Στα «μαχαίρια» Γκαράνης - Καρασταύρου στον Δήμο Κομοτηνής
Γράφει ο Σ. Μηναΐδης, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.
Διακόσια χρόνια από τη θέσπιση ενός ορόσημου για την ελευθερία του ανθρώπου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η επανάληψή της
στα μεταγενέστερα ελληνικά
Συντάγματα,
έως την αντικατάστασή της
στο Σύνταγμα του 1927
- Παρότι η διάταξη για την απαγόρευση της δουλείας δεν έβρισκε πρακτική έκφραση εντός της ελληνικής επικράτειας, δεδομένου ότι:
Α) απομακρυνόταν ο απόηχος της πολύχρονης οθωμανικής καταπίεσης του Ελληνισμού και ενισχυόταν η ανάγκη της κατάδειξης του φιλελεύθερου χαρακτήρα των δημοκρατικών Συνταγμάτων του Αγώνα, και
Β) η αέναη κοινωνικοπολιτική εξέλιξη επέβαλε προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στα δεδομένα της νεωτερικότητας, ωστόσο παρέμεινε σε ισχύ στα ελληνικά Συντάγματα, ελαφρώς διαφοροποιηθείσα ως προς την αρχική της διατύπωση, έως την οριστική αντικατάστασή της στο Σύνταγμα του 1927. - To άρθρ. θ΄ Συντ. Άστρους επαναλαμβάνεται και στο Σύνταγμα της Τροιζήνας/1827, που υπήρξε το πιο άρτιο από τα Συντάγματα της Επαναστατικής περιόδου και το πληρέστερο όλων των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, γιατί συνεδύαζε, με πρώιμο για την εποχή του τρόπο, τα δημοκρατικά με τα φιλελεύθερα ιδεώδη. H σχετική διάταξη (άρθρ. 21) -ελαφρώς διαφοροποιημένη- προέβλεπε τα εξής: «Εις την Ελληνικήν Επικράτειαν, ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δε ή δούλος παντός γένους και πάσης θρησκείας, καθώς πατήση το Ελληνικόν έδαφος, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος».
Η ουσιαστική διαφορά των δύο διατάξεων για την απαγόρευση της δουλείας συνίσταται στο ότι η νεώτερη εντασσόταν, σ’ ένα πλαίσιο πληρέστερης κατοχύρωσης των δυνατοτήτων και δικαιωμάτων των αλλοδαπών και σε μια πολιτική αντίληψη ακραιφνώς εξισωτική [ενδεικτικά, στη δυνατότητα πολιτογράφησής τους ως Ελλήνων (άρθρ. 6 περ. ε΄ Συντ.) (εφόσον, «κατά την τοπικήν Αρχήν της Ελληνικής Επικρατείας φέρωσιν αποχρώσας ενδείξεις», ότι παρέμεναν εντός της επικράτειας τρία ολόκληρα έτη, δεν υπέπεσαν σε «εγκληματικήν καταδίκην», απέκτησαν «ακίνητα κτήματα, τ’ ολιγώτερον εκατόν ταλλήρων» (άρθρ. 30 περ. γ΄ Συντ.), στην ισότητά τους ενώπιον των «πολιτικών νόμων», εφόσον επιθυμούν να κατοικήσουν ή να παροικήσουν στην ελληνική επικράτεια (άρθρ. 9 Συντ.), στη διασφάλιση της προσωπικής τους ελευθερίας «κατά τους νομικούς τύπους» (άρθρ. 11 Συντ.) και στην απαγόρευση των βασάνων (άρθρ. 18 Συντ.)]. Ενώ, ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας της εξουσίας (άρθρ. 45 Συντ.: «Οι αντιπρόσωποι εκλέγονται από τον λαόν (…)») ήταν ριζικά αντίθετος τόσο με τη μοναρχία όσο και τις δεσποτικές μορφές εξουσίας, κατ’ επιταγήν των οποίων εφαρμόσθηκε το απάνθρωπο καθεστώς της δουλείας.
Εν τέλει, η «Κυριαρχία του έθνους» (ταυτιζόμενου με τον λαό = λαϊκή κυριαρχία) (άρθρ. 5 Συντ.) και η ίση προστασία της ζωής, της ιδιοκτησίας και της ασφάλειας όλων όσων βρίσκονταν στην ελληνική επικράτεια (άρθρ. 12 Συντ.), που συνέθεταν τα νομιμοποιητικά ερείσματα του σχεδιαζόμενου κρατικού εποικοδομήματος, παρείχαν πιο ευοίωνες προοπτικές στους βιώσαντες τη βία και τον
καταναγκασμό στην ακραία τους μορφή και προτιθέμενους να κατοικήσουν στην Ελλάδα. - H απόλυτη μοναρχία (1833 - 1843), που επιβλήθηκε από τις «προστάτιδες» δυνάμεις, παρά τη δεδηλωμένη αντίθεση του ελληνικού λαού, προκειμένου να αποκατασταθεί, μερικώς, η διαταραχθείσα «μοναρχική νομιμότητα», προκαλούσε έντονη λαϊκή δυσφορία, η οποία εκδηλώθηκε με αλλεπάλληλα στασιαστικά κινήματα. Παράλληλα, αποδομούσε τις ευοίωνες προοπτικές που διανοίγονταν, από τις διατάξεις των Συνταγμάτων του Αγώνα, για την εδραίωση ενός δημοκρατικού και φιλελεύθερου πολιτεύματος. Διότι, εμφανιζόταν η οθωμανική αυτοκρατορία ως εκχωρητής τμήματος της ελληνικής επικράτειας στην κυριαρχία άλλου μονάρχη και όχι ότι η νέα κρατική οντότητα συνιστούσε απόρροια της αίσιας έκβασης της εθνικήςΕπανάστασης. Κάτω από τις εν λόγω εξελίξεις, οι τελούντες υπό καθεστώς δουλείας αποθαρρύνονταν να επιδιώξουν την ενσωμάτωσή τους στη χορεία του ελληνικού λαού ως ελεύθεροι και ίσοι πολίτες, όπως προέβλεπαν, ιδίως, τα άρθρ. 6 περ. ε΄, 9, 12, 30 Συντ. Τροιζήνας.
Παρά την επιτυχή Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και την παραχώρηση «Συντάγματος - συμβολαίου» από τον ΄Οθωνα -δεδομένου ότι στη σύνταξή του συνέπραξε Εθνική Συνέλευση, η οποία συνέβαλε στην ενσωμάτωση φιλελεύθερων αρχών-, εν τούτοις η διατήρηση ουσιωδών και εκτεταμένων αρμοδιοτήτων στον μονάρχη [«Η νομοθετική εξουσία ενεργείται συνάμα υπό του Βασιλέως, της Βουλής και της Γερουσίας» (άρθρ. 15), «Το δικαίωμα της προτάσεως των νόμων ανήκει εις τε τον Βασιλέα (…)» (άρθρ. 16 εδ. α΄), «Η εκτελεστική εξουσία ανήκει εις τον Βασιλέα (…)» (άρθρ. 20), «(…), αι δε δικαστικαί αποφάσεις εκτελούνται εν ονόματι του Βασιλέως» (άρθρ. 21), «Ο βασιλεύς κυρώνει τους νόμους» (άρθρ. 29), «Ο Βασιλεύς (…) έχει το δικαίωμα να διαλύει την Βουλήν (…)» (άρθρ. 30), «Το πρόσωπον του Βασιλέως είναι ιερόν και απαραβίαστον» (άρθρ. 22), «Ο Βασιλεύς διορίζει τους Γερουσιαστάς ισοβίως» (άρθρ. 70)], καθώς και οι συνεχείς παραβιάσεις των συνταγματικών διατάξεων εκ μέρους του, συνέτειναν στη βαθμιαία αποδυνάμωση του πολιτεύματος που εγκαθιδρύθηκε το 1844 και στην κατάλυσή του με την Επανάσταση της 10ης Οκτωβρίου 1862.
Στο πλαίσιο των εν λόγω πολιτικών συνθηκών, η ασφαλής εφαρμογή της εξεταζόμενης διάταξης -εν προκειμένω του άρθρ. 9 Συντ.- δεν ήταν απόλυτα εγγυημένη. Η επιδίωξη του ΄Οθωνα -ακόμη και υπό την ισχύν του Συντάγματος 1844- να διαμορφωθεί ένα πλήρως ελεγχόμενο πολιτικό σκηνικό δεν άφηνε πολλά περιθώρια αξιοποίησης της ανωτέρω διάταξης. Πέραν αυτού, η διατύπωσή της δεν είχε την πληρότητα των αντίστοιχων διατάξεων που διέκρινε τα δημοκρατικά Συντάγματα του Αγώνα. Συγκεκριμένα, δεν προβλεπόταν η επίμαχη απόληξή τους, «και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος» Και η εν λόγω παράλειψη θα μπορούσε να θεωρηθεί –βάσει των ανωτέρω αναπτυχθέντων- μάλλον ως αδικαιολόγητη παράλειψη, παρά πλεονασμός. Διότι, τα υποκείμενα της διάταξης διευρύνθηκαν πέραν αυτών που υπαινίσσονταν οι αντίστοιχες διατάξεις των Συνταγμάτων Άστρους και Τροιζήνας. Συγκεκριμένα, η αυταρχική επίκληση της respublica στο Σύνταγμα της Ιόνιας Πολιτείας του 1817 [κεφ. έβδομο, τμ. Β΄ («Στρατιωτικόν Κατάστημα»), άρθρ. 1, 4, 9}, η οποία συνδέθηκε με την εφαρμογή των θεσμών του χειραγωγημένου κοινωνικοπολιτικού consensus (= της δουλοπρεπούς υποταγής) που επέβαλε η αγγλική «προστασία» για να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της εξουσίας της στα Ιόνια Νησιά, εξωθούσε, συχνά, τους κατοίκους τους να προσφεύγουν στην ηπειρωτική Ελλάδα. - Στο Σύνταγμα του 1864, η εξεταζόμενη διάταξη δεν διαφοροποιείται στη διατύπωσή της (άρθρ. 13) από την αντίστοιχη του Συντάγματος 1844. Ωστόσο, εντάχθηκε σ’ ένα κανονιστικό πλαίσιο εδραιωμένο στον δημοκρατικό κατά βάση χαρακτήρα του• ειδικότερα, με ρητή αναγνώριση της δημοκρατικής αρχής («Άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουν εκ του ΄Εθνους (…)») (άρθρ. 21) που εγκαθιδρύθηκε με την επανάσταση του 1862, σε αντίθεση με το το Σύνταγμα του 1844 που διεπόταν από τη μοναρχική αρχή, τη θέσπιση της διαδικασίας αναθεώρησης αποκλειστικά από τη μονήρη Βουλή (άρθρ. 107), την καθιέρωση της αρχής της καθολικής ψηφοφορίας (άρθρ. 66), την αναγνώριση του τεκμηρίου αρμοδιότητας υπέρ του λαού και κατά του βασιλιά (άρθρ. 44). Παράλληλα ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του πολιτεύματος ήταν, σαφώς, εναργέστερος.
Στις ανωτέρω εξελίξεις, που δημιουργούσαν μια πιο ευοίωνη προοπτική για την εφαρμογή του άρθρ. 13, συνετέλεσαν καθοριστικά και οι ριζοσπαστικές ιδέες των βουλευτών από τα Ιόνια Νησιά, που ενσωματώθηκαν, με τη Συνθήκη του Λονδίνου/17/19.3.1864 στην ελληνική επικράτεια, ως απαράβατος όρος προκειμένου η βασιλευομένη δημοκρατία να καθορισθεί σε μορφή του νέου πολιτεύματος.
Η βίωση της οιονεί δουλείας από τους επτανήσιους την περίοδο της αγγλικής επικυριαρχίας και η εξιστόρηση των δραματικών εμπειριών τους στην Εθνική Συνέλευση, κατέστησε σαφέστερη τη σημασία της διατήρησης στο Σύνταγμα της ειδικής διάταξης, η οποία απαγόρευε τη δουλεία γενικώς. Τα εν λόγω γεγονότα ανανέωσαν τη σκοπιμότητα της ισχύος της, σε μια περίοδο κατά την οποία κυριαρχούσαν νέες πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες και οι εμπειρίες της τουρκοκρατίας άρχισαν, πλέον, να προσλαμβάνουν μια φθίνουσα δυναμική. - Το Σύνταγμα του 1911 αναπαρήγαγε την εξεταζόμενη απαγόρευση (άρθρ. 13)στο πλαίσιο μιας ποιοτικής μεταλλαγής, η οποία ενίσχυε τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές δυνατότητες που προβλέπονταν στο Σύνταγμα του 1864 και καθιστούσε πιο ευοίωνη την προοπτική των σχέσεων κράτους και πολιτών.
Διότι, εντάχθηκε στο σύστημα των ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, σε συσχετισμό με μια σειρά θεσμικών εκσυγχρονιστικών επιλογών που ενίσχυαν την επιβολή της αρχής της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου, συνέτειναν στην εδραίωση της συνταγματικής αρχής του Κράτους Δικαίου, ως sinequanon προϋπόθεση προστασίας της δημοκρατικής αρχής. - Η απαγόρευση της εμπορίας των δούλων και των αργυρώνυτων αποτέλεσε συνταγματικό κεκτημένο άνω των εκατό ετών (1823-1927). Όμως, τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα, που συνέτειναν στη θέσπισή της, βαθμιαία, εξέλιπαν. Αυτό σήμαινε, πως χρειαζόταν –με εξαίρεση την ισχύ του κανονιστικού της πυρήνα- μια προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα και στην αντίστοιχη ιδεολογία του φιλελευθερισμού.
Έτσι, αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρ. 7 Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας 1927, η οποία προέβλεπε τα εξής:
«Πάντες οι ευρισκόμενοι εντός των ορίων της Ελληνικής Επικρατείας απολαύουν απολύτου προστασίας της ζωής και της ελευθερίας των αδιακρίτως εθνικότητος, θρησκείας και γλώσσης. Εξαιρέσεις επιτρέπονται εις τας περιπτώσεις τας προβλεπομένας από το Διεθνές Δίκαιον».
Η εν λόγω διάταξη ίσχυε κατά κύριο λόγο υπέρ των αλλοδαπών, οι οποίοι βρίσκονταν στην ελληνική επικράτεια (= το σύνολο του χώρου όπου εκτεινόταν η ελληνική έννομη τάξη).
- Μετά την πρόσκαιρη επανίσχυση του Συντάγματος 1911 -που υπήρξε απόρροια της επανόδου της βασιλείας στην Ελλάδα, με το δημοψήφισμα της 1.9.1946- και τον καθορισμό του ως βάση των συζητήσεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος, η αρμόδια επιτροπή της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, πρότεινε, στο σχέδιο Συντάγματός της, του 1948, την επαναφορά της διάταξης για την απαγόρευση της δουλείας, ως εξής: «Αργυρώνητος ή δούλος παντός γένους και πάσης θρησκείας είναι ελεύθερος αφ’ ης πατήση επί ελληνικού εδάφους» (άρθρ. 12).
Kατά τη συζήτηση της εν λόγω διάταξης στην Ολομέλεια της Αναθεωρητικής Βουλής, η σχετική πρόταση απορρίφθηκε με ισχυρή πλειοψηφία -θεμελιωμένη στο σκεπτικό, ότι «η παλαιά διατύπωσις περί δουλεμπορίου είναι περιττή ως εκ του ελληνικού πολιτισμού»- και αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρ. 13 Συντ. 1952. Είναι αξιοσημείωτο, επίσης, ότι η διάταξη του άρθρ. 13 χαρακτηρίσθηκε από τον αναθεωρητικό νομοθέτη ως «κανόνας δικαίου» και «όχι απλή κατευθυντήρια γραμμή». - Οι πανομοιότυπες κατά περιεχόμενο διατάξεις των άρθρ. 7 Συντ. 1927 και 13 Συντ. 1952 προβλέπονται και στο ισχύον Σύνταγμα (άρθρ. 5 παρ. 2 εδ. α΄). Ενώ, κατάλοιπο της απαγόρευσης της δουλείας αποτελεί τα άρθρ. 22 παρ. 4 Συντ., που απαγορεύει οποιαδήποτε μορφή καταναγκαστικής εργασίας.
Αποκλειστικά υπέρ της προστασίας των αλλοδαπών αποβλέπει η ρύθμιση του άρθρ. 5 παρ. 2 εδ. β΄, που θεσπίσθηκε ως απόρροια της δυσμενούς εμπειρίας ελλήνων πολιτών από το δικτατορικό καθεστώς της περιόδου 1967-1974, οι οποίοι κατέφυγαν σε ξένες χώρες:
«Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας».
Η ανωτέρω διάταξη καταδεικνύει ότι, η Ελλάδα -διακόσια χρόνια από το Σύνταγμα του ΄Αστρους (1823)- εξακολουθεί να παραμένει, εν ονόματι των πολιτικών και ηθικών αξιών που θεμελίωσαν τον εθνικοαπελευθερωτικό της Αγώνα:
A) χώρα καταφυγής των εν γένει πολιτικά διωκόμενων για τους αγώνες τους υπέρ της ελευθερίας, και
Β) ότι, ακόμη και χωρίς την επίκληση του άρθρ. 5 παρ. 2 εδ. α΄ Συντ., η έκδοση των πολιτικά διωκόμενων αποκλείεται, θεμελιωμένη:
α) στην Eυρωπαϊκή Σύμβαση Eκδόσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης/1957 (N. 4165/1961), και
β) στο άρθρ. 3 ΕΣΔΑ, που απαγορεύει στα συμβαλλόμενα μέρη να προχωρήσουν στην έκδοση προσώπου σε χώρα, όπου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε ποινή απάνθρωπη ή εξευτελιστική.
Eν τέλει, οι ανωτέρω διατάξεις κατατείνουν στη διασφάλιση της προσωπικής ελευθερίας, που προσδιορίζεται στο ισχύον Σύνταγμα ως α π α ρ α β ί α σ τ η (άρθρ. 5 παρ. 3). Συνεπώς, δεν επιτρέπεται να θιγεί από καμιά κρατική εξουσία, ιδίως, στη διάσταση της σύστασης ή ανοχής της δουλείας, που αποτελεί την πρωταρχική της συνιστώσα.
Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρ. 5 παρ. 2 εδ. β΄ Συντ. από το Διεθνές Δίκαιο, δεν αφορούν τη δουλεία. Αντίθετα, οι διεθνείς διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου απαγορεύουν ρητώς τη δουλεία, την ειλωτεία, καθώς και το δουλεμπόριο και οι συνεχόμενες προς αυτές διεθνείς συμβάσεις προβλέπουν την κατάργησή τoυς, καθώς και του δουλεμπορίου. Ειδικές διατάξεις, εξάλλου, ρυθμίζουν τον ποινικό κολασμό των παραβατών τους.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
- Η εξετασθείσα διάταξη του άρθρ. θ΄ Συντ. Άστρους διαμορφώθηκε, από τα πρώτα έτη της οργάνωσης του νεοελληνικού κράτους, ως κανόνας ρυθμιστικός των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων στην υπέρτατη βαθμίδα των κανόνων του δικαιικού συστήματος. Ήταν απότοκη των αρνητικών βιωμάτων των Νεοελλήνων κατά την περίοδο της υποδούλωσής τους στην οθωμανική δεσποτεία και ενσωματωμένη στη συλλογική συνείδησή τους ως στοιχείο αυτοπροσδιορισμού, αυτοδιάθεσης, ελευθερίας, και αρμονικής συνύπαρξής τους ,ιδίως, με τους υπηκόους των όμορων κρατών.
Ταυτόχρονα, ενίσχυσε τη νομική θέση των εν γένει υπόδουλων ή καταδιωκόμενων από αυταρχικά καθεστώτα αλλοδαπών, καθώς και την επιδίωξή τους να βρούν «άσυλο» στην Ελλάδα («άμα πατήσας την Ελληνικήν Επικράτειαν»), η οποία δεσμευόταν να σεβασθεί τη ζωή, την τιμή, την ελευθερία και την αξιοπρέπειά τους, αδιακρίτως γένους ή θρησκείας και παράλληλα να διασφαλίσει το ακαταδίωκτο από τους δυνάστες («δεσπότες») τους.
Η επιβίωσή της έως και το Σύνταγμα του 1911 και η αντικατάστασή της από τη διάταξη του άρθρ. 7 Συντ. 1927, που εξακολουθεί να συνιστά-κατά τη διατύπωσή της- στο ισχύον Σύνταγμα (άρθρ. 5 παρ. 2) τη σημαντικότερη παράμετρο της νομικής θέσης των αλλοδαπών στην Ελλάδα, καταδεικνύει, τη σημασία της στην εξελικτική πορεία των κανόνων προστασίας της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας του ανθρώπου.
Εδραιωτική των ανωτέρω εκτιμήσεων είναι και η πλήρης εναρμόνισή της με σύγχρονες διατάξεις της διεθνούς δικαιοταξίας, παρότι παρήλθαν διακόσια χρόνια από τη θέσπισή της. - Ωστόσο, παρά την ενίσχυση του νομικού status και τον εκσυγχρονισμό των μέσων και των πρακτικών πάταξης της δουλεμπορίας (ιδίως, των διακρατικών συνεργασιών για την πάταξη του φαινομένου, την αύξηση των νομικών κυρώσεων στους διακινητές ανθρώπων ως εμπορεύσιμο προϊόν, την προστασία, αποκατάσταση και την εν γένει συνδρομή των θυμάτων), αυτή εξακολουθεί να επιβιώνει παγκοσμίως (= εμπόριο λευκής σαρκός, καταναγκαστική εργασία, παιδική δουλεία), ενόσω υφίστανται οι παράγοντες οικονομικής εκμετάλλευσης της ανθρώπινης δυστυχίας και να συμβάλλει στην αποδόμηση βασικών πυλώνων της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η αδιάλειπτη πάλη με το ανεξίτηλο στίγμα του ανθρώπινου πολιτισμού, που συνθέτει ο όρος «δουλεία», επικεντρώνεται, προεχόντως, στο πεδίο της εμφάνισης και γιγάντωσης της.
[Αυτό ήταν το τελευταίο μέρος του άρθρου. Τα Μέρη Α’, Β’ & Γ’ δημοσιεύτηκαν στις προηγούμενες εκδόσεις του «Χ»]
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News