδίως στην περιοχή της Νέας Ζίχνης άφησε εποχή.
Το 1948 αφού πέρασε πολλές μπόρες και αφού γλύτωσε το 1947 από την εισβολή των ανταρτών στην Παλαιοκώμη Σερρών γιατί τροφοδοτούσε τον εθνικό στρατό, έφυγε και πήγε και εγκαταστάθηκε στο Παλλάδιο, όπου και πέθανε το 1968, 84 χρονών.
Ο Δημήτριος ήταν μοναχογιός του Απόστολου Τζελέπη και της Κρυστάλλως το γένος Χατζηγιαννάκου, άφησε πολλούς απογόνους.
Σαρακατσάνικη τέχνη, Αγκλίτσα: Αυτή αποτελείται από δύο κομμάτια, το ματσούκι (ραβδί) και την αγκλίτσα (χειρολαβή). Το ματσούκι το φτιάχναν με πολύ σκληρό και γεμάτο κόμπους ξύλο. Τα καλύτερα ματσούκια τα έκαναν από άγρια βελανιδιά. Ακόμη γίνονταν και από άγριο πουρνάρι ή και κρανόβεργες. Έξυναν λίγο - λίγο με το μαχαίρι και το ραβδί γυάλιζε. Όλη όμως την τέχνη την έβαζαν στην χειρολαβή της γκλίτσας. Μέρες ολόκληρες την σκάλιζε ο τσομπάνης για να φτιάξει το σχέδιο που ήθελε. Ήταν το καμάρι του, το ανυπόστατο στολίδι της φορεσιάς του. Στις περισσότερες χειρολαβές έδιναν την μορφή φιδιού - δράκου ή κριαριού.
Πηγές
Οι Σαρακατσάνοι της Θράκης - Διονύσης Μαυρογιάννης
Σαρακατσάνικα Τσελιγκάτα στα βουνά της Δράμας - Γεώργιος Τσαούσης
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News