Τα δάνεια της τουρκικής γλώσσας από την ελληνική | xronos.gr
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥΣ

Τα δάνεια της τουρκικής γλώσσας από την ελληνική

31/08/24 - 8:00
Τα δάνεια της  τουρκικής γλώσσας από την ελληνική

Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος

Χιλιάδες οι ελληνικές λέξεις αλλά μόνο 382 παραδέχονται

Πολλές φορές λέμε ότι η τουρκική γλώσσα δάνεισε στους Έλληνες εκατοντάδες λέξεις τις οποίες χρησιμοποιούμε πολύ συχνά στην καθημερινότητά μας. Το αντίθετο όμως ίσως να μη είναι τόσο γνωστό ότι, η ελληνική γλώσσα, πλούσια σε λέξεις και νοήματα, έδωσε πλήθη λέξεων στους Τούρκους.

Σύμφωνα λοιπόν με τη στατιστική του ιδρύματος της τουρκικής γλώσσας του έτους 1998 υπήρχαν 6.455 αραβικές ρίζες, 1.361 περσικές, 4.702 γαλλικές και μόνο 382 ελληνικές, επίσης συνολικά 14.392 ξένες γενικώς ρίζες, ενώ οι τουρκικές ήταν 46.301.

Επίσης οι Τούρκοι μαζί με τους ελληνογενείς επιστημονικούς όρους τους οποίους έλαβαν κυρίως από τα γαλλικά ανάγουν στην ίδια ή σε άλλη ξένη γλώσσα οποιαδήποτε αρχαία ελληνική λέξη έχουν δανειστεί, για ευνόητους λόγους! Όταν λοιπόν την επιστημονική σκέψη όπως διαπιστώνουμε στην Τουρκία την συσκοτίζουν έξω επιστημονικοί και αντιεπιστημονικοί παράγοντες δεν οπισθοδρομεί μόνο η επιστήμη αλλά και άλλες πλευρές στη ζωή της Τουρκίας.

Έτσι λοιπόν οι ελληνικές λέξεις που έχει δανειστεί η τουρκική γλώσσα δεν είναι μόνο 382 όπως μας ενημερώνει εθελοτυφλώντας και έχοντας κόμπλεξ προς την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό το ίδρυμα της τουρκικής γλώσσας, αλλά χιλιάδες.

Γι' αυτό εμείς προς ενημέρωση, σας μεταφέρουμε ένα μέρος των λέξεων χωρίς να δημοσιεύουμε τα χιλιάδες παράγωγά τους, γιατί θα χρειαζόταν ένας ολόκληρος τόμος, επίσης η μεταφορά των λέξεων στο γραπτό μας από την ελληνική στην τουρκική δεν έχει τη σωστή ορθογραφία επειδή τις μεταφέρουμε από την τουρκική λατινική στην ελληνική γραφή.

Αναλυτικά από ελληνικά σε τουρκικά
Άβακας - άμπακας, άβυσσος - αμπίζ, αβουλία - αμπουλί, αδενίτιδα - αντενίτ, αεροβική - αερόμπικ, αεροδυναμική - αεροντινάμικ, αφασία - αφαζί, αφωνία - αφωνί, αφορισμός - αφορόζ, άφθα - αφτ, αφιόνι - αφιόν, αγνωσία - αγνωσί, αγορά - αγκορά, αγραφία - αγκραφή, αγρονομία - αγκρονομί, αχούρι - αχίρ, αχλάδι - αχλάτ, χταπόδι - αχταπότ, ακαδημία - ακαντεμί, ακαδημαϊκός - ακαντεμίκ, ακακία - ακασία, ακροβασία - ακρομπασί, ακροβάτης - ακροβάτ, αχρωματοψία - ακροματοψί, ακρωνύμιο - ακρονίμ, ακρόπολη - ακροπόλ, ακροστιχίδα - ακροσίζ, άξονας (τροχού) - άξον, αξίωμα - αξιγιόμ, ακτινολογία - ακτινολοντζί, ακτινολόγος - ακτινολοντζίκ, ακουστική - ακουστίκ, αλληλογραφία - αλεγορί, αλλεργία - αλερτζί, αλλοτροπία - αλοτροπί, αμαζόνα - αμαζόν, αμφίβιος - αμφιμπί, αμφιθέατρο - αμφιτεάτρ, αμφορέας - αμφορά, αμοιβάδα - αμπίπ, αμνησία - αμνεζί, αμμωνία - αμονιάκ, όμορφος - όμορφ, αμπούλα - αμπούλ, αμίαντος - αμιάντ, αναβολισμός - αναμπολισμά, ανατολή - αναντολού, αναφυλαξία - αναφυλαξί, ανοιχτήρι - αναχτάρ, αναχρονιστικός - αναχρονίκ, αναλυτής - αναλίστ, αναλγησία - αναλτζίζ, αναλογία - αναλοτζί, ανάμνηση - αναμνεζί, αναρχία - αναρτσί, γλυκάνισο - ανασόν, ανατομικός - ανατομίκ, ανάβαση - αναβατσιά, ανέκδοτο - ανεκντότ, αναιμία - ανεμί, ανεμόμετρο - ανεμομετρέ, αναισθησία - ανεστεζί, αναισθησιολόγος - ανεστελιγκιολοτζίκ, ανεύρισμα - ανέβριζμα, αγγαρεία - ανγκαρία, αγγλοφιλία - ανγκλοφίλ, αγγειογραφία - αντζιογκραφί, αγγειολογία - αντζιγιολοντζί, αγκύλωση - ανγκιλόζ, ανωμαλία - ανομαλί, ανώνυμος - ανομίμ, ανόργανος - ανοργκανίκ, ανταγωνιστής - ανταγκονίστ, ανταρκτική - ανταρκτίκ, αντιβιοτικός - αντιμπιοτίκ, αντιδημοκρατικός - αντιντιμοκρατίκ, ανθυγιεινός - αντιθιγενίκ, αντίγονο - αντιζέν, αντικυκλώνας - αντικικλόν, αντιλόπη - αντιλόπ, αντινομία - αντινομί, αντιπάθεια - αντιπατί, αντισηψία - αντισεψί, αντίθεση - αντιτέζ, αντιτοξίνη - αντιτοξίν, ανθολογία - αντολοτζί, ανθρακίτης - αντρακίτ, ανθρωπολογία - αντροπολογκί, αορτή - αόρτ, αποκαλυπτικός - αποκαλιπτίκ, απόκρυφος - αποκρίφ, αποχή - αποτσί, απραξία - απραξί, αψίδα - απσίζ, αποκριά - αποκριά, αραιόμετρο - αερόμετρε, αργόν - αργκόν, αριστοκρατία - αριστοκράτ, αριθμητική - αριτμιτίμ, αρρυθμία - αριτμί, αρχείο - αρτσίβ, άρθρωση - αρτρόζ, ασβέστης - ασμπέστ, άσφαλτος - ασφάλτ, ασύμμετρος - ασιμετρί, αστιγματισμός - αστιγμάτ, αστσροφυσικό - αστσροφιζίκ, αστρολόγος - αστρολόγ, αστρονόμος - αστρονόμ, αθεϊστής - ατείστ, αθερίνα - ατερίνα, αιματολογία - χεματολοτζί, αστακός - αστακόζ, άτλαντας - άτλας, αθλητής - ατλέτ, ατμόσφαιρα - ατμοσφέρ, άτομο - άτομ, αισθητικός - εστετίκ, αιθέρας - εθέρ, αφέντης - αφέντ, αγκινάρα - ενγκινάρ, αρμονία - χαρμονί, αγίασμα - ατζίασμα, άζωτο - αζότ.

Βακτήριο - βακτερί, βάλσαμο - μπελσέμ, βαρύτονος - μπαρίτον, βάρβαρος - μπαρμπάρ, βαρόμετρο - μπαρόμετρε, βάση - μπαζ, βασιλική - μπαζιλίκα, βιβλιόφιλος - μπιμπλιοφίλ, βιοενέργεια - μπιγιοένερτζι, βαθυσκάφος - μπατισκάφ, βυθόμετρο - μπατιμετρέ, βιβλιοθήκη - μπιμπλιγιοτέκ, βιογραφία - μπιγιογράφ, βιολόγος - μπιγιολόγκ, βιοψία - μπιγιοψί, βοτανική - μποτανίκ, βρε - μπρέ, βρόμιο - μπρόμ, βρογχίτιδα - μπροντσίτ.

Δακτυλογράφος - ντακτιλογκράφ, δάφνη - ντέφνε, δέκα γραμμάρια - ντέκαγκράμ, δεκάλιτρο - ντεκάλιτρε, δέκαθλο - ντέκατλον, δημαγωγία - ντεμαγοτζί, δεμάτι - ντεμέτ, δημιουργός - ντιμιουργός, δημοκρατία - ντιμοκρασί, δημοκράτης - ντιμοκράτ, δεοντολογία - ντεολοτζίκ, δερματολόγος - ντερματολοτζί, δεσπότης - ντεσπότ, διασπορά - ντιασπορά, διεφθερίτιδα - ντιφτερί, δίφθογγος - ντίφθογκ, δίλημμα - ντίλεμα, δυναμικός - ντιναμίκ, δυναμίτης - ντιναμίτ, δυναμό - ντιναμό, δεινόσαυρος - ντινοζόρ, δίπλωμα - ντίπλωμα, διπλωματία - ντιπλομασί, δικράνι - ντιρέν, δίσκος - ντισκ, διάφραγμα - ντιγιαφράμ, δισκοτέκ - ντίσκ, διαχρονικός - ντιακρονί, διάλεκτος - ντιαλέκτ, διάλογος - ντιαλόγκ, δίαιτα - ντίγετ, δόση - ντοζ, δράκος - ντράγκον, δραματικός - ντραματίκ.

Εγκεφαλίτιδα - ανσεφαλίτ, εγκυκλοπαίδεια - ανσικλοπεντί, εντερίτιδα - εντερίτ, εγωϊστής - εγοΐστ, έκζεμα - έγκζεμα, ηχώ - έκο, οικολόγος - εκολόγκ, ελαστικό - ελαστίκ, εμβρυολογία - εμπριολοτζίκ, ενδοκρινολόγος - εντοκρινολοτζίκ, ενέργεια - ένερτζι, εντομολογία - εντομολοντζίκ, ένζυμο - ένζιμ, επιδημιολογία - επιντεμολοτζί, επιληψία - επιλεψί, έρως - έρος, έμβλημα - άμπλεμ, εθνικός - ετνίκ, εθνογραφία - ετνογραφογία, ελικόπτερο - χελικοπτέρ, είδωλο - ίντολ, ειρωνία - ιρονί.

Ηχώ - έκο, ηλεκτρικό - ελεκτρίκ, ηρωίνη - χεροΐν, ηπατίτιδα - χιπατίτ.
Ζευγάρι (ζώων) - τσιβγάρ.

Ιπποπόταμος - χιποποποτάμ, ιδέα - ιντέα, ισοβαρής - ιζοβάρ, κεφάλι - καφά, κακοφωνία - κακοφονί, κόπρανα - κακά, καναπές - καναπέ, καλλιγραφία - καλιγκραφή, καμπούρης - καμπούρ, καρδιακός - καρντιγιάκ, καφίτσα - καρφίτσε, κάρτα - κάρτ, κατάλογος - καταλόγκ, κάβουρας - τσαγανός, κρεβάτι - κερεβέτ, κλειδί -κιλίτ, κιλό - κιλό, κεράσι - κιράζ, κρίση - κριζ, κεραμίδι - κιριμίτ, κλινική - κλινίκ, κωμικός - κωμίκ, κουκουνάρι - κοκνάρ, κόσμος - κόζμος, κροκόδειλος - κροκοντίλ, κουτί - κουτού, κοντάκι - κοντάκ, κριτικός - κριτίκ, κρύσταλλο - κριστάλ, κώνος - κον, κρατήρας - κρατέρ, κοσμογονία - κοζμογονί, κωμωδία - κομεντί, κωλικός - κολίκ, κύστη - κίστ, κλειτορίδα - κλιτορίζ, καρχαρίας - χαρχαρίας, κεφάλι (ψάρι) ακεφάλ.

Μπιζέλι - μπεζέλ, μπουντρούμι - μπουτρούμ, μπόρα - μπόρα, μπάνιο - μπάνιο, μπαρούτι - μπαρούτ.

Ξενοφοβία - ξενοφομπί.

Οικονομία - εκονομί, ορμόνη - χορμόν.

Πιπέρι - μπιμπέρ, πλιγούρι - μπλιγκούρ.

Συμπόσιο - τσουμπούς, σχάρα - ιζκγάρα, σκελετός - ισκελέτ, σπαθί - ισπατί, Σαμοθράκη - Σεμετρέκ.

Τσανάκι - τσανάκ, τσιγγάνος - τσιγκενέ, τσιπούρα - τσιπούρα, τσίρος - τσίροζ, ταγάρι - ταγάρ.
Υδροδυναμική - χιντροντινάμικ, υδρογραφία - χιντρόγκραφι, υγιεινή - χιγίν, ύπνωση - χιπνόζ, υστερία - ιστερί.

Φαγκρί - φανγκρί, φαρυγγίτιδα - φαρεντζίκ, φαρμακολογία - φαρμακολοτζί, φασόλι - φασουλιγέ, φανάρι - φενέρ, φουντούκι - φιντίκ, φιστίκι, φιστίκ, φυτό - φιντάν, φιλάνθρωπος - φιλαντρόπ, φιλαρμονική - φιλαρμονίκ, φυλλοξήρα - φιλοξέρα, φιλόλογος - φιλολοτζί, φιλόσοφος - φιλόζοφ, φούσκα - φίσκε, φυσική - φιζίκ, φυσιοθεραπεία - φιζιοτεραπί, φλεβίτιδα - φλεβίτ, φλεγμονή - γλιγμόν, φύκια - φικ, φωνόγραφος - φωνογράφ, φώσφορος - φωσφόρ, φωτογραφία - φωτογράφ, φωτοτυπία - φωτοκοπί, φωτομετρία - φωτομετρί, φωτόσφαιρα - φωτοσφέρ.

Χάος - κάος, χοληδόχος - κολιντόκ, χλώριο - κλόρ, χαρακτήρας - καρακτέρ, χημειοθεραπεία - κιμοτέραπι, χρονολογία - κρονολοτζίκ, χρώμιο - κρόμ, χρυσάνθεμο - κριζαντέμ, χορωδία - κορό, χυμός - κιμούς, χιλιόμετρο - κιλιόμετρε, χιλιόγραμμο - κιλογκράμ.

Τέλος, την ελληνική γλώσσα από τα αρχαία χρόνια με τις πλούσιες λέξεις της και τα παράγωγά της την έχουν χρησιμοποιήσει όχι μόνο οι Τούρκοι και ας μη το παραδέχονται, αλλά και πολλοί άλλοι λαοί παίρνοντας ρίζες των λέξεων της, είτε ολόκληρες σχηματίζοντας νέες λέξεις αποδίδοντάς τες στο λεξιλόγιό τους. Την ελληνική την χρησιμοποιούν στην Ιατρική, στην αστρονομία, και αλλού. Κείμενα της ελληνικής γλώσσας υπάρχουν ήδη από τον 15ο αιώνα π.Χ. στο ελληνικό αλφάβητο επίσης βασίζεται το λατινικό που χρησιμοποιούν πολλά κράτη όπως και οι Τούρκοι, το κυριλλικό, το κοπτικό, το γοτθικό και το αρμενικό, είναι γνωστό επίσης ότι και η καινή διαθήκη γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα και ύστερα μεταφράστηκεσε άλλες γλώσσες.

Πηγή tanea.gr

Live ενημέρωση

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr