Ροδίτης: Οι ρίζες ορισμένων είναι από την Βυζαντινή Αχρίδα των Σκοπίων | xronos.gr
ΜΕ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΖΔΕΡΒΕΝ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

Ροδίτης: Οι ρίζες ορισμένων είναι από την Βυζαντινή Αχρίδα των Σκοπίων

21/03/20 - 10:00
23424-45_1.jpg

Άξιο τέκνο της ο αείμνηστος Γεώργιος Νεστωράκης Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος  

Ο Ροδίτης είναι κτισμένος βορειοδυτικά των υψωμάτων της περιοχής του Κίρλικ. Τα σχέδια του χαράχτηκαν από τον Άγγλο συνταγματάρχη του μηχανικού Proctor συνεργάτη του Treloar που χάραξε τα σχέδια για τον οικισμό του Θρυλορίου. Στην αρχή πήρε το όνομα Προκτέρια προς τιμή του Άγγλου Πρόκτορι για αγνώστους όμως λόγους μέχρι το 1954 είχε το όνομα «Μπρόκτειο». Τότε με πρωτοβουλία των κατοίκων μετονομάστηκε σε Ροδίτης, επειδή θεωρούσαν ότι η ονομασία Πρόκτειο δεν ήταν Ευήχη.

Το όνομα Ροδίτης το πήρε από τους αμπελώνες που καλλιεργούσαν εκεί γύρω και τα σταφύλια ήταν ποικιλίας Ροδίτη.

Μόλις χαράχτηκαν τα σχέδια του χωριού από τον Πρόκτορ, εμφανίσθηκαν και οι πρώτοι κάτοικοι για να εγκατασταθούν. Ήταν οι Τρακατρούκηδες με ρίζες από την βυζαντινή Αχρίδα και καταγωγή από το Κίζδερβεν της Μικράς Ασίας. Σε ορισμένους δεν άρεσε το μέρος και εγκαταστάθηκαν στην Κομοτηνή στην Καλλιθέα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Για το Κίζδερβεν και την Καλλιθέα έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο μας.

Την άνοιξη του 1923 εγκαταστάθηκαν στον Ροδίτη και ορισμένες οικογένειες Ποντίων από την περιοχή της Ματσούκας Τραπεζούντας.

Σε αυτήν την περιοχή υπήρχε και υπάρχει η Μονή της Παναγίας Σουμελά και σε μικρή απόσταση μεταξύ τους ήταν 8 ποντιακά χωριά. Αυτά τα χωριά τελούσαν υπό την θρησκευτική και πνευματική προστασία του εκάστοτε ηγούμενου της μονής.

Λόγω της ύπαρξης της Μονής απολάμβαναν και ορισμένα προνόμια από τους αυτοκράτορες των Κομνηνών αλλά και από μερικούς Σουλτάνους.

Καταλάμβαναν το Ν.Α. τμήμα της Ματσούκας, βρίσκονταν σε μια δασώδη περιοχή, την οποία διασχίζει το φημισμένο ποτάμι της Παναγίας.

Από 3 χωριά από τα 8 που προαναφέραμε εγκαταστάθηκαν στον Ροδίτη οικογένειες Ποντίων και είναι η Λαραχανή, η Αγούρσα και το Αγουρζενόν, όπως και μια οικογένεια από την Τραπεζούντα.

Η Λαραχανή
Ήταν κεφαλοχώρι με 1.500 κατοίκους χριστιανούς και 500 εξισλαμισμένους Έλληνες. Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις Λάρας και Χάνι Λαραχανή. Οι κάτοικοι του ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφος. Είχε τρεις εκκλησίες, του Αγίου Γεωργίου, των Αγίων Θεοδώρων και των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού. Είχε ένα δημοτικό σχολείο και μια Αστική Σχολή. Στη μέση του χωριού περνούσε ένας παραπόταμος της Παναγίας, ο Νικάχολας που χώριζε την Λαραχανή από την συνοικία των χριστιανών και των μουσουλμάνων.

Στο χωριό υπήρχαν πολλά χάνια που εξυπηρετούσαν τα καραβάνια που πηγαινοέρχονταν από την Τραπεζούντα στο Ερζερούμ,
Γύρω στο 1860 το χωριό υπέφερε από επιδημία Πανώλης. Για να σωθούν οι κάτοικοι σκόρπισαν σε σπηλιές και δάση. Έτσι σώθηκαν. Υπήρχαν πολλοί κρυπτοχριστιανοί (Κλωστοί), οι οποίοι ομολόγησαν την πίστη τους στην αρμόδια επιτροπή στην Κωνσταντινούπολη το 1857 και έγιναν φανεροί χριστιανοί.

Αγούρσα
Αμιγές ελληνικό χωριό είχε 750 κατοίκους. Το 1850 είχε γύρω στους 200 κρυπτοχριστιανούς οι οποίοι με το «Χατι-Χουμαγιούν» το 1856, φανερώθηκαν και έγιναν φανεροί χριστιανοί.

Το όνομα του χωριού προέρχεται από το άγω - άγουσα. Η Αγούρσα είχε κατά κανόνα εύσωμους και λεβέντες άνδρες. Η εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, είχε πλούσια διακόσμηση και ωραίο τέμπλο. Το σχολείο της είχε τρεις δασκάλους. Για δουλειά πολλοί μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη και στην Ρωσία. 
Αγουρζινός

Μικρό αμιγές ελληνικό χωριό με 200 κατοίκους, είχε δημοτικό σχολείο και εκκλησία. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την γεωργία. Η παράδοση μας λέει ότι η ονομασία του προέκυψε από τις χαρούμενες φωνές των γυναικών που όταν ξαφνικά εμφανίστηκαν οι άνδρες τους, μετά από απουσία πολλών ημερών επειδή τους απειλούσαν οι Τούρκοι και φώναζαν "Οι αγούρ' ζούν" δηλαδή οι άνδρες ζουν.

Τελευταίοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό οι Ανατολικοθρακιώτες από τα χωριά της περιοχής των Μαλγάρων τον Υσωπό, την Εύναδρομ, την Πασιθέα, την Χαριούπολη, τα Μάγλαρα, το Καρατζά Χαλήλ το Ελμαλή και άλλα. Έτσι γεννήθηκε το Μπρόκτειο.

Εύανδρος (Ντεβεντζίκιοϊ)
Είχε 750 κατοίκους Έλληνες, εκκλησία τους ήταν ο Άγιος Ιγνάτιος. Την εικόνα του Αγίου την τοποθέτησαν οι πρόσφυγες στην εκκλησία της Μέσης όταν ένα μέρος της εγκαταστάθηκε εκεί. Εκτός από τον Ροδίτη πολλές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στον Ίμερο, στην Ξυλαγανή, το Πάμφορο, στο Λοφάριο και αλλού. 

Πασιθέα (Πασάκιοϊ)
Με την παράδοση της Αν. Θράκης ετοίμαζαν και οι κάτοικοι της Πασιθέας την αναχώρησή τους για την μάνα Ελλάδα. Λίγες μέρες πριν ξεκινήσουν εμφανίστηκε ένα τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα. Ήθελαν να ληστέψουν, να σκοτώσουν και να κάψουν το χωριό. Τότε ο πρόεδρος του χωριού Χρ. Ασημενάκης και η παπαδιά του παπά Τριαντάφυλλου πλησίασαν τον Τούρκο επικεφαλής δίνοντας του ένα πουκάμισο και αρκετές χρυσές λίρες. Έτσι το χωριό σώθηκε και σε λίγες μέρες αφού φόρτωσαν την κινητή περιουσία τους σε κάρα πέρασαν τον ποταμό Έβρο. Ορισμένοι Πασιθιώτες εγκαταστάθηκαν στο Ευγενικό Διδυμοτείχου και αλλού και οι υπόλοιποι στον Ροδίτη.

Ύσωπος (Γκιοζσούς-Κιοϊ)
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 αφού φόρτωσαν στα κάρα ότι μπορούσαν ξεκινήσανε, σε λίγο πέρασαν τον ποταμό Έβρο και φτάσαν στον Ίσαλο στις 26 Οκτωβρίου. Επειδή η συμβίωση με τους μουσουλμάνους ήταν προβληματική προχώρησαν και εγκαταστάθηκαν στο Πρόκτειο τον Μάρτιο του 1924. Από την εκκλησία του Υσωπού ο ιερέας του χωριού Αθανάσιος Ψαρίδης μετέφερε την εικόνα της Αγίας Κυριακής μαζί με άλλα ιερά σκεύη και άμφια και τα τοποθέτησε στην εκκλησία του Ροδίτη.

Μετά την εγκατάσταση των Προσφύγων, το κράτος τους έδωσε σπίτια, κτήματα, γεωργικά εργαλεία και ζώα, έτσι ξεκίνησαν μια νέα ζωή. Στην αρχή οι πρόσφυγες κατά περιοχή δεν είχαν πολλά πάρε - δώσε, σιγά - σιγά όμως άρχισαν οι γάμοι και επήλθε το μπόλιασμα μεταξύ τους. Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο το 1940, ο Ροδίτης είχε και αυτός τα παλικάρια του που έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα και είναι οι εξής: Λασκαρίδης Αναστάσιος, Ψαρίδης Αντώνιος, Τσουκαλάς Παναγιώτης, Ουζουνίδης Βασίλειος, Αρβανιτίδης Παναγιώτης, Γεροπασχάλης Ανδρέας και Μαρινίδης Δήμος.

Κατά την βουλγαρική κατοχή 1941-1944, τράβηξαν πολλά οι κάτοικοι του Ροδίτη, πείνα, ξύλο και τρεις άγρια δολοφονημένους, ο Μαστιχίδης Αθανάσιος νεκρός μετά από ξυλοδαρμό, ο Λασκαρίδης Χρήστος νεκρός μετά από πολλά βασανιστήρια δια τουφεκισμού, τη δε σύζυγό του Λασκαρίδου Φραγκοπούλα την λιντσάρισε πλήθος από αγριεμένους Βουλγάρους.

Προς τιμή των ηρώων που σκοτώθηκαν υπέρ πατρίδος από το 1940 μέχρι το 1949, ανεγέρθηκε από τους κατοίκους του Ροδίτη ηρώων με τα ονόματά τους. Εκτός από την κεντρική εκκλησία του χωριού που είναι της Κοίμησης της Θεοτόκου υπάρχει και η Ιερά Μονή της Αγίας Κυριακής που κάθε 7 Ιουλίου αναβιώνει το έθιμο «Το Γεύμα της Χαράς», προσφέροντας γεύμα δωρεάν σε όλους τους προσκυνητές, επίσης παρουσιάζονται παραδοσιακοί χοροί με λαϊκό γλέντι. Στο χωριό υπάρχει και ένα ακόμα παρεκκλήσι της Γέννησης της Παναγίας. 

Έθιμα
Εκτός από τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είχαν και το έθιμο της Αποκριάς, τότε ντυνόταν καρναβάλια και την Καθαρά Δευτέρα είχαν την «γκαμήλα» με τον «αράπη». Το απόγευμα της ίδιας μέρας είχαν το κρέμασμα του σκύλου, πίστευαν ότι κρεμώντας έναν σκύλο θα ήταν η σοδειά τους πλούσια. Ευτυχώς το βάρβαρο αυτό έθιμο σταμάτησε την δεκαετία του ‘60. Άλλο έθιμο ήταν το αναποδογύρισμα των κάρων. Την νύχτα της πρώτης Παρασκευής μετά την Καθαρά Δευτέρα πήγαιναν στα σπίτια που είχαν ελεύθερα κορίτσια και αφού έπαιρναν το κάρο το έφερναν στην πλατεία και το αναποδογύριζαν μαζί με κάποιες γλάστρες. Το Σάββατο του Λαζάρου τα μικρά κορίτσια του χωριού έφτιαχναν κούκλα και έλεγαν τα κάλαντα για τον «Λάζαρο» σε όλα τα σπίτια, οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά αυγά, γλυκά, φρούτα και μικρής αξίας κέρματα.

Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους οι χωρικοί εκτός από τα σιτηρά έσπερναν και ζαχαροκάλαμο. Έτσι κάθε Αύγουστο αφού γινόταν η συγκομιδή τους τα μετέφεραν στο χωριό, όπου υπήρχε μια μηχανή με δύο παράλληλους κυλίνδρους που τους κινούσε σε αντίθετη φορά ένα γαϊδουράκι. Έτσι γινόταν η σύνθλιψη των ζαχαροκάλαμων και αφού έβγαινε ο χυμός τον συγκέντρωναν σε καζάνια και τον έβραζαν μετατρέποντάς τον σε πετιμέζι.

Άλλο έθιμο ήταν τα νυχτέρια, όπου πολλοί χωριανοί μαζί κάθε βράδυ βοηθούσαν και από μια οικογένεια στο ξεφλούδισμα των κοτσανιών, των καλαμποκιών. Αλέθοντας τα καλαμπόκια έβγαζαν το καλαμποκάλευρο και με αυτό παρασκεύαζαν την «μπομπότα». Με τα νυχτέρια καθάριζαν και τον ηλιόσπορο που με αυτόν παρασκεύαζαν το ηλιέλαιο. Τον Σεπτέμβριο πραγματοποιούσαν το έθιμο της Τζαμάλας.

Ένας άνδρας ντυνόταν με προβιές έχοντας στη μέση του κρεμασμένα μεγάλα κουδούνια, ένας άλλος άνδρας πάλι ντυνόταν γυναίκα. Έτσι αυτό το «ζευγάρι» με συνοδεία αρκετών νέων επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού φωνάζοντας «γκιά τζαμάλα γκιά». Στην αυλή του κάθε σπιτιού πραγματοποιούσαν και ένα σκετς, ο ιδιοκτήτης τότε τους πρόσφερε λίγο σιτάρι.

Στο χωριό δίπλα στην εκκλησία από την στιγμή της εγκατάστασης τους μέχρι την δεκαετία του πενήντα υπήρχε μια τουλούμπα με βαθιά γεώτρηση  90 μέτρων. Το νερό της το χρησιμοποιούσαν για τις ανάγκες ανθρώπων και ζώων. Λειτουργούσε με δύο τεράστιους σιδερένιους τροχούς.

Παραδοσιακές συνταγές
Η μπάμπω, η βασιλόπιτα, ο καβουρμάς, τα μαντία, τα κουλάκια, οι τηγανίτες και άλλες.

Παιχνίδια
Τα παιδιά έπαιζαν την «Μακριά γαϊδούρα», τον πετροπόλεμο, το τσελίκι, την Μάδα και άλλα. 

Ο Προσκοπισμός στον Ροδίτη
Ήταν το μοναδικό χωριό στον νομό Ροδόπης που λειτουργούσε ο Προσκοπισμός με μπροστάρη τον αείμνηστο βετεράνο του Προσκοπισμού Γεώργιο Νεστωράκη που είχα και την μεγάλη τιμή να γνωρίζω, δραστηριοποιήθηκε στο χωριό για μεγάλα διαστήματα με μεγάλη επιτυχία. Ξεκίνησε την λειτουργία του Προσκοπισμού στο χωριό από το 1952-54, 1959-62 και 1966-70.

Ο Δήμος Κομοτηνής, άργησε ήδη, θα πρέπει να ονοματοθετήσει μα ανώνυμη οδό προς τιμή του Γιώργου Νεστωράκη του άξιου αυτού τέκνου του Ροδίτη και της Ροδόπης που με την πένα του μας πρόσφερε απλόχερα τις γνώσεις του και τις συμβουλές του. Είχε υπηρετήσει ως υπάλληλος της Διεύθυνση Γεωργίας. Όλα δε τα χρόνια πρόσφερε στο Προσκοπικό Κίνημα, αφού ανελίχθηκε σε όλη την προσκοπική ιεραρχία.

Στον Ροδίτη μπορεί κάποιος να θαυμάσει τα εκθέματα ενός άτυπου λαογραφικού μουσείου από αγροτικά εργαλεία μέχρι αυγά δεινοσαύρων.

Κλείνοντας αναφέρονται τρείς στροφές από το εξόχως πατριωτικό ποίημα του καταγόμενου από τον Ροδίτη δασκάλου Θ. Παπατριανταφύλλου αφιερωμένο στην επέτειο του ξεριζωμού τις 17 Σεπτεμβρίου 1922.

Ήτανε μέρα του Σταυρού / το μαύρο είκοσι δύο / τη Θράκη μας που αφήσαμε / διωγμένοι απ' το θηρίο.
Ποιό να ‘τανε το κρίμα μας; / ποιά η κατακραυγή μας; / ποιάς μοίρας ήταν εντολή; / να φύγουμε απ' τη γη μας;
Θεέ μου κάνε μια ευχή / τη γη μας που πατάνε / κάνε με χρόνια με καιρούς / δικιά μας πάλι νάναι.

Πηγές
Ιωάννης Νικολαΐδης
Έντυπο «Ακριτών γενεά»
Αθανάσιος Παπατριανταφύλλου 
Έντυπο «Ροδίτης»
Γεώργιος Νεστωράκης
 

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr