200 χρόνια από την κατάργηση των «Τοπικών Διοικήσεων» και τη συγκρότηση του ενιαίου ελληνικού κράτους (Μέρος Γ’) | xronos.gr
ΑΡΘΡΟ

200 χρόνια από την κατάργηση των «Τοπικών Διοικήσεων» και τη συγκρότηση του ενιαίου ελληνικού κράτους (Μέρος Γ’)

11/07/24 - 8:00
200 χρόνια από την κατάργηση  των «Τοπικών Διοικήσεων»  και τη συγκρότηση του ενιαίου  ελληνικού κράτους (Μέρος Γ’)

Μοιραστείτε το

Γράφει ο Σίμος Μηναΐδης, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η παράλληλη ισχύς της ενιαίας κεντρικής διοίκησης και των περιφερειακών διοικήσεων στο Σύνταγμα της Επιδαύρου

  1. Η «Α’ Εθνική Συνέλευσις», που συγκροτήθηκε στην Επίδαυρο την 20ή Δεκεμβρίου του 1821, -μέσω της οποίας η Ελλάδα εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως «ενιαίο» και «συντεταγμένο» κράτος, ως ο αποκλειστικός φορέας άσκησης της εξουσίας και ο υπέρτατος πολιτικός θεσμός της Επανάστασης που διεκδικούσε το δικαίωμα να θέτει κατ’ αποκλειστικότητα κανόνες δικαίου καθολικής ισχύος στα όρια της επικράτειάς του-, δεν αντιμετώπισε οριστικά το επίμαχο ζήτημα της κατάργησης των τοπικών πολιτευμάτων, που διακρίνονταν για τον αποσταθεροποιητικό τους χαρακτήρα. Και τούτο, παρότι η πολιτική ενοποίηση των επαναστατημένων περιοχών και ο σχηματισμός ενιαίας διοίκησης, που έθεταν εκ των πραγμάτων ζήτημα συνολικού επαναπροσδιορισμού των υφιστάμενων δομών και σχέσεων εξουσίας, προοιώνιζαν στρατηγικές εξελίξεις και νέα δεδομένα, τα οποία θα μπορούσαν να καθορίσουν, ευχερέστερα την εθνική πορεία του ελληνισμού προς την ανεξαρτησία.

    H δημιουργία ενιαίου συστήματος διοίκησης, η δομή, οι αρμοδιότητές της, καθώς και ο καθορισμός των φορέων στα σημαντικότερα όργανά της προοιώνιζε, παράλληλα, συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ των επαναστατών.

    Ειδικότερα, οι προεστοί -διεκδικώντας, κυρίαρχο ρόλο στο status της νέας πολιτείας, προεχόντως, για την ικανοποίηση των ιδιοτελών τους συμφερόντων και φιλοδοξιών, ήταν ανήσυχοι από τις επιτυχίες των επαναστατών, που θα

    μπορούσαν να επιτευχθούν υπό καθεστώς οργανωμένης - συγκεντρωτικής πολιτείας, με συνέπεια, να μην απέχουν από μεθοδεύσεις για την αποδόμηση του έργου της.

    Στην επίταση του εν λόγω ενδεχομένου συνέβαλαν και οι αμφιλεγόμενες εν πολλοίς εκλογικές διαδικασίες -ασύμβατες προς τη σύγχρονη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας-, στις οποίες ακολουθήθηκαν πρωτόλεια μέσα πολιτικής εκπροσώπησης δομημένα στις συνήθεις πρακτικές των φατριασμών. Στην εν λόγω εξέλιξη κατέτεινε, λόγω του περιορισμένου αριθμού των πληρεξούσιων (που ανήλθε στους πενήντα εννέα), καθώς και της προτροπής τους στους στρατιωτικούς να παραμείνουν στα πεδία των μαχών, για να μην επηρεάσουν με τη συμμετοχή τους το εκλογικό αποτέλεσμα. Άλλωστε, οι περί τον Κολοκοτρώνη στρατιωτικοί, λόγω της δημοφιλίας την οποία απέκτησαν από τις σημαντικές επιτυχίες τους, διεκδικούσαν, δυναμικά, τη συμμετοχή τους στη νομή εξουσίας, περιστέλλοντας την παρουσία των προεστών και τις συντεταγμένες ιεραρχήσεις τους. Επίσης, οι συνελθόντες στην Εθνοσυνέλευση από διάφορες κοινότητες του ελληνισμού εκπροσωπούσαν ποικίλες κοινωνικές και πολιτικές παραδόσεις και εμπειρίες.

    Σ’ αυτό το πλαίσιο -της έντονης κινητικότητας ετερόκλητων ατόμων , της δυσχερούς εμπέδωσης των νέων πολιτικών και πολιτειακών θεσμών (δεδομένου ότι για τους περισσότερους αποτελούσαν πρωτόγνωρες εμπειρίες), της ανάγκης για ανάδειξη συνθέσεων σε ποικίλες αξιώσεις (ιδίως, αυτές που έθεταν σε δοκιμασία τις παραδεγμένες σχέσεις εξουσίας των προεστών)-, το Σύνταγμα της Επιδαύρου κατέστη, εγγενώς, ανίσχυρο να επιτελέσει, ασφαλώς, τον θεσμικό του ρόλο και την ιστορική του αποστολή.

    Συνεπώς, η εξεύρεση συμβιβαστικής - ενοποιητικής λύσης, που θα αναγνώριζε την προσωρινή ισχύ των τοπικών πολιτευμάτων, και προοπτικά, την υπαγωγή τους στην καινοτόμο κεντρική διοίκηση, κρίθηκε ως η πλέον σκόπιμη, προκειμένου να αποφευχθεί ο κατακερματισμός του κοινού εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα, να διασφαλισθεί η πολυπόθητη εθνική κυριαρχία, καθώς και η βιωσιμότητα της νεοσύστατης οντότητας του εθνικού κράτους, που διακήρυττε και πραγμάτωνε την πολιτική της ύπαρξη και ανεξαρτησία. Μόνον βάσει αυτών των ασύμβατων κατ’ ουσίαν προϋποθέσεων είχε «ενοποιηθεί», πρόσκαιρα, ο ελληνισμός που παρίστατο στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, μετουσιωμένος σε πολιτικό υποκείμενο της Επανάστασης και της απελευθέρωσης, παρότι ήταν προφανείς οι κίνδυνοι που απέρρεαν από μια τέτοια επισφαλή προσέγγιση των κοινωνικοπολιτικών ανταγωνιστών.

    Αλλά, και στην περίπτωση της επιλογής, αποκλειστικά, ενιαίας κρατικής οντότητας -με κυριαρχικά δικαιώματα και αρμοδιότητες όσον αφορά την επιβολή της νομιμότητας στον επαναστατημένο χώρο- και του παντελούς αποκλεισμού των περιφερειακών διοικήσεων, ήταν σφόδρα πιθανή:

    Α) η διάρρηξη των δεσμών των τοπικών πολιτευμάτων με την κεντρική κυβέρνηση και η κατάτμηση της ιστορικής φυσιογνωμίας του ελληνικού λαού και του ελληνικού πολιτειακού χώρου• και τούτο, παρότι, σε διακήρυξή τους/1.1.1822, που εξέδωσαν τα μέλη της Εθνικής Συνέλευσης και απηχούσε τη βούληση ολόκληρου του ελληνικού λαού, προβλεπόταν η ενότητα και συγκρότηση ενιαίου ελληνικού κράτους («πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν»). Το εν λόγω γεγονός, εξάλλου, θα συνεπέφερε και

    Β) την άμβλυνση της εξουσίας του εθνικού κράτους, λόγω της παράλληλης ισχύος των τοπικών πολιτευμάτων.
    Παρά τις προσδοκίες που δημιούργησε το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα της Επιδαύρου, ωστόσο ήταν ανεπιτήδειο να παράξει σταθερή κυβέρνηση, διότι:

    Α) αναγνωριζόταν ως προσωρινό, για να μην προκαλέσει ο εν λόγω χαρακτήρας του δυσμενείς εντυπώσεις στις βασιλικές Αυλές που κυριαρχούσαν τότε στην Ευρώπη και συγκροτούσαν, την «Ιερά Συμμαχία»/1815, προκειμένου να αποτρέψουν ανάλογα επαναστατικά εγχειρήματα.

    Όμως, η προσωρινότητα του εν λόγω πολιτειακού status, χωρίς παράλληλα να καθορίζεται ο χρόνος εντός του οποίου θα διαμορφώνονταν οι προϋποθέσεις της αποκλειστικής εξουσίας του ενιαίου κράτους, είχε αρνητικές επιπτώσεις στον οριστικό καθορισμό της μορφή του πολιτεύματος. Οι διαβεβαιώσεις, εξάλλου, των αντίγνωμων στην εν λόγω εκδοχή -που υποστήριζαν ότι οι προεστοί εμφορούμενοι από πατριωτικά αισθήματα θα εγκατέλειπαν, οικειοθελώς, τις φατριαστικές τους δοξασίες και πρακτικές και η αφομοίωση των τοπικών διοικήσεων και των συνυφασμένων προς αυτές διαφοροποιήσεων θα επερχόταν ομαλά- πόρρω απείχαν από την πραγματικότητα. Τούτο ήταν προφανές, δεδομένου ότι ακόμη και οι προεστοί που εξελέγησαν όργανα της κεντρικής διοίκησης στήριζαν τα τοπικά πολιτεύματα, διότι εκτιμούσαν ότι η εγκατάλειψή τους θα ισοδυναμούσε με την πολιτική τους αποδυνάμωση.

    Β) δεν ήταν σαφώς οριοθετημένη η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των τοπικών πολιτευμάτων και της κεντρικής πολιτείας μέσω κατάλληλων ρυθμίσεων, με συνέπεια η κρατική εξουσία να μην είναι κυρίαρχη. Ενώ,
    Γ) η πενταμελής σύνθεση του Εκτελεστικού Σώματος (άρθρ. κ΄)-το οποίο, κατά τον Αδαμάντιο Κοραή, ήταν βέβαιο ότι «θα γεννήση την διχόνοιαν ή την όχι ολιγωτέραν φοβεράν ολιγαρχικήν ομόνοιαν»-, καθώς και η ενιαύσια θητεία του (άρθρ. κδ’) απέτρεπε την ευχερή ενότητα αποφάσεων και ενεργειών μεμακροπρόθεσμη προοπτική.

    Παρά τους συμβιβασμούς που καταγράφηκαν στις συζητήσεις –κατ’ ουσίαν διαπραγματεύσεις- της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης, οι σχετικές διατάξεις δεν οδηγούσαν, εκ του ασφαλούς, στη δημιουργία σταθερής Κυβέρνησης.
    Δ) το Εκτελεστικό είχε περιβληθεί με σημαντικές, όμως ασαφείς, αρμοδιότητες, την άσκηση των οποίων μπορούσε να υπονομεύσει, ευχερώς, το Βουλευτικό Σώμα, δημιουργώντας ανυπέρβλητα προσκόμματα στη γενικότερη λειτουργία της διοίκησης. Επιπροσθέτως,

    Ε) οι Γερουσίες, ο Άρειος Πάγος, και «πάσα κατά μέρος κεντρική της Ελλάδος Διοίκησις», οι οποίες οργανώθηκαν πριν από την Γενική του Έθνους Συνέλευση, παρότι υπήχθησαν «εξίσου εντελώς» στις αποφάσεις της Διοίκησης (συγκείμενης από το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό Σώμα) (άρθρ. ρα’, θ’), εξέφραζαν πολιτική βούληση που αντιστρατευόταν, συχνά, προς αυτήν της εθνικής κυβέρνησης, με ειδικότερες συνεπαγωγές:

    α) την κορύφωση της πολυαρχίας,
    β) τη σύγχυση της ακολουθητέας πολιτικής, εν τέλει
    γ) τη σύγκρουση των κέντρων πολιτικής εξουσίας.

Συναρτώντας εν πολλοίς τα «εθνικά δίκαια» με τις προσωπικές φιλοδοξίες τους και διαβλέποντας τις επερχόμενες πολιτικές μεταβολές, πολύ πριν από τη σύγκληση της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, οι προεξάρχοντες των ανωτέρω συλλογικών οργάνων φρόντισαν να δομήσουν την εξουσία τους, εγκαίρως και ασφαλώς, ώστε να διεκδικήσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο εθνικό κίνημα και στις απότοκές του πολιτικές εξελίξεις, που ήταν προφανές ότι οδηγούνταν σε μια επισφαλή σχηματοποίηση ετερόκλητων στοιχείων.

Αυτό αποκάλυπτε την κοινή παραδοχή, ότι: η άσκηση της κρατικής εξουσίας –ιδίως, της εκτελεστικής- δεν διακρινόταν για την ακαταγώνιστη δύναμη επιβολής της απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη ανταγωνιστική εντός της Επικράτειας. Έτσι, σε κρίσιμα ζητήματα είχε ανάγκη από τη σύμπραξη των τοπικών δυνάμεων, μέσω των οποίων η βούλησή της καθίστατο έγκυρη εκτελεστή και αποτελεσματική.

Η σημασία των αρνητικών συνεπαγωγών της εν λόγω μειονεξίας ήταν πρόδηλη, διότι αναγόταν στην άμυνα και στην εν γένει βιωσιμότητα της νεοσύστατης ελληνικής πολιτείας.

Συγκεκριμένα:
α) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. ιγ’, τμ.. Β’, κεφ. πρώτο του «Οργανισμού του Αρείου Πάγου», η Εθνική Βουλή (πολύ περισσότερο η εκτελεστική εξουσία) δεν μπορούσε να εισάγει στρατεύματα στην Ανατολική Χέρσο Ελλάδα χωρίς τη συγκατάθεση και την παροχή σχετικής άδειας του Αρείου Πάγου. Αντίθετα, αναγνωριζόταν στο εν λόγω συλλογικό όργανο το δικαίωμα να οδηγήσει στρατεύματα εντός και εκτός του έθνους, και η Εθνική Βουλή ήταν υποχρεωμένη να ενδώσει στην απόφασή του. Παρεμφερούς κατ’ ουσίαν περιεχομένου ήταν, και

β) η διάταξη του άρθρ. γ’, τμ. Δ’, κεφ. πρώτο, που προέβλεπε τη δυνατότητα του ανωτέρω συλλογικού οργάνου να αντιτείνει προς την Εθνική Βουλή το «δέον» στις περιστάσεις, σχετικά με την ποσότητα των δοσιμάτων και τη διανομή τους.

Ανάλογη διάταξη προς την ανωτέρω περιείχε και ο «Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας» (άρθρ. ιδ΄, κεφ. τρίτο). Όμως, η ρύθμιση των σπουδαιότερων συναφών ζητημάτων -που ανάγονταν στον τομέα της εθνικής άμυνας- προβλεπόταν στις παρατιθέμενες διατάξεις:

α) η Γερουσία, από κοινού με τους στρατηγούς και καπετάνιους της Πελοποννήσου, εξέλεγε –«εν καιρώ πολέμου και εκστρατείας»- ένα αρχιστράτηγο «ον (ώφειλε) να επικυρή και η Εθνική Βουλή» (άρθρ. γ’, κεφ. τέταρτο)•

β) o αρχιστράτηγος ουδέποτε μπορούσε να εκστρατεύσει «άνευ ειδήσεως» της Γερουσίας και συναίνεσης της Εθνικής Βουλής (άρθρ. δ’, κεφ. τέταρτο)•

γ) οι στρατηγοί και καπετάνιοι υπάγονταν στις «επιταγές» της Γερουσίας (άρθρ. ζ’, κεφ. τέταρτο), και

δ) οι καπετάνιοι σε κάθε εκστρατεία, «οπού ήθελον κάμη διά προσταγής της Γερουσίας», είχαν χρέος να ακολουθούν τις οδηγίες οποιουδήποτε στρατηγού διόριζε προς τούτο η Γερουσία (άρθρ. ια’, κεφ. τέταρτο).

Οι ανωτέρω διατάξεις ήταν ασύμβατες προς το Σύνταγμα της Επιδαύρου, που αναγνώριζε, ρητώς, στο Εκτελεστικό Σώμα τη διεύθυνση όλων των δυνάμεων ξηράς και θάλασσας (άρθρ. ξ’, οδ’) και την εν καιρώ πολέμου λήψη των αναγκαίων έκτακτων μέτρων για την προμήθεια κατοικιών, τροφών, ενδυμάτων και όλων των αναγκαίων εφοδίων στους εμπόλεμους (άρθρ. οδ΄).

Το πολιτικό κόστος του συγκερασμού των ανωτέρω διατάξεων αν και ήταν δυσβάστακτο για την κεντρική Κυβέρνηση, εν τούτοις υπήρξε αναμενόμενο γιατί οι προεστοί είχαν πρωτοστατήσει στην κήρυξη της Επανάστασης, στην κινητοποίηση του λαού, και στη χρηματοδότηση των πολεμικών επιχειρήσεων. Και είχαν την «απαίτηση» της συνέχισης του πρωταγωνιστικού τους ρόλου στα τεκταινόμενα της Επανάστασης, τον οποίο και επέβαλαν εν πολλοίς στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης.

Συνέπεια των ανωτέρω ρυθμίσεων υπήρξε η κατίσχυση του πνεύματος τοπικισμού και η αντιπαράθεσή του προς τη βούληση της κεντρικής εξουσίας. Ιδίως, η Γερουσία στην Πελοπόννησο έδειχνε ότι δεν ήταν διατεθειμένη να της εκχωρήσει εξουσιαστικές αρμοδιότητες. Πέραν των ανωτέρω, ο Θ. Κολοκοτρώνης, ενισχυμένος από την πλειοψηφία των προεστών, εμφανιζόταν στην πολιτική σκηνή ως ο αυθεντικός εκπρόσωπος του «λαού και των αρμάτων» και αμφισβητούσε, δομικά, τη νέα πολιτική νομιμότητα, που είχε εγκαθιδρυθεί στην Επίδαυρο.

Η σημασία της εν λόγω εξέλιξης κατέστη πρόδηλη στην πολιτική πρακτική, λόγω της υποχρέωσης της κεντρικής Κυβέρνησης να λογοδοτεί για τη διαχείριση των οικονομικών της χώρας απέναντι στις Κυβερνήσεις των κρατών και των φιλελλήνων ιδιωτών, που την ενίσχυαν οικονομικά, αλλά και για τον χειρισμό των υποθέσεων που ανάγονταν στην επιδίωξη της διεθνούς αναγνώριση της Ελληνικής Πολιτείας. Η κορύφωση των εν λόγω γεγονότων εκδηλώθηκε με τη ρήξη και τον εμφύλιο πόλεμο των διεκδικούντων την εξουσία, στα μεταγενέστερα της Εθνοσυνέλευσης του Άστρους έτη.

  1. Πάντως, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε επικρίσεις και τη βασιμότητά τους, σχετικά με τη σκοπιμότητα της συνύπαρξης κεντρικής κυβέρνησης και περιφερειακών διοικήσεων, είναι γεγονός αδιαφιλονίκητο ότι, η ψήφιση ενιαίου πολιτεύματος, ελάχιστους μήνες μετά την Επανάσταση, και παρά την ύπαρξη σωρείας αντίξοων συνθηκών για τη βιωσιμότητά του, συνέβαλε καθοριστικά στη συγκρότηση του κυρίαρχου ελληνικού κράτους και στις προσδοκίες του ελληνικού λαού για εγκαθίδρυση φιλελεύθερου και δημοκρατικού καθεστώτος. Και αυτές δεν περιορίζονταν μόνον στην αποτίναξη της οθωμανικής εξουσίας, αλλά εκτείνονταν και στους αυθέντες ομοεθνείς τους, έναντι των οποίων ήταν υποταγμένη η πλειοψηφία του ελληνικού λαού.

    Τα ανωτέρω στοιχεία αναδείκνυαν την ελληνική επανάσταση σ’ ένα από τα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά κινήματα της νεωτερικότητας.

[Συνεχίζεται με το Μέρος Δ’ στην αυριανή έκδοση του «Χ»]

Live ενημέρωση

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr