Στα «μαχαίρια» Γκαράνης - Καρασταύρου στον Δήμο Κομοτηνής
Γράφει ο Σίμος Μηναΐδης, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1Α. Ο κοινοτισμός, υπήρξε ο αυθεντικός εκφραστής της εθνικής συνείδησης, της μακραίωνης λαϊκής παράδοσης και του γραπτού ή άγραφου δημώδους δικαίου κατά την περίοδο της συγκρότησης του Νεοελληνικού Κράτους. Τα τοπικά πολιτεύματα του Αγώνα -που τον ενσωμάτωναν ως άθροισμα προσώπων τα οποία συμμερίζονταν κοινή καταγωγή και κουλτούρα, διαβιούσαν σε
συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο και διατηρούσαν την κοινωνικοπολιτική τους αυθυπαρξία- δεν ανταποκρίνονταν στην ανάγκη κατίσχυσης του κοινού - εθνικού συμφέροντος. Διότι, ο διασπαστικός χαρακτήρας των τοπικών συμφερόντων -τον οποίο εξέφραζε ο ολιγαρχικός και ιδιοτελής συγκεντρωτισμός των προυχόντων- δεν διαμόρφωνε τις προϋποθέσεις αξιοποίησης του παραδείγματος για την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης• ειδικότερα, την πραγμάτωση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας του ενιαίου νεοελληνικού κρατικού μορφώματος.
Η «πολυκρατική» συγκρότηση των επαναστατημένων Ελλήνων κατά κοινότητες και επαρχίες, που συνιστούσε κατ’ ουσίαν μια οιονεί μορφή ομοσπονδιακής ένωσης, αποδείχθηκε -έστω και πρόσκαιρα, δεδομένου ότι τα Τοπικά Πολιτεύματα αναγνώριζαν, μελλοντικά, την ανάγκη συγκρότησης ενιαίου κράτους με υπέρτατο εκφραστή της βούλησής του την «Εθνική Βουλή»- άκρως ανταγωνιστική, έως και επικίνδυνη.
Διότι συνέτεινε:
Α) στην αποδιοργάνωση της κεντρογενούς -αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας,
Β) στην αδυναμία της να αφομοιώσει -έως το Ψήφισμα της 30ής Μαρτίου 1823, που εξέδωσε η Β’ Εθνική Συνέλευση του Άστρους- τις επιμέρους κοινοτικές εκδοχές, κατά τα δυτικά πρότυπα,
Γ) στην αδυναμία εναρμονισμού της «λόγιας» με τη «δημοτική - λαϊκή παράδοση», στην ιστορική - κοινωνιολογική και δικαιική τους διάσταση, εν τέλει
Δ) στα δεινά των εμφυλίων συρράξεων μεταξύ των φορέων των επιμέρους εξουσιών.
Εφόσον, η δημοκρατική διακυβέρνηση των επαναστατημένων Ελλήνων προϋπέθετε την ενότητα και συγκέντρωση της εξουσίας, ήταν επόμενο ο κοινοτισμός, υπό την ανωτέρω μορφή, που απογύμνωνε τη γνήσια λαϊκή - δημοκρατική υφή του, να καταστεί ασύμβατος με την επίτευξη του δημόσιου συμφέροντος• γιατί, εξυπηρετώντας ιδιοτελή οικονομικά συμφέροντα και προσωπικές φιλοδοξίες, διασπούσε τη συλλογική έκφραση της πολιτικής βούλησης του λαού.
1Β. Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείτε ότι, βαθμιαία, στον κοινοτισμό -ως το πρωταρχικό κύτταρο στο οποίο εδράζεται κάθε μορφή κοινωνικής ή κρατικής οργάνωσης- οφείλεται, η διαφύλαξη της πολιτιστικής μας παράδοσης σε όλους τους τομείς (ιδίως, των εθνικών αυτόνομων ομαδοποιήσεων), στις περιόδους των ξενικών κατακτήσεων, και σημαντικό μέρος της σταθερά εξελισσόμενης ατομικής και συλλογικής μας ελευθερίας.
Την αυθεντικότερη υπόστασή του, ως μορφή λαϊκής παράδοσης για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, προσέλαβε μετά:
Α) τον αποσυσχετισμό του από την ολιγαρχία των προεστών και τη μοναρχία του Όθωνα (εν προκειμένω, τον δεσποτισμό του νόμου περί συστάσεως των δήμων/1833).
Β) την εδραίωση του αντιπροσωπευτικού - κοινοβουλευτικού και δικαιοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος, και
Γ) την πρόβλεψη στο ισχύον Σύνταγμα (άρθρ. 102) ρυθμίσεων [ιδίως, του τεκμηρίου αρμοδιότητας για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων (παρ. 1 εδ. β΄), της
ανάθεσής του -με νόμο- να ασκεί αρμοδιότητες που συνιστούν αποστολή του κράτους (παρ. 1 εδ.
δ’), της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας (παρ. 2 εδ. α’), καθώς και της ανάδειξης των αιρετών οργάνων του με καθολική και μυστική ψηφοφορία (παρ. 2 εδ. β’) της εξασφάλισης της οικονομικής αυτοτέλειας και των πόρων που είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση της αποστολής του (παρ. 5 εδ. α’)], οι οποίες τον αναδεικνύουν σε κανονιστική εξειδίκευση του νοήματος της δημοκρατίας.
- Μια, από τη φύση της, ενιαία πολιτεία, όπως η σύγχρονη ελληνική δημοκρατία, δεν θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε αντίστοιχη ομοσπονδιακή, σαν να επρόκειτο για μια απλή διοικητική αναδιάρθρωση. Διότι, τούτο θα συνεπέφερε τη διάσπαση της κρατικής εξουσίας του λαού και της χώρας και θα μετέβαλε ριζικά προϋπάρχουσα έννομη τάξη. Συνεπώς, η εν λόγω εξέλιξη θα ήταν ασύμβατη με το άρθρ. 1 και 110 Συντ.
Πάντως, στην εξελικτική διαδικασία γένεσης των ελληνικών Συνταγμάτων, ο σύγχρονος κοινοτισμός έπαυσε να αποτελεί στοιχείο αμφισβήτησης ή υπονόμευσης της ενιαίας ελληνικής πολιτείας και απώλειας δημοκρατικών κεκτημένων. Αντίθετα, θωράκισε τη λαϊκή κυριαρχία απέναντι σε ακραίες μορφές του νομικού και θεσμικού παρελθόντος του, αναδεικνύοντας την αυθεντικότητα της ιστορικής του ratio και την ανάγκη της συμπόρευσής του με την ελληνική πολιτεία στο πλαίσιο των νομικά κρίσιμων ιστορικοπολιτικών και δικαιικών δεσμεύσεων. - Από τις προηγηθείσες αναλύσεις πρόδηλο καθίσταται ότι, η εφαρμογή του Ψηφίσματος της 30ής Μαρτίου 1823, που προέβλεπε τη δόμηση ενιαίου ελληνικού κράτους, δεν υπήρξε μια τυπική διαδικασία, αλλά το επιστέγασμα και παράλληλα η απαρχή επώδυνων εμπειριών, στις οποίες περιλαμβάνονταν -εν μέσω των αγώνων για την πραγμάτωση της εθνικής ανεξαρτησίας από τον οθωμανικό ζυγό- εμφύλιες συρράξεις για τη νομή της πολιτικής εξουσίας, καθώς και η διακύβευση των επιτυχιών του Αγώνα, με αποκορύφωση τη δολοφονία του πρώτου αιρετού φορέα του ύπατου πολιτειακού αξιώματος.
Τα εν λόγω γεγονότα καταδείκνυαν ότι οι πολιτικές κυριαρχίες ήταν πρόσκαιρες και άκρως επισφαλείς, καθώς και ότι κάθε πρόβλεψη για την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων ήταν, άκρως, παρακινδυνευμένη. Σχετική «ασφάλεια» παρείχε μόνον η εκτίμηση ότι του λοιπού θα πορευόμασταν σ’ ένα πλαίσιο συνεχών επεμβάσεων των ξένων(«Μεγάλων» ή «Προστάτιδων») δυνάμεων στην πολιτική ζωή της χώρας, οι οποίες επέλεξαν τη μοναρχία, ως το μόνο πολίτευμα που θα μπορούσε να διασφαλίσει τον ενιαίο χαρακτήρα της επικράτειας, εφόσον -σύμφωνα με την απαξιωτικού χαρακτήρα εκτίμησή τους-, «οι Έλληνες, απορρίπτοντας όλες τις δυνατές μορφές αυτοκυβέρνησής τους κατευθύνονταν στην επιβολή της ξενικής κηδεμονίας».
Διότι, ακόμη και όταν επέλεξαν την αρχή του ενός και ενιαίου κράτους, όπως την περίοδο της καποδιστριακής διακυβέρνησης:
Α) δεν της παρασχέθηκε επαρκής χρόνος για να φανούν τα αποτελέσματά της στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα, και
Β) δεν δομήθηκε πάνω σε σταθερούς θεσμούς, οι οποίοι θα διαμόρφωναν ένα αρραγές κρατικό εποικοδόμημα, προϊόν κοινωνικών και πολιτικών συνθέσεων.
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News