Σάλπη: Το χωριό των γηγενών κατοίκων | xronos.gr
ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΡΟΔΟΠΗΣ

Σάλπη: Το χωριό των γηγενών κατοίκων

29/02/20 - 10:00

Ένα μέρος έχει ρίζες από την Λάιστα Ηπείρου, ένα μέρος από το Σούλι και ένα μέρος είναι Σαρακατσάνοι

Σάλπη: Η Οθωμανική της ονομασία είναι Sagsalli διαβάζεται Σα-σαλλού. Το Σα μεταφράζεται ως δεξιά ή ζωντανός το σαλλού δεν σημαίνει κάτι. Στην καθομιλουμένη ονομάζονταν Σαρσαλή. Το 1920 μετονομάστηκε από την Επιτροπή Ονοματοθεσίας των οικισμών για αγνώστους λόγους σε Σάλπη. Σάλπη ή Σάλπα ή Σάρπα είναι είδος θαλάσσιου ψαριού που βρίσκεται σε μεγάλους πληθυσμούς στο Θρακικό Πέλαγος.

Το υψόμετρο της Σάλπης  είναι 5 μέτρα πάνω από την θάλασσα. Ο οικισμός ιδρύθηκε πιθανόν γύρω στον 16ο αιώνα από Έλληνες που προέρχονται ίσως από μια ομάδα κατοίκων του Βυζαντινού Φρουρίου Περιθεωρίου (Αναστασιούπολης που δεν ακολούθησε τους υπόλοιπους που εγκαταστάθηκαν στην σημερινή περιοχή του Ιάσμου. Ως γνωστόν εγκατέλειψαν το φρούριο για λόγους υγείας (ελονοσία) και ασφάλειας (Πειρατές).

Η αρχική τοποθεσία του χωριού σύμφωνα με τα λεγόμενα των παλαιοτέρων ήταν δίπλα στον ποταμό Κομψάτο όπου υπάρχει και το παλαιό εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Επειδή όμως πλημμύριζε το ποτάμι και παράσερνε τα χτισμένα από πλιθιά σπίτια τους αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στην σημερινή τοποθεσία.

Υπάρχουν πολλά κειμήλια, ιερές εικόνες, ευαγγέλια που μας πιστοποιούν ότι η εγκατάσταση τους στο χωριό είναι από πολλά χρόνια πριν.

Σε χάρτη Γαλλικής Έκδοσης του 1856 εμφανίζεται η Σάλπη με την οθωμανική της ονομασία Sagsall.

Το 1880 ο πληθυσμός της ανήρχετο σε 400 περίπου κατοίκους, εκ των οποίων οι 100 περίπου μουσουλμάνοι. Διατηρούσε γραμματοδιδασκαλείο σε ιδιόκτητο σχολείο της κοινότητας με 25 περίπου χριστιανούς μαθητές. Το 1905 φοιτούσαν 42 μαθητές. Από μαρτυρίες παλαιοτέρων ο πληθυσμός της Σάλπης εμπλουτίστηκε και από ορισμένες οικογένειες από την Λάιστα Ζαγοροχωρίων Ηπείρου.

Γύρω στο 1870 άρχισε η μεγαλύτερη μεταναστευτική κίνηση των Λαϊστινών λόγω των συνεχών επιθέσεων διαφόρων ληστρικών ομάδων στο χωριό τους. Έτσι με την μετανάστευση αυτή οι Λαϊστινοί έδωσαν δυναμική ώθηση σε πολλές μικρές σχετικά άτονες τοπικές ελληνορθόδοξες κοινότητες. Έτσι τους βλέπουμε να εγκαθίστανται στην Δράμα, στην Χρυσούπολη, στην Ξάνθη, στην Αλεξανδρούπολη, στο Δοξάτο και αλλού. Πιθανόν τότε μια μικρή ομάδα να εγκαταστάθηκε στο υπάρχον τότε χριστιανικό χωριό της Σάλπης.

Μια άλλη προφορική μαρτυρία γεροντότερων μας λέει ότι ορισμένες οικογένειες Σουλιωτών κυνηγημένοι από τον Αλή Πασά έψαχναν τόπο για να εγκατασταθούν σταματώντας για λίγο έξω από την Σάλπη. Εκείνη την εποχή οι υπηρέτες ενός Αγά που ζούσε στο χωριό δεν μπορούσαν να πιάσουν τα ημιάγρια άλογα του που βοσκούσαν γύρω από την λίμνη. Τότε οι Σουλιώτες έπιασαν τα άλογα και τα παρέδωσαν στον Αγά, οπότε αυτός σαν ανταμοιβή τους επέτρεψε και εγκαταστάθηκαν στην Σάλπη.

Το 1912 οι Βούλγαροι εξόρισαν όλο το χωριό, εγκαταστάθηκαν για δύο χρόνια στην Κεραμωτή, έμεναν σε αποθήκες και εργαζόταν σε τσιφλίκια μάλιστα ορισμένοι Σαλπιώτες γεννήθηκαν εκεί το 1912 και 1913.

Το 1922 μετά την παραχώρηση της Αν. Θράκης στην Τουρκία ορισμένες οικογένειες Ποντίων εγκαταστάθηκαν για λίγο καιρό στην Σάλπη, εξαιτίας όμως της αυξημένης υγρασίας και του φόβου της ελονοσίας εγκατέλειψαν την περιοχή και εγκαταστάθηκαν στους Υφαντές και στην Κομοτηνή.

Όταν εγκαταστάθηκαν το 1923 στην Μέση οι πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια οι κάτοικοι εκκλησιάζονταν και θάβονταν στην Σάλπη επειδή δεν είχαν δικιά τους εκκλησία και νεκροταφεία. Το 1932 σε Κοινοτικό Συμβούλιο της Σάλπης έχουμε πρόεδρο τον Μιχαήλ Καρύδα, αντιπρόεδρο τον Γρηγόριο Γεωργουλιό και τρεις μουσουλμάνους συμβούλους με γραμματέα τον Χρήστο Μπίλλο.

Στον οικισμό πάντα οι χριστιανοί μένανε στην μέση, στην μια άκρη έμεναν οι μουσουλμάνοι και στην άλλη οι Κιπτή και οι Ρομά. Το 1952-53 πήραν εντολή οι μουσουλμάνοι από τους δύο Αγάδες τσιφλικάδες τον χωριού τους οποίους σέβονταν και υπάκουαν, αφού πούλησαν τα σπίτια τους και τα χωράφια τους άρχισαν να φεύγουν από το χωριό με μισή καρδιά. Έφευγαν από το χωριό κλαίγανε και οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι. Μέχρι το 1954 είχαν φύγει όλοι. Οι χριστιανοί δεν είχαν κανένα πρόβλημα μαζί τους συνυπήρχαν όλοι ειρηνικά. 

Σήμερα στα νεκροταφεία τους θάβονται οι Κιπτή και οι Ρομά. Όταν έφυγαν οι μουσουλμάνοι το μέρος το αγόρασαν οι Σαρακατσάνοι που ήρθαν στο χωριό. Οι χριστιανοί στην Σάλπη όλα τα χρόνια ήταν περισσότεροι από τους μουσουλμάνους.

Στο χωριό υπάρχουν 4 εκκλησίες. Η κεντρική του Αγίου Αθανασίου, η δίπλα στου Αγίου Φανουρίου, της Ζωοδόχου Πηγής στα νεκροταφεία και το πολύ παλαιό εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου έξω από το χωριό.

Το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου παραμένει στην θέση του, εκεί που λέγεται ότι βρέθηκε η εικόνα του Αγίου.

Η κεντρική εκκλησία του χωριού ο Άγιος Αθανάσιος σύμφωνα με ιστορικούς ήταν κτισμένη τον 16ο αιώνα περίπου. Ήταν πέτρινη. Για πάτωμα είχε λαξευμένες πλάκες. Οι κολώνες ήταν μαρμάρινες όλες με αγιογραφίες. Όλη η εκκλησία ήταν αγιογραφημένη. Δεν είχε τρούλο. Σε όλο το ταβάνι οι αγιογραφίες ήταν πάνω σε δέρμα. Το τέμπλο ήταν ξύλινο, σκαλιστό και οι εικόνες του ήταν παμπάλαιες! Κάποια χρονιά γκρέμισαν τον νάρθηκα και πρόσθεσαν ένα πρόσθετο μέρος. Τότε έκτισαν και το καμπαναριό που στη βάση του βρισκόταν η είσοδος του ναού. Μπαίνοντας στο ναό δεξιά με σκάλες ανέβαιναν οι γυναίκες στον γυναικωνίτη ενώ οι άνδρες έμεναν κάτω. Η εικόνα του Αγίου βρισκόταν μόνιμα τοποθετημένη στον γυναικωνίτη. Στην εκκλησία υπήρχαν πολλά παλαιά χειρόγραφα, εικόνες παλιές, παλιά εκκλησιαστικά ιερά σκεύη, παλιά ευαγγέλια, μανουάλια, πολλά αρχαία είχε μέσα η εκκλησία.

Κάποτε αποφασίστηκε να κατεδαφιστεί γιατί έσταζε η οροφή. Την έβγαλαν ακατάλληλη και την κατεδάφισαν με εντολή των "ιερωμένων" της τότε Μητρόπολης, είχαν όμως το σχέδιό τους. Τελικά 3 μέρες βαρούσαν και δεν έπεφτε. Ύστερα φέρανε τις φαγάνες και τα φορτηγά και την αποτέλειωσαν.

Όλα τα παλιά αντικείμενα, εικόνες, ιερά σκεύη, βιβλία, χειρόγραφα τα φόρτωσαν και τα εξαφάνισαν. Σε ερώτηση που τα πάτε είπαν "Στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Κομοτηνής". Το παλιό τέμπλο πετάχτηκε στην αυλή της Εκκλησίας. Οι θεοσεβούμενοι χωρικοί πήραν από ένα κομμάτι, ένα ξυλάκι για φυλακτό. Εντάξει οι χωρικοί ήταν αγράμματοι. Αυτοί όμως οι ειδήμονες της τότε μητρόπολης οι "θεοσεβούμενοι" πως πέταξαν αυτό το αρχαίο ιερό τέμπλο και που έχουν μεταφέρει όλα αυτά τα ιερά της Εκκλησίας; Κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει έρευνα από τον άξιο Μητροπολίτη μας. Επειδή μια κακουργηματική πράξη σαν αυτή δεν έχει ημερομηνία λήξης θα πρέπει να ενημερωθεί ο λαός της Ροδόπης και ειδικά της Σάλπης που βρίσκονται όλα αυτά τα ιερά κειμήλια που αφαίρεσαν με τόσο περίεργο τρόπο που μας βάζει σε αμαρτωλές σκέψεις και σηματοδοτούν ενέργειες που δεν κάνουν ούτε οι τελευταίοι αγιογδύτες.

Μάλιστα και ο δραστήριος Σύλλογος του χωριού να κάνει έρευνα και να τα αναζητήσει που βρίσκονται όλα αυτά και αν βρίσκονται σε κάποια μητρόπολη των Αθηνών ή σε κάποιο υπόγειο να απαιτήσουν να επιστραφούν στον τόπο τους ως ανθεκτικά κειμήλια των προγόνων της Σάλπης ο επαναπατρισμός τους επιβάλλεται. Οι Σαλπιώτες σε κάθε δύσκολη στιγμή τους το όνομα του Αγίου Αθανασίου επικαλούνται. Πολλά είναι τα θαύματά του, πολλοί τον έχουνε δει μπροστά τους.

Η εικόνα του Αγίου είχε βρεθεί όπου και φυλάσσονταν στο ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου που το έχτισαν τα παλιά χρόνια προς τιμή του. Όταν όμως έχτισαν την νέα εκκλησία στο χωριό μετέφεραν και την εικόνα του Αγίου. Την επομένη όμως όπως και πολλές φορές ακόμη επέστρεφε θαυματουργά στο ξωκλήσι ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησε.

Μια χρονιά υπήρχε μεγάλη ανομβρία στο χωριό. Έκαναν λειτουργία και ξεκίνησαν την λιτανεία έχοντας μπροστά στην πομπή την θαυματουργή εικόνα του Αγίου, πριν τελειώσει άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Οι Σαλπιώτες λένε ο Άγιος πάντα μας ακούει. Πολλές φορές είδαν οι χωριανοί ένα "φως" που σταματούσε πάνω στον τρούλο. Άλλες φορές πηγαινοέρχονταν από την εκκλησία στο ξωκλήσι. Επίσης πολλές φορές ακούγανε τα βήματα του Αγίου μέσα στην Εκκλησία.

Δεν υπάρχει σπίτι ντόπιου στο χωριό να μην έχει ένα αρχαίο όνομα, όπως Μενέλαιος, Ηρακλής, Τηλέμαχος, Διομήδης, Ευριπίδης, Αλκιβιάδης, Ορέστης, Λεωνίδας, Οδυσσέας, Αριστοτέλης, Αλέξανδρος, Φίλιππος, Αριστείδης, Μέλανδρος, Ξενοφών, Περικλής, Κλεάνθης, Σωκράτης, Μιλτιάδης, Νεοπτόλεμος, Πηνελόπη, Άρτεμις, Ναυσικά, Κλυταιμνήστρα Αντιγόνη, Ανδρομάχη, Ολυμπιάδα, Πολυξένη,  Λεοντία, Ευανθία, Καλλιρόη, Ευδοκία, Ευδοξία, Παρθενόπη, Ιφιγένεια, Αρετή, Κλεονίκη, Χαρίκλεια και άλλα. Όλα αυτά τα ονόματα τα συναντάμε και στην Μαρώνεια.

Επώνυμα ντόπιων έχουμε τους: Σταυρόπουλο, Δωρόπουλο, Σεβαστούδη, Τιανούδη, Αμυγδαλούδη, Τσιβή, Καραπαναγιώτη, Εμμανουήλ, Κατρατζή, Καρύδα, Κάρρα, Κουρή, Κυμπάρη, Κιοσσέ, Τσιουλάγκα, Τσάκατο, Γεωργουλιό, Κατίου κλπ. Με παντριές με τον Ίασμο είναι τα επίθετα Λαφτσής, Κιουπτσής, Νασούδης.

Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες να κτίσουν τα γύρω χωριά η Σάλπη ξεχώριζε.
Το ντύσιμο, το φέρσιμο, οι τρόποι, ήταν πάρα πολύ εξελιγμένοι. Είχε πολλά μαγαζάκια και κέντρα διασκεδάσεως 16 στο σύνολο. Είχε δύο φούρνους, βυρσοδεψείο, ραφείο, κρεοπωλείο, τσαγκαράδικο, ξυλουργείο, σιδηρουργείο, το χωριό το έλεγαν μικρό Παρίσι. Νύφες και γαμπρούς δίνανε και παίρνανε μόνο από τον Ίασμο. Τα ρούχα τους και η προφορά της γλώσσας ήταν ίδια. Τα προσφυγικά χωριά δεν τα υπολόγιζαν. Σιγά - σιγά όμως μετά από κάποια χρόνια άρχισαν να παντρεύονται και μεταξύ τους.

Ορισμένοι Σαλπιώτες είχαν διώροφα σπίτια. Όπως ο Τσιβής, ο Σταυρόπουλος και ο Καραπαναγιώτης. Ο επάνω όροφος χώριζε από τον κάτω με μια ξύλινη καταπακτή - πόρτα που την έλεγαν "κλαβανί". Τα σπίτια ήταν όμορφα αρχοντικά με χαγιάτια. Πάνω από την κύρια είσοδο είχαν διάφορα ξύλινα σκαλιστά όμορφα σχέδια.

Από το χωριό περνούσαν πολλά καραβάνια με καμήλες. Τις καμήλες τις αραδιάζανε από την μια άκρη του χωριού στην άλλη. Μέχρι το 1953-1954 μετακινούνταν με βοϊδάμαξες, ύστερα βγήκε η πρώτη συγκοινωνία στο χωριό.

Στη νότια πλευρά της Σάλπης βρίσκεται η λίμνη Βιστωνίδα. Είναι ένας από τους 11 υγροβιότοπους διεθνούς σημασίας της Ελλάδας (γνωστός ως υγρότοπος Ramsar). Έχει μέσο βάθος 2,5 μέτρα. Στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης συναντώνται 350 φυτικά είδη.

Έχουν καταγραφεί 34 είδη ψαριών, 9 είδη αμφιβίων, 22 είδη ερπετών, 24 είδη θηλαστικών και 227 είδη πουλιών.

Πριν χρόνια στην Σάλπη υπήρχαν πολλά κοπάδια βουβαλιών που βοσκούσαν γύρω και στις άκρες της λίμνης.
Γύρω στο 1930 εγκαταστάθηκαν στην Σάλπη και οι Σαρακατσάνικες οικογένειες του Κουτρουλού και του Κοτσαμπάση. Γύρω στο 1950 ερχόμενοι από τα Τσελιγκάτα της Δράμας εγκαταστάθηκαν και οι Σαρακατσάνικες οικογένειες του Σκαμνού Γεώργιου, του Ζάρα Ζήση και Κώστα, του Καρανάσιου Γιάννη, του Καραμπούτη Θανάση, του Πιλαρινού Νίκου, του Τσάκαλου Γεώργιου και Γιάννου, του Ράφτη Βασίλειου με τα παιδιά του (Μπούτηλης) Χρήστος και ο Σταύρος Ράφτης, ο Φαλέκας Δημήτριος, Παναγιώτης και Πέτρος, ο Μακρής Σπύρος, οι Γκασνταραίοι, Μουτσιαναίοι, Νταλακραίοι Γιώργος και τα παιδιά του Μήτρος και Θεόδωρος, ο Φαλέκας Χρήστος, ο Ντόντης Γιάννης και Κώστας, του Καραδήμου Κωνσταντίνου (Καραντώνη) που αργότερα ονομάστηκε Καραγιάννης Δήμος, ο γιος του οποίου (Καραγιάννης Δημήτριος) διετέλεσε πρόεδρος και ένας εκ των ιδρυτών του συλλόγου των εν Θράκη διαβιούντων Σαρακατσαναίων κι εκδότης της πρώτης πανελλήνιας εφημερίδας Σαρακατσάνων Ελλάδας (η Ηχώ των Σαρακατσάνων).

Από την Λήμνο εγκαταστάθηκε και η οικογένεια Χοχλιού, όπως εδώ και μερικά χρόνια ορισμένες οικογένειες Ποντίων από την τέως Σοβιετική Ένωση.

Μόλις ανακηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, έγινε επιστράτευση χτυπούσαν οι καμπάνες όλο το χωριό μαζεύτηκε και ξεπροβόδισε τα παλικάρια. Δυστυχώς ορισμένοι δεν γύρισαν πίσω ζωντανοί. Στην πλατεία του χωριού ανεγέρθηκε ηρώο προς τιμή των θανόντων ηρώων όλων των χρόνων που είναι οι εξής: Ηρακλής Λ. Κατρατζής σκοτώθηκε το 1912, Πέτρος Δ. Παλλαβογιούκης σκοτώθηκε το 1922, Αμυγδαλούδης Θωμάς του Κωνσταντίνου σκοτώθηκε στις 10-3-1940 και Κωνσταντίνος Μπαχτσεβάνης σκοτώθηκε το 1941.

Κατά την βουλγαρική κατοχή 1941-1944 ήλθαν οι Βούλγαροι στο χωριό διάλεξαν τα καλύτερα σπίτια και εγκαταστάθηκαν μέσα. Έπαιρναν τις σοδιές, βασάνιζαν τον κόσμο, έστελναν ντουρντουβάκια στην Βουλγαρία. Τους έδιναν 600 γραμμάρια καλαμποκίσιο αλεύρι, συμπληρώνανε την τροφή τους με χόρτα που μάζευαν από τους αγρούς. Αναγκάζονταν να κάνουν κρυψώνες και να "κλέβουν" μέρος της σοδιάς τους κρύβοντάς την εκεί.
Μια φορά βρήκαν οι Βούλγαροι ένα παλιό όπλο σε έναν χωρικό. Τότε τον πήγανε στο σχολείο και τον έδερναν όλοι μαζί, όταν τον άφησαν δεν γνωριζότανε! Σφάξανε οι συγγενείς του ένα μοσχάρι και τύλιξαν το μελανιασμένο κορμί του για να πάρει τον πόνο.

Στα τέσσερα χρόνια που έμειναν οι Βούλγαροι στο χωριό, δίδασκαν υποχρεωτικά την βουλγαρική γλώσσα. Στους γάμους έδιναν τα σπίτια των Σαλπιωτών που είχαν επιτάξει προίκα στους γαμπρούς τους.

Έθιμα
Την πρώτη μέρα του χρόνου μετά την λειτουργία έπαιρναν από την αυλή της εκκλησίας ένα πετραδάκι και το φύλαγαν μέσα στο σπίτι για να είναι όλη η οικογένεια γερή όπως η πέτρα. Τα κάλαντα τα έλεγαν παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς το βράδυ.

Η ανταμοιβή ήταν φρούτα και μικρής αξίας χρήματα. 

Ο Πολιτιστικός Σύλλογος που ιδρύθηκε το 1994 αποτελείται από πολλά μέλη, είναι δραστήριος, οργανώνει και συμμετέχει σε όλες τις δραστηριότητες που αφορούν το χωριό. Επίσης διοργανώνει τα δύο μεγάλα πανηγύρια του Αγίου Αθανασίου στην αίθουσα του συλλόγου και του Αγίου Φανουρίου στην κεντρική πλατεία του χωριού.

Στην γιορτή του Αγίου Αθανασίου στις 2 Μαΐου γινόταν και γίνεται μεγάλο πανηγύρι με χορούς, φαγητά και ποτό. Μετά την λειτουργία γίνεται δημοπρασία προβάτων προσφορά των βοσκών του χωριού. Τα χρήματα της δημοπρασίας, ενισχύουν το ταμείο της εκκλησίας.

Όταν εορτάζει ο Άγιος Φανούριος οι νοικοκυρές πάνε στην εκκλησία τις φανουρόπιτες. Αμέσως μετά τις μοιράζουν στους πιστούς και εν συνεχεία γίνεται λαϊκό γλέντι με άφθονο φαγητό και ζωντανή μουσική.

Φορεσιές των Σαλπιωτών
Η παραδοσιακή ενδυμασία της Σάλπης ήταν αστικού τύπου. Η γιορτή φορεσιά των γυναικών αποτελούνταν από μακριά ατλαζένια φούστα με πολλές πιέτες, βελούδινο μακρυμάνικο γιλεκάκι βυσσινί σκούρου χρώματος, άσπρο πουκάμισο στον κόρφο είχε πιέτες.

Τα μαλλιά τα χτένιζαν χωρίστρα και τα έκαναν 2 μακριές πλεξούδες στην άκρη τις έδεναν με δύο μεγάλους φιόγκους, κοντά μαλλιά δεν υπήρχαν τότε. Από πάνω έδεναν το τσιμπέρι μεταξωτή μονόχρωμη μαντήλα με δαντελένιο τελείωμα. Παπούτσια φορούσαν δετά, αγοραστά από τον τσαγκάρη. 

Τον χειμώνα φορούσαν ένα μακρύ παλτό από τσόχα. Μέσα είχε επένδυση από χοντρή γούνα. Για καθημερινά ρούχα φορούσαν μακριές φούστες ραμμένες σε πιο απλή γραμμή, με πιο απλά υφάσματα. Άσπρο πουκάμισο και το γιλεκάκι τους, ποδιά φορούσαν για τις δουλειές, ποτέ με τα γιορτινά και τσεμπέρι στο κεφάλι. 

Οι άνδρες φορούσαν πουτούρια μαύρα, άσπρο πουκάμισο με παπαδίστικο γιακά και γιλέκο μαύρο με κόκκινα μάλλινα ζωνάρια. Εκεί κρεμούσαν το ρολόι τους με αλυσίδα και το κομπολόι τους. Παπούτσια φορούσαν γεμενιά. Αργότερα όταν εγκαταλείφτηκαν τα πουτούρια φόρεσαν "κιλότες" όπως το κρητικό παντελόνι με τις πιέτες.

Λόγω του ανεβασμένου επιπέδου τους οι Σαλπιώτες πολύ γρήγορα εγκατέλειψαν την παραδοσιακή ενδυμασία τους υιοθετώντας την ευρωπαϊκού τύπου. Ορισμένοι όμως μέχρι το τέλος της ζωής τους δεν εγκατέλειψαν την φορεσιά τους. Οι παππούδες Ακσωτήρς, ο Αλεξιάκος, ο Δωρόπουλος ο γκαϊντατζής και οι γιαγιάδες Ξανθούλα, Πιπίνα και η Καρύδενα μέχρι το τέλος της ζωής τους δεν τα αποχωρίστηκαν. Υπήρχε τότε και ένα κακό έθιμο που όποιος πέθαινε του έκαιγαν τα ρούχα. Δυστυχώς δεν σώζεται ούτε μια φορεσιά στην Σάλπη.

Στο χωριό λειτουργεί και Λαογραφικό Μουσείο, περιέχει μεγάλο αριθμό φωτογραφιών, παλιά έπιπλα, καθημερινά εργαλεία, ιερατικά άμφια και άλλα.

Από την Σάλπη κατάγεται και ο μοναχός Αρσένιος κατά κόσμο Αθανάσιος Βίστας ήταν θεολόγος που δίδασκε την αγάπη και την αλληλεγγύη για τον πλησίον. Μόνασε στον Άγιο Όρος που όταν ζούσε και όσοι επισκέπτονταν τον Άγιο Παΐσιο εκείνος τους έλεγε "Γιατί ήρθατε σε μένα να πάτε στον Θανάση έχετε Άγιο κοντά σας". Όλοι σήμερα έχουν να πουν έναν καλό λόγο για τον μοναχό Αρσένιο.

Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Ιωάννη Σιγούρο σχολικό σύμβουλο, Βαγγέλη Δωρόπουλο, Μαριάνθη Σουργουτζίδου και ειδικά τον ερευνητή Νομικό επιστήμονα Νικόλαο Καρανάσιο του Κωνσταντίνου τον παππού Σωτήριο Σταυρόπουλο και την γιαγιά Ολυμπία Παγώνη - Δωροπούλου για τις πολύτιμες πληροφορίες που συνέλλεξαν και χάρις σ' αυτούς ολοκληρώθηκε αυτό το γραπτό.

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr