Στα «μαχαίρια» Γκαράνης - Καρασταύρου στον Δήμο Κομοτηνής
Γράφει ο Σίμος Μηναΐδης, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ανάδειξη προσωρινών διοικήσεων σε περιφερειακό επίπεδο
- Η περιπτωσιολογία τους
- Παρότι η έκρηξη της Επανάστασης του 1821 ήταν θεμελιωμένη στο αίτημα για εθνική, πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική χειραφέτηση και προαγωγή των υπόδουλων Ελλήνων -και οι απότοκές της αρχές και αξίες, που ταυτίζονταν με τις αντίστοιχες του Διαφωτισμού, της Γαλλικής και Αμερικανικής Επανάστασης, του πολιτικού φιλελευθερισμού και του εθνικισμού, είχαν ευρεία συνειδησιακή απήχηση μεταξύ των Ελλήνων, ιδίως, αυτών που απέκτησαν ευρωπαϊκή παιδεία, και λειτουργούσαν ως πρωτοπόροι διαφωτιστές των λοιπών-, εν τούτοις η διοικητική τους οργάνωση αντιμετώπιζε έντονα προβλήματα οφειλόμενα στα ιδιοτελή συμφέροντα και στις δεδηλωμένες πολιτικές φιλοδοξίες των τοπικών ηγετών τους.
Ειδικότερα, ο έντονος τοπικισμός και η απότοκή του αποστροφή προς κάθε μορφή κεντρικής εξουσίας, που διέκρινε τους προκρίτους των οικείων περιοχών -και οφειλόταν στον φόβο της αμφισβήτησης των αυτοαναγορευθέντων (=χειροτόνητων, αυτόκλητων) «κεκτημένων» προνομίων τους-, δυσχέραινε τη σύνταξη, τη θεσμική πληρότητα, ιδίως την εφαρμογή των δημοκρατικών Συνταγμάτων της επαναστατικής περιόδου. Με συνέπεια, το επιτακτικά αναγκαίο της σύστασης μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας, που να ενσαρκώνει και όχι απλώς να εκπροσωπεί τον αγώνα της κοινωνίας για απελευθέρωση και εθνική κυριαρχία, να καθίσταται εν πολλοίς ανέφικτο.
Ακόμη και αυτοί που συμβιβάζονταν με την ύπαρξη κεντρικής διοίκησης, την οραματίζονταν ως ένα ανίσχυρο συντονιστικό όργανο των τοπικών κέντρων εξουσίας χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες και εκτελεστικές δυνατότητες.
2Α. Σχεδόν, από την έναρξη της επανάστασης συστάθηκαν στην Πελοπόννησο προσωρινές διοικήσεις με τις επωνυμίες «εφορείες», «διευθυντήρια» και «κονσολάτα», οι οποίες ακολούθησαν ανταγωνιστικές πολιτικές, προερχόμενες από τις φατρίες της οθωμανικής περιόδου και προσαρμόστηκαν στα νέα διακυβεύματα που αναδείκνυε η πολιτική συγκυρία.
Η «Μεσσηνιακή Γερουσία» υπήρξε -πρωτοστατούντος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη- η πρώτη έμπρακτη προσπάθεια ενοποίησης των τοπικών δυνάμεων με σκοπό την εδραίωση της κοινωνικοπολιτικής εξουσίας των προκρίτων, την κατεύθυνση την ένοπλης αντίστασης κατά της οθωμανικής εξουσίας, καθώς και τη διαπραγμάτευσή τους με τους οθωμανούς προκρίτους για την παράδοση των οικείων φρουρίων τους (της Μονεμβασιάς/18 Ιουλίου 1821 και του Νεοκάστρου/20 Αυγούστου 1821) και την καταβολή των εξόδων πολιορκίας τους.
Ενώ, η «Πράξη των Καλτεζών» -αποκύημα της ομώνυμης Συνέλευσης/26 Μαΐου 1821- προέβλεπε τη σύσταση ολιγομελούς πολιτικού σώματος, της Γερουσίας, προκειμένου τα μέλη της «να συσκέπτωνται, προβλέπωσι και διοικώσι, και κατά το μερικόν και κατά το γενικόν, απάσας τας υποθέσεις, διαφοράς και παν ό,τι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν,αρμονίαν, εξοικονομίαν τε και ευκολίαν του ιερού αγώνος μας (…), χωρίς να εμπορή τινάς να αντιτείνη ή να παρακούση εις τα νεύματα και διαταγάς των». Η εκλογή των ανωτέρω –αποκλειστικά, από μέλη της ιθύνουσας παραδοσιακής φατρίας και των ανώτερων κληρικών, καθώς και η άσκηση των υπουργημάτων τους- ήταν προσωρινή, και εκτεινόταν, ρητώς, έως την άλωση της Τριπολιτσάς.
Η ονομασία της Μεσσηνιακής Γερουσίας ήταν δηλωτική της περιορισμένης εκπροσώπησης των προκρίτων, σε αντίθεση με την Πράξη των Καλτεζών που υπήρξε γενικότερη και εκπροσωπούσε διευρυμένο αριθμό προυχόντων της Πελοποννήσου, «έχοντες και την γνώμην και όλων των λοιπών απόντων μελών»..
Όμως, ο αυτόκλητος καθορισμός κυβερνητικών οργάνων τοπικής εμβέλειας, με αποκλεισμό του λαϊκού στοιχείου στην ανάδειξή τους, συνέβαλε στην επίταση του προβλήματος εκπροσώπησης των υποδεέστερων κοινωνικών τάξεων και των στρατιωτικών στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα.
H κάθοδος του Δημήτριου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο ως πληρεξούσιου του αδελφού του Αλέξανδρου Υψηλάντη και της «Υπέρτατης Αρχής», η οποία συσχετίσθηκε με την εκ μέρους του ανάληψη της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας των επαναστατημένων Ελλήνων,
αποδυνάμωσε, πρόσκαιρα, την ισχύ των προκρίτων. Η πρότασή του να θεσπισθεί «Γενικός Οργανισμός της Πελοποννήσου», απέβλεπε -μέσω της αντιπροσωπευτικότερης ανάδειξης των συμμετεχόντων στις εργασίες της προσωρινής διοίκησης- στην κατάργηση της Γερουσίας των Καλτεζών και στην αντικατάστασή της με τους θεσμούς των «Εφόρων», της «Εθνικής Βουλής» και των «Πολιτικών Κριτών»• κυρίως, όμως, αποσκοπούσε στη δημιουργία συγκεντρωτικού συστήματος διακυβέρνησης, ώστε να εξασφαλιστούν ευχερέστερα οι απαιτούμενοι οικονομικοί πόροι για τη συνέχιση του Αγώνα, να οργανωθούν μαζικές στρατολογίες και να πραγματωθεί ασφαλέστερα η σύσταση και πειθάρχηση στρατεύματος και γενικότερα δικτύων άμυνας, άμεσα ελεγχόμενων από αυτόν και όχι από τους τοπικούς παράγοντες.
Οι πρόκριτοι, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και οι οπλαρχηγοί (οι οποίοι είχαν αποκτήσει επιρροή, ιδίως μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς) δεν αποδέχθηκαν τη σχετική πρόταση -τόσο στη δομή του υπό ίδρυση κράτους, όσο και στον καθορισμό των φορέων της εξουσίας-, και με δυσκολία αποσοβήθηκε εμφύλια σύρραξη.
Ωστόσο, με την προώθηση του Δημήτριου Υψηλάντη στο αξίωμα του Προέδρου της Γερουσίας, οι πρόκριτοι πέτυχαν, εντέχνως, την αποδόμηση των πρωτοποριακών του θέσεων για την αναλογικότερη εκπροσώπηση όλων των κοινωνικών τάξεων στις εκλογικές διαδικασίες. Τούτο συνέτεινε στην ψήφιση του «Οργανισμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας»/27 Δεκεμβρίου 1821από ολιγομελή Συνέλευση προκρίτων.
Την προσωρινότητα της «αυτοχειροτόνητης» νέας πολιτικής Αρχής προέβλεπε το σχετικό κείμενο ως εξής:
«Η διοίκησις αύτη θέλει είναι προσωρινή μεν, αλλά σταθερά, μέχρις ότου το ΄Εθνος, (…), επιτύχη ήσυχον και αρμόδιον καιρόν, ίνα συστήση τελειοτέραν Διοίκησιν».
Ταυτόχρονα, αναγνωριζόταν η ανάγκη σύστασης, εκτός της «τοπικής μερικής διοικήσεως», και Εθνικής Βουλής, η οποία -ενωμένη από εκλεγμένα μέλη της Πελοποννήσου, των νήσων ΄Υδρας, Σπετσών και Ψαρών, καθώς και των λοιπών επαρχιών της Δυτικής και Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος-, έμελλε «να διοική τας εθνικάς υποθέσεις» (κεφ. πέμπτο).
2Β. Η εδραίωση στην πολιτική εξουσία των ιθυνουσών κοινωνικών τάξεων
επεκτάθηκε –κατά το πρότυπο της Πελοποννήσου- και στη Στερεά Ελλάδα.
Ειδικότερα, ο «Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» / 9.11.1821, που προέβλεπε τη σύσταση «προσωρινής Διοικήσεως» της κεντρικής εξουσίας, η οποία ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί τις διαταγές της εθνικής διοίκησης, υπήρξε απόρροια της συνέλευσης των προκρίτων στο Μεσολόγγι / 4.11.1821, υπό την προεδρία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
Το πληρέστερο, πάντως, τοπικό πολίτευμα, υπό τον τίτλο «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» / 15.11.1821, ή «Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατολικής Ελλάδος», ψηφίστηκε στα Σάλωνα (΄Αμφισσα) από συνέλευση αντιπροσώπων, υπό την προεδρία του Θεόδωρου Νέγρη.
Οι σημαντικότερες οργανωτικού χαρακτήρα διατάξεις του προέβλεπαν την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας και ορισμένων δικαστικών αρμοδιοτήτων από
δωδεκαμελές συλλογικό όργανο, το επονομαζόμενο «΄Αρειος Πάγος», που παρέπεμπε σε αρχαιοελληνικές συνδηλώσεις, λόγω του διφυούς χαρακτήρα του Σώματος.
Ειδικότερα, το εν λόγω συλλογικό όργανο:
Α) επιτελούσε, ιδίως, διάμεσο ρόλο μεταξύ των επαρχιών και της Εθνικής Βουλής και μέσω αυτού συνάπτονταν έννομες σχέσεις μείζονος σημασίας των επαρχιών με τις λοιπές κεντρικές διοικήσεις της Ελλάδας (άρθρ. Ζ΄, τμήμα Β΄, κεφάλαιο δεύτερο), και παράλληλα
Β) συνιστούσε το ανέκκλητο κριτήριο της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος.
H διοίκηση σε κάθε επαρχία προβλεπόταν χωριστή, αποτελούμενη από τους οικείους προεστώτες σε όλα τα υπουργήματα, ένα γενικό κριτήριο και άλλα μερικότερα στα χωριά, καθώς και χωριστό στρατό, έτσι ώστε κάθε επαρχία να θεωρείται -στα πλαίσια μιας οιονεί ομοσπονδιακής οργάνωσης-
αυτοτελής επικράτεια (άρθρ. Γ΄, τμήμα Α΄, κεφάλαιο τρίτο).
Ενώ, η άσκηση της νομοθετικής εξουσίας -με εμφανείς τάσεις διεκδίκησης της κεντρικής εξουσίας- ανατέθηκε στην κεντρική «Εθνική Βουλή» (άρθρ. Α΄, Γ΄, τμήμα Β΄, κεφάλαιο πρώτο), ως ακολούθως:
«Α΄.-Η Εθνική Βουλή είναι το εθνικόν κέντρον, και συνίσταται από παραστάτας των επαρχιών της Ελλάδος. (…). Γ΄. –Η Εθνική Βουλή φροντίζει περί των γενικών Εθνικών συμφερόντων. (…)».
Ωστόσο, η προσωρινότητά της αναγνωριζόταν, ρητώς, στην ακροτελεύτια διάταξή της, με την εξής διατύπωση: «Η Ανατολική Χέρσος Ελλάς (…) υπόσχεται (…) προς τας λοιπάς αδελφάς Επαρχίας και το Πανελλήνιον, κατ’ αυτήν και μόνην να διοικήται άνευ της παραμικράς μεταβολής εις τα ενδιαλαμβανόμενα αυτής, ενόσω να φθάση η ευτυχής εκείνη ημέρα της σταθεράς και αιωνίου των ανεξαρτήτων Ελλήνων τακτικής Διοικήσεως, οποία ποτ’ αν κοινώς εγκριθή από την Ελλάδα• (…)» (άρθρ. Η΄, παρ. β΄, αποπλήρωμα). Ενώ, ήταν πρόδηλη η εδραίωσή της στην ομοσπονδιακή λογική
2Γ. Σε αντίθεση με τους Έλληνες της ηπειρωτικής χώρας, μόνον οι νησιώτες -συνειδητοποιώντας τη μειονεκτική τους θέση λόγω της κατάτμησης του χώρου, όπου καλούνταν να ασκήσουν πολιτική εξουσία σε μικρές νήσους, του ολιγομελούς πληθυσμιακού τους χαρακτήρα και της έλλειψης ισχυρής παράδοσης περιφερειακών διοικήσεων- είχαν ταχθεί, εξαρχής, υπέρ της οργάνωσης ενός ενοποιημένου και ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους, στο πλαίσιο του οποίου ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ενεργό πολιτικό ρόλο.
- Τα οργανωτικού χαρακτήρα διακριτά τους στοιχεία
Οι πρωτεργάτες της Επανάστασης, παρά την ένθερμη συμμετοχή τους στις πολυμέτωπες στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν εγκολπωθεί και τις ιδέες ενός ανεξάρτητου και ευνομούμενου συνταγματικού κράτους με πρωτοποριακούς θεσμούς, κατά τα πρότυπα του αμερικανικού Συντάγματος (1787) και των αντίστοιχων Συνταγμάτων της γαλλικής επανάστασης (1793, ιδίως 1795).
Ειδικά, τα τοπικά πολιτεύματα -που συνιστούσαν πρόδρομα κείμενα της
ελληνικής συνταγματικής ιστορίας- διακρίνονταν, καθ’ υπέρβαση της αστάθειας και κρισιμότητας της εσωτερικής κατάστασης, για τον δικαιοκρατικό τους χαρακτήρα. Το εν λόγω στοιχείο ήταν πρόδηλο, ιδίως στα τοπικά πολιτεύματα της Στερεάς Ελλάδας, των οποίων οι εμπνευστές θιασώτες και συντάκτες τους ήταν πρόσωπα που γνώριζαν τα συστήματα διακυβέρνησης των προηγμένων δυτικοευρωπαϊκών κρατών.
-Ενώ, η πολυαρχική και κατ’ ουσίαν ολιγαρχική τους μορφή -δεδομένου ότι δεν διασαφήνιζαν ούτε τη διαδικασία ανάδειξης των αιρετών σωμάτων, ούτε το εύρος του εκλογικού σώματος- τεκμαίρονταν (βάσει της παθητικής και σιωπηρής μορφής τουconsensus) ως «λογικά και ιστορικά νομιμοποιημένη» από τις εξουσιαζόμενες κοινωνικές δυνάμεις. Όμως, η συναίνεση -ιδίως, όταν συνδέεται με υποχρεώσεις συμμόρφωσης σε ρυθμιστικούς κανόνες συνταγματικής περιωπής- δεν αρκεί να τεκμαίρεται από συγκεχυμένες, επισφαλείς και παρα-πειστικές «ενδείξεις»• εν προκειμένω, όφειλε να εκδηλώνεται, σαφώς, μέσα από δημοκρατικά νομιμοποιημένες διαδικασίες και θεσμούς, που θα ανάγονταν τόσο στον τρόπο εγκαθίδρυσης (= αδιάβλητο των εκλογικών διαδικασιών, αντιπροσωπευτικότητα των συνελεύσεων), όσο και στον τρόπο άσκησης της συγκεκριμένης εξουσίας.
Η πεποίθηση της δεσμευτικότητας για την τήρηση των τοπικών πολιτευμάτων και παράλληλα η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής εδράζονταν, κυρίως, στην επιτήδεια υποβολή συμβόλων και αρχών κοινού πεπρωμένου που συνέχονταν με την έννοια του «έθνους». Τούτο καταδείκνυε η ταύτιση του συμφέροντος των κρατούντων με το συμφέρον και τη θέληση των κοινωνικά και πολιτικά εξουσιαζόμενων.
Επίσης, παρότι είχαν, σαφώς, προσωρινή ισχύ -διότι, προσέβλεπαν στη σύσταση Εθνικής Συνέλευσης, για τη συγκρότηση κεντρικής διοίκησης ευρείας χωρικής εμβέλειας, η οποία θα περιελάμβανε όλες τις απελευθερωθείσες περιοχές, ωστόσο δεν εξέλιπε, παντελώς, η ιδέα της μονιμοποίησης της εξουσίας των προεστών στις οικείες περιοχές, προσαρμοσμένης στα νέα δεδομένα που διαμόρφωναν τα δημοκρατικά Συντάγματα των Εθνικών Συνελεύσεων της επαναστατικής περιόδου.
Προς επίρρωση των ανωτέρω, επιδιώχθηκε η αναγνώριση της πρωτογενούς («εξ ιδίου δικαίου») και όχι δευτερογενούς (= παράγωγης) και δοτής εξουσίας τους, ως τοπικών αυτοδιοικούμενων οργανισμών. Διότι, η εξουσία την οποία θα ασκούσαν (λ.χ. στα πλαίσια των οικείων δήμων), αν και υπό ευρεία έννοια δημόσια, δεν θα ήταν αυτοδύναμη, αλλά κατά παραχώρηση, στο μέτρο που θα το επέτρεπε η κρατική εξουσία.
Η διαφαινόμενη σύσταση «Εθνικής Βουλής» (=θεμελιώδους θεσμού του συγκεντρωτικού κράτους), με την παράλληλη ισχύ των τοπικών διοικήσεων (=κατάλοιπο της «πολυκρατικής» - κοινοτικής παράδοσης), προοιώνιζε μια ιδιότυπη μορφή ομοσπονδιακής οργάνωσης του νεοελληνικού κράτους -κατ’ ουσίαν διαμελισμού του-, συντιθέμενη από τους διεκδικούντες την πολιτική εξουσία των οικείων περιφερειών. Συγκεκριμένα, η νοοτροπία, που διέκρινε τις κυρίαρχες τάξεις –παρά την κοινότητα των συνεκτικών αξόνων του ελληνικού λαoύ [= των ιστορικών προϋποθέσεων (εθνικών οικονομικών, γεωγραφικών, πολιτιστικών) και της ιστορικής ανάγκης για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους], που κατέτειναν στη δημιουργία δεσμών δικαίου και στην υπαγωγή του σε ένα κοινό φορέα εξουσίας – προοιώνιζε απείθεια απέναντι στην κεντρική κρατική εξουσία. Με συνέπεια, η έκφραση της βούλησής της να καταστεί ιδιαζόντως δυσχερής και εξασθενημένη, ιδίως στη διάσταση της ταχύτητας και αποτελεσματικότητάς της. Ενώ, η μελλοντική εμφάνιση μιας κεντρομόλου εδαφικής – πολιτικής ενότητας, καθίστατο προοπτικά μη βιώσιμη, λόγω της έλλειψης θεσμικής προσήλωσης. Όμως, αυτό δεν γινόταν με κάποιο συστηματικό τρόπο και με ενσυναίσθηση συγκρότησης ομοσπονδιακής πολιτείας.
Ανεξάρτητα, πάντως, από τη φιλαρχία, τα συμφέροντα και τις συνεχείς αντιπαραθέσεις των προκρίτων για την κατάληψη περίοπτων θέσεων πολιτικής επιρροής, τον ατελή χαρακτήρα των κειμένων πολιτειακής οργάνωσης, καθώς και τις απαιτήσεις τις εποχής τους, τα τοπικά πολιτεύματα του εξεγερμένου έθνους συνεισέφεραν στη καθιέρωση θεσμών συνταγματικής περιωπής, έστω και υποτυπώδους υφής, που απηχούσαν τη βούληση του ελληνικού λαού για ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση. Και τούτο, καθ’ υπέρβαση των μοναρχικών πολιτευμάτων που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη και απέτρεπαν, παντοιοτρόπως, τη διάδοση επαναστατικών ιδεών και τη σύσταση νέων κρατών θεμελιωμένων σε δημοκρατικές και φιλελεύθερες αρχές, που θα άλλαζαν το ιδεολογικοπολιτικό status quo καθώς και τη χωρική εμβέλεια της κυριαρχίας τους.
Παράλληλα, τα τοπικά πολιτεύματα προοιώνιζαν τη σύσταση των πρώτων γενικής ισχύος πολιτευμάτων.
[Συνεχίζεται με το Μέρος Γ’ στην αυριανή έκδοση του «Χ»]
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News