Χρ. Τοψίδης: Με σταθερά βήματα και πνεύμα συνεργασίας η Περιφέρεια ΑΜΘ αλλάζει
Έθιμα του αρραβώνα, του γάμου, προλήψεις και ξωτικά
Στην Κομοτηνή η ενδυμασία των χριστιανών γυναικών και ανδρών τον 19ο αιώνα ήταν διαφορετική από την ενδυμασία των κατοίκων της Μαρώνειας, του Κόσμιου της Γρατινής του Ιάσμου κλπ.
Επειδή ο τόπος έβγαζε μετάξι είχαν την συνήθεια όταν μια οικογένεια είχε κορίτσια να αυξάνουν την παραγωγή των κουκουλιών και αφού πουλούσαν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, κρατούσαν τα χρήματα για την προίκα και το υπόλοιπο το φύλαγαν με σκοπό να φτιάξουν κλωστές και να τις υφάνουν. Έτσι ετοίμαζαν περίφημα μεταξωτά για το σπιτικό τους, αρχίζοντας από τα πιο αραχνοΰφαντα τα γνωστά μπιρουτζούκια και φθάνοντας στα πιο βαριά.
Υπήρχε τότε ένα έθιμο κάθε κοριτσάκι το πρώτο εργόχειρο που κεντούσε να το έριχνε στο ποτάμι. Έτσι υφαίνοντας, κεντώντας και ράβοντας κάθε κορίτσι όταν έφθανε σε ηλικία γάμου, είχε έτοιμη και την προίκα της. Τότε άρχιζε να πηγαίνει στους χορούς. Εκεί γινόταν οι προξενιές. Το προξενιό συνήθως το έκανε η προξενήτρα ή ο παπάς. Αυτοί τα κανόνιζαν όλα και μέρα Κυριακή γινόταν ο αρραβώνας.
Οι αρραβώνες
Την Κυριακή ερχόταν οι συγγενείς του γαμπρού και έφερναν τα δώρα της νύφης. Πρώτα ένας δίσκος με καραμέλες, επάνω σε μαντήλια μεταξωτά για τα πεθερικά, ένας άλλος δίσκος με τσεμπέρια και σε ένα μαντήλι μεταξωτό σκαλισμένα κοσμήματα και φλουριά δεμένα με κορδέλες για την νύφη. Ύστερα ένα ταψί με χαλβά για να πάει γλυκιά η ζωή και δύο μεγάλες ζαχαρόπιτες από κόκκινη ζάχαρη, μέσα σε άσπρο τούλι και άσπρες κορδέλες. Τις ζαχαρόπιτες τις κρατούσαν για τον γαμπρό και την νύφη την βραδιά του γάμου. Αφού μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς ευλογούσε ο παπάς τα δώρα, ύστερα ένωνε τα χέρια τους και τους περνούσε τα δαχτυλίδια, τότε η νύφη φύλαγε το χέρι του γαμπρού, εκείνος δε το χέρι των πεθερικών. Ύστερα από οκτώ ημέρες ξαναπήγαινε ο γαμπρός με τους συγγενείς στο σπίτι της νύφης, την άλλη Κυριακή πήγαινε η νύφη με τους δικούς της στο σπίτι του γαμπρού. Έτσι ώσπου να γίνει ο γάμος πηγαινοέρχονταν κάθε Κυριακή.
Ο γάμος
Η ημέρα του γάμου ήταν η Κυριακή, από την Πέμπτη όμως απλωνόταν τα προικιά για να έλθουν να τα δουν. Την Παρασκευή το πρωί πήγαιναν την νύφη με συνοδεία στο χαμάμ της πόλης, μπροστά πήγαιναν τα βιολιά μαζί και οι φίλες της με τις γυναίκες που θα έλουζαν την νύφη. Την Πέμπτη το βράδυ όμως όλες οι φίλες της χόρευαν και τον έλεγαν χορό της κινάς, έβαζαν μέσα σε μια κούπα μια οκά κινά και τρία κεριά αναμμένα, χορεύοντας πρώτα η νύφη και όλες οι άλλες. Τον χορό συνόδευε ένα ειδικό τραγούδι: Βάλτε κινά στα νύχια της και μόσχο στα μαλλιά της να γίνει η νύφη όμορφη.
Σαν Παναγιά γραμμένη σαν νυφούλα στο χαρτί είναι ζωγραφισμένη. Μετά χορεύανε και οι άνδρες. Οι φίλες της νύφης το βράδυ μένανε και κοιμόταν με τη νύφη βάζοντας όλες κινά στα νύχια τους. Το Σάββατο ψήνανε φαγητά και γλυκά. Τότε ερχότανε ο κουμπάρος και κουβαλούσε την προίκα. Δύο στρώματα, δύο παπλώματα, μαξιλάρια, κουβέρτες, πουκάμισα μεταξωτά γυναικεία και ανδρικά, φορέματα, μπακιρικά. Ζωνάρια ανδρικά κεντημένα, πετσέτες υφαντές, ένα τρίποδο τραπέζι, σκαμνιά, χαμηλά στρογγυλά τραπέζια που κάνανε τους γιουφκάδες, τον τραχανά, το κουσκούσι, ξύλινους πλάστρες, ασπρόρουχα, τσεβρέδες, χαλιά, ασημένια φλιτζάνια για τον καφέ, πιάτα και ότι άλλο χρειάζεται ένα σπιτικό.
Όταν φτάνανε στο σπίτι του γαμπρού ο κουμπάρος έδινε στον κάθε μεταφορέα από ένα νόμισμα. Τότε ο γαμπρός έστελνε στη νύφη γούνα, την έλεγαν μηλόγουνα γιατί γύρω - γύρω στο λαιμό και από κάτω έως επάνω είχε μήλο, απ' έξω ατλάζι μαύρο ή τσόχα μπλε κεντημένη στα μανίκια. Μέσα δε το πάτημα της νύφης ένα φουστάνι μεταξωτό, λεγόταν έτσι γιατί η νύφη όταν έβγαινε από το σπίτι το έβαζαν στο κατώφλι να το πατήσει.
Επίσης έστελνε τα παπούτσια, τις κάλτσες και την χρυσή ζώνη που θα φορούσε, μια ταμπακιέρα ασημένια ή χρυσή γεμάτη χρυσά ή ασημένια νομίσματα και ένα ζευγάρι παντόφλες κεντημένες με χρυσή κλωστή. Στο δεύτερο δώρο ο γαμπρός έστελνε για την πεθερά και τον πεθερό φουστάνια, σαλβάρι, πουκάμισα για τα κορίτσια και μαντήλια για τα παλικάρια. Στο τρίτο δώρο ένα ταψί χαλβά άσπρο καρυδένιο.
Η νύφη έστελνε στον γαμπρό πουκάμισο μεταξωτό, ένα σώβρακο, δύο ζευγάρια κάλτσες, ένα είδος κομπολογιού πλεκτό με χάντρες, ένα ζωνάρι μεταξωτό με χρυσή κλωστή, ένα ζευγάρι παντόφλες κεντημένες με μετάξια, για τα πεθερικά πουκάμισα, τσεβρέδες και μεταξωτά μαντίλια. Την Κυριακή οι φίλες της νύφης μετά την εκκλησία πήγαιναν στο σπίτι της για να την ντύσουν τραγουδώντας.
Στο τέλος έφερναν μια πίτα ζυμωμένη από την Πέμπτη και την έκοβαν βάζοντάς την πάνω στο κεφάλι της νύφης, και μοιράζονταν τα κομμάτια. Ύστερα βάζανε στα γόνατα της νύφης ένα μικρό αγοράκι, ώστε το πρώτο παιδί να γίνει αρσενικό. Όταν οι συγγενείς της την φορούσαν τα παπούτσια μέσα είχαν ρύζι και χρυσά νομίσματα.
Την Κυριακή το πρωΐ πήγαινε ο κουρέας στο σπίτι του γαμπρού, εκεί έρχονταν και οι φίλοι του γαμπρού. Αφού λοιπόν ξυριζόταν ο γαμπρός έριχνε μέσα στην λεκάνη του κουρέα μια λίρα όπως και οι συγγενείς άλλα νομίσματα. Μετά ξεκινούσε και το ντύσιμο του γαμπρού, κόβανε και σε αυτού το κεφάλι την πίτα και την μοιράζονταν οι φίλοι του. Όπως και στην νύφη έτσι και εδώ δύο αγοράκια και δύο κοριτσάκια κρατούσαν καθ' όλη την διάρκεια από ένα κερί αναμμένο.
Όταν ήταν έτοιμος ο γαμπρός μαζί με τους φίλους του, μπροστά τα βιολιά πήγαιναν να πάρουν τον κουμπάρο και από κει στης νύφης. Μόλις φτάνανε στο σπίτι της νύφης, κλείνανε την πόρτα. Τότε ο κουμπάρος θα κτυπούσε τρεις φορές με το πόδι. Από μέσα δε του λέγανε τάξε δώρα για να σας ανοίξουμε. Ο κουμπάρος έλεγε θα σας δώσουμε ένα αρνί μαζί με τα βιολιά και κρασί. Μόνο τότε άνοιγε η πόρτα.
Η νύφη φιλούσε πρώτα του κουμπάρου το χέρι ύστερα του γαμπρού, εκείνος της πατούσε το πόδι για να είναι υποταγμένη. Ύστερα ο γαμπρός φιλούσε το χέρι της πεθεράς, βγαίνοντας η νύφη από το σπίτι της πατούσε το φουστάνι στα σκαλοπάτια όπως προείπαμε τρεις φορές, εκεί ο κουμπάρος έδινε το κόκκινο μαντήλι στη νύφη η οποία έκανε τρεις μετάνοιες και τραγουδούσε ένα τραγούδι του αποχαιρετισμού.
Αφού τελείωναν μπροστά τα βιολιά, έπειτα η νύφη πήγαιναν στην εκκλησία. Δεν έπρεπε να κοιτάζει πουθενά τα μάτια κατεβασμένα, γιατί αλλιώς θα την έλεγαν ξεσκαπνιστήρα. Ακολουθούσαν ο κουμπάρος με τον γαμπρό ύστερα οι συγγενείς και οι καλεσμένοι. Μέσα στην εκκλησία οι συγγενείς έδειχναν στον κόσμο ένα μαντήλι με έναν κόμπο που είχε δέσει ο γαμπρός και είχε πει, μόνος μου δένομαι μόνος μου θα λυθώ και ότι έχει και πει κάποιος γι' αυτόν τον δεσμό να το πει τώρα.
Μετά την εκκλησία πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, εκεί η πεθερά δεν έπρεπε να παρουσιασθεί πρώτη στη νύφη, το είχαν για γρουσουζιά. Αμέσως ξεκινούσε ο χορός. Όταν καθόταν στο τραπέζι όλοι μαζί τραγουδούσαν το καθιερωμένο τραγούδι που μεταξύ των άλλων έλεγε: ...Τριγύρω, γύρω άρχοντες και δώδεκα αποστόλοι, να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός κι όλο το νυφοστόλη... Στο σπίτι που πατήσαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει... Εμείς εδώ δεν ήλθαμε να φάμε και να πιούμε... μόνο τους αγαπούσαμε κι ήλθαμε να τους δούμε.
Μετά ο παπάς έλεγε την ευχή και καθόταν στο πρώτο τραπέζι η νύφη, ο γαμπρός, τα πεθερικά και μόνο ανδρόγυνα. Στο δεύτερο παλικάρια, στο τρίτο κορίτσια και στο τέταρτο παιδιά. Την άλλη μέρα το πρωΐ η πεθερά και οι άλλες γυναίκες πήγαιναν να δουν εάν η νύφη ήταν "εντάξει" τότε αμέσως έδιναν δώρα στη μάνα της που είχε φτάσει και αυτή για να δει το αποτέλεσμα της παρθενίας της. Σε λίγο άρχιζαν να τρώνε γλυκά και μπουγάτσες.
Το μεσημέρι άλλο τραπέζι. Το απόγευμα η κουμπάρα καλούσε όλους τους συγγενείς και φίλους προσφέροντάς τους ούζο βάζοντας μέσα κόκκινο χρώμα για να καταλάβει ο κόσμος ότι η νύφη ήταν παρθένα.
Σε οκτώ μέρες πήγαινε η νύφη με τους συγγενείς στην εκκλησία πάλι, όπου πρόσφεραν νομίσματα στον παπά, τα λέγανε "της νύφης ο παράς". Έτσι τελείωναν όλες οι τελετές.
Αργότερα όταν αποκτούσαν παιδί πήγαινε η μαμή στην νονά θα έλεγε τα καλορίζικα για να πάρει δώρα και έπειτα στους συγγενείς.
Δώριζαν στο παιδί διάφορα νομίσματα, μεταξωτά, παπλωματάκια κεντημένα με χρυσό και ρούχα. Επί σαράντα μέρες κάθε βράδυ μαζί με την λεχώνα η μάνα και η πεθερά της κλεινόταν στην κάμαρα, αφού κλείνουν καλά τις πόρτες και τα παράθυρα, δεν άνοιγαν δε παρά μόνο το πρωΐ.
Το είχαν για γρουσουζιά και ότι θα πάθαινε κάτι το παιδί ή η μητέρα από ξωτικά. Όπως και ποτέ μπροστά σε ξένους δεν βύζαινε για το κακό μάτι. Στις σαράντα μέρες γινόταν η βάπτιση πάντα στην εκκλησία. Η μαμή έπαιρνε το παιδί. Η μάνα, ο μπαμπάς και τα πεθερικά δεν πήγαιναν. Η κουμπάρα όταν τελείωναν το έφερνε στο σπίτι. Μικρά παιδιά έτρεχαν να πουν το όνομα για να πάρουν δώρα.
Προλήψεις
Όταν βύζαινε και έπηζε το γάλα της μαμάς πριν σαραντίσει (λέγανε ότι έφταιγε γιατί έφαγε το στόμα του ψαριού όταν ήταν έγκυος). Έπαιρνε στην αγκαλιά το μωρό το πήγαινε στην κουζίνα, καθόταν πάνω σε ένα ξύλο που κόβαν το κρέας βυζαίνοντας το μωρό. Τότε περνούσε. Επίσης αν στο διάστημα των 40 ημερών έκοβε το γάλα της μάνας, πήγαιναν μαζί με τον σύζυγό της αφού νήστευαν σε ένα αγίασμα.
Ήταν μέσα σε ένα βυζαντινό κάστρο, (άραγε πού) όπου όπως έλεγαν ένας αυτοκράτωρ με την γυναίκα του, έτυχε να τους πολιορκήσουν εχθροί, πριν πεθάνει η βασίλισσα είπε, το στήθος μου να μείνει σ' αυτό το μέρος ίσως έλθει το παιδί μου να βυζάξει και όποιας μάνας στερέψει το γάλα, να παίρνει, θα βρίσκει γιατρειά. Ήταν μια πέτρα σαν στήθος που έσταζε νερό. Έξυναν την πέτρα, έπαιρναν και νερό τα έβαζαν μαζί σε ένα ποτήρι και γινόταν άσπρο σαν γάλα. Το έπινε η μάνα και πίστευαν πως γιατρευόταν.
Η γυναικεία φορεσιά
Αρχίζοντας από το εξωτερικό φουστάνι αποτελείται συνήθως από μεταξωτό, σατέν, στάφες, μοναρίδες, χρώμα βυσσινί, κόκκινο, γαλάζιο, λιλά. Η φούστα πολύ σουρωμένη στη μέση, ήταν μακριά και όσο το δυνατόν πιο πλούσια στην εμφάνιση. Από το ίδιο ύφασμα συνεχιζόταν ένα μπουστάκι, χωρίς μανίκια μπροστά ανοιχτά και ενωμένο με την φούστα για να την συγκρατεί στη μέση. Πάνω από το μπουστάκι ένα βελουδένιο ή τσόχινο κοντογούνι, χρώμα κόκκινο, βυσσινί ή μαύρο. Με φαρδιά μακριά μανίκια (για να φαίνεται το πουκάμισο) κεντημένο με χρυσό τρία δάκτυλα φάρδος, γύρω - γύρω στο λαιμό, μανίκια, γιακά. Από μέσα ένα μεταξωτό άσπρο πουκάμισο υφαντό, με φαρδιά μανίκια που τελείωναν κεντημένα με βελόνα με άσπρο μετάξι. Την ίδια εργασία - είχε στο λαιμό και μπροστά.
Από μέσα ένα μεσοφόρι χασεδένιο με δαντέλα κάτω, έφθανε έως επάνω. Παπούτσια λουστρίνι, δετά, κάλτσες λευκές πλεγμένες στο σπίτι. Μια ζώνη επάνω από την μεταξωτή φούστα από βελούδο κόκκινο ή βυσσινί, κεντημένο όλο με χρυσό, μπροστά δε μια χρυσή αγκράφα. Την έλεγαν πυλέκα. Ήταν από δύο κομμάτια παντού χρυσή με διάφορα σχέδια και ιδίως λουλούδια. Στο κεφάλι φορούσαν στην αρχή τσεμπέρια, αλλά αργότερα τις άλλαζαν με φλούδες, τις έφερναν συνήθως από την Κωνσταντινούπολη ήταν από ψιλό μετάξι υφαντό το οποίο κεντούσαν γύρω - γύρω μόνες τους σχηματίζοντας λουλουδάκια κλπ.
Το δέσιμο στο κεφάλι γινόταν με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζεται ένα είδος τριαντάφυλλου στην δε κορυφή υπήρχε ένα φλουρί. Από κάτω τα μαλλιά τα κάνανε δύο ή περισσότερες πλεξούδες. Στο λαιμό είχανε ντούμπλες, φλουριά κωνσταντινάτα. Στα χέρια βραχιόλια με πολλές αλυσίδες και δαχτυλίδια.
Φορεσιά ανδρών
Ως εξωτερικό ένδυμα φορούσαν ένα σαλβάρι μαύρο ή καφέ ή μπλε από τσόχα κεντημένη με γαϊτάνι τρία δάκτυλα φάρδος. Ένα πουκάμισο λευκό, από χασέ κολλαριστό, το ράβανε οι γυναίκες τους και σχημάτιζαν μπροστά όλο πιέτες και οι πιέτες κάνανε σχήμα λουλουδιών. Τα πουκάμισα αυτά είχαν στενούς γιακάδες και μανικέτια το ονόμαζαν δε το καθαρό. Για το κολλάρισμα επειδή τότε δεν είχε κόλλα παίρνανε σιτάρι το αφήνανε στον ήλιο να σαπίσει και μετά το ζουμί αφού καταστάλαζε και στέγνωνε το μεταχειρίζονταν (ο λεγόμενος νεσεστές ή καταστατό). Πάνω στο πουκάμισο κάτι σαν γιλέκο χωρίς μανίκια από τσόχα.
Γύρω δε ραμμένο έως τέσσερα δάκτυλα γαϊτάνι. Στη μέση ένα ζωνάρι, βυσσινί χρώματος με μαύρα ή μωβ λουλούδια. Από μέσα ένα πουκάμισο υφαντό πάνινο όπως και ένα σαλβάρι άσπρο, πολύ φαρδύ, κάλτσες άσπρες μάλλινες το χειμώνα και βαμβακερές το καλοκαίρι. Παπούτσια μαύρα. Από το ζωνάρι κρεμόταν ένα ωρολογάκι με μεταξωτό κορδόνι, μια ταμπακιέρα μαύρη, όπως και ένα κομπολόϊ. Στο κεφάλι φέσι κόκκινο με μαύρη φούντα πολύ στραβά φορεμένο. Όσοι ήταν ελεύθερα παλικάρια φορούσαν το φέσι πολύ - πολύ στραβά, αυτό δε σήμαινε ότι ήταν ελεύθεροι. Τα αγόρια φορούσαν χρωματιστά σαλβάρια τσόχινα γαλάζια, ροζ, μπλε με άσπρες ζώνες κεντημένες.
Από πάνω ένα λευκό πουκάμισο χρωματιστά παπουτσάκια κόκκινα ή γαλάζια. Στο κεφάλι φεσάκι. Τα κοριτσάκια φορούσαν ένα φορεματάκι υφαντό και μια χρωματιστή ποδίτσα. Παπούτσια χρωματιστά. Τα μαλλιά τους τα έπλεκαν με πολλές - πολλές πλεξούδες βάζοντας και ένα λουλουδάκι στο πλάϊ.
Πηγή
Αμαλία Στάλιου - ανάτυπο από τον 13ο τόμο των Θρακικών
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News