Ο Κώδικας Δεοντολογίας των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου (μέρος β) | xronos.gr
ΑΡΘΡΟ

Ο Κώδικας Δεοντολογίας των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου (μέρος β)

05/07/23 - 8:00
Ο Κώδικας Δεοντολογίας των μελών  του Ελληνικού Κοινοβουλίου (μέρος β)

Μοιραστείτε το

Γράφει ο Σίμος Μηναΐδης, ομότιμος καθηγητής Νομικής Δ.Π.Θ.

2. Το πλαίσιο των γενικών αρχών του

1, Οι εν λόγω αρχές -που προκύπτουν από την πολιτική και θεσμική σημασία τους στο πλαίσιο του ουσιαστικού Συντάγματος και υπάγονται στον κανόνα της νοηματικής τους αλληλουχίας- απευθύνονται στα μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου και ορίζονται στον Κώδικα με νομική δεσμευτικότητα ("οφείλουν").Ενώ, λειτουργούν αφενός ως πλαίσιο δικαιικών επιταγών (η πραγμάτωση των οποίων προϋποθέτει την εξειδίκευσή τους από τις συγκεκριμένες διατάξεις του Κώδικα) και αφετέρου ως βασικό ερμηνευτικό κριτήριο με σκοπό την ανάδειξη των νοηματικών προσδιορισμών που καθίστανται αναγκαίοι κατά την εφαρμογή του Κώδικα. Επίσης, συνιστούν νομιμοποιητικούς παράγοντες της λειτουργικής συμπεριφοράς των βουλευτών εκ μέρους του εκλογικού σώματος, δεδομένης της ελεύθερης εντολής - πλαίσιο, η οποία τους συνδέει (άρθρ. 51 παρ. 2, 61 Συντ.).


Παρά το έντονο στοιχείο της ηθικής που περιέχουν οι εν λόγω αρχές και οι ειδικότερες ρυθμίσεις (εξωτερικής και έμπρακτης -"έργω" ή "λόγω"- εκδήλωσης) της κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς, πηγή της ισχύος τους δεν είναι, αποκλειστικά, η συνείδηση των βουλευτών. Η θετικοποίησή τους από την κρατική εξουσία -ειδικότερα, η ενσωμάτωση του Κώδικα στον ΚτΒ, ως παράρτημά του- τις κατέστησε νομικά δεσμευτικές και η διασφάλιση της εφαρμογής τους συνδέθηκε με την επιβολή πειθαρχικών μέτρων.

Οι ρυθμίσεις των γενικών αρχών διακρίνονται για την αφαιρετική - ελλειπτική διατύπωσή τους, που επιτρέπει την ένταξη στο εννοιολογικό τους περιεχόμενο διαφόρων τύπων συμπεριφοράς. Για την πληρέστερη κατανόηση και εφαρμογή τους, η ΕΜΕΚΔ διαμόρφωσε και ενέκρινε κείμενο -υπό τον τίτλο: "Διευκρινήσεις ως προς την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου", στο οποίο ορίζεται, ότι: "Εναπόκειται, (…), στα αρμόδια για την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα όργανα, αλλά και στους ίδιους τους βουλευτές, η ενσάρκωση των γενικών αρχών με τη διαμόρφωση επιμέρους κανόνων δεοντολογικής ή αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς"

2. Ειδικότερα, στο πλαίσιο
των γενικών αρχών
του Κώδικα προβλέπεται ότι,
οι βουλευτές οφείλουν:


α) "Να τηρούν πιστά τον Κανονισμό της Βουλής και να διαφυλάσσουν την ελεύθερη και δημοκρατική λειτουργία του Κοινοβουλίου".

Η εν λόγω αρχή:


α1) ανάγεται στην εκ προοιμίου αναγνώριση του ΚτΒ ως αυτοτελούς πηγής του Συνταγματικού Δικαίου, μείζονος σημασίας. Διότι, ρυθμίζει ζητήματα σχετιζόμενα με την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία ενός άμεσου και συλλογικού κρατικού οργάνου -της Βουλής- σύμφυτου με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Άλλωστε, σ' ένα δημοκρατικό πολίτευμα νομιμοποιητική βάση της εξουσίας είναι ο λαός. ενώ, η Βουλή ασκεί έμμεσα (= με την "αντιπροσωπευτική" του λαού ιδιότητα) τη νομοθετική εξουσία.

Ο ΚτΒ υπάγεται στην ενιαία ιεραρχία των πηγών του δικαίου και η πιστή τήρησή του εκ μέρους των βουλευτών, κατά την άσκηση των λειτουργικών καθηκόντων τους, συνέχεται και με τον καθ' ύλην περιορισμό του περιεχομένου του σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του αντιπροσωπευτικού σώματος.

α2) αφορά το σύνολο των βουλευτών(άρθρ. 77 παρ. 1 ΚτΒ), ακόμη και αυτών οι οποίοι διαφωνούν είτε προς τους ειδικότερους κανόνες του ΚτΒ, είτε στη γενικότερη αντιπροσωπευτική λειτουργία της Βουλής. Προς τούτο, η διαφύλαξη της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της Βουλής -που συνιστά επανάληψη ενός βασικού κανόνα του κοινοβουλευτικού δικαίου (με τη στενή του όρου έννοια), στον οποίο ο συντακτικός νομοθέτης προσέδωσε αυξημένη τυπική ισχύ (ενσωματώνοντάς τον στο τυπικό Σύνταγμα (άρθρ. 65 παρ. 1))- υποδηλώνει, ότι: η "πίστη" των βουλευτών προς τους κανόνες του ΚτΒ, οφείλει μεν να εδράζεται στην πλειοψηφική αρχή πάντοτε όμως σε διαλεκτική σχέση με την προστασία των δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Το ίδιο ισχύει και στους συσχετισμούς μεταξύ των ανεξάρτητων βουλευτών και των βουλευτών - μελών κοινοβουλευτικών ομάδων. Έτσι, ώστε οι συνθέσεις των προτάσεων και αιτιάσεών τους να αναδεικνύονται μέσω διαδικασιών θεσμικής ισότητας και ελευθερίας στο κοινοβουλευτικό γίγνεσθαι, οι οποίες να ανταποκρίνονται, πληρέστερα, στη θεσμική αποστολή των βουλευτών ως καθοριστικών παραγόντων στην ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Συνεπώς, η "ελεύθερη" και "δημοκρατική" λειτουργία της Βουλής συνιστούν τα πλέον κατάλληλα και κρίσιμα κριτήρια για την οριοθέτηση της αυτονομίας της Βουλής κατά την επεξεργασία, ψήφιση και τροποποίηση των διατάξεων του Κανονισμού της.

Η εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσης διασφαλίζεται:


Ι) με την ορκοδοσία των βουλευτών (άρθρ. 59 παρ. 1 Συντ., άρθρ. 3 παρ. 2 ΚτΒ), πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους (να φυλάττουν "πίστη στην Πατρίδα και το

δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούουν στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνουν ευσυνείδητα τα καθήκοντα τους"). Αρνήσεις ή αντιρρήσεις για τη δόση του όρκου δεν επιτρέπονται. Ενώ, τυχόν επιφυλάξεις (αναγόμενες σε λόγους τυπικούς ή τελετουργικούς)


διατυπώνονται με σύντομη γραπτή δήλωση, που κατατίθεται στο Προεδρείο της Βουλής πριν από τη δόση του όρκου και καταχωρίζεται στα Πρακτικά (άρθρ. 3 παρ. 3 ΚτΒ), και

ΙΙ) το δικαίωμα του Προέδρου της Βουλής (εφεξής ΠτΒ) -που μεριμνά για τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης διεξαγωγής των εργασιών της- να λαμβάνει πειθαρχικά μέτρα (ανάκληση στην τάξη, στέρηση του δικαιώματος λόγου, μομφή για αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά, προσωρινός αποκλεισμός από τις συνεδριάσεις) (άρθρ. 65 παρ. 4 Συντ., 77 παρ. 5 ΚτΒ) εναντίον κάθε βουλευτή, ο οποίος παραβιάζει τον Κανονισμό ή επιδεικνύει ανάρμοστη συμπεριφορά στις συνεδριάσεις και στις συζητήσεις της Βουλής.

β) "Να ασκούν τα καθήκοντά τους με αμεροληψία, ανιδιοτέλεια, αντικειμενικότητα και αλληλοσεβασμό"

β1) Η αμεροληψία, ως καθήκον των βουλευτών, συνιστά αποσύνδεση του λειτουργήματός τους από οποιαδήποτε εξάρτηση, πίεση, επιρροή, προκατάληψη ή προδιάθεση κοινωνικής, πολιτικής ή ιδεολογικής φύσης. Εδράζεται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών, αποβλέπει στην εδραίωση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ εκλογικού σώματος και βουλευτών και εξικνείται σε όλο το πλέγμα των συνταγματικών αξιώσεων που περιέχονται στην ελεύθερη "εντολή - πλαίσιο". Έχει διάσταση υποκειμενική αναγόμενη στην προσωπική συμπεριφορά των βουλευτών, αλλά και αντικειμενική συνεχόμενη με τις θεσμικές εγγυήσεις που περιβάλλουν το πρόσωπό τους (άρθρ. 59 - 61 Συντ.) έναντι των υπονομευτών της αμεροληψίας τους. Το ζητούμενο στην αμεροληψία είναι η εξ αντικειμένου αίσθηση της ύπαρξής της, εκδηλούμενη με την έγκριση - νομιμοποίηση της αιτιολογικής βάσης των ενεργειών των βουλευτών εκ μέρους του εκλογικού σώματος. Οι διατάξεις του άρθρ. 3 - 5 του Κώδικα συνιστούν χαρακτηριστικά παραδείγματα μεροληπτικής άσκησης των βουλευτικών καθηκόντων. ενώ, τα απότοκα αυτών πειθαρχικά μέτρα εγγυώνται (στη διάσταση της αποτροπής) το αδιάβλητο των ενεργειών τους.

Η αμεροληψία των βουλευτών δεν πρέπει να συγχέεται με την πολιτική ουδετερότητα, που ίσταται υπεράνω ή έξωθεν των αντιμαχόμενων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, συνεπώς τελεί υπό καθεστώς μη υποκείμενο στη νομιμοποιητική λειτουργία της κριτικής ή αμφισβήτησης. Αντίθετα, η φύση του βουλευτικού λειτουργήματος είναι κατεξοχήν ενεργή -σύμφωνα με τις επιταγές του Συντάγματος και των νόμων-, δεδομένου ότι εκφράζει την αδιάλειπτη αντιπροσώπευση του εκλογικού σώματος, ως υπέρτατου κρατικού οργάνου, σ' ένα forum αντιμαχόμενων ιδεολογιών και κοινωνικοπολιτικών συμφερόντων.

β2) Η πολιτική ιδιοτέλεια -που λειτούργησε, επί δεκαετίες και υπό καθεστώς αδιαφάνειας, ως σύνδεσμος σύγκλισης του "πελατειακού κράτους" με την οικονομική ολιγαρχία, ενίσχυσε τις πρακτικές ευνοιοκρατίας των κομμάτων και συνέτεινε στην έκπτωση του δημόσιου συμφέροντος- υπήρξε το σημαντικότερο γενεσιουργό αίτιο της υπεξαίρεσης του κοινωνικού πλούτου, της παθογένειας του πολιτικού συστήματος και της ποδηγέτησης των "σταθερών" του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Συνεπώς, η ένταξη της ανιδιοτέλειας στο αξιακό σύστημα που επιδιώκει να εδραιώσει ο Κώδικας Δεοντολογίας των βουλευτών- η οποία συνέχεται με την ανάγκη ριζικής εξυγίανσης της πολιτικής ζωής και αποκατάστασης του κύρους και της αξιοπιστίας των πολιτικών-, καθίσταται αυτονόητο και επιβεβλημένο αντιστάθμισμά τους. Πάντως, όσο και αν η πολιτική ανιδιοτέλεια παραπέμπει σε κίνητρα απόμακρα του προσωπικού ή κομματικού οφέλους, εν τούτοις δεν αποκλείεται η ανάπτυξη "ανταποδοτικών σχέσεων" μεταξύ βουλευτών και εκλογικού σώματος, η οποία επωάζει αγοραία μορφώματα, που την υπονομεύουν επιμελώς.

β3) Η αντικειμενικότητα στην επιτέλεση των λειτουργικών καθηκόντων των βουλευτών εμφανίζεται, συνήθως, ως εδραιωμένη πεποίθηση ότι, οι υποκειμενικές τους εκδοχές στο ενδοκοινοβουλευτικό γίγνεσθαι, σχετικά με τα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα, πληρούν τους όρους εκείνους που τις καθιστούν, ευρέως, αποδεκτές.

Για τη διαμόρφωση αντικειμενικότητας πρέπει να διατυπώνεται λόγος ευρύτατης αποδοχής. Όμως, η εξέλιξη αυτή καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής εντός του Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι η αναγνωριζόμενη αντικειμενικότητα των πολιτικών θέσεων, υποκείμενη, κατά κόρον, σε δομικές αμφισβητήσεις, κατατείνει στην αέναη αναίρεσή της. με συνέπεια, να αναδεικνύεται μια νέα, εξίσου επισφαλής αντικειμενικότητα.

Η εν λόγω αρχή δεοντολογίας αναδεικνύεται ως αποκύημα σύγκλισης υποκειμενικών εκδοχών -μέσω της έλλογης κριτικής τους-, αλλά και διαμόρφωσης διαλεκτικών συνθέσεων, τουλάχιστον, κοινού προβληματισμού στα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα.

Άλλωστε, η Βουλή δεν είναι ένα forum που προσφέρεται σε μονοσήμαντες νοηματοδοτήσεις και επιβραβεύσεις ατομικών επιδόσεων. Το σύστημα των αντιρρητικών σχέσεων, που αναπτύσσονται στο πλαίσιο των ρυθμιζόμενων διαδικασιών, απαιτεί την υπέρβαση και όχι την ανάδειξη του Εγώ των μελών της, μέσω της έκθεσής του στη διαρκή κριτική δοκιμασία. Συνεπώς, η ανάπτυξη του αντικειμενικού λόγου είναι το απώτατο ζητούμενο, που υπόκειται, όμως, στην επισφάλεια της κριτικής αναδιατύπωσής του.

β4) Η πολιτική είναι ένα πεδίο κατεξοχήν ανταγωνιστικό εντός του οποίου διεκδικείται η απόκτηση δύναμης και εξουσίας και ο αποκλεισμός, η εξουθένωση και ο εξαναγκασμός σε απόσυρση ή συμβιβασμό των αντιπάλων μερών. Συνεπώς, ο αλληλοσεβασμός, συνιστά ένα μέτρο αυστηρής αξιολόγησης της συμπεριφοράς των βουλευτών κατά την επιτέλεση των έργων τους, προκειμένου να αναδειχθούν οι πλέον "κατάλληλοι" που θα αναλάβουν την άσκηση του εν λόγω λειτουργήματος. δηλαδή, οι ικανότεροι να αναδείξουν, έμπρακτα, τη σημασία του "κοινοβουλευτικού δέοντος" -όχι ως "έκφραση μιας άνωθεν επιβολής", αλλά ως "απόρροια μιας ενσυνείδητης και ευσυνείδητης επιλογής"-, να συμβάλλουν στη συνακόλουθη νομιμοποίηση των προϊόντων του κοινοβουλευτικού γίγνεσθαι και να εδραιώσουν τη λειτουργική αποστολή της Βουλής σε forum αγωγής και τελείωσης των αντιπροσώπων του λαού.


γ) "Να τηρούν τις αρχές της προάσπισης του κύρους της Βουλής, της προσήλωσης στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και της εχεμύθειας όπου αυτή απαιτείται από το Σύνταγμα ή νόμο ή τον Κανονισμό της Βουλής"

γ1) Το κύρος της Βουλής εδράζεται στην ιδιότητά της ως άμεσου και συλλογικού κρατικού οργάνου, που βρίσκεται, συνεχώς, στο επίκεντρο του συστήματος της δημοκρατικής νομιμότητας και νομιμοποίησης.

Η λειτουργία της θεμελιώνεται στην αρχή της πλειοψηφίας και αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο μέσω των διαλεκτικών σχέσεων που διασφαλίζουν οι θεμελιώδεις αρχές της ισότητας και ελευθερίας των βουλευτών. έτσι, ώστε η διαμόρφωση και μεταβλητότητα της πολιτικής έκφρασης της Βουλής να συνιστά σύνθεση μιας συλλογικής πολιτικής βούλησης, εντός της οποίας διατηρείται ενεργός και η πολιτική βούληση της μειοψηφίας. Ιδίως, μέσω των αρμοδιοτήτων της να συμβάλλει στην αναθεώρηση του Συντάγματος, στην ψήφιση των τυπικών νόμων, και στον έλεγχο των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας.


Συνεπώς, οι βουλευτές, που αποτελούν το έμψυχο δυναμικό της, οφείλουν να προασπίζουν το κύρος και την αξιοπιστία της.

Το σύνολο των δικαιωμάτων που μπορούν να ασκήσουν οι βουλευτές, αυτοτελώς ή συλλογικώς (μέσω της κοινοβουλευτικής ομάδας στην οποία ανήκουν), προϋποθέτει την προσήλωσή τους στις ενδοκοινοβουλευτικές διαδικασίες. Προς τούτο, οφείλουν να προσέρχονται και να παρευρίσκονται στις εργασίες των κοινοβουλευτικών σχηματισμών, αν είναι μέλη τους, και να αποφεύγουν ενέργειες οι οποίες στοιχειοθετούν ανάρμοστη συμπεριφορά τους [= παρεμπόδιση της ομαλής διεξαγωγής των συνεδριάσεων ή των συζητήσεων, διατάραξη της τάξης σ' αυτές (με πρόκληση θορύβου ή αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο), καταφρόνηση του Συντάγματος και των πολιτειακών θεσμών, διακοπή των ομιλητών χωρίς τη συγκατάθεσή τους, καθώς και ομιλία τους χωρίς προηγούμενη άδεια του Προέδρου].

γ2) Στις αρχές της ισότητας και ελευθερίας -που εξειδικεύουν τη δημοκρατική λειτουργία του Αντιπροσωπευτικού Σώματος- συντρέχει και η αρχή της δημοσιότητας των κοινοβουλευτικών διαδικασιών (άρθρ. 66 παρ. 1 Συντ., 56 παρ. 2 ΚτΒ). Ωστόσο, οι βουλευτές οφείλουν να τηρούν εχεμύθεια προβλεπόμενη από το Σύνταγμα, τους νόμους ή τον Κανονισμό της Βουλής, σχετικά με πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν γνώση ως φορείς δημόσιας εξουσίας και εντοπίζονται στο χώρο του Κοινοβουλίου ή εκτός αυτού. Η εν λόγω υποχρέωσή τους -που εξειδικεύεται στις περιπτώσεις που απαιτούν οι ανωτέρω κανόνες δικαίου- στοχεύει στην προστασία του δημόσιου συμφέροντος, της ελεύθερης εντολής και περιφρουρεί τη λειτουργική ανεξαρτησία τους.


Ενδεικτικά, οι βουλευτές δεν έχουν υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες, που περιήλθαν σ' αυτούς ή τους δόθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ούτε των προσώπων τα οποία τους εμπιστεύθηκαν αυτές ή στα οποία τις μετέδωσαν (άρθρ. 61 παρ. 3 Συντ.). Επίσης, οφείλουν να μη χρησιμοποιούν προς ίδιο οικονομικό όφελος ή προς οικονομικό όφελος τρίτων εμπιστευτικές πληροφορίες και έγγραφα που περιέρχονται σε γνώση τους (άρθρ. 5 παρ. 1 Κώδικα), η οποία αποτελεί αιτία περικοπής της μηνιαίας αποζημίωσής τους (άρθρ. 8 παρ. 1 περ. δ΄). Συναφώς, οι συζητήσεις για τη δραστηριότητα της ΕΥΠ είναι απόρρητες και τα μέλη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας -εντός της οποίας διεξάγονται- δεσμεύονται να τηρούν την εν λόγω υποχρέωση και μετά τη λήξη της θητείας τους (άρθρ. 43Α παρ. 2 περ. α΄ ΚτΒ).

δ) "Να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον,


κατ' αποκλεισμό της εξυπηρέτησης σε βάρος του, οποιουδήποτε οικονομικού ή άλλου προσωπικού συμφέροντος ή οφέλους υπέρ αυτών των ιδίων ή τρίτων προσώπων".
Κάθε μέλος του Κοινοβουλίου μπορεί να επιλέξει -στα πλαίσια εξυπηρέτησης της ελεύθερης εντολής- την υποστήριξη προσωπικών ή υπέρ τρίτων συμφερόντων, εφόσον δεν προσκρούουν στο δημόσιο συμφέρον. Διότι, η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος -που κατατάσσεται, εντός του συστήματος των κανόνων δικαίου, σε μείζονος σημασίας έννομο αγαθό- συνιστά παράγοντα κοινωνικής συνοχής και παράλληλα λόγο νομιμοποίησης και σταθεροποίησης της εξουσίας.


Συνεπώς, η μη τήρησή της εν λόγω αρχής από τους βουλευτές μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στη διακύβευση της "πολιτικής εντιμότητάς" τους, παρά τις συνήθως προβαλλόμενες αιτιάσεις τους ότι οι επίμαχες πρακτικές υπήρξαν απολύτως εναρμονισμένες με τη συνείδησή τους.


ε) "Να συμβάλλουν στην αποτροπή εκδηλώσεων μίσους κατά προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους, των θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεών τους, του φύλου τους, της ηλικίας τους, της αναπηρίας τους ή του σεξουαλικού προσανατολισμού τους".

Ειδικότερα, οι βουλευτές οφείλουν να συμβάλλουν στη διασφάλιση σημαντικών εκφάνσεων της προσωπικής ελευθερίας όλων όσων βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια -ελλήνων και αλλοδαπών (άρθρ. 5 παρ. 2, 3, 2 παρ. 1 Συντ.)-, όπως η απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, αποτρέποντας προς τούτο εκδηλώσεις μίσους οι οποίες διακυβεύουν τον πυρήνα του εν λόγω δικαιώματος ή δυσχεραίνουν την άσκησή του. Η εν λόγω υποχρέωση -που ανάγεται κατά την παρουσία των βουλευτών στο ενδοκοινωνικό ή ενδοκοινοβουλευτικό γίγνεσθαι- συντρέχει ιδίως υπέρ των αλλοδαπών, οι οποίοι δεν είναι φορείς των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη γενική αρχή της ισότητας (άρθρ. 4 παρ. 1 Συντ.).

Επίσης, το δικαίωμα του κράτους να αξιώνει από όλους τους πολίτες του την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρ. 25 παρ. 4 Συντ.) δεν εξαιρεί τους βουλευτές. Αντίθετα, αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την αξιολόγηση του λειτουργικού τους έργου, στα πλαίσια υλοποίησης της ελεύθερης εντολής - πλαίσιο και του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η τυχόν καταστρατήγηση της εν λόγω υποχρέωσης δεν πλήττει αποκλειστικά τον βουλευτή -αποκαλύπτοντας την ασυμβατότητα της "συνείδησής" και των πρακτικών του στις κοινωνικές αξίες-, αλλά έχει αρνητικές συνεπαγωγές και στον θεσμό του Κοινοβουλίου, εφόσον συνιστά πλήγμα στις σχέσεις εκλογικού σώματος και βουλευτών.

Η πρόβλεψη της ανωτέρω αρχής στον Κώδικα οφείλεται σε πρακτικές μισαλλοδοξίας μιας εγκληματικής οργάνωσης, η οποία -εκμεταλλευόμενη την κοινωνικοοικονομική κρίση στη χώρα, την απότοκη αυτής πολιτική επιδραστικότητα του αντισυστημικού λόγου κατά των μνημονίων στην κοινωνία, καθώς και την επίταση του προσφυγικού - μεταναστευτικού προβλήματος- περιδύθηκε τον μανδύα του πολιτικού κόμματος και εκπροσωπήθηκε στη Βουλή. Συγκεκριμένα, μετερχόμενη πρακτικές εκτός των συνταγματικών ορίων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καταστρατηγούσε συστηματικά την τήρηση των κανόνων ελευθερίας και ισοπολιτείας ελλήνων και αλλοδαπών, ασχέτως πολιτικών, εθνολογικών, γλωσσικών, θρησκευτικών και βιολογικών διαφοροποιήσεών τους έναντι της πλειοψηφίας.


Ο ανωτέρω λόγος, μαζί με τη διάχυτη ιδιωφέλεια των βουλευτών κατά την επιτέλεση των καθηκόντων τους, συνέτεινε -κατά τα αναπτυχθέντα- στη θέσπιση του Κώδικα.

στ) "Να προβαίνουν σε συνετή χρήση και διαχείριση των μέσων και παροχών που η Βουλή θέτει στη διάθεσή τους, αποκλειστικά για την απρόσκοπτη άσκηση του έργου τους και για την εκπλήρωση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων".

Η βουλευτική αποζημίωση και οι ατέλειες αποτελούν προσωπικά δικαιώματα του βουλευτή αναγόμενα σε παροχές εκ μέρους της πολιτείας. Αναγνωρίζονται στον βουλευτή από την -διά της ορκωμοσίας- ανάληψη των καθηκόντων του και αποβλέπουν στη δημιουργία των οικονομικών δυνατοτήτων, αποκλειστικά, για την απρόσκοπτη άσκηση του βουλευτικού λειτουργήματος. Έμμεσα, αποσκοπούν και στην αποτροπή του επηρεασμού του από εξωτερικούς παράγοντες, που συνεπάγονται την κατάλυση της ανεξαρτησίας του.

Ειδικότερα, η αποζημίωση δεν αποτελεί μισθό, αλλά αντιστάθμισμα για την εγκατάλειψη ή την πλημμελή άσκηση του βιοποριστικού του επαγγέλματος. Μοναδική προϋπόθεση για τη γένεση του εν λόγω δικαιώματος είναι η βουλευτική ιδιότητα. Προς τούτο, το Σύνταγμα προβλέπει ότι: "Οι βουλευτές για την άσκηση του λειτουργήματός τους δικαιούνται από το Δημόσιο αποζημίωση και δαπάνες. το ύψος τους καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής" (άρθρ. 63 παρ. 1 Συντ.).

Η βουλευτική αποζημίωση υπόκειται, ωστόσο, σε ειδικές κρατήσεις (λ.χ. κράτηση υπέρ κόμματος, υπέρ του λογαριασμού αλληλοβοήθειας βουλευτών, υπέρ Ο.Α.Ε.Δ., για κλάδο σύνταξης Δημοσίου, για υγειονομική περίθαλψη Δημοσίου).

Μαζί με τη βουλευτική αποζημίωση συνεντέλλονται, μηνιαίως, επίδομα οργάνωσης γραφείου, οικογενειακή παροχή (με κριτήριο την οικογενειακή κατάσταση, την οποία υποβάλλουν κάθε χρόνο στο Τμήμα Εκκαθάρισης Αποζημιώσεων και Δαπανών της Βουλής), έξοδα κίνησης, ταχυδρομικά τέλη και αποζημίωση συμμετοχής σε Επιτροπές της Βουλής.

Το ανωτέρω σκεπτικό επέβαλε και τη θέσπιση συγκοινωνιακών, ταχυδρομικών και τηλεφωνικών ατελειών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας (άρθρ. 63 παρ. 2 Συντ.), τη χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτου, καθώς και την επιδότηση για τη στέγαση των εξ επαρχίας βουλευτών στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. Το ύψος των περισσότερων επιδομάτων προσδιορίζεται με γνώμονα τη χιλιομετρική απόσταση της εκλογικής περιφέρειας του βουλευτή από την Αθήνα.

Η συνετή διαχείριση ιδίως των ατελειών συνιστούν βασικό καθήκον των βουλευτών δεδομένου ότι επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό της Βουλής, δηλαδή τους έλληνες φορολογούμενους ["Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διάκριση στα δημόσια βάρη (…)" (άρθρ. 4 παρ. 5 Συντ.)].

Ωστόσο, τα ιστορικά βιώματα κατέδειξαν, συχνά, την ασύνετη χρήση και διαχείριση των ανωτέρω μέσων και παροχών. Ενδεικτικά, τα εκκρεμή χρέη της Βουλής λόγω τηλεφωνικών χρεώσεων, κατά την ΙΑ΄ κοινοβουλευτική περίοδο, ανήλθαν σε απρόσμενα ύψη. Προς τούτο, η Βουλή ανέλαβε την τμηματική εξόφλησή τους, μέσω διακανονισμού, συνάπτοντας σχετικές συμβάσεις με τους παρόχους σταθερής και κινητής τηλεφωνίας.

Συνεχίζεται στην αυριανή έκδοση του «Χ»

Live ενημέρωση

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr