Ο Κώδικας Δεοντολογίας των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου (μέρος Γ) | xronos.gr
ΑΡΘΡΟ

Ο Κώδικας Δεοντολογίας των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου (μέρος Γ)

06/07/23 - 8:00
Ο Κώδικας Δεοντολογίας των μελών  του Ελληνικού Κοινοβουλίου (μέρος Γ)

Μοιραστείτε το

Γράφει ο Σίμος Μηναΐδης,  ομότιμος καθηγητής Νομικής Δ.Π.Θ.

Κεφάλαιο δεύτερο


Η αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά των βουλευτών

Η περιπτωσιολογία της στον Κώδικα

Α. Η σύγκρουση συμφερόντων

"Σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται όταν βουλευτής κατά την άσκηση καθηκόντων του, εν γνώσει του εξυπηρετεί σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος, αμέσως ή εμμέσως ιδιωτικό συμφέρον, οικονομικό ή άλλο, αυτού του ιδίου ή άλλου, φυσικού ή νομικού προσώπου" (άρθρ. 3 παρ. 1 εδ. α΄). Σημειωτέον ότι, ο ανωτέρω ορισμός στον Κώδικα εμπεριέχει την έννοια του lobbying, καθώς γίνεται λόγος για εξυπηρέτηση, αμέσως ή εμμέσως, ιδιωτικού συμφέροντος αυτού του ιδίου ή άλλου, φυσικού ή νομικού προσώπου, που θα μπορούσε να επηρεάσει αθέμιτα την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.

Ενώ, δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων όταν πρόκειται για δραστηριότητα ή ιδιότητα του βουλευτή ως μέλους του κοινωνικού συνόλου ή ευρείας κοινωνικής ομάδας προσώπων ή λόγω δραστηριότητάς του συνεχόμενης με την επαγγελματική του ιδιότητα (λ.χ. δικηγόρου - βουλευτή, ο οποίος υπερασπίζεται πελάτη του σε υποθέσεις ενώπιον δημόσιων υπηρεσιών, δηλαδή εξυπηρετεί ιδιωτικό συμφέρον σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας) (άρθρ. 3 παρ. 1 εδ. β’).

Οι διατάξεις του άρθρ. 3 του Κώδικα συμπληρώνουν τα άρθρ. 56 και 57 Συντ., τα οποία συστηματοποιούν δημόσια λειτουργήματα, ιδιωτικά έργα, ιδιότητες και πράξεις που συνιστούν κωλύματα ανακήρυξης των φορέων τους ως υποψηφίων βουλευτών ή ασυμβίβαστα προς τα καθήκοντα των βουλευτών. Στην περίπτωση που προκύψει σύγκρουση συμφερόντων, η οποία δεν ρυθμίζεται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, τότε ενεργοποιείται το άρθρ. 3 του Κώδικα.

Βουλευτές, που θεωρούν ότι η υπάρχουσα ή επιγενόμενη κατάσταση, σχετικά με
την οικονομική τους δραστηριότητα, καθώς και των συζύγων και των πρώτου βαθμού συγγενών τους είναι ικανή να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων, υποχρεούνται να ενημερώνουν, εγγράφως, τον Πρόεδρο της Βουλής (άρθρ. 3 παρ. 2 εδ. α΄). Η εν λόγω ενημέρωση δεν αποτελεί δήλωση περιουσιακής κατάστασης του Ν. 3213/2003 ή δήλωση οικονομικών συμφερόντων του άρθρ. 229 Ν. 428/2014 (άρθρ. 3 παρ. 2 εδ. α’).

Την ίδια υποχρέωση έχουν οι βουλευτές και για τυχόν επιγενόμενη κατάσταση ικανή να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρ. 3 παρ. 2 εδ. β’).

Η αξιολόγηση σχετικά με το πότε μια επελθούσα μεταβολή ή επιγενόμενη κατάσταση είναι ικανή να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων γίνεται, για λόγους διαφάνειας:

α) σε αρχικό στάδιο, από τον ίδιο τον βουλευτή που έχει την υποχρέωση -κατά τα ανωτέρω- να ενημερώσει τον Πρόεδρο της Βουλής.

Η υποχρέωση του βουλευτή για γνωστοποίηση, εκ μέρους του και εκούσια, τη μη συμμετοχής του σε συνεδριάσεις στις οποίες εκτιμά ότι τίθεται ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων θεωρείται αυτονόητη, καθώς σε διαφορετική περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των προβλεπόμενων πειθαρχικών μέτρων. Επίσης, στοιχειοθετεί και πολιτική ευθύνη του ιδίου ή του κόμματός του.

β) ακολούθως -στις ανωτέρω περιπτώσεις, καθώς και όταν υπάρχει έγγραφη και επώνυμη αναφορά-, ο Πρόεδρος της Βουλής παραπέμπει το ζήτημα στην ΕΜΕΚΔ (άρθρ. 3 παρ. 3).

Ο εν λόγω θεσμικός σχηματισμός της Βουλής, εάν κρίνει -μετά από ακρόαση του βουλευτή, που έλαβε χώρα κατόπιν σχετικής πρόσκλησης ή αίτησής του-, ότι στοιχειοθετείται σύγκρουση συμφερόντων, εισηγείται προς τον Πρόεδρο της Βουλής περί του πρακτέου (άρθρ. 3 παρ. 4).

Η εισήγηση της Επιτροπής μπορεί να επικεντρώνεται σε ενέργειες, όπως:

β1) αρχειοθέτηση της υπόθεσης, εφόσον κρίνεται ότι δεν συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων.

β2) σύσταση προς τον βουλευτή για την αποκατάσταση της υπάρχουσας κατάστασης σύγκρουσης συμφερόντων.

β3) σύσταση προς τον βουλευτή για αποχή από τις συνεδριάσεις συγκεκριμένης επιτροπής στην οποία συζητείται ζήτημα σχετικό με την, υπό έλεγχο, σύγκρουση συμφερόντων.


Αν ο βουλευτής δεν συμμορφώνεται προς την ανωτέρω εισήγηση, η ΕΜΕΚΔ εισηγείται την επιβολή πειθαρχικών μέτρων.


Σε περίπτωση αμφιβολίας της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη κατάστασης ικανής να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων ή αν κρίνει ότι το ζήτημα χρήζει περαιτέρω έρευνας, ο Πρόεδρός της ενημερώνει τον Πρόεδρο της Βουλής και παράλληλα εισηγείται περί του πρακτέου (άρθρ. 3 παρ. 5).

γ) από την Ολομέλεια της Βουλής, σε περίπτωση ενεργοποίησης της διαδικασίας για την επιβολή πειθαρχικών ποινών (άρθρ. 8).


Β. Η αποδοχή δώρων, παροχών και ωφελημάτων

Οι βουλευτές οφείλουν να μην αποδέχονται, άμεσα ή έμμεσα, δώρα ή παροχές ή άλλα ωφελήματα, των οποίων η φύση ή η χρηματική αξία εγείρουν ζητήματα μεροληπτικής άσκησης των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων, δεδομένου ότι οφείλουν να ενεργούν, αποκλειστικά, υπέρ του δημόσιου συμφέροντος.

Χρηματική αξία μεγαλύτερη των διακοσίων (200) ευρώ θεωρείται, κατά κανόνα και κατά τεκμήριο, και σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, ικανή να εγείρει ζητήματα αμεροληψίας (άρθρ. 4 παρ. 1). Συνεπώς, η ΕΜΕΚΔ -της οποίας η αποστολή συνίσταται στη δημόσια παρέμβαση για την προστασία και ενίσχυση του κύρους και της αξιοπιστίας του Κοινοβουλίου και των βουλευτών (άρθρ. 43Α παρ. 2 περ. η’ ΚτΒ)-, εκκινεί με δεδομένο το τεκμήριο, ότι οι ανωτέρω παροχές θέτουν ζήτημα αμεροληψίας και συνεπάγονται την απαγόρευση αποδοχής τους.

Δώρα, τα οποία δίδονται ως αναμνηστικά επίσημης επίσκεψης και φιλοξενίας στο πλαίσιο κοινοβουλευτικής δραστηριότητας και η αξία τους είναι μικρότερη του ανωτέρω ποσού, καταχωρίζονται, με δήλωση του βουλευτή και ευθύνη της Διεύθυνσης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στην οποία ανήκει, σε ειδικό κατάλογο, ο οποίος τηρείται στη γραμματεία της ΕΜΕΚΔ. Με δήλωση του βουλευτή καταχωρίζονται, επίσης, -κατά τα ανωτέρω- δώρα κ.λπ. των οποίων η αξία ξεπερνά τα διακόσια (200) ευρώ, συνοδευόμενη με ειδική αιτιολογία του βουλευτή ως προς την αποδοχή τους (άρθρ. 4 παρ. 2).

Οι προαναφερθείσες υποχρεώσεις γνωστοποίησης αποτυπώνουν την προσήλωση του Κοινοβουλίου σε θέματα διαφάνειας και ηθικής.

Στην περίπτωση της έγγραφης και επώνυμης αναφοράς του βουλευτή, όταν αμφιβάλλει περί του πρακτέου, το ζήτημα ελέγχεται από την ΕΜΕΚΔ, η οποία προβαίνει σε ό,τι είναι αναγκαίο προς τούτο (άρθρ. 4 παρ. 3).

Η αξία του δώρου δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό ούτε το ασφαλέστερο κριτήριο - τεκμήριο για την θεμελίωση ζητημάτων αμεροληψίας. Προς τούτο, η ΕΜΕΚΔ οφείλει να τεκμηριώνει πληρέστερα την κρίση της, λαμβάνοντας υπόψη πρόσθετα κριτήρια (λ.χ. τα πιθανά κίνητρα του "δωρητή", τις ιδιαίτερες συνθήκες της δωρεάς, την πληρότητα των αιτιάσεων του βουλευτή). Ειδικά, στις περιπτώσεις έγερσης αμφιβολιών εκ μέρους του βουλευτή σχετικά με την αξιολόγηση δώρων ως "μικρής αξίας", η ΕΜΕΚΔ οφείλει να εκφέρει άποψη ως προς την έννοια του όρου, μετά τη διενέργεια σχετικής πραγματογνωμοσύνης.

Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρ. 5 του "Κώδικα Δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε θέματα οικονομικών συμφερόντων και σύγκρουσης συμφερόντων" (εφεξής ΚΔΒΕυρΚ): Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, απέχουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους από την αποδοχή τυχόν δώρων ή παρόμοιων παροχών, "πέραν αυτών των οποίων η κατά προσέγγιση αξία είναι μικρότερη των 150 EUR και δίδονται ως δώρα φιλοφρόνησης, ή εκείνων που δίδονται ως δώρα φιλοφρόνησης όταν εκπροσωπούν το Κοινοβούλιο υπό επίσημη ιδιότητα" (άρθρ. 5 παρ. 1). Τυχόν δώρα που προσφέρονται στους βουλευτές, σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο, παραδίδονται στον Πρόεδρο, ο οποίος τα διαχειρίζεται στο πλαίσιο των μέτρων εφαρμογής που θεσπίζει το Προεδρείο (άρθρ. 5 παρ. 2). Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρ. 5 δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις της επιστροφής των εξόδων ταξιδίου και διαμονής των βουλευτών ή της απευθείας καταβολής των εν λόγω εξόδων από τρίτους, όταν οι βουλευτές, μετά από πρόσκληση και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, συμμετέχουν σε εκδηλώσεις που έχουν οργανωθεί από τρίτους (άρθρ. 5 παρ. 3). Το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω παραγράφου, ιδίως των κανόνων που διασφαλίζουν τη διαφάνεια, καθορίζεται από τα μέτρα που θεσπίζει το Προεδρείο δυνάμει του άρθρ. 8.

Πέραν της απαγόρευσης που προβλέπεται στο άρθρ. 4 του Κώδικα, συντρέχει και η συναφής κατά περιεχόμενο, και προσφάτως τροποποιηθείσα [σύμφωνα με το άρθρ. 3 Ν. 4637/2018 "Τροποποίηση Ποινικού Κώδικα (…)"], διάταξη του άρθρ. 159 παρ. 1 Π.Κ.: "Με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες τιμωρείται (…), οι βουλευτές, (…), οι οποίοι ζητούν ή λαμβάνουν άμεσα ή μέσω τρίτου, για τους εαυτούς τους ή άλλους, οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή απαιτούν τέτοια ως αντάλλαγμα για ενέργεια ή παράλειψή τους, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή αντίκειται σε αυτά".

Γ. Η χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών και εγγράφων προς ίδιον οικονομικό όφελος
Οι βουλευτές οφείλουν να μη χρησιμοποιούν προς ίδιον οικονομικό όφελος ή προς οικονομικό όφελος τρίτου προσώπου εμπιστευτικές πληροφορίες και έγγραφα που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρ. 5 παρ. 1). Ο όρος "εμπιστευτικές πληροφορίες" και "έγγραφα" στην εν λόγω διάταξη του Κώδικα δεν ανάγεται στους όρους του απορρήτου και της παραβίασης των μυστικών της πολιτείας, που συνδέονται με την τέλεση ποινικών αδικημάτων (άρθρ. 146, 147 Π.Κ.). Αποτελεί ευρύτερη έννοια, η οποία καταλαμβάνει κάθε εμπιστευτική πληροφορία και έγγραφο που περιέρχεται σε γνώση του βουλευτή.

Στην περίπτωση της γνωστοποίησης τέτοιων πληροφοριών προς τρίτους με οποιονδήποτε τρόπο ή εγγράφων της ανωτέρω διάταξης, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη η αιτιολόγηση της απόφασης του βουλευτή, σε συνδυασμό με τις αρχές της διαφάνειας και του δημόσιου συμφέροντος (άρθρ. 5 παρ. 2). Ειδικότερα, αν και δεν απαιτείται σχετική έγκριση πριν από τη δημοσιοποίηση των ανωτέρω πληροφοριών και εγγράφων, ωστόσο ο βουλευτής καλείται ενώπιον της ΕΜΕΚΔ προκειμένου να αιτιολογήσει την απόφασή του ή ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής, σύμφωνα με τη γενική διαδικασία των άρθρ. 6, 8 του Κώδικα.

Οι ανωτέρω διατάξεις δεν παρακωλύουν την άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου (άρθρ. 5 παρ. 3).

Οι συνεπαγωγές της
Α. Η κατάθεση αναφορών
ή η αυτεπάγγελτη έρευνα της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας με αντικείμενο αντιδεοντολογική συμπεριφορά των βουλευτών
Οι αναφορές -η έννοια των οποίων ορίζεται στο άρθρ. 125 ΚτΒ-, που έχουν ως αντικείμενο παράβαση διατάξεων του Κώδικα, υποβάλλονται εγγράφως και επωνύμως και κατατίθενται σε πρωτόκολλο της ΕΜΕΚΔ (άρθρ. 6 παρ. 1).
Στις περιπτώσεις των άρθρων του Κώδικα που δεν προβλέπεται ειδικότερη διαδικασία για αντιδεοντολογική συμπεριφορά των βουλευτών, η ανωτέρω Επιτροπή, εάν κρίνει ότι το ζήτημα πρέπει να διερευνηθεί, ενημερώνει σχετικά τον Πρόεδρο της Βουλής. Ο εν λόγω παραπέμπει το ζήτημα στην ΕΜΕΚΔ, η οποία και ενεργεί κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ. 3 παρ. 4, 5 (άρθρ. 6 παρ. 2).
Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί να επιληφθεί ζητήματος αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς βουλευτών και αυτεπαγγέλτως, κατ' ανάλογη εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης (άρθρ. 6 παρ. 3).
Β. Το έργο της ΕΜΕΚΔ
α. Η συνδρομή στο έργο της

Οι βουλευτές τους οποίους αφορά έρευνα σχετική με παράβαση ρύθμισης του Κώδικα, όπως και κάθε δημόσια αρχή ή ιδιωτικός φορέας, οφείλουν να συνδράμουν την ΕΜΕΚΔ στο έργο της (άρθρ. 7 παρ. 1).


Στην περίπτωση που η ανωτέρω Επιτροπή διαπιστώσει ότι τούτο δεν καθίσταται εφικτό, ενημερώνει, αρμοδίως, τον Πρόεδρο της Βουλής (άρθρ. 7 παρ. 2).

Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα ακρόασης από την ΕΜΕΚΔ, είτε μετά από σχετική πρόσκλησή τους προς τούτο, είτε μετά από αίτησή τους (άρθρ. 7 παρ. 3).

Η ΕΜΕΚΔ σε όλες τις περιπτώσεις αξιολόγησης εικαζόμενων παραβάσεων του Κώδικα συνέρχεται σε μυστική συνεδρίαση. Το απόρρητο της διαδικασίας διατηρείται έως ότου ο Πρόεδρος της Βουλής, μετά την κατάθεση της εισήγησης της Επιτροπής, είτε επιβάλλει το οποιοδήποτε πειθαρχικό μέτρο, είτε υποβάλλει πρόταση λήψης πειθαρχικού μέτρου στην Ολομέλεια της Βουλής ή στο Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της (άρθρ. 9 παρ.1).

Σημειωτέον ότι το απόρρητο δεν ισχύει έναντι του ενδιαφερόμενου βουλευτή.

Τα πρακτικά τηρούνται από το Τμήμα Πρακτικών Επιτροπών και Γραμματείας της Διεύθυνσης Διαρκών Επιτροπών.


β. Οι εισηγήσεις της
Οι εισηγήσεις της ΕΜΕΚΔ ανάγονται στα παρατιθέμενα διαδικαστικά στάδια:


α) αφού ερευνήσει το ζήτημα και ακούσει τον βουλευτή, διατυπώνει την εισήγησή της περί του πρακτέου στον Πρόεδρο της Βουλής.

β) αν ο βουλευτής -εντός προθεσμίας καθοριζόμενης από τον Πρόεδρο της Βουλής, κατ' ανώτατο τριάντα (30) ημερών- δεν συμμορφωθεί προς την ανωτέρω εισήγηση, η ΕΜΕΚΔ επανέρχεται με νέα εισήγησή της στο Πρόεδρο, η οποία περιλαμβάνει τα προτεινόμενα πειθαρχικά μέτρα.


Οι ανωτέρω εισηγήσεις, εντάσσονται στον κομβικό ρόλο της ΕΜΕΚΔ "να μελετά και να εισηγείται μέτρα και να παρεμβαίνει όταν κρίνεται αναγκαίο, δημόσια για την προστασία και ενίσχυση του κύρους του κοινοβουλευτικού θεσμού και των βουλευτών" (άρθρ. 43Α παρ. 2 στοιχ. η’ ΚτΒ).

Γ. Τα προβλεπόμενα πειθαρχικά μέτρα

Η ιδιότητα των βουλευτών ως φορέων πραγμάτωσης συγκεκριμένων πολιτειακών έργων -που εδράζεται στην άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση της Βουλής- διασφαλίζεται μέσω των άρθρ. 60 παρ. 1 (βουλευτική ανεξαρτησία), 61 παρ. 1 (ακαταδίωκτο βουλευτή) και 62 παρ. 1 Συντ. (βουλευτική ασυλία). Τούτο συνεπάγεται απαγόρευση παρεμβάσεων που επιδιώκουν τον ετεροπροσδιορισμό της πολιτικής τους βούλησης. Ενώ, προβλέπεται ως αποκλειστικό δεσμευτικό κριτήριο, κατά την επιτέλεση του βουλευτικού λειτουργήματος, η συνείδηση των φορέων του.

Ωστόσο, η ιδιότητα των βουλευτών ως δημόσιων λειτουργών που υπηρετούν το γενικό συμφέρον δεν τους απαλλάσσει από την υποχρέωση υπαγωγής της συμπεριφοράς τους σε ένα πλαίσιο γενικών αρχών, που εδράζονται στην ελεύθερη εντολή του εκλογικού σώματος προς τον βουλευτή και διασφαλίζουν την αξιοπιστία του αντιπροσωπευτικού συστήματος.

Τα προβλεπόμενα στον Κώδικα πειθαρχικά μέτρα, παρότι prima facie θα μπορούσαν να εκτιμηθούν ως "σχετικοποίηση" της ελευθερίας των βουλευτών, εν τούτοις συνιστούν επαχθείς συνεπαγωγές των δοκιμασιών του κοινοβουλευτικού συστήματος, οφειλόμενες στη λειτουργική συμπεριφορά των βουλευτών.

Ειδικότερα, με απόφαση του Πρόεδρου της Βουλής ή πρότασή του προς την Ολομέλεια της Βουλής ή το Τμήμα Διακοπής των Εργασιών της και σχετική απόφαση των εν λόγω θεσμικών σχηματισμών, δύνανται να επιβληθούν -με γνώμονα τη σοβαρότητα των παραβάσεων- τα εξής πειθαρχικά μέτρα (άρθρ. 8):

α) ανάκληση στην τάξη, με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, κατά την επίδειξη συμπεριφοράς, η οποία παραβιάζει τις γενικές αρχές του άρθρ. 2 του Κώδικα(κατ' ανάλογη εφαρμογή των άρθρ. 78 ΚτΒ).

Η ανάκληση στην τάξη δύναται να μην επιβληθεί, αν ο βουλευτής ανακαλέσει τα λεχθέντα, ή εκφράσει τη λύπη του για όσα έπραξε ή παράσχει επαρκείς εξηγήσεις για τη στάση του, και αυτές κριθούν ικανοποιητικές. Η ικανοποιητική επανόρθωση συνεπάγεται διαγραφή των επίμαχων σημείων από τα πρακτικά της Βουλής, κατόπιν εντολής του Προέδρου της.

β) μομφή για αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά, επιβάλλεται σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις (= όταν ο βουλευτής υπέπεσε ή επιμένει στην αναφερόμενη στο άρθρ. 77 παρ. 3 ΚτΒ ανεπίτρεπτη ή ανάρμοστη συμπεριφορά του, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 80 ΚτΒ).

Η επιβολή του εν λόγω πειθαρχικού μέτρου προϋποθέτει καταρχάς υποβολή σχετικής πρότασης από τον Πρόεδρο της Βουλής. Περαιτέρω, προβλέπει εξηγήσεις του ενδιαφερόμενου εντός βραχύβιας προθεσμίας (πέντε λεπτών) και, εάν ο Πρόεδρος επιμείνει στην πρότασή του, τούτο συνεπάγεται απόφαση της Βουλής, η οποία επιφέρει, αυτοδικαίως, την περικοπή του ενός τετάρτου (1/4) της μηνιαίας αποζημίωσης του παρεκτραπέντος βουλευτή.

γ) προσωρινός αποκλεισμός του βουλευτή διάρκειας έως δεκαπέντε ημερών από τις συνεδριάσεις της Βουλής ή αποκλεισμός του από τις συνεδριάσεις συγκεκριμένης επιτροπής, στις οποίες συζητείται ζήτημα σχετικό με την υπό έλεγχο σύγκρουση συμφερόντων και, σωρευτικώς ή εναλλακτικώς, περικοπή του ενός δευτέρου (1/2) της μηνιαίας αποζημίωσής του, στις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 81 παρ. 4, 5 και 6 ΚτΒ.

δ) περικοπή μέχρι του ενός δευτέρου (1/2) της μηνιαίας αποζημίωσης του βουλευτή και υποχρέωση απόδοσης του ωφελήματος υπέρ κοινωφελούς σκοπού, όταν πρόκειται γιαπαράβαση της διάταξης που αφορά αποδοχή δώρων, παροχών ή ωφελημάτων, σύμφωνα με την εισήγηση της ΕΜΕΚΔ.

Η ποινή επαναλαμβάνεται ανά μήνα, μέχρι συμμόρφωσης του βουλευτή προς την απόφαση της Ολομέλειας ή του Τμήματος Διακοπής των Εργασιών της.

ε) περικοπή της μηνιαίας αποζημίωσης του βουλευτή μέχρι του ενός δευτέρου (1/2) αυτής, με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, όταν πρόκειται για παράβαση της διάταξης που αφορά τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών.

Οι διατάξεις του Κώδικα και του ΚτΒ, που προβλέπουν την επιβολή των επαχθέστερων πειθαρχικών κυρώσεων από την Ολομέλεια της Βουλής, και όχι από τον ΠτΒ, συνέχονται με την αναγκαία νομιμοποίηση που απαιτούν οι εν λόγω κανόνες "αυτοκάθαρσης", οι οποίοι και διασφαλίζουν το κύρος και την αξιοπιστία της.

Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις ο βουλευτής καλείται, πριν από την επιβολή του πειθαρχικού μέτρου (άρθρ. 8 παρ. 2), να αναπτύξει τις απόψεις του εντός είκοσι (20) λεπτών ενώπιον του Προέδρου της Βουλής, της Ολομέλειας ή του Τμήματος Διακοπής των Εργασιών της.

Τα επιβαλλόμενα πειθαρχικά μέτρα ανακοινώνονται στην Ολομέλεια του Σώματος

και δύνανται σε περιπτώσεις λήψης αυστηρών μέτρων να αναρτώνται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής (άρθρ. 8 παρ.3).

[Συνεχίζεται στην αυριανή έκδοση του «Χ»]

Live ενημέρωση

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr