Στα «μαχαίρια» Γκαράνης - Καρασταύρου στον Δήμο Κομοτηνής
Διακόσια χρόνια από τη θέσπιση ενός ορόσημου για την ελευθερία του ανθρώπου
Γράφει ο Σ. Μηναΐδης, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
- Η δουλεία (συναφώς, ειλωτεία ή εξανδραποδισμός), που αποτελεί την έσχατη απαξίωση της ανθρώπινης υπόστασης και αξιοπρέπειας, εφαρμόζεται -από τους προϊστορικούς χρόνους- ως κοινωνικοπολιτικός θεσμός δομημένος στη βίαιη εκμετάλλευση (= στο «δεσπόζειν») του ανθρώπου από τον συνάνθρωπό του, παρότι δεν διαφέρουν (= δεν ιεραρχούνται) κατά τη φύση τους.
Σύμφωνα με τους θιασώτες του θεσμού, τα υποκείμενά του δεν ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά είναι έμψυχα όργανα ή κτήματα κατά κυριότητα άλλων, δεκτικά υπαγόρευσης και εκτέλεσης παντοειδούς μορφής επιτακτικών εντολών, ιδίως εργασιακής φύσης. Τούτο προκύπτει μέσω της υποβάθμισής τους σε άλογα όντα, που υφίστανται, αλλά δεν δύνανται να διεκδικήσουν ακόμη και τα στοιχειώδη, πέραν αυτών που καθορίζει ως «δέοντα» ο εκάστοτε δυνάστης τους.
Ως δικαιολογητικά ερείσματα της δουλείας προβλήθηκαν, διαχρονικά, νομοτέλειες των κοινωνικών ομαδοποιήσεων, που διαφοροποιούσαν τους ανθρώπους σε κύριους και δούλους, με σκοπό την ικανοποίηση «αλληλοεξυπηρετούμενων» αναγκών («συμβιωτική») ή αντίστοιχων μονομερών («παρασιτική»).
Βαθμιαία, η εφαρμογή του απάνθρωπου θεσμού επεκτάθηκε χωρικά αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό με την ανάπτυξη της τεχνολογίας• ιδίως, επικεντρώθηκε στην απηνή εκμετάλλευση αιχμαλώτων εμπόλεμων συρράξεων. Σημαντικά έργα των ηγεμόνων της αρχαιότητας αποδίδονται στη μέχρι βιολογικής εξόντωσης χρησιμοποίηση των δουλικών όντων, ως φορέων «αστείρευτης» πηγής ενέργειας και δημιουργίας. Μορφή δουλείας συνιστούσε και ο «δανεισμός επί σώμασι» του δανειολήπτη για χρέη του προς τον δανειστή, την οποία κατάργησε ο Σόλων με τη νομοθεσία της «σεισάχθειας» («σείω» + «άχθος») στην Αθήνα, χωρίς όμως να γενικευθεί η εξάλειψη του αποτρόπαιου θεσμού. Ενώ, η δουλοπαροικία (= η κατάσταση δούλου, ο οποίος δεν ανήκει στον κύριό του, αλλά στη γη που καλλιεργούσε), τα υποκείμενα της οποίας κατατάσσονταν κοινωνικά μεταξύ του κατά κυριολεξία δούλου και του (ημι)ελεύθερου πολίτη, συναντάται, κυρίως, την εποχή του φεουδαλικού μεσαίωνα. Ο θεσμός της δουλοπαροικίας, που αντικατέστησε τη δουλεία, ατόνησε στη Γαλλία με την επανάσταση του 1789 και στη Γερμανία το 1848.
Η επάνοδος και επίταση της δουλείας στην επαχθέστερη μορφή της παρατηρείται, ιδίως, μετά την εντατικοποίηση της αποικιοκρατικής πολιτικής στις νέες χώρες, που επιβλήθηκε από ευρωπαϊκά κράτη, στους αυτόχθονες λαούς της Ασίας, Αφρικής και Αμερικής. Και τούτο, παρότι η κατάργησή της προβλεπόταν στο άρθρ. 18 εδ. α΄ της Γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του Συντάγματος της 24ης Ιουνίου 1793 («Touthommepeut engagerses services, sontemps; maisilne peutsevendre, ni êtrevendu; sapersonne n’estpasunepropriété aliénable”) και του άρθρ. 6 τoυ Γαλλικού Συντάγματος 1848 («L΄esclavage ne peutexi stersuraucuneterre franaise»).
Ενώ, η ατολμία στην κατάργηση του εξανδραποδισμού, κατά τη σύσταση των ομόσπονδων πολιτειών της Αμερικής, συνέτεινε στην κήρυξη εμφυλίου πολέμου (1861 - 1865), που κατέληξε μεν στην απελευθέρωση χιλιάδων δούλων, αλλά με τίμημα ένα εκατομμύριο περίπου νεκρούς και δυσαναπλήρωτο οικονομικό κόστος. Απόρροια της εν λόγω εξέλιξης υπήρξε η 13η τροποποίηση (1865) του Συντάγματος των ΗΠΑ: «Neither slavery nor involuntary servitude, (…) shall exist within the United States, or any place subject to their jurisdiction» . - Οι επακόλουθες αναλύσεις του θεσμού της δουλείας -που επικεντρώνονται στην ελληνική επικράτεια, ιδίως, κατά την περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα του 1821- εκκινούν με την κριτική ανάλυση αποσπασμάτων περί αλυτρωτισμού επιλεγμένων από έργα εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Τα σχετικά κείμενα περιέχουν παραινέσεις για την κατάργηση του επαίσχυντου θεσμού που επέβαλε η οθωμανική δεσποτεία και την επιδίωξη πραγμάτωσης της ελευθερίας και της πολιτειακής οργάνωσης των Νεοελλήνων, κατά τα πρότυπα ενός φιλελεύθερου και δημοκρατικού πολιτεύματος.
Τα συμπεράσματα των αναλύσεων επέχουν θέση προϊδεασμού για την επα
κόλουθη ερμηνευτική προσέγγιση της διάταξης του άρθρ. θ' Συντάγματος του Άστρους (1823), το οποίο:
Α) προέβλεπε την απαγόρευση της δουλείας, και
Β) προέβαλε πρότυπο ελευθερίας, ικανό:
α) να καθοδηγεί τις πολιτικές επιλογές ενός φιλελεύθερου και δημοκρατικού κράτους,
β) να αμβλύνει τα πάθη και το εκδικητικό μένος των διατελεσάντων υποτελών του Οθωμανού δυνάστη,
γ) να επιβεβαιώνει την κυριαρχία του πνεύματος ανθρωπισμού, με απώτερη επιδίωξη
δ) να δημιουργήσει μια νέα κοινωνική ηθική.
Η ανωτέρω διάταξη αντικατόπτριζε τις προθέσεις της ανεξάρτητης ελληνικής πολιτείας να αντιμετωπίσει, ιδίως, τους τέως δυνάστες των πολιτών της κατά τρόπο προσιδιάζοντα στους πολιτισμένους λαούς. Τούτο καθίσταται εναργές μέσω της σύγκρισης της κοινωνικοπολιτικής χειραφεσίας, που προέβλεπε η ελληνική πολιτεία με τη ζοφερότητα του παρακμάζοντος οθωμανικού δεσποτισμού.
Η ισχύς της εν λόγω διάταξης μεσούντων των επαναστατικών διαδικασιών καταδείκνυε, επίσης, τον συγκερασμό της φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης με την ιδεολογία της εθνικής αυτογνωσίας που συνέτεινε στην υπέρβαση της αντινομίας μεταξύ των διανοητών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και της κοινωνικής του βάσης, η οποία διακρινόταν για τις αναχρονιστικές αντιλήψεις της.
Άλλωστε, η επιλογή του δημοκρατικού φιλελευθερισμού για τη ρύθμιση των προβλημάτων της ελληνικής πολιτικής ζωής στις απελευθερωθείσες περιοχές απέβλεπε στη σύνθεση των αρχών του Διαφωτισμού με τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤO
Ο αγώνας για την κατάργηση της δουλείας στα έργα εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού
- Παρά τη βίωση της δουλείας και δουλοπαροικίας αιώνων, -που καθιστούσε τα υποκείμενα του θεσμού χαμηλής αυτοεκτίμησης και εν πολλοίς αδιάφορα και αδύναμα να αποσείσουν τις νομοτέλειες που επέβαλε ο δυνάστης-, είναι αμφίβολο αν οι υπόδουλοι Έλληνες θα κατόρθωναν να αποκτήσουν επαναστατική συνείδηση και αγωνιστικό σθένος δίχως τη διάδοση των αρχών και ιδεών του Ελληνικού Διαφωτισμού μεταξύ των πρωτοστατών της Επανάστασης, οι οποίες επικεντρώνονταν στην εκτίμηση, ότι η ένοπλη αντιπαράθεση με την οθωμανική κυριαρχία όφειλε να είναι υπαρξιακού χαρακτήρα (= προεχόντως, εθνικού και συνακόλουθα πολιτικού), έως εσχάτων.
Για την πειστικότητα των εν λόγω επιχειρημάτων επικαλούνταν τη συνηγορία εκπροσώπων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και φιλελλήνων, που, όντας εμπνευστές των προσδοκιών και καθοδηγητές των ενεργειών τους, θεωρούσαν αναγκαία την ανατροπή ενός θεοκρατικού - απολυταρχικού κράτους, το οποίο απέρριπτε τον οποιονδήποτε ανθρωπισμό και μετερχόταν τη δουλεία ως μέσον για τη διασφάλιση της νομιμοφροσύνης των υποτελών του και την ικανοποίηση των πολύπτυχων αναγκών του. - Θιασώτης και εδραιωτής της ανωτέρω αντίληψης υπήρξε ο Ρήγας, που, ακολουθώντας σταδιοδρομία θεμελιωμένη στην αδιάλειπτη γεωγραφική, κοινωνική και πνευματική κινητικότητα και αναζήτηση, διαμόρφωσε μια ολοκληρωμένη και ρεαλιστική εκτίμηση του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι στις χώρες της Βαλκανικής και της Δυτικής Ευρώπης, ιδίως των δεσποτικών παραμέτρων της οθωμανικής κυριαρχίας. Παράλληλα, διατύπωσε μια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς που τη χαρακτήριζε η μαχητική και συνειδητή δράση των υποτελών εθνοτήτων και η αναζήτηση της ιδεατής πολιτείας, η οποία θα ήταν δομημένη στις αρχές της ελευθερίας, της αδελφοσύνης των βαλκανικών λαών, του πολιτικού ουμανισμού και της δημοκρατίας• ειδικότερα, μιας «αυτοκρατορίας του λαού», που θα αποτελούσε την ιδεατή «νέα συλλογικότητα των ίσων και συναδελφωμένων πολιτών».
Στη διάταξη του άρθρ. 18 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -που ήταν θεμελιωμένη στο άρθρ. 18 της Γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη/1793, ο Ρήγας διατύπωνε, ευθαρσώς, τα εξής:
«Κάθε άνθρωπος ημπορεί να δουλεύση έναν άλλον ως υπηρέτης, προσφέροντας τον καιρόν του εις χρήσιν εκείνου, δεν ημπορεί όμως να πωλήση τον εαυτόν του μήτε άλλος να τον πωλήση, επειδή και το υποκείμενόν του δεν είναι εις μόνην την εξουσίαν του εαυτού του, αλλά και της πατρίδος• ο νόμος δενγνωρίζει καμίαν υποδούλωσιν μήτε σκλαβίαν και εις τους ιδίους δούλους, σώζεται μόνον μία υπόσχεσις να φροντίζη ο υπηρέτης διά την εργασίαν του, και να ήναι ευγνώμων προς εκείνον οπού τον πληρώνει μισθόν, όστις δεν έχει άδειαν μήτε να τον υβρίση, μήτε να τον δείρη• αναιρεί όμως την συμφωνίαν, τον πληρώνει έως εκείνην την στιγμήν, και τον αποβάλλει».
Η ανωτέρω διάταξη, που απευθυνόταν σε όλους τους υπόδουλους της οθωμανικής δεσποτείας, θεμελίωνε τους λόγους της εξέγερσής τους, ως εξής:
Α) κάθε άνθρωπος που ομοφρονεί με τον επικυρίαρχο –ο οποίος αποτελεί σύμβολο απολυταρχισμού και σκοταδισμού-, για να τον ευαρεστήσει ή να αποφύγει την οργή του, δεν σέβεται, προεχόντως, τον εαυτό του, αλλά και διαπράττει εγκλήματα κατά της πατρίδας του, και
Β) ο νόμος δεν προβλέπει καμιά μορφή υποδούλωσης, αλλά μόνο την αφοσίωση του εργαζόμενου στην αμοιβόμενη παροχή υπηρεσιών και την υποχρέωση του εργοδότη του να αποφεύγει την εξύβριση και την άσκηση σωματικής βίας στους μισθωτούς του. - Η επίκριση του οθωμανικού καθεστώτος, κατά τρόπο κατηγορηματικό, προβλεπόταν και στο έργο «Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί Ελευθερίας», του Ανωνύμου του Έλληνoς.
Ειδικότερα, η κυριαρχία του νόμου («νόμος» + «αρχή») αναδεικνυόταν, εκ του τίτλου και κατά περιεχόμενο, ως η «καλλιοτέρα» μορφή διοίκησης έναντι της «μοναρχίας» («μόνη» + «αρχή»), εν προκειμένω της δεσποτικής τυραννίας των Οθωμανών. Διότι, -σεβόμενη την έλλογη φύση της ανθρώπινης υπόστασης- θα μπορούσε να εξασφαλίσει την κοινωνική ευημερία μέσω του διευρυνόμενου αριθμού των ευτυχούντων πολιτών. Ωστόσο, η καταστροφή της φυσικής αυτάρκειας του ανθρώπου οδήγησε στην κυριάρχηση των μοναρχιών και στη βαθμιαία μετουσίωσή τους σε τυραννίες. Η εν λόγω καθεστωτική μετεξέλιξη ανέδειξε πληθώρα κοινωνικών ανισοτήτων, που διατήρησαν αλώβητο τον πόθο της απολύτρωσης στα πλαίσια ενός διαμετρικά αντίθετου πολιτικού συστήματος και της ανάκτησης της χαμένης ευτυχίας στην καθολική διάσταση των υποκειμένων της. Η Νομαρχία απέβλεπε στην εγκαθίδρυση καθεστώτος ελευθερίας, ισότητας, κοινωνικής αρμονίας και ομόνοιας και όχι κοινωνικών διαιρέσεων και «φαυλότητας», που επικάλυπταν οι διωκτικές πρακτικές του τυράννου.
Ειδικά, η ελευθερία ήταν «ως η όρασις εις τους οφθαλμούς» (Α40α) των ανθρώπων, το «αξιώτερον δώρον της φύσεως» (Α47γ), που καθιστούσε τον ελεύθερο ικανό να διακρίνει τη διαφορά του από τον δούλο και τον δυστυχούντα δούλο να την επιζητήσει διακαώς. Προς τούτο, όμως, ήταν αναγκαίο να γνωρίσει ο δούλος τα αγαθά της ελευθερίας, να στοχασθεί ότι δεν είναι υποδεέστερος και ποταπότερος του κυρίου του, αλλά ένα ισότιμο μέρος του όλου και να υπερβεί με σθένος τις ανασχέσεις της δουλείας. Εν τέλει, όφειλε να συναισθανθεί ότι τα φυσικά χαρίσματα των ανθρώπων είναι κοινά και αναπαλλοτρίωτα.
Συνεπώς, ποιός βλέπει, ασμένως, τα φυσικά δίκαια και τους ηθικούς ορισμούς να αλλοτριώνονται και οι άνθρωποι να καθίστανται «μέτρα του χρυσού» (Δ17β) και μέσα ισχυροποίησης των δυναστών; Ποιός δεν διερωτάται, πώς «χωρίς να θέλη να πωληθή ένας τον αγοράζουν με βίαν, και μάλιστα να είναι αυτός ο ίδιος υποχρεωμένος να αγοράση άλλους, και να γίνη κακός, θέλοντας και μη θέλοντας;» (Δ18α). - Οι θεμελιώδεις παράμετροι των ιδεολογικών και πολιτικών οραματισμών του Ρήγα και του Ανωνύμου του Έλληνoς -που εντάσσονται στη χορεία των σημαντικότερων εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού- επικεντρώνονταν στις παρατιθέμενες δεοντολογικού χαρακτήρα παραινέσεις προς τους υπόδουλους:
Α) μετά την κατάλυση της οθωμανικής δεσποτείας, που αδιαφορούσε πλήρως για την οποιανδήποτε αξία του ανθρώπου, η συγκρότηση της Νέας Πολιτικής Διοίκησης οφείλει να θεμελιώνεται στο Δημοκρατικό Καταστατικό Σύνταγμα και στα Δίκαια του Ανθρώπου, χωρίς εθνικές, φυλετικές, κοινωνικές ή θρησκευτικές διαφοροποιήσεις°
Β) ο σεβασμός και η διασφάλιση των φιλελεύθερων και δημοκρατικών θεσμών ισχυροποιούνται, ιδίως, μέσω της ακλόνητης πίστης όλων των ελεύθερων πολιτών, ότι συνιστούν τα πρωταρχικά και τα «πλέον ιερά» από όλα τα χρέη τους.
Ακόμη και η εθελοδουλεία (= η παραίτηση εφ’ όρου ζωής της ελευθερίας των άπορων και αδύναμων για την εξασφάλιση στέγης, τροφής και περίθαλψης εκ μέρους των ισχυρών) κρίνεται απαράδεκτη, γιατί καθιστά βιώσιμη και αποθρασύνει, περαιτέρω, την εκμετάλλευση και την τυραννία.
Προς αυτή την κατεύθυνση ήταν προσανατολισμένη και η διάταξη του άρθρ. θ’ Συντάγματος του Άστρους, σχετικά με την απαγόρευση όλων των μορφών δουλείας στο ελληνικό έδαφος, που αποκάλυπτε -σε επίπεδο κανόνων συνταγματικής περιωπής- το αληθές νόημα των θεμελιωδών αρχών της ελληνικής νεωτερικότητας. Ειδικότερα, επιβεβαίωνε τη διασφάλιση μιας ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς κ α θ ο λ ι κ ή ς (= όλων των τέως υπόδουλων και όχι περιορισμένης στα πρόσωπα αυτών που συνέβαλαν στην πραγμάτωση της εθνικής ανεξαρτησίας), η οποία θα υπερέβαινε τις λογικές της κοινωνίας των υπηκόων και θα οδηγούσε στη λογική της κοινωνίας των πολιτών. Μιας λογικής, όπου η ιδέα τουπατριωτισμού θα συνδεόταν, άρρηκτα, με την έννοια των ελευθεριακών ρυθμίσεων, διαμορφώνοντας το αρραγές υπόβαθρο του δ η μ ο κ ρ α τ ι κ ο ύ π α τ ρ ι ω τ ι σ μ ο ύ. Η σκοπιμότητα αυτής της δημοκρατικής κατήχησης, για την κατανόηση του τρόπου άσκησης της εξουσίας έναντι των πολιτών, θεμελιωμένη στην, εκ προοιμίου, απαγόρευση της δουλείας, γινόταν περισσότερο κατανοητή από τις μεγάλες λαϊκές μάζες, οι οποίες, αν και στερούνταν στοιχειώδους πολιτικής διαπαιδαγώγησης, βίωναν την αυταρχικότητα της οθωμανικής εξουσίας.
[Συνεχίζεται στην επόμενη έκδοση του «Χ»]
Live ενημέρωση
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News